λεγόμενος , η, ο λε-γό-με-νος επίθ. (με άρθ.): που λέγεται, αποκαλείται: Ο 5ος αι. π.Χ., ο ~ (= επονομαζόμενος) και "χρυσός αιώνας του Περικλή". Οι ~ες "χώρες του Τρίτου Κόσμου". ● ΣΥΜΠΛ.: άπαξ λεγόμενον/λέξη άπαξ βλ. άπαξ ● ΦΡ.: κατά το κοινώς λεγόμενο(ν) (λόγ.) & (λογιότ.) κατά το δη λεγόμενον: (για να χρησιμοποιηθεί, ειρωνικά ή χιουμοριστικά, λέξη ή φράση του προφορικού λεξιλογίου) όπως συνήθως λέγεται: Είναι εξουθενωμένος· ~ ~, τα 'χει φτύσει! Πβ. απλοελληνικά.
άπαξ
άπαξ [ἅπαξ] ά-παξ επίρρ. (αρχαιοπρ.): μία φορά μόνο: ~ της ημέρας/του μηνός/του έτους ... Ο έλεγχος θα γίνει ~. Βλ. εφάπαξ. ● ΣΥΜΠΛ.: άπαξ λεγόμενον/λέξη άπαξ: ΦΙΛΟΛ. λέξη, τύπος ή σημασία που μαρτυρείται μία μόνο φορά, κυρ. σε κείμενα της αρχαίας ελληνικής και λατινικής γραμματείας. ● ΦΡ.: άπαξ (και) διά παντός: μια για πάντα, οριστικά: Απαλλαχθήκαμε/γλιτώσαμε ~ ~ από δαύτους! Το θέμα λύθηκε ~ ~! Σου απάντησα/το είπα ~ ~ (: δεν πρόκειται να το επαναλάβω)! ΣΥΝ. μια/μία και καλή, άπαξ και: από τη στιγμή που, αφού, εφόσον: ~ ~ το αποφασίσαμε, δεν μπορούμε να κάνουμε πίσω! Πβ. μια(ς) και/που. [< αρχ. ἅπαξ, αγγλ. hapax legomenon, γαλλ. (h)apax, 1922]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.