Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • λεκτικός , ή, ό λε-κτι-κός επίθ.: που σχετίζεται με τις λέξεις, που γίνεται με τον λόγο ή αναφέρεται σε αυτόν: ~ός: πλούτος/(ΓΛΩΣΣ.) τύπος. ~ό: λάθος (βλ. σαρδάμ)/σήμα (βλ. λογότυπο)/σύνολο (: πρόταση, φράση). (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ός: αναλυτής. Πβ. λεξικός.|| ~ή: αντιπαράθεση (= λογομαχία)/επίθεση (εναντίον κάποιου). ~ό: επεισόδιο. (ΓΛΩΣΣ.) ~ό: εφεύρημα/σχήμα (= σχήμα λόγου). (ΠΑΙΔΑΓ.) ~ές: δεξιότητες/δυσκολίες (π.χ. τραυλισμός· βλ. μαθησιακές δυσκολίες). Εκδήλωση συναισθημάτων με (μη) ~ό τρόπο/σε (μη) ~ό επίπεδο. Πβ. γλωσσ-, φραστ-ικός. Βλ. μονο~, πολυ~. ● Ουσ.: λεκτικό (το) (λόγ.): τρόπος έκφρασης, ύφος: το ~ ενός άρθρου/μιας επιστολής. ● επίρρ.: λεκτικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: λεκτικά ρήματα: ΓΡΑΜΜ. όσα σχετίζονται σημασιολογικά με το "λέω", π.χ. αναγγέλλω, διηγούμαι., λεκτική επικοινωνία: που γίνεται προφορικά ή γραπτά: λεκτική και μη ~ ~ στη σχολική τάξη. Βλ. μιμόγλωσσα, παραγλώσσα., λεκτικές/ρητορικές ακροβασίες βλ. ακροβασία, λεκτική βία βλ. βία [< αρχ. λεκτικός, γαλλ. verbal]

ακροβασία

ακροβασία [ἀκροβασία] α-κρο-βα-σί-α ουσ. (θηλ.) & ακροβατισμός (ο) 1. η τέχνη, οι ασκήσεις του ακροβάτη και γενικότ. κάθε επικίνδυνη ενέργεια που απαιτεί επιδεξιότητα: ριψοκίνδυνη ~. Εκτέλεση/επίδειξη ~ών.|| Αεροπορικές/χορευτικές ~ες. Βλ. -βασία. 2. (μτφ.) παράτολμη σκέψη ή ενέργεια που δεν ακολουθεί την πεπατημένη (για λόγους εντυπωσιασμού) ή ισορροπεί μεταξύ αντίθετων καταστάσεων: (ιδεο)λογική/νοητική/νομική/πολιτική/σκηνοθετική ~. Εικαστικές/επιστημονικές/ερμηνευτικές/μουσικές ~ες. ~ της σκέψης/φαντασίας. Το έργο είναι μια διαρκής ~ ανάμεσα στην κωμωδία και το δράμα. Πβ. σχοινοβασία. ● ΣΥΜΠΛ.: λεκτικές/ρητορικές ακροβασίες (μτφ.): εντυπωσιακά λόγια χωρίς λογική βάση, σοφιστείες: λόγος γεμάτος ασάφειες και ~ ~. Επιδίδεται/καταφεύγει σε επιδέξιες ~ ~. ● ΦΡ.: ακροβασία σε τεντωμένο σχοινί 1. (μτφ.) επικίνδυνη κατάσταση με απρόβλεπτες συνέπειες: Το πολιτικό και οικονομικό παιχνίδι μοιάζει με ~ ~. 2. σχοινοβασία. [< γαλλ. acrobatie, αγγλ. acrobatism]

βια

βια ουσ. (θηλ.) (λαϊκό-λογοτ.): βιασύνη. ΣΥΝ. βιάση [< αρχ. βία με συνίζηση]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.