αλουμίνιο[ἀλουμίνιο] α-λου-μί-νι-ο ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -ίου}: ΧΗΜ. αργυρόλευκο, ελαφρό μεταλλικό στοιχείο (σύμβ. Al, Ζ 13), με υψηλή αντοχή στη διάβρωση και σε μηχανικές καταπονήσεις, ειδικότ. ως κράμα με άλλα μέταλλα: κράμα ~ίου. Οξείδιο του ~ίου (= αλουμίνα).|| Ανακύκλωση/επένδυση/ζάντες/φύλλο ~ίου. Βλ. βωξίτης, ντουρ~. ΣΥΝ. αργίλιο ● αλουμίνια (τα): (συνεκδ.-προφ.) οτιδήποτε κατασκευάζεται από το μέταλλο αυτό: συρόμενα ~. Βάλαμε τα ~ (: πόρτες, παράθυρα). [< νεολατ. aluminium, αγγλ.-γαλλ. ~]
απεργία[ἀπεργία] α-περ-γί-α ουσ. (θηλ.) {απεργι-ών} 1. εκούσια, συλλογική και οργανωμένη αποχή από την εργασία, που συνοδεύεται από περικοπή μισθού και έχει ως στόχο την ικανοποίηση των αιτημάτων των εργαζομένων: αιφνιδιαστική/απροειδοποίητη/γενική/καθολική/κλαδική (βλ. παν~)/μαζική/νόμιμη/πανελλαδική/πολιτική/συμβολική ~. ~ διδασκόντων/εργατών/συμβασιούχων/υπαλλήλων. ~ των εργαζομένων στο μετρό/στις τράπεζες. ~ διαρκείας/συμπαράστασης. ~ για το ασφαλιστικό/για αύξηση μισθών. Αναστολή/κήρυξη/λύση/παράταση/περιφρούρηση της ~ας. Μπαράζ ~ών. Σε κλοιό ~ών η χώρα. Το (συνταγματικά κατοχυρωμένο) δικαίωμα της ~ας. Κάλεσμα σε ~. Αναστέλλουν την/βρίσκονται σε/έχουν/κατεβαίνουν σε/πραγματοποιούν ~. Έληξε/παρατείνεται/συνεχίζεται η ~. Την ~ οργάνωσε η ΑΔΕΔΥ. Εικοσιτετράωρη ~ κήρυξε η ΓΣΕΕ. Σε τριήμερη ~ προχωρούν οι ... Μεγάλη/μικρή συμμετοχή στην ~. Κάνω ~ (= απεργώ). Σπάω την ~ (βλ. απεργοσπάστης). Στην ~ λαμβάνουν μέρος και οι εργαζόμενοι στις ΔΕΚΟ. Βλ. α(ν)εργία, αντ~, πικετοφορία. 2. προσωρινή διακοπή δραστηριοτήτων ως μορφή διαμαρτυρίας ή για τη διεκδίκηση αιτημάτων: πανευρωπαϊκή ~ φοιτητών και μαθητών. Βλ. αποχή. ● ΣΥΜΠΛ.: απεργία αλληλεγγύης: που στοχεύει στην υποστήριξη ή την ενίσχυση της διαπραγματευτικής θέσης άλλων εργαζομένων. [< αγγλ. sympathy/solidarity strike] , απεργία πείνας/δίψας: άρνηση λήψης τροφής/νερού ως έσχατη μορφή διαμαρτυρίας ή άσκησης πίεσης για την ικανοποίηση αιτήματος., καταχρηστική απεργία: που λόγω παρατεταμένης διάρκειας συνεπάγεται τη δυνατότητα καταγγελίας της σύμβασης εργασίας εκ μέρους του εργοδότη: Παράνομη και καταχρηστική κηρύχθηκε/κρίθηκε από το δικαστήριο η απεργία. [< γαλλ. grève abusive] , κυλιόμενη/επαναλαμβανόμενη απεργία: που πραγματοποιείται σε διαδοχικά χρονικά διαστήματα, κάποτε από διαφορετικές κατηγορίες προσωπικού ή σε διαφορετικά τμήματα μιας επιχείρησης ή υπηρεσίας: ~ ~ ανά γεωγραφικό διαμέρισμα. Απεργιακός αγώνας διαρκείας με πενθήμερες ~ες ~ες. [< αγγλ. rolling strike, 1969] , λευκή απεργία: όταν οι εργαζόμενοι προσέρχονται στον χώρο εργασίας, αλλά αρνούνται να εργαστούν και γενικότ. απέχουν από τα καθήκοντά τους. Βλ. καθιστική διαμαρτυρία, στάση εργασίας., προειδοποιητική απεργία: μικρής διάρκειας που γίνεται με σκοπό να τονιστεί η αποφασιστικότητα των εργαζομένων να διεκδικήσουν την ικανοποίηση των αιτημάτων τους. [< αγγλ. warning/token strike] [< γαλλ. grève]
αρκούδα[ἀρκούδα] αρ-κού-δα ουσ. (θηλ.) 1. ΖΩΟΛ. κοινή ονομασία κάθε μεγαλόσωμου παμφάγου χερσαίου θηλαστικού της οικογ. Ursidae με περ. τριγωνικό κεφάλι, πλούσιο τρίχωμα, μικρό στρογγυλοειδές ρύγχος και υποτυπώδη ουρά· κυρ. με αναφορά στην καφέ ή κοινή αρκούδα (επιστ. ονομασ. Ursus arctus): άγρια/εξημερωμένη ~. Η γκρίζα/μαύρη ~. Βλ. χειμερία νάρκη. 2. (μτφ.-μειωτ.) ως χαρακτηρισμός για παχύ (και μεγαλόσωμο) άνδρα ή παχιά (και ψηλή) γυναίκα. Βλ. αλόγα, ελέφαντας, φάλαινα. 3. (μτφ.-προφ.) η Ρωσία (ως υπερδύναμη). ● Υποκ.: αρκουδίτσα (η), αρκουδάκι (το): (ως παιχνίδι) ~ες και κουκλίτσες. ● ΣΥΜΠΛ.: πολική αρκούδα & λευκή αρκούδα: η μεγαλύτερη σε διαστάσεις αρκούδα του πλανήτη, η οποία έχει λευκό τρίχωμα, ζει στις αρκτικές περιοχές και τρέφεται με ψάρια και μικρά θηλαστικά, κυρ. φώκιες: προστασία της ~ής ~ας. [< αγγλ. polar bear, γαλλ. ours polaire] ● ΦΡ.: σαν αρκούδα (προφ.-εμφατ.): πάρα πολύ: δυνατός/πεινασμένος/χοντρός ~ ~. Κοιμάται/μουγκρίζει ~ ~., της αρκούδας (προφ.-εμφατ.): για κάτι που γίνεται σε μεγάλο βαθμό: Έφαγε το ξύλο ~ ~ (= τον χτύπησαν πολύ. Πβ. της χρονιάς του)! Έπεσε το γέλιο ~ ~! Κάνει το κρύο ~ ~ (: πάρα πολύ)! [< μεσν. αρκούδα]
βίβλοςβί-βλος ουσ. (θηλ.) 1. ΘΡΗΣΚ. (με κεφαλ. το αρχικό Β) η Αγία Γραφή: τα βιβλία/χωρία της ~ου. Πβ. Ιερά Γράμματα, Παλαιά και Καινή Διαθήκη. Βλ. Ιερές Γραφές, Κοράνι, Ταλμούδ. 2. σύγγραμμα, εγχειρίδιο που θεωρείται το πιο έγκυρο σε κάποιον τομέα: η ~ του καλού/σύγχρονου επιχειρηματία. ● ΣΥΜΠΛ.: Λευκή Βίβλος/Λευκό Βιβλίο: ΠΟΛΙΤ. καθένα από τα επίσημα έγγραφα της Ευρωπαϊκής Ένωσης που περιέχουν προτάσεις κοινοτικής δράσης σε συγκεκριμένους τομείς: ~ ~ για την ανάπτυξη/την ανταγωνιστικότητα και την απασχόληση. [< αγγλ. White Paper] , Μαύρη Βίβλος: βιβλίο ή σύνολο κειμένων που αναφέρονται σε αρνητικά και κατακριτέα στοιχεία (καθεστώτος, κράτους, προσώπου): η ~ ~ του καπιταλισμού/του φασισμού. [< γαλλ. Livre Noir] , Μπλε Βίβλος & Βιβλίο: ΠΟΛΙΤ. καθένα από τα επίσημα έγγραφα της Ευρωπαϊκής Ένωσης που περιέχουν τους στρατηγικούς στόχους και τις συστάσεις της Επιτροπής για κοινοτική δράση στον τομέα των θαλάσσιων μεταφορών. [< αγγλ. Blue Paper] , Πράσινη Βίβλος/Πράσινο Βιβλίο: ΠΟΛΙΤ. καθένα από τα επίσημα έγγραφα της Ευρωπαϊκής Ένωσης που αποσκοπούν στην προώθηση του προβληματισμού σε ευρωπαϊκό επίπεδο για συγκεκριμένο θέμα: ~ ~ για την ενέργεια/την επιχειρηματικότητα. [< αγγλ. Green Paper, 1967] , χαρτί βίβλου: ΤΥΠΟΓΡ. λεπτό αδιαφανές χαρτί εκτύπωσης [< αγγλ. Bibel paper, 1903, γαλλ. Papier bible] , χρυσή βίβλος 1. (μτφ., συνήθ. στον αθλητισμό) καταγραφή των πιο λαμπρών ονομάτων, στιγμών ή περιστατικών που αφορούν έναν χώρο: η ~ ~ του κυπέλλου/των μεταλλίων/των πρωταθλητών/των τελικών. 2. ΙΣΤ. κατάλογος με τα ονόματα των ευγενών την περίοδο της Ενετοκρατίας, κυρ. στα Επτάνησα. ΣΥΝ. λίμπρο ντ' όρο [< ιταλ. libro d'oro] [< 1: μτγν. Βίβλος 2: γαλλ.-αγγλ. bible]
γάμος
γά-μος ουσ. (αρσ.) 1. νόμιμη ένωση συνήθ. ενός άντρα και μιας γυναίκας, που αναγνωρίζονται επίσημα ως σύζυγοι με θρησκευτική ή πολιτική τελετή και συνεκδ. η αντίστοιχη τελετή και ο ακόλουθος εορτασμός: ανοιχτός (: με πολλούς προσκεκλημένους, ΑΝΤ. κλειστός)/βασιλικός/λαμπερός/παραδοσιακός/πλούσιος/χλιδάτος ~. Πρώτος/δεύτερος/τρίτος ~. ~ συμφέροντος. ~ από έρωτα/συνοικέσιο. Κοινοί ~οι (: που τελούνται ταυτόχρονα στον ίδιο χώρο). ~ (μεταξύ) γκέι/λεσβιών/ομοφύλων. (Αν)αγγελία/βίντεο/γνωριμία/δεξίωση/δήλωση (: στο ληξιαρχείο)/δώρο/έθιμα/είδη (: νυφικά, στέφανα, λαμπάδες, μπομπονιέρες)/επέτειος/οργάνωση/πιστοποιητικό/(ληξιαρχική) πράξη/προσκλητήριο/τέλεση/τραγούδι/τραπέζι (= γλέντι)/φωτογραφίες ~ου. Είναι/βρίσκεται/έφτασε σε ηλικία ~ου. Ανακοινώνω/εμποδίζω/ευλογώ/τελώ τον ~ο. Συνάπτω ~ο. Βγάζω τις άδειες του ~ου.|| (ΝΟΜ.) Άκυρος/ανυπόστατος ~. (Δικαστική) λύση ~ου (βλ. διαζύγιο). Επίδομα ~ου. Πβ. παντρειά, πάντρεμα. Βλ. στεφάνι. 2. (συνεκδ.) έγγαμος βίος, συμβίωση συζύγων: αποτυχημένος/αταίριαστος/άτυχος/διαλυμένος/επιτυχημένος ~. Σώζω τον ~ο μου. Ατύχησε/ευτύχησε στον ~ο του. Ο ~ τους κράτησε παρά τις αντιξοότητες. H πρώτη νύχτα του ~ου. 3. ΘΕΟΛ. ένα από τα επτά μυστήρια της χριστιανικής θρησκείας, με το οποίο ευλογείται η ένωση άντρα και γυναίκας, με σκοπό την πνευματική και ηθική τους τελείωση και τη γέννηση τέκνων. 4. (μτφ.) ένωση ή συνεργασία διαφορετικών ή αντίθετων πλευρών, εταιρειών: ~ (δύο) εκδοτικών οίκων. ● ΣΥΜΠΛ.: αναγκαστικός γάμος 1. που επιβάλλεται από το οικογενειακό και το κοινωνικό περιβάλλον ή λόγω ειδικών συνθηκών (συνήθ. ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης). 2. (μτφ.) συνεργασία, συμφωνία που επιβάλλεται από κάποιες καταστάσεις: ~ ~ των επιχειρήσεων., αργυροί/χρυσοί/αδαμάντινοι γάμοι: επέτειος των 25, 50 και 60 (ή 75) χρόνων έγγαμης συμβίωσης, αντίστοιχα. Βλ. ιωβηλαίο. [< γαλλ. noces d'argent/d'or/de diamant] , θρησκευτικός γάμος: που γίνεται σύμφωνα με τον τρόπο που υπαγορεύει η θρησκεία του ζευγαριού. [< γαλλ. mariage religieux] , λευκός/εικονικός γάμος: ΝΟΜ. που γίνεται συμβατικά, για λόγους σκοπιμότητας. [< γαλλ. mariage blanc] , μικτός γάμος: που πραγματοποιείται μεταξύ ετερόθρησκων ή ετερόδοξων. [< γαλλ. mariage mixte] , πολιτικός γάμος: που τελείται (1982 κ. ε.) από εκπρόσωπο δημοτικής ή άλλης πολιτικής Αρχής, συνήθ. στο δημαρχείο. [< γαλλ. mariage civil] , λίστα γάμου βλ. λίστα, πρόταση (γάμου) βλ. πρόταση ● ΦΡ.: εκτός γάμου: έξω από τα πλαίσια της έγγαμης ζωής: σχέσεις ~ ~ (= εξωσυζυγικές). Παιδιά που γεννήθηκαν ~ ~. Πβ. εξώγαμος., εντός γάμου: που προκύπτει ή λαμβάνει χώρα στο πλαίσιο της έγγαμης συμβίωσης: τέκνα γεννημένα ~ ~., έρχομαι εις γάμου κοινωνία(ν) (επίσ.): παντρεύομαι., όλα του γάμου δύσκολα (κι η νύφη γκαστρωμένη) (παροιμ.): όταν υπάρχουν πολλές δυσκολίες, για να γίνει κάτι ή όταν εμφανίζεται ένα (νέο) πρόβλημα σε μια ήδη δύσκολη κατάσταση., όπου γάμος και χαρά (κι) η Βασίλω πρώτη: για πρόσωπο που παρευρίσκεται σε πολλές κοινωνικές εκδηλώσεις, συχνά για να προβληθεί., πάρ' τον στον γάμο σου να σου πει «και του χρόνου» (παροιμ.): όταν κάποιος λέει κάτι, συνήθ. αρνητικό, που δεν ταιριάζει σε συγκεκριμένη περίσταση., τα (ιερά) δεσμά του γάμου (επίσ.): ο γάμος: Ενώθηκαν με ~ ~ ενώπιον Θεού και ανθρώπων., (ο) γάμος του καραγκιόζη βλ. καραγκιόζης, ζητώ (σε γάμο) βλ. ζητώ, θα αφήσουμε/σιγά μην αφήσουμε τον γάμο να πάμε για πουρνάρια βλ. αφήνω, στον γάμο του καραγκιόζη βλ. καραγκιόζης, του Κουτρούλη ο γάμος/το πανηγύρι βλ. Κουτρούλης [< αρχ. γάμος]
γραμμήγραμ-μή ουσ. (θηλ.) 1. το σύνολο των διαδοχικών θέσεων ενός σημείου που κινείται στον χώρο, συνεχές και συνήθ. μακρόστενο ίχνος ή όριο (ορατό ή νοητό): (ΓΕΩΜ.) διαγώνια/διακεκομμένη/διπλή/ευθεία (βλ. ευθυγραμμία)/κάθετη/καμπύλη/κατακόρυφη/μονή/οριζόντια/τεθλασμένη ~. Ισοϋψείς/παράλληλες ~ές. Σημείο τομής δύο ~ών. Τραβώ/χαράσσω μια ~.|| Η ~ του αιγιαλού/ισημερινού/ορίζοντα/των συνόρων. Οριοθετική ~.|| (ΑΘΛ.) ~ εκκίνησης/τερματισμού. Η μπάλα πέρασε τη ~ (του) τέρματος.|| Οι ~ές του πενταγράμμου/τετραδίου. Διάστημα μεταξύ δύο ~ών (= διάστιχο). Έγραψα πέντε ~ές (= αράδες). Έλεγξα το κείμενο ~ προς ~. Τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές (: αυτά τα λόγια). || ~ κορμού. Οι ~ές του τραμ/του τρένου (= ράγες).|| Οι ~ές του προσώπου (βλ. ρυτίδες)/χεριού. Η ~ της ζωής/καρδιάς/τύχης (βλ. χειρομαντεία).|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ διευθύνσεων/εντολών/εργαλείων/εργασιών/σάρωσης. (ΤΕΧΝΟΛ.) Εκτυπωτές ~ής.|| (ΝΑΥΤ.) ~ φορτώσεως (: καθορίζει τη μέγιστη επιτρεπόμενη βύθιση του πλοίου). 2. (ειδικότ.) το περίγραμμα αντικειμένου ή σώματος· σχήμα, φόρμα: οι ~ές του αυτοκινήτου/βουνού/κτιρίου/τοπίου. Αδρές/έντονες/λεπτές ~ές προσώπου (= χαρακτηριστικά). Έχει ωραίες ~ές (: είναι καλλίγραμμη. ΣΥΝ. σιλουέτα).|| Αρμονία των ~ών. Ρούχο σε ίσια/σπορ/στενή/φαρδιά ~. Σαλόνι σε μοντέρνα/κλασική ~. Η σύγχρονη αισθητική επιβάλλει απλές/καθαρές/λιτές ~ές. 3. πραγματικό ή νοητό μέσο σύνδεσης, μεταφοράς και η αντίστοιχη υπηρεσία: (ΤΗΛΕΠ.) επίγεια/υποθαλάσσια ~. Απευθείας/δεύτερη ~. ~ές τηλεφώνου. ~ ίντερνετ/μετάδοσης (: δεδομένων, σημάτων). Αναβάθμιση/αριθμός/ενεργοποίηση/ενισχυτής/κατάργηση/παροχή ~ής. Οι ~ές είναι εκτός λειτουργίας. Η ~ είναι κατειλημμένη (: το τηλέφωνο μιλάει).|| (ΗΛΕΚΤΡ.) ~ ηλεκτρικού ρεύματος. ~ές υψηλής τάσης.|| Εμπορική/επιδοτούμενη/λεωφορειακή/ταχυδρομική/υπέργεια/υπόγεια ~. Η ~ του Ηλεκτρικού/μετρό. Ανακαίνιση/επέκταση/οι σταθμοί (της) ~ής. ~ές πλοίων/ακτοπλοϊκές ~ές. Αστικές ~ές ΚΤΕΛ. ~ές εξωτερικού/εσωτερικού. Οχηματαγωγά δρομολογημένα στη ~ των Κυκλάδων/σε τακτική ~. Ταξίδεψε με το αεροπλάνο/λεωφορείο/πλοίο της ~ής. Άλλαξα ~ και προορισμό. 4. (μτφ.) γενική κατεύθυνση, πορεία ή οδηγία που πρέπει να ακολουθηθεί, ώστε να επιτευχθεί ορισμένος στόχος: ενιαία/ιδεολογική/κατευθυντήρια/κομματική/πολιτική ~. Καθορίζει τη ~ της εφημερίδας/κυβέρνησης. Κράτησε την ίδια ~. Την τελευταία στιγμή άλλαξε ~. Η ~ δράσης στοχεύει στην οικονομική ανάπτυξη. Επικράτησε η ~ των μετριοπαθών. Δόθηκε/έπεσε ~ να καταψηφιστεί η υποψηφιότητά του. Πβ. ντιρεκτίβα. 5. ευθυγραμμισμένη σειρά ή διάταξη προσώπων, πραγμάτων, στοιχείων: οχυρωματική ~. ~ βολής/διαδοχής/κρούσης/μάχης/προέλασης. Οι ~ές άμυνας του εχθρού. Βάζω κάποιον/κάτι στη ~.|| Λεωφόροι με ~ές δέντρων (= δεντροστοιχίες). Τα στοιχεία ενός πίνακα οργανώνονται σε ~ές και στήλες (: οριζοντίως και καθέτως).|| (μτφ.) Προσχώρησε στις ~ές του κόμματος/της οργάνωσης.|| Χρονική ~ γεγονότων (πβ. διαδοχή). 6. (ως επίρρ.) κατευθείαν, χωρίς ενδιάμεσες στάσεις ή στη σειρά: Έφυγε/τράβηξε ~ για το γραφείο. ● Υποκ.: γραμμούλα (η): στη σημ. 1. ● ΣΥΜΠΛ.: άγονη γραμμή: ακτοπλοϊκή (ή σπανιότ. συγκοινωνιακή) γραμμή με μικρή επιβατική κίνηση και συνεκδ. τα νησιά που εξυπηρετούνται από αυτή ή ο αντίστοιχος γεωγραφικός χώρος: τα δρομολόγια της ~ης ~ής. Το πλοίο εξυπηρετεί/καλύπτει την ~ ~., αεροπορική γραμμή {συνηθέστ. στον πληθ.}: αερογραμμή., ανοιχτή γραμμή (επικοινωνίας): που επιτρέπει την απευθείας πληροφόρηση ή συνεννόηση: Λειτουργεί ~ ~ βοήθειας/εξυπηρέτησης/(υπο)στήριξης (: για τηλεφωνική υπηρεσία). ~ ~ επικοινωνίας μεταξύ των αρμόδιων υπουργείων. Βρισκόμαστε σε ~ ~ με τον πρωθυπουργό για ... [< αγγλ. open line] , άσπρη/λευκή γραμμή 1. λωρίδα στο οδόστρωμα που διαχωρίζει τα ρεύματα κυκλοφορίας. 2. ΑΝΑΤ. ινώδης περιοχή της κοιλιακής χώρας κάτω από τον ομφαλό και μέχρι το τριχωτό του εφηβαίου που σχηματίζεται από τις προσφύσεις των πλάγιων κοιλιακών μυών., γραμμές (του) τέρματος: ΑΘΛ. (κυρ. στο ποδόσφαιρο) οι δύο μικρότερες γραμμές (πλάτους) των εξωτερικών ορίων αγωνιστικού χώρου. Βλ. πλάγια γραμμή., γραμμή επαφής (με αιώρηση αλυσοειδούς): ΤΕΧΝΟΛ. σύστημα για την τροφοδοσία τρένων, τρόλεϊ και τραμ με ηλεκτρικό ρεύμα, το οποίο αποτελείται από τους αγωγούς επαφής, τα φέροντα καλώδια, τους αναρτήρες και όλα τα εξαρτήματα που τοποθετούνται μεταξύ των αγωγών και των μονωτήρων. Βλ. αλυσοειδής (ανάρτηση)., γραμμή μεταφοράς 1. ΤΕΧΝΟΛ. σύνολο αγωγών ή καλωδίων για τη μεταφορά ενέργειας ή σήματος: εναέρια ~ ~ ρεύματος μέσης/υψηλής τάσης. 2. υπηρεσία που εξυπηρετεί τις μετακινήσεις: ~ ~ εμπορευμάτων/επιβατών. [< αγγλ. transmission line] , γραμμή παραγωγής ΟΙΚΟΝ. 1. σύστημα με συγχρονισμένες λειτουργίες που χρησιμοποιείται σε παραγωγική μονάδα: αυτοματοποιημένη/ολοκληρωμένη ~ ~. Πβ. αλυσίδα παραγωγής. 2. & γραμμή προϊόντος: ομάδα προϊόντων που ανήκουν στο ίδιο είδος. [< αγγλ. production line, 1935] , γραμμή συναρμολόγησης: σύστημα με συγχρονισμένες λειτουργίες που χρησιμοποιείται σε βιομηχανική μονάδα, όπου μηχανές και εξαρτήματα τοποθετούνται στη σειρά για τη συναρμολόγηση του τελικού προϊόντος: κινούμενη ~ ~. ~ ~ αυτοκινήτων/κινητήρων. [< αγγλ. assembly line] , διαχωριστική γραμμή: οτιδήποτε διαχωρίζει· όριο: φυσική ~ ~. Παραβίασε τη ~ ~ και πήρε κλήση.|| (μτφ.) ~ ~ μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς. Δυσκολεύεται να τραβήξει μια ~ ~ ανάμεσα στην οικογένεια και το επάγγελμα. [< γαλλ. ligne disjonctive] , επίσημη γραμμή: οι κατευθυντήριες και δεσμευτικές θέσεις ενός φορέα απέναντι σε ένα θέμα: Ακολουθεί την/διαφοροποιήθηκε από την ~ ~ του κόμματος. [< αγγλ. official line, 1974] , η γραμμή του τρίποντου/των 6,75: ΑΘΛ. (στο ευρωπαϊκό μπάσκετ) το όριο πέρα από το οποίο επιχειρείται σουτ τριών πόντων: Ευστόχησε/σκόραρε από τη ~ ~ (: πέτυχε τρίποντο)., κίτρινη γραμμή: που έχει σχεδιαστεί στο οδόστρωμα, παράλληλα με το κράσπεδο του πεζοδρομίου, για την απαγόρευση της στάσης και της στάθμευσης., κόκκινη γραμμή 1. & θερμή γραμμή: ειδική και αποκλειστική γραμμή άμεσης επικοινωνίας για ανταλλαγή στρατιωτικών, πολιτικών πληροφοριών, κυρ. μεταξύ αρχηγών κρατών: ~ (τηλεφωνική) ~ λειτούργησε χθες στον Λευκό Οίκο. ~ ~ μεταξύ των αεροπορικών στρατηγείων. Πβ. κόκκινο/πορτοκαλί τηλέφωνο. 2. όριο, κρίσιμο σημείο που δεν επιτρέπεται να το υπερβεί κάποιος: Πέρασαν την ~ ~ που έχει οριοθετήσει η διεθνής κοινότητα. [< 1: αγγλ. hot line, 1955 2: αγγλ. red line, 1952] , λεπτή γραμμή (μτφ.): οριακό, διαχωριστικό σημείο: ~ ~ ανάμεσα στην αγάπη και το μίσος. Η ~ ~ που χωρίζει τη ζωή από τον θάνατο., μελωδική γραμμή: ΜΟΥΣ. μελωδία: αντιστικτική/απλή/κύρια/ρυθμική ~ ~. Η ανιούσα ~ ~ των μπάσων., πλευρική γραμμή: ΖΩΟΛ. αισθητήριο όργανο ψαριών και αμφιβίων που ανιχνεύει την οποιαδήποτε κίνηση στο νερό. [< γαλλ. ligne latérale ] , πράσινη γραμμή: & γραμμή Αττίλα: το προστατευόμενο από τον ΟΗΕ όριο που χωρίζει την Κύπρο σε ελεύθερα (νότιο τμήμα) και κατεχόμενα (βόρειο τμήμα) εδάφη. [< αγγλ. green line] , πρώτη γραμμή 1. το πεδίο όπου μαίνεται ο πόλεμος, το μέτωπο· (συχνότ. κατ' επέκτ.) κάθε εμπροσθοφυλακή, πρωτοπορία: Πολέμησε στην ~ ~.|| Στην ~ ~ των μεταρρυθμίσεων. Ήταν πάντα παρών στην ~ ~ των λαϊκών αγώνων. 2. επίκεντρο: στην ~ ~ του ενδιαφέροντος/των εξελίξεων/της επικαιρότητας., πρώτης γραμμής (μτφ.): άριστης ποιότητας· πολύ μεγάλης αξίας, σημασίας: τεχνολογία/υπηρεσίες/φάρμακα ~ ~.|| Στόχος ~ ~ (= πρώτης προτεραιότητας). Στέλεχος ~ ~ (= βασικό, κορυφαίο). ΣΥΝ. πρώτης τάξεως/τάξης, σιδηροδρομική γραμμή: δύο σταθερά συνδεδεμένες παράλληλες ράγες πάνω στις οποίες κινούνται τα οχήματα του σιδηρόδρομου και κατ' επέκτ. η διαδρομή που εξυπηρετούν: ~ ~ υψηλών ταχυτήτων. [< γαλλ. voie ferrée/ferroviaire] , σκληρή γραμμή (μτφ.): τακτική αντιπαράθεσης χωρίς υποχωρήσεις: Η κυβέρνηση ακολουθεί ~ ~ στο θέμα της διαφθοράς. [< αγγλ. hard line, 1962] , τηλεφωνική γραμμή: ΤΗΛΕΠ. καλωδίωση που έχει ορισμένο αριθμό και μεταφέρει τηλεφωνικά σήματα συνδέοντας περιοχές: αναλογική/εσωτερική/συμβουλευτική/ψηφιακή ~ ~., αμυντική γραμμή βλ. αμυντικός, Ασύμμετρη Ψηφιακή Συνδρομητική Γραμμή βλ. ασύμμετρος, γραμμή (του) πυρός βλ. πυρ, γραμμή άλφα βλ. άλφα, γραμμή του μετώπου βλ. μέτωπο, γραμμή/πορεία πλεύσης βλ. πλεύση, επιθετική γραμμή βλ. επιθετικός, ηλεκτρικές γραμμές βλ. ηλεκτρικός, ίσαλος (γραμμή) βλ. ίσαλος, μεσαία γραμμή βλ. μεσαίος, μισθωμένη γραμμή βλ. μισθώνω, οικοδομική γραμμή/γραμμή δόμησης βλ. οικοδομικός, οροθετική γραμμή βλ. οροθετικός1, πλάγια γραμμή βλ. πλάγιος, ροζ τηλέφωνα βλ. ροζ, ρυμοτομική γραμμή βλ. ρυμοτομικός ● ΦΡ.: διαβάζω ανάμεσα στις/πίσω (/κάτω/μέσα) από τις γραμμές (/αράδες): ανακαλύπτω μια σημασία ή έναν σκοπό που δεν εκφράζεται ρητά σε ένα κείμενο, μαντεύω τα υπονοούμενα: Μπορεί και ~ει ~. [< γαλλ. lire entre des lignes] , διατηρώ τη γραμμή μου: παραμένω κομψός και αδύνατος: Ασκείται καθημερινά, για να ~εί ~ της., εκτός γραμμής 1. για κάποιον που δεν ακολουθεί τη γενική κατεύθυνση του συνόλου ή της ομάδας όπου ανήκει: Βουλευτής που βρίσκεται ~ ~ του κόμματος (= αποκλίνει). 2. ΠΛΗΡΟΦ. για περιφερειακή συσκευή που δεν ελέγχεται προσωρινά από την κεντρική μονάδα επεξεργασίας ή δεν επικοινωνεί με αυτή. [< 2: αγγλ. off-line, 1950] , κατευθείαν γραμμή: (για συγγένεια) που ενώνει πατέρα, γιο ή κόρη, εγγονό ή εγγονή., κόπηκε/έπεσε η γραμμή (προφ.): διακόπηκε η τηλεφωνική επικοινωνία: Ξαφνικά, εκεί που μιλάγαμε, ~ ~., μπαίνω στη γραμμή 1. τοποθετούμαι σε σειρά δίπλα σε άλλους ή πίσω τους: Μπήκαν ~ ~, για να σερβιριστούν. Πβ. μπαίνω στη/σε σειρά. 2. παρεμβάλλομαι (σε τηλεφωνική επικοινωνία): Δεν σ' ακούω, μάλλον κάποιος μπήκε ~ ~. 3. (για μεταφορικό μέσο) εντάσσομαι σε δρομολόγιο: Το πλοίο μπήκε ~ ~ των Κυκλάδων., παίρνω γραμμή (συχνά αρνητ. συνυποδ.): λαμβάνω κατευθυντήριες γραμμές για τον τρόπο χειρισμού μιας κατάστασης: ~ ~ από την κυβέρνηση. Πήρε ~ από το κόμμα και άλλαξε στάση., παίρνω κάποιον/κάτι γραμμή (νεαν. αργκό): αντιλαμβάνομαι, παίρνω είδηση, χαμπάρι: Δεν πήρε ~ τίποτα. Μας πήρε ~ κι έβαλε τις φωνές., πιάνω γραμμή (προφ.): καταφέρνω να επικοινωνήσω τηλεφωνικά με κάποιον: Δεν μπορώ/προσπαθώ να ~σω ~., σε γενικές γραμμές & σε αδρές/χοντρές γραμμές: γενικά, χωρίς λεπτομέρειες, χοντρικά: Περιέγραψε τις νέες πρακτικές ~ ~. Δίνει/σκιαγραφεί με/σε ~ ~ το ιστορικό πλαίσιο της εποχής. Πβ. μέσες άκρες, κατά προσέγγιση, πάνω κάτω, περίπου. ΣΥΝ. σε γενικά πλαίσια, (συγγενείς/συγγένεια) σε πλάγια γραμμή/εκ πλαγίου βλ. πλάγιος, έσπασαν/άναψαν τα τηλέφωνα/οι γραμμές βλ. τηλέφωνο, σε ευθεία γραμμή βλ. ευθύς [< αρχ. γραμμή, γαλλ. ligne, αγγλ. line, γερμ. Linie]
έγχρωμος, η, ο [ἔγχρωμος] έγ-χρω-μος επίθ. 1. που έχει χρώματα· ειδικότ. που τα παράγει ή τα αναπαράγει (όχι μόνο το άσπρο, το μαύρο και τις αποχρώσεις του γκρι): ~η: εικονογράφηση/φωτογραφία. ~ο: εξώφυλλο/χαρτί (ΑΝΤ. λευκό). ~ες: φωτοτυπίες. ~α: γραφικά/σχέδια. Πβ. χρωματιστός.|| ~ος: εκτυπωτής. ~η: κάμερα/οθόνη. ~α: πολυμηχανήματα/(ψηφιακά) φωτοαντιγραφικά. ΑΝΤ. ασπρόμαυρος. Βλ. -χρωμος. 2. (μειωτ.) για πρόσωπο που δεν ανήκει στη λευκή φυλή. Πβ. ερυθρόδερμος, κίτρινος, μαύρος. [< αγγλ. coloured]
επιταγή[ἐπιταγή] ε-πι-τα-γή ουσ. (θηλ.) 1. ΟΙΚΟΝ. έγγραφη τυποποιημένη εντολή προς τρίτον, συνήθ. τράπεζα, να καταβάλει το αναγραφόμενο χρηματικό ποσό από το λογαριασμό του εντολέα στο πρόσωπο που θα προσκομίσει το αξιόγραφο: μεταχρονολογημένη/πλαστή/πληρωτέα/τραπεζική ~. Δίνω/εισπράττω/εκδίδω/κόβω/συμπληρώνω/υπογράφω (την) ~. Πληρώνω/συναλλάσσομαι με ~ές. Ανάκληση/αποστολέας/(αύξων) αριθμός/εκδότης/εμφάνιση (προς πληρωμή)/εξαργύρωση/εξόφληση/ημερομηνία/κομιστής/μεταβίβαση/οπισθογράφηση/παραλήπτης/ποσό/τριτεγγύηση (της) ~ής. Σύμβαση ~ής. Καρνέ/μπλοκ ~ών. ~ σε διαταγή του ... (: με αναγραφή του ονόματος του εντολέα). ~ χωρίς αντίκρισμα (= ακάλυπτη). ~ές σε ευρώ. Πβ. τσεκ. 2. (απαιτ. λεξιλόγ.) εντολή, προσταγή: εθνική/ηθική/κοινωνική/λαϊκή/νομική/συνταγματική ~. (λόγ.) Κατ' ~ή(ν) (κάποιου). Οι ~ές της εποχής/της θρησκείας/των καιρών/της μόδας (= αίτημα). Πβ. κέλευσμα. ● ΣΥΜΠΛ.: λευκή επιταγή & ανοιχτή/εν λευκώ επιταγή 1. (μτφ.) πλήρης εξουσιοδότηση: Απαιτώ/ζητώ/λαμβάνω/παίρνω ~ ~ για ... Του έδωσαν ~ ~ να χειριστεί το ζήτημα (= το ελεύθερο). 2. ΟΙΚΟΝ. επιταγή στην οποία δεν αναγράφεται το χρηματικό ποσό, το οποίο συμπληρώνεται από τον κομιστή της. [< γαλλ. chèque en blanc] , ταξιδιωτική επιταγή: ΟΙΚΟΝ. που εκδίδεται από πιστωτικά ιδρύματα και μεγάλα ταξιδιωτικά πρακτορεία για την εξυπηρέτηση τουριστών, υπογράφεται κατά τη στιγμή της αγοράς και ξανά κατά την εξαργύρωσή της στη χώρα προορισμού για διασφάλιση των χρημάτων από κλοπή της επιταγής ή πλαστογράφησή της. Βλ. πιστωτική κάρτα. [< αγγλ. traveller's check] , ταχυδρομική επιταγή: ΟΙΚΟΝ. γραπτή ονομαστική εντολή για την καταβολή του αναγραφόμενου ποσού, η οποία διαβιβάζεται μέσω ταχυδρομικής υπηρεσίας., ακάλυπτη επιταγή βλ. ακάλυπτος, δίγραμμη επιταγή βλ. δίγραμμος [< 1: γαλλ. chèque, mandat 2: μτγν. ἐπιταγή]
ερυθρός, ή/(λόγ.) ά, ό [ἐρυθρός] ε-ρυ-θρός επίθ. (λόγ.): κόκκινος: ~ός: οίνος/τόνος (της Μεσογείου). ~ό: φως. ~ές: ποικιλίες αμπέλου. ~ά: αιμοσφαίρια (= ερυθροκύτταρα).|| (ΓΕΩΓΡ., με κεφαλ. Ε) ~ά: Θάλασσα (: στενή λωρίδα θάλασσας μεταξύ της Αραβικής χερσονήσου και της ΒΑ Αφρικής). ● ΣΥΜΠΛ.: Ερυθρός Σταυρός (ακρ. ΕΣ): διεθνής ανθρωπιστική οργάνωση που έχει ως κύριο στόχο τη φροντίδα των τραυματιών πολέμου, την περίθαλψη των ασθενών και των πληγέντων από φυσικές καταστροφές: Διεθνής/Ελληνικός (ακρ. ΕΕΣ) ~ ~. Αναζητήσεις του ~ού ~ού. [< γαλλ. Croix-Rouge, αγγλ. Red Cross, 1863] , Ερυθρά Ημισέληνος βλ. ημισέληνος, κόκκινη λάσπη βλ. λάσπη, Κόκκινος Στρατός βλ. κόκκινος, κόκκινος/ερυθρός γίγαντας βλ. γίγαντας [< αρχ. ἐρυθρός]
ημίμαυρος, η, ο [ἡμίμαυρος] η-μί-μαυ-ρος επίθ.: ΤΥΠΟΓΡ. (για τύπο χαρακτήρων) που το χρώμα του είναι λιγότερο έντονο από το μαύρο: ~α: στοιχεία. Βλ. λευκά, μπολντ.
θάνατοςθά-να-τος ουσ. (αρσ.) {θανάτ-ου | -ων, -ους} 1. οριστική, μη αναστρέψιμη παύση όλων των βιολογικών λειτουργιών ζωντανού οργανισμού, τερματισμός της ζωής: άδικος/αδόκητος/αιφνίδιος/ακαριαίος/ανεξήγητος/ανώδυνος/αξιοπρεπής (βλ. ευθανασία)/ηρωικός/μαρτυρικός/μυστηριώδης/ξαφνικός/πρόωρος/σωματικός/τυχαίος ~. ~ από ασφυξία (= ασφυκτικός). Ληξιαρχική πράξη ~ου. Αναγγελία/δήλωση/είδηση/επέτειος (του) ~ου της ... Η αγωνία/ο φόβος του ~ου. Παγίδα ~ου (: κυρ. για δρόμο). Βουτιά ~ου από τον πέμπτο όροφο (βλ. αυτοκτονία). Θρήνος για τον ~ο του ... (πβ. απώλεια, τέλος, χαμός). Καταδίκη σε ~ο/(λόγ.) εις ~ον. Μείωση του αριθμού των παιδικών ~ων. ~ που αποδίδεται σε/οφείλεται σε/προκλήθηκε από φυσικά αίτια. Βρήκε/είχε τραγικό ~ο. Παλεύει με τον ~ο (= χαροπαλεύει, βλ. ετοιμο~.). Αυξήθηκαν οι ~οι από ναρκωτικά. Αδιευκρίνιστες παραμένουν οι συνθήκες κάτω από τις οποίες επήλθε ο ~ του ... (πβ. το μοιραίο). (εμφατ.) Κάπνισμα ίσον ~! (έκφρ.) Ελευθερία ή ~!|| (ειδικότ.) Αποτρόπαιος/βασανιστικός/βίαιος ~. Οι λίστες ~ου των εκβιαστών. Έστησαν ενέδρα/καρτέρι ~ου. Καταγγέλλει τον ~ο αμάχων. Πενθούν για τον ~ο αθώων. Καμικάζι έσπειρε τον ~ο. Πβ. ανθρωποκτονία, δολοφονία, φόνος.|| Μαζικοί ~οι ψαριών από χημικά. Πβ. εξόντωση. ΑΝΤ. γέννηση (1) 2. (μτφ.) καταστροφή, τέλος: ιδεολογικός/πνευματικός/πολιτικός/ψυχικός ~ (πβ. αφανισμός, όλεθρος). Ο ~ μιας αυτοκρατορίας (πβ. παρακμή, πτώση). Ο ~ μιας θεωρίας/μιας ιδεολογίας/ενός πολιτικού συστήματος (πβ. κατάρρευση). Οικονομική ύφεση: Το χρονικό ενός προαναγγελθέντος ~ου. 3. θανατική ποινή: (ως σύνθημα) ~ στους δολοφόνους! 4. (συνήθ. με κεφαλ. Θ) Χάρος: Ο ~ πλανιόταν πάνω από τα ερείπια. ● ΣΥΜΠΛ.: αργός θάνατος 1. (μτφ.) εξάρτηση από ουσίες που οδηγούν τον ανθρώπινο οργανισμό στη φθορά: Η ηρωίνη/το κάπνισμα/το ποτό είναι ~ ~. 2. που δεν επέρχεται γρήγορα: ~ ~ από ραδιενεργά υλικά. [< γαλλ. mort lente] , βιολογικός θάνατος: ΙΑΤΡ. διακοπή του μεταβολισμού των κυττάρων, κυρ. των νευρικών. [< γαλλ. mort biologique] , γλωσσικός θάνατος: ΓΛΩΣΣ. διαδικασία περιορισμού χρήσης μιας γλώσσας, συνήθ. μειονοτικής, με αποτέλεσμα τη σταδιακή εξαφάνισή της. [< αγγλ. language death, 1972] , εγκεφαλικός θάνατος: ΙΑΤΡ. μη αναστρέψιμη βλάβη του εγκεφάλου, με απώλεια όλων των λειτουργιών που σχετίζονται με την αναπνοή και την κυκλοφορία του αίματος. [< αγγλ. brain death, 1964] , κλινικός θάνατος: ΙΑΤΡ. στάδιο πριν από τον οριστικό ή βιολογικό θάνατο, κατά το οποίο παρατηρείται παύση της καρδιοαναπνευστικής λειτουργίας και απώλεια των αισθήσεων: Ο ~ ~ είναι αναστρέψιμος. Βλ. κώμα, φυτό. [< γαλλ. mort clinique] , λευκός θάνατος: η ηρωίνη και γενικότ. τα ναρκωτικά: διακίνηση/κύκλωμα ~ού ~ου. Έμποροι/θύμα του ~ού ~ου. Ξέφυγε από τα δίχτυα του ~ού ~ου., μαύρος θάνατος: ονομασία ενδημικής και επιδημικής νόσου του 14ου αι., της οποίας τα συμπτώματα συνδέθηκαν με εκείνα της βουβωνικής πανώλης. Πβ. πανούκλα. [< αγγλ. black death] , συμβόλαιο θανάτου: συμφωνία με επαγγελματία συνήθ. εκτελεστή για τη δολοφονία ατόμου: πληρωμένα ~α ~. Ανέλαβε/έκανε/εκτέλεσε ~ ~ κατά επιχειρηματία/για ξεκαθάρισμα λογαριασμών.|| (μτφ.) Με την καταστροφή του περιβάλλοντος υπογράφουμε ~ ~ για τα παιδιά μας (= τη θανατική τους καταδίκη). [< αγγλ. contract killing, 1977] , φυσικός/φυσιολογικός θάνατος: που δεν είναι πρόωρος, δεν οφείλεται σε ατύχημα ή έγκλημα. [< γαλλ. mort naturelle] , άγγελος θανάτου βλ. άγγελος, κίνδυνος-θάνατος βλ. κίνδυνος, κούρσα θανάτου βλ. κούρσα, μπλε οθόνη (θανάτου) βλ. οθόνη, ο γύρος του θανάτου βλ. γύρος, στρατόπεδα θανάτου/εξόντωσης βλ. στρατόπεδο ● ΦΡ.: δεν είναι και για θάνατο/προς θάνατο(ν): (προφ.) για κάτι που δεν είναι τόσο τραγικό: Εντάξει, ένα λαθάκι έκανα ~ ~., μετά θάνατο(ν): αφού πεθάνει κάποιος: ~ ~ αναγνώριση/δικαίωση. Πιστεύεις στη ~ ~ ζωή; ΣΥΝ. μεταθανάτιος ΑΝΤ. εν ζωή, μέχρι/έως θανάτου: μέχρι να πεθάνει κάποιος: Βασανίστηκε/ξυλοκοπήθηκε ~ ~.|| (μτφ.) Αγώνας/μάχη ~ ~ (πβ. μέχρις εσχάτων, μέχρι τελικής πτώσεως)., ο θάνατός σου, η ζωή μου!: σε περιπτώσεις μεγάλου ανταγωνισμού, επικράτησης του ενός σε βάρος του άλλου., αγώνας (μεταξύ) ζωής και θανάτου βλ. αγώνας, ακολούθησε (κάποιον) στον τάφο/στον θάνατο βλ. ακολουθώ, έχασε τη μάχη για/με τη ζωή/με το(ν) θάνατο βλ. μάχη, ζήτημα/θέμα ζωής ή/και θανάτου βλ. ζήτημα, μεταξύ ζωής και θανάτου βλ. ζωή, παλεύει με τον θάνατο/τον Χάρο βλ. παλεύω, στη ζωή και στο(ν) θάνατο βλ. ζωή, φλερτάρω με τον θάνατο/τον κίνδυνο βλ. φλερτάρω [< αρχ. θάνατος]
θόρυβοςθό-ρυ-βος ουσ. (αρσ.) {-ου (λόγ.) -ύβου} 1. δυνατός και συνήθ. δυσάρεστος ήχος: ανυπόφορος/βροντερός/διαπεραστικός/εκκωφαντικός/ενοχλητικός/έντονος/εξωτερικός/εσωτερικός/μεταλλικός/ξαφνικός/περιβαλλοντικός/συνεχής/υπόκωφος ~. Ο ~ των αυτοκινήτων/της μηχανής/της πόλης. Κάρτα ελέγχου ~ύβου (: για τα δίκυκλα). Αύξηση/έλεγχος/μείωση (βλ. αποθορυβοποίηση)/όργανα μέτρησης/πηγές ~ύβου. Ακούστηκε ένας ~ (πβ. βρόντος, κρότος). Πβ. βαβούρα, σαματάς, φασαρία. Βλ. ντεσιμπέλ. 2. (μτφ.) έντονο ενδιαφέρον, σειρά από συζητήσεις ή αντιδράσεις: Έγινε πολύς ~ γύρω από το όνομά του. Το βιβλίο προκάλεσε μεγάλο ~ο στους λογοτεχνικούς κύκλους. Ακόμα δεν έχει κοπάσει ο ~ από την υπόθεση. Πβ. ντόρος, σάλος, σούσουρο. ● ΣΥΜΠΛ.: λευκός θόρυβος: ΦΥΣ. που έχει σταθερή κατανομή ενέργειας σε όλο το εύρος της ζώνης συχνοτήτων. [< γαλλ. bruit blanc, περ. 1950] , θερμικός θόρυβος βλ. θερμικός, θόρυβος βάθους βλ. βάθος, οπτικός θόρυβος βλ. οπτικός ● ΦΡ.: πολύ κακό για το τίποτα βλ. τίποτα [< 1: αρχ. θόρυβος]
ιππότης[ἱππότης] ιπ-πό-της ουσ. (αρσ.) {ιπποτ-ών} 1. ΙΣΤ. (κατά τον Μεσαίωνα) στρατιώτης που συνήθ. ανήκε σε τάγμα και πολεμούσε έφιππος στην υπηρεσία βασιλιά ή φεουδάρχη: περιπλανώμενος ~ (: που αναζητούσε την περιπέτεια και τη δόξα σε διάφορους τόπους, βοηθώντας τους αδύναμους και αδικημένους)/σιδερόφραχτος ~. Χρίστηκε ~. Ο κώδικας τιμής των ~ών (= ιπποσύνη). Βλ. σαμουράι. 2. (μτφ.) άνδρας που χαρακτηρίζεται από ευγένεια, λεπτότητα, εντιμότητα, γενναιοδωρία και αξιοπρέπεια και κυρ. συμπεριφέρεται ανάλογα σε μια γυναίκα. ΣΥΝ. κύριος (4), τζέντλεμαν 3. πρόσωπο που διακρίθηκε με το παράσημο τιμής ενός τάγματος: ~ της Λεγεώνας της Τιμής. 4. ΙΣΤ. μέλος μοναστικού στρατιωτικού τάγματος που έδινε όρκο πίστης στην Εκκλησία, πολεμώντας εναντίον όσων θεωρούνταν άπιστοι. ● ΣΥΜΠΛ.: λευκός ιππότης (μτφ.) 1. ΟΙΚΟΝ. επιχείρηση που σώζει άλλη από χρεοκοπία ή εξαγορά: Η εταιρεία βρίσκεται σε αναζήτηση ~ού ~η. 2. (γενικότ.) πρόσωπο που παρεμβαίνει σωτήρια σε δύσκολη κατάσταση. [< αγγλ. white knight, 1951] [< αρχ. ἱππότης, γαλλ. chevalier]
ισοπαλία[ἰσοπαλία] ι-σο-πα-λί-α ουσ. (θηλ.): ΑΘΛ. αποτέλεσμα αναμέτρησης χωρίς ανάδειξη νικητή, με ίδιο σκορ για κάθε αντίπαλο: ο βαθμός της ~ας. Απέσπασε/έφερε/παραχώρησε/πήρε/σημείωσε ~. Οι δύο ομάδες ήρθαν ~. Το παιχνίδι καταλήγει σε/λήγει με ~. ● ΣΥΜΠΛ.: λευκή ισοπαλία & ισοπαλία χωρίς τέρματα: (στο ποδόσφαιρο) αποτέλεσμα χωρίς γκολ (0-0). [< μτγν. ἰσοπαλία]
καπνόςκα-πνός ουσ. (αρσ.) 1. {πληθ. -οί} μείγμα πολύ λεπτών σωματιδίων άνθρακα που διασπείρονται στον αέρα και προκύπτει από καύση: ο ~ της φωτιάς. Ο ~ από το εργοστάσιο/τα φουγάρα. ~ από θυμίαμα/κεριά. ~ και σκόνη (: από έκρηξη)/στάχτη/φλόγες. Σύννεφα ~ού. Βγαίνει ~ από την καμινάδα. Μας έπνιξε ο ~ (βλ. ασφυξία)! Δάκρυσαν τα μάτια μας απ' τον ~ό. Μαύροι/πυκνοί ~οί καλύπτουν την περιοχή. Η μηχανή βγάζει ~ούς.|| (ειδικότ. για τον ~ό του τσιγάρου) Δαχτυλίδια/τολύπες ~ού. Εθισμός/έκθεση στον ~ό. Έβγαλε τον ~ό απ' τα ρουθούνια/το στόμα. Φύσηξε τον ~ό στο πρόσωπό μου. Μυρίζει ~ό (πβ. καπν-, τσιγαρ-ίλα). Βλ. τζούρα. 2. ΒΟΤ. {πληθ. ουδ. καπν-ά} ποώδες μονοετές φυτό (επιστ. ονομασ. Nicotiana tabacum) με λευκά, ροζ ή κόκκινα σωληνοειδή άνθη και ωοειδή φύλλα πλούσια σε νικοτίνη· (ιδ.-συνεκδ. στον εν.) το προϊόν από την αποξήρανση και κατάλληλη επεξεργασία των φύλλων του που χρησιμοποιείται κυρ. για κάπνισμα: αρωματικός ~. ~ τσιγάρου, πίπας και ναργιλέ (βλ. τουμπεκί). ~ για στρίψιμο (βλ. ταμπάκο). Προϊόντα ~ού (βλ. καπνικός). Βλ. ΕΟΚ, καπνο-, χαρμάνι. ● καπνά (τα): τα αντίστοιχα φυτά, τα καπνόφυλλα ή οι καπνοκαλλιέργειες: ακατέργαστα/βιομηχανοποιημένα/επεξεργασμένα ~. Παραγωγή/ποικιλίες ~ών. Δουλεύει στα ~. ● ΣΥΜΠΛ.: λευκός καπνός: (από τη διαδικασία εκλογής του πάπα): για να δηλωθεί επίτευξη συμφωνίας μετά από δύσκολες διαπραγματεύσεις: βγήκε ~ ~ για τη διάσωση των τραπεζών., ανιχνευτής καπνού βλ. ανιχνευτής, προπέτασμα καπνού βλ. προπέτασμα ● ΦΡ.: βγάζει καπνούς από τη μύτη/τ' αυτιά & από τα νεύρα του (προφ.): είναι εξοργισμένος., δεν υπάρχει καπνός χωρίς φωτιά & όπου υπάρχει καπνός, υπάρχει και φωτιά (παροιμ.): για να έχει κυκλοφορήσει μια φήμη υπάρχει λόγος, δηλ. ένα γεγονός-αφορμή που την προκάλεσε., έγινε καπνός (μτφ.-προφ.): έφυγε πολύ γρήγορα χωρίς να γίνει αντιληπτός, εξαφανίστηκε: Μέχρι να έρθει η αστυνομία, οι δράστες είχαν γίνει ~. ΣΥΝ. γίνομαι μπουχός, έγινε Λούης, πάει καπνός (προφ.): για κάτι που συμβαίνει σε μεγάλο βαθμό: Έχει να πέσει γέλιο που θα ~ ~! ΣΥΝ. πάει/πηγαίνει/πέφτει σύννεφο, πέφτει/πέφτουν βροχή, σαν καπνός: πολύ γρήγορα, φευγαλέα: Διαλύθηκε/έφυγε/πέρασε ~ ~., τι καπνό φουμάρει (μτφ.-προφ.): τι είδους άνθρωπος είναι: Τώρα τον γνώρισα και δεν ξέρω ~ ~. [< αρχ. καπνός, γαλλ. fumée, αγγλ. smoke]
κάρτακάρ-τα ουσ. (θηλ.) {καρτ-ών} 1. δελτίο από σκληρό χαρτί ή πλαστικό που φέρει συνήθ. τα στοιχεία του κατόχου του, πιστοποιώντας την ταυτότητά του ή παρέχοντάς του κάποιο δικαίωμα: διαφημιστική/εκπτωτική/επαγγελματική/ταξιδιωτική ~. Μειωμένη/μηνιαία/προσωποποιημένη ~ απεριορίστων διαδρομών για όλα τα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς (βλ. πάσο). Ευρωπαϊκή ~ ασφάλισης ασθένειας. Ισόβια/προσωρινή ~ αναπηρίας. ~ αλληλεγγύης/ανεργίας/αποδείξεων/εργασίας/σίτισης. ~ νέων. ~ες επισκεπτηρίου (= μπιλιέτα). Έκδοση ~ας. Σας αφήνω την ~ μου με το τηλέφωνο και τη διεύθυνσή μου. 2. (ειδικότ.) μικρό ορθογώνιο κομμάτι από πλαστικό, με μηχανικά αναγνώσιμα δεδομένα για ποικίλες χρήσεις: τραπεζική ~. Βλ. φορο~.|| ~ θορύβου (: για δίκυκλα και τρίκυκλα).|| (με προπληρωμένο χρόνο ομιλίας:) Τηλεφωνική ~. (για κινητό) ~ ανανέωσης (χρόνου ομιλίας). (συνεκδ.) Δεν έχω πολλή ~ (= δεν μου μένουν πολλές μονάδες). Υπόλοιπο ~ας. Πβ. τηλε~, χρονο~.|| ~ δώρου (= δωρο~· βλ. κουπόνι). Βλ. τσιπ. 3. (ειδικότ.) κομμάτι από χοντρό χαρτί, εικονογραφημένο και διπλωμένο στα δύο, που φέρει μήνυμα και αποστέλλεται ή δίνεται σε κάποιον, συνήθ. σε ειδικές περιστάσεις: αναμνηστική/εορταστική/ευχαριστήρια/ευχετήρια/πασχαλινή/ταχυδρομική (= καρτ ποστάλ)/χριστουγεννιάτικη ~. Ανθοδέσμη/δώρο με ~. Έλαβε ~ για τα γενέθλιά της (= ~ γενεθλίων)/τον καινούργιο χρόνο/ταχεία ανάρρωση.|| (ΔΙΑΔΙΚΤ.) Ηλεκτρονική ~. 4. ΠΛΗΡΟΦ. πλακέτα με αποθηκευμένες πληροφορίες ή ηλεκτρονικό κύκλωμα που εισάγεται σε ηλεκτρονικό υπολογιστή, παρέχοντάς του πρόσθετες δυνατότητες: ~ βίντεο/δικτύου/ήχου/οθόνης. Ενσωματωμένη ~ ραδιοφώνου/τηλεόρασης. 5. τραπουλόχαρτο. ● Υποκ.: καρτούλα (η) & καρτάκι (το): κυρ. στη σημ. 3. ● ΣΥΜΠΛ.: κάρτα (ελέγχου) καυσαερίων: αυτή που πιστοποιεί ότι ένα όχημα εκπέμπει καυσαέρια που δεν υπερβαίνουν τα επιτρεπόμενα όρια., κάρτα SIM: ΤΕΧΝΟΛ. ειδική κάρτα με μικροεπεξεργαστή για αποθήκευση των στοιχείων αναγνώρισης του συνδρομητή και μνήμη για αποθήκευση μηνυμάτων και επαφών καθώς και για εκτέλεση ποικίλων άλλων εφαρμογών: ~ ~ κινητού. Πρόσβαση στην ~ ~ μέσω κωδικού PIN. [< αγγλ. Subscriber Identity Module (SIM) card, 1989] , κάρτα αναλήψεων/μετρητών: ΟΙΚΟΝ. που εκδίδεται από τράπεζα και επιτρέπει στον κάτοχό της κυρ. την ανάληψη χρημάτων από ΑΤΜ. Βλ. χρεωστική (κάρτα). [< αγγλ. cash card, 1967] , κάρτα διαρκείας: η οποία παρέχει για ορισμένη χρονική περίοδο ελεύθερη είσοδο σε αθλητικές και πολιτιστικές εκδηλώσεις: ~ ~ για τα ματς του ... Διατίθενται/κυκλοφόρησαν οι ~ες ~. ΣΥΝ. εισιτήριο διαρκείας.|| ~ες ~ για το φεστιβάλ., κάρτα επέκτασης: ΠΛΗΡΟΦ. που μπορεί να προσαρμοστεί σε ηλεκτρονικό υπολογιστή και να αυξήσει τις δυνατότητές του: ~ ~ μνήμης. ~ ~ που μετατρέπει αναλογικά σήματα σε ψηφιακή μορφή. [< αγγλ. expansion card, 1982] , κάρτα μέλους: που εξασφαλίζει στον κάτοχό της δικαίωμα πρόσβασης σε παρεχόμενες υπηρεσίες ή συμμετοχής σε δραστηριότητα: ~ ~ της βιβλιοθήκης/της λέσχης/του συλλόγου., κάρτα μνήμης: ΠΛΗΡΟΦ. εξωτερική κάρτα αποθήκευσης δεδομένων, μεγάλης συνήθ. χωρητικότητας: αφαιρούμενη/ψηφιακή ~ ~. ~ ~ κινητού τηλεφώνου/συσκευής. ~ ~ βίντεο/MP3/φωτογραφιών. Θύρα/υποδοχή για ~ ~. Πβ. μνήμη RAM.|| Εσωτερική ~ ~ (= ενσωματωμένη). Πβ. σκληρός δίσκος. [< αγγλ. memory card, 1974] , κάρτα-κλειδί: ηλεκτρονική κάρτα που λειτουργεί ως κλειδί για το άνοιγμα ή κλείσιμο πόρτας ή για την ενεργοποίηση και απενεργοποίηση συστημάτων, συσκευών και μηχανημάτων: μαγνητική ~ ~. ~ ~ ξενοδοχείου. [< αγγλ. key-card] , κίτρινη κάρτα: ΑΘΛ. (συνήθ. στο ποδόσφαιρο κ. στο βόλεϊ) αυτή που δείχνει ο διαιτητής σε αθλητή ως ποινή για αρκετά σοβαρό (ή κατ' εξακολούθηση) παράπτωμα· η ίδια η απόφαση του διαιτητή και η ποινή στον αθλητή: Δέχτηκε/πήρε ~ ~ για αντιαθλητικό φάουλ/διαμαρτυρία/σκληρό μαρκάρισμα. Ο ποδοσφαιριστής τιμωρήθηκε με ~ ~, γιατί έπιασε την μπάλα με τα χέρια. Αποβλήθηκε με δεύτερη ~ ~.|| (μτφ.) ~ ~ έβγαλε η Ευρωπαϊκή Ένωση στη χώρα λόγω καθυστέρησης στην εφαρμογή των μέτρων. [< αγγλ. yellow card, 1976] , κόκκινη κάρτα: ΑΘΛ. (συνήθ. στο ποδόσφαιρο) αυτή που δείχνει ο διαιτητής σε αθλητή ως ποινή για πολύ σοβαρό παράπτωμα και σημαίνει την αποβολή του αθλητή από τον συγκεκριμένο αγώνα και την απουσία του από ένα ή περισσότερα παιχνίδια της ομάδας του για την ίδια συνήθ. διοργάνωση· η ίδια η απόφαση του διαιτητή και η ποινή που επιβάλλει: ~ ~ για χτύπημα εκτός φάσης. Αποβολή με απευθείας ~ ~ (: δηλ. όχι με δύο κίτρινες). Ο ποδοσφαιριστής τιμωρήθηκε με/πήρε ~ ~.|| (μτφ.) Ο διευθυντής του έβγαλε ~ ~ (= τον απέλυσε). [< αγγλ. red card, 1976] , λευκή κάρτα: αυτή που χορηγεί το ελληνικό κράτος σε πρόσφυγες, μέχρι να ξεκινήσουν τη διαδικασία για τη λήψη της αντίστοιχης ροζ, για να εξασφαλίσουν την προσωρινή διαμονή τους στη χώρα., μαγνητική κάρτα: ΤΕΧΝΟΛ. κάθε πλαστική κάρτα με ενσωματωμένη μαγνητική ταινία που φέρει αποθηκευμένα προσωπικά ή άλλα δεδομένα: ~ ~ εισόδου/ελέγχου/πρόσβασης., μπλε κάρτα 1. επίσημη κάρτα της Ευρωπαϊκής Ένωσης η οποία επιτρέπει σε εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό από τρίτες χώρες να εργάζεται νόμιμα και να διαμένει σε αυτή για δύο χρόνια με δυνατότητα ανανέωσης. Βλ. πράσινη κάρτα. 2. ΑΘΛ. διεθνές πιστοποιητικό μεταγραφής παίκτη σε ομάδα. [< 1: αγγλ. (EU) Blue Card, 2007] , πράσινη κάρτα 1. η οποία βεβαιώνει ότι ο κάτοχός της είναι αλλοδαπός μόνιμα εγκατεστημένος και νόμιμα εργαζόμενος σε μια χώρα· ειδικότ. κάρτα περιορισμένης χρονικής διάρκειας που χορηγεί το ελληνικό κράτος σε οικονομικούς μετανάστες: ~ ~ εργασίας/παραμονής. Απέκτησε την πολυπόθητη ~ ~. Βλ. ταυτότητα. 2. απαιτούμενο δικαιολογητικό για ταξίδι στο εξωτερικό με αυτοκίνητο, το οποίο παρέχει διεθνή ασφαλιστική κάλυψη σε περίπτωση που ο οδηγός εμπλακεί σε τροχαίο ατύχημα: δελτίο αυτοκινητιστικής εξυπηρέτησης, διεθνές δίπλωμα οδήγησης, ~ ~, πολύπτυχο και σήμα εθνικότητας. Βλ. ΕΛΠΑ. [< 1: αμερικ. green card, 1969] , ροζ κάρτα: που χορηγείται από το ελληνικό κράτος στους αιτούντες πολιτικό άσυλο, παρέχοντάς τους το δικαίωμα προσωρινής παραμονής, έκδοσης άδειας εργασίας, δωρεάν ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης και διαμονής σε κέντρα υποδοχής προσφύγων., κάρτα αναπηρίας βλ. αναπηρία, κάρτα γραφικών βλ. γραφικά, μητρική (κάρτα/πλακέτα) βλ. μητρικός1, πιστωτική (κάρτα) βλ. πιστωτικός, χρεωστική (κάρτα) βλ. χρεωστικός, χρυσή κάρτα βλ. χρυσός ● ΦΡ.: φάτσα κάρτα βλ. φάτσα, χτυπάω κάρτα βλ. χτυπώ [< 1-3: ιταλ. carta 4: αγγλ. (sound, memory) card]
κατα- & κατ- & καθ- & κατά- & κάτ- & κάθ-πρόθημα λέξεων που δηλώνει 1. επίταση: κατα-γάλανος/~κόκκινος (πβ. ολο-)/~σκότεινος (πβ. θεο-· βλ. ψιλο-). Κατά-κοπος. Βλ. καρα-, παν-.|| Κατα-καλόκαιρο (βλ. μεσο-)/~μεσήμερο. Κατά-βαθα.|| Κατα-καίω/~κλέβω. Κατα-γεμίζω (βλ. παρα-). Κατα-συγκινημένος.|| (λόγ.) Καθ-υβρίζω. 2. εναντίωση, πίεση: κατα-διώκω (βλ. εκ-)/~κρίνω/~φρονώ (βλ. περι-)/~ψηφίζω (ΑΝΤ. υπερ-).|| Κατ-αναγκασμός.|| Κατα-μήνυση. 3. κίνηση, φορά προς τα κάτω: κατά-βαση/~δυση. Κάθ-οδος. ΑΝΤ. ανά-.|| Κατα-ρροή. 4. κατάταξη, επιμερισμό: κατα-μέτρηση/~χώριση.|| Κατα-νομή.
κελίκε-λί ουσ. (ουδ.) {κελ-ιού | -ιών} 1. μικρός χώρος όπου κάποιος εκτίει ποινή φυλάκισης ή βρίσκεται υπό κράτηση. Βλ. δεσμω-, κρατη-τήριο. 2. ΕΚΚΛΗΣ. μικρό, λιτό δωμάτιο για έναν μοναχό ή οίκημα για περισσότερους σε μοναστήρι: ασκητικό ~. 3. ΠΛΗΡΟΦ. ορθογώνιος ή σπανιότ. τετράγωνος χώρος σε υπολογιστικό φύλλο, ο οποίος έχει μεταβλητό μέγεθος και περιλαμβάνει συνήθ. αριθμητικά δεδομένα: τα ~ιά του πίνακα. Εισαγωγή/διαγραφή/διαίρεση ~ιών. Βλ. στήλη. 4. ΖΩΟΛ.-ΒΙΟΛ. καθένας από τους πολλούς, μικρούς εξαγωνικούς σχηματισμούς από τους οποίους αποτελείται η κηρήθρα: βασιλικά ~ιά (: στα οποία εκκολάπτονται οι βασίλισσες). ● ΣΥΜΠΛ.: λευκό κελί: ατομικό κελί πλήρους απομόνωσης, χωρίς παράθυρο, με διαρκές τεχνητό φως και ηχομόνωση, όπου οι (συνήθ. πολιτικοί) κρατούμενοι δεν επικοινωνούν με τον έξω κόσμο και είναι υπό συνεχή παρακολούθηση με κάμερες. [< 1: γαλλ. cellule 2: μεσν. κελλί < λατ. cella ‘αποθήκη, κάβα, μικρό δωμάτιο’ 3: αγγλ. cell]
κλοιόςκλοι-ός ουσ. (αρσ.): (νοητός) κύκλος που περιορίζει ή σπανιότ. προστατεύει εντός των πλαισίων του: αστυνομικός/ασφυκτικός/προστατευτικός ~. Χαλάρωση του πολιορκητικού ~ού. Επιχείρησαν να σπάσουν τον ~ό ασφαλείας. Βλ. ζώνη.|| Σε απεργιακό ~ό (= σε ~ό απεργιών) η χώρα. Στενεύει/σφίγγει ο ~ γύρω από ... Έχει τεθεί σε στενό ~ό παρακολούθησης (= τον ελέγχουν στενά). ● ΣΥΜΠΛ.: πύρινος κλοιός: μεγάλη πυρκαγιά ή πολλά μέτωπα πυρκαγιών που έχει/έχουν περικυκλώσει απειλητικά μια περιοχή: Σε/υπό ~ο ~ό (βρίσκεται) η χώρα. ● ΦΡ.: σε λευκό κλοιό (μτφ.) & σε κλοιό χιονιά: για να δηλωθεί αποκλεισμός λόγω του χιονιού: ~ ~ (μένει) η χώρα. [< αρχ. κλοιός ‘περιλαίμιο’, γερμ. Ring]
κόκκινος, η, ο κόκ-κι-νος επίθ. 1. που έχει το χρώμα του αίματος ή κάποια απόχρωσή του: ~ος: μαρκαδόρος. ~η: αλεπού/βότκα/μπογιά/πινακίδα (πβ. στοπ)/πιπεριά/σάλτσα (: συνήθ. από ντομάτα)/σημαία (: και ως σύμβολο της κομμουνιστικής επανάστασης). ~ο: ελάφι/κραγιόν/κρασί/κρέας (: το βοδινό και το μοσχαρίσιο σε αντίθεση προς τα άσπρα κρέατα)/κοράλλι/λάχανο/μήλο/πιπέρι/σταφύλι/στιλό/τριαντάφυλλο. ~α: αβγά (= πασχαλινά)/μαλλιά/νύχια/φασόλια/φώτα/ψάρια. ~ο πυρακτωμένο μέταλλο. Αρώματα ~ων φρούτων (π.χ. βατόμουρου, φράουλας). Πβ. άλικος, βαθυ~, ερυθρός, κατα~, ξανθο~, ολο~, πορφυρός. Βλ. κεραμιδί, κερασί, πορτοκαλί, ροζ, φαιο~, φούξια.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~η (κυματιστή) υπογράμμιση. 2. (μτφ.) κομμουνιστής ή κομμουνιστικός: ~ος: δήμαρχος. ~οι: δήμοι (: στους οποίους πλειοψηφούν οι κομμουνιστές). 3. που σχετίζεται με ομάδα που φορά κόκκινα: ~ος: θρίαμβος. ~η: νίκη. ~οι: φίλαθλοι. 4. που το δέρμα του έχει κοκκινωπό χρώμα: ~η: μύτη (από το κρύο). ~α: αυτιά/μάγουλα (από ντροπή/πυρετό). Τα μάτια σου είναι ~α από το κλάμα. Έγινε ~ από τον ήλιο/το θυμό. 5. ως χρώμα που χρησιμοποιείται για να δηλωθεί απαγόρευση, κίνδυνος: ~ος: κατάλογος (των απειλούμενων ζώων). ● Ουσ.: κόκκινο (το) 1. το αντίστοιχο χρώμα: έντονο (πβ. βερμιγιόν)/βαθύ/πύρινο/σκοτεινό ~. Το ~ της φωτιάς. Αποχρώσεις του ~ου (βλ. βυσσινί, γκρενά, μπορντό).|| (συνεκδ.) Πόνταρε στο ~ της ρουλέτας. (στον πληθ.) Φοράει πάντα ~α (ενν. ρούχα). 2. {χωρ. πληθ.} ο φωτεινός σηματοδότης που απαγορεύει την κίνηση των οχημάτων ή τη διέλευση πεζών: Μην περάσεις, άναψε ~. Πβ. Σταμάτης. ΑΝΤ. πράσινο (3), κόκκινοι (οι) 1. οι παίκτες και οι οπαδοί μιας ομάδας, της οποίας το έμβλημα έχει κόκκινο χρώμα, συνεκδ. η ίδια η ομάδα. 2. (συχνά με κεφαλ. το αρχικό Κ) οι κομμουνιστές και ειδικότ. οι Ρώσοι. ● Υποκ.: κοκκινάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: κόκκινη ζώνη: περιοχή όπου απαγορεύεται η είσοδος, η πρόσβαση, ή απαιτείται ειδική άδεια., κόκκινο πανί (μτφ.): καθετί που θυμώνει, εξοργίζει: Ο διορισμός του αποτελεί ~ ~ για τους επικριτές του., Κόκκινος Στρατός & (σπάν.) Ερυθρός Στρατός: ΙΣΤ. ο στρατός της Σοβιετικής Ένωσης που δημιουργήθηκε μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση., κόκκινος συναγερμός (μτφ.): γενική κινητοποίηση, επαγρύπνηση και κατ' επέκτ. απειλή, κίνδυνος: ~ ~ για το περιβάλλον/τις τιμές (πβ. καμπανάκι). ~ ~ στο στρατιωτικό επιτελείο. Σε ισχύ ο ~ ~ μέχρι την πλήρη κατάσβεση της πυρκαγιάς. Σε κατάσταση ~ου ~ού (: σε πλήρη επιφυλακή, ετοιμότητα). Πβ. κατάσταση έκτακτης ανάγκης. [< αγγλ. red alert, 1941] , κόκκινα βέλη βλ. βέλος, κόκκινα δάνεια βλ. δάνειο, κόκκινη γραμμή βλ. γραμμή, κόκκινη κάρτα βλ. κάρτα, κόκκινη λάσπη βλ. λάσπη, κόκκινη λίστα βλ. λίστα, κόκκινο χαλί βλ. χαλί, κόκκινο/πορτοκαλί τηλέφωνο βλ. τηλέφωνο, κόκκινος πλανήτης βλ. πλανήτης, κόκκινος/ερυθρός γίγαντας βλ. γίγαντας, σκοτωμένο κόκκινο/χρώμα βλ. σκοτώνω ● ΦΡ.: μου τη βγαίνει με κόκκινο (αργκό): για κάποιον που προλαβαίνει να ενεργήσει, κυρ. σε βάρος κάποιου άλλου. Πβ. βγαίνω (από) μπροστά., περνώ με κόκκινο: (για οδηγούς ή σπανιότ. πεζούς) παραβιάζω τον κόκκινο σηματοδότη: Πέρασε ~ και συγκρούστηκε με διερχόμενο αυτοκίνητο. Τον έγραψαν, γιατί πέρασε ~., πιάσε κόκκινο: προτροπή στον συνομιλητή να αγγίξει κάτι κόκκινο, για να αποφευχθεί η φιλονικία που, σύμφωνα με λαϊκή δοξασία, προμηνύεται από την ταυτόχρονη εκφώνηση της ίδιας λέξης ή φράσης από δύο ανθρώπους., στο κόκκινο/χτυπάω κόκκινο: σε οριακό σημείο, σε οριακές τιμές (πολύ υψηλές ή χαμηλές): ~ ~ η αδρεναλίνη/οι πωλήσεις της εταιρείας/ο υδράργυρος. Η τηλεθέαση χτύπησε ~ στο χθεσινό ντιμπέιτ. Η περιοχή βρίσκεται στο ~ για σεισμό., φωτιά στα κόκκινα! (προφ.): λέγεται από άνδρες κυρ. σε ωραία, νεαρή γυναίκα ντυμένη με (έντονα) κόκκινα ρούχα., γίνομαι κόκκινος/κοκκινίζω σαν (το) παντζάρι/(την) παπαρούνα/(τη) ντομάτα βλ. παντζάρι, το θερμόμετρο χτυπάει/χτύπησε κόκκινο βλ. θερμόμετρο [< μτγν. κόκκινος]
κολάροκο-λά-ρο ουσ. (ουδ.) 1. (κυρ. παλαιότ.) ψηλός και σκληρός γιακάς ανδρικού πουκάμισου. Βλ. κολαρίνα. 2. περιλαίμιο κατοικίδιου ζώου, κυρ. σκύλου ή γάτας, που φοριέται για να ελέγχει ο ιδιοκτήτης το ζώο του (περνώντας του λουρί) ή για να το αναγνωρίζει: αντιπαρασιτικό/δερμάτινο ~. Ηλεκτρικά/Ηλεκτρονικά ~α εκπαίδευσης. ~ εντοπισμού. Πβ. λαιμαριά. Βλ. πνίχτης. 3. ορθοπαιδικό προϊόν με τη μορφή ψηλού περιλαιμίου από πλαστικό συνήθ. υλικό, σχεδιασμένο ώστε να στηρίζει τον αυχένα και να τον διατηρεί σε ελαφριά υπερέκταση σε περιπτώσεις αυχενικού συνδρόμου, κάκωσης του αυχένα, θλάσης, δισκοπάθειας αυχενικής μοίρας: μαλακό ~. Αυχενικό ~/~ αυχένος (= αυχενικός κηδεμόνας). Πβ. νάρθηκας. 4. ΤΕΧΝΟΛ. (ημι)κυκλικό εξάρτημα το οποίο τοποθετείται περιμετρικά ενός κυλινδρικού αντικειμένου (π.χ. σωλήνα) για τη συγκράτηση ή προσαρμογή του: ~ σιλικόνης. ~ (βιδωτό) για μπάρα (γυμναστικής). ~α μπουκαλιών/σάκων. ~α και σφιγκτήρες. Πβ. δακτύλιος, περιαυχένιο. Βλ. συνδετήρας. ● ΣΥΜΠΛ.: λευκό κολάρο (αρνητ. συνυποδ.): μισθωτός εργαζόμενος που η δουλειά του απαιτεί πνευματική εργασία: επαγγέλματα ~ού ~ου (π.χ. υπάλληλοι γραφείου). Εγκλήματα του ~ού ~ου (= οικονομικά). Τα ~ά ~α της γραφειοκρατίας. Βλ. γιάπης, χαρτογιακάς. [< αγγλ. white-collar, 1911] , μπλε κολάρο: εργαζόμενος που η δουλειά του περιλαμβάνει χειρωνακτική εργασία και συνήθ. φορά φόρμα εργασίας: εργάτες/θέσεις ~ ~ου. Επαγγέλματα τύπου ~ ~ου (πχ. τεχνίτες). [< αγγλ. blue-collar, 1950] [< ιταλ. collare 2: αγγλ. electronic collar, 1960]
κόλλακόλ-λα ουσ. (θηλ.) 1. ουσία, ρευστής ή στερεής μορφής, κατάλληλη για συγκολλήσεις· συνεκδ. η συσκευασία της: αδιάβροχη/ακρυλική/βιομηχανική/διαφανής/εποξειδική/εύκαμπτη/ζωική/ισχυρή/θερμοπλαστική (βλ. θερμόκολλα)/ξηρή/παχύρρευστη/ρητινούχα/συνθετική/φυτική ~. ~ σε διάλυμα/σκόνη/σπρέι/στικ. ~ σιλικόνης. ~ για γυαλιά/μέταλλα/ξύλα (= ξυλόκολλα)/πλαστικά/υφάσματα/χαρτί. Ελαστική ~ πλακιδίων. ~ στιγμής (: που κολλά πολύ γρήγορα· κυανοακρυλική ~). ~ γενικής χρήσης/στεγανοποίησης. ~ από καουτσούκ. ~ και ψαλίδι (: στη χειροτεχνία). ~ες επαφής (= βενζινόκολλες). Πιστόλι/σταγόνες/σωληνάριο ~ας. Μηχανή βιβλιοδεσίας με θερμή ~. Απλώνω/εφαρμόζω την ~. Κόλλησα τα σπασμένα κομμάτια με ~. Αφήστε να στεγνώσει η ~. Πβ. κόλληση, κολλητικό. Βλ. -κολλα. 2. φύλλο χαρτιού: Πάρτε μια ~ και γράψτε το ονοματεπώνυμό σας. 3. ειδικό υγρό για κολλάρισμα. ● ΣΥΜΠΛ.: κόλλα αναφοράς: δύο φύλλα χαρτιού μεγέθους Α4 με γραμμές, ενωμένα στη μια τους πλευρά σε σχήμα τετραδίου, τα οποία χρησιμοποιούνται κυρ. σε εξετάσεις ή για υποβολή αιτήσεων: Όλες οι ερωτήσεις να απαντηθούν σε ~ ~., λευκή κόλλα: άγραφη: Δώσε μου μια ~ ~.|| (σε εξετάσεις) Έδωσε ~ ~ (: δεν απάντησε σε κανένα θέμα). [< γαλλ. feuille blanche] ● ΦΡ.: τυλίγω (κάποιον) σε μια κόλλα χαρτί βλ. τυλίγω [< 1: αρχ. κόλλα 2: μεσν. ~]
λίστα
λί-στα ουσ. (θηλ.) 1. σύνολο στοιχείων γραμμένων το ένα κάτω από το άλλο· κατάλογος, κατάσταση: αλφαβητική/αναλυτική/ενδεικτική/μακριά/συγκεντρωτική ~. Η ~ των κομμάτων. ~ αγορών/επιλογών/θεμάτων/μελών/ονομάτων (= ονομαστική)/παραγγελιών (βλ. καλάθι αγορών)/προϊόντων/φαρμάκων. ~ για/με ψώνια. Εγγεγραμμένος στη ~ (πελατών). Διαγραφή από τη/καταχώριση στη ~. Κάνω/καταρτίζω/συντάσσω μια ~. Πβ. πίνακας.|| ~ με τα πιο δημοφιλή τραγούδια (= τσαρτ). Πρώτος (και καλύτερος)/ψηλά στη ~ με τους δέκα πλουσιότερους ανθρώπους του κόσμου (βλ. τοπ-τεν). Μακραίνει/μεγαλώνει η ~ των τραυματιών. Έμεινε εκτός ~ας. 2. ΠΛΗΡΟΦ. δομή δεδομένων αντίστοιχης μορφής: αναδυόμενη/κυλιόμενη ~. Προβολή ~ας. Ανοίγω τη ~.|| Ταχυδρομική ~/~ ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (: για ομαδική αποστολή ιμέιλ).|| (στον προγραμματισμό:) Κεφαλή/ουρά ~ας. ● ΣΥΜΠΛ.: βραχεία λίστα & (σπάν.) βραχύς κατάλογος: σύντομη λίστα με συγγραφείς ή βιβλία υποψήφιους/α για λογοτεχνικό βραβείο: Ανακοινώθηκε η ~ ~ για το Βραβείο Αναγνωστών/Μυθιστορήματος. [< αγγλ. short list, 1927] , κόκκινη λίστα: με όσα ζώα ή φυτά απειλούνται με εξαφάνιση., λευκή λίστα: στην οποία συγκαταλέγεται οποιοσδήποτε ή οτιδήποτε εγκρίνεται, επιδοκιμάζεται ή επικροτείται: στη ~ ~ η ελληνική ναυτιλία. [< αγγλ. white list] , λίστα γάμου 1. λίστα με δώρα γάμου, την οποία ανοίγουν μελλόνυμφοι σε (πολυ)κατάστημα· οι καλεσμένοι μπορούν να επιλέξουν ως δώρο κάποιο από αυτά που έχει ήδη ορίσει το ζευγάρι ή να διαλέξουν μόνοι τους από το κατάστημα: ανοιχτή ή κλειστή ~ ~ (: τα δώρα επιλέγονται από τους καλεσμένους ή από τους μελλόνυμφους, αντίστοιχα). 2. τραπεζικός λογαριασμός, τον οποίο έχει ανοίξει μελλόνυμφο ζευγάρι, για να καταθέσουν (προαιρετικά) οι καλεσμένοι χρηματικό ποσό ως γαμήλιο δώρο. [< αγγλ. wedding list, 1981] , μαύρη λίστα: για να δηλωθεί ότι κάποιος ή κάτι περιλαμβάνεται μαζί με πρόσωπα ή πράγματα που θεωρούνται ανεπιθύμητα ή επικίνδυνα: Τον έχω βάλει στη ~ ~ (= τον έχω γράψει στα μαύρα κατάστιχα). Με τη συμπεριφορά του, κατάφερε να μπει στη ~ ~. Βρίσκεται/συγκαταλέγεται στη ~ ~ των οφειλετών του Δημοσίου/φοροφυγάδων. Η ~ ~ με τις βλαβερές τροφές. [< αγγλ. black list] , λίστα αναμονής βλ. αναμονή, πτυσσόμενο μενού βλ. πτύσσεται [< 1: γαλλ. liste, ιταλ. lista 2: αγγλ. list, 1956]
νάνος[νᾶνος] νά-νος ουσ. (αρσ.) 1. ΙΑΤΡ. μικρόσωμος άνθρωπος λόγω νανισμού· γενικότ. πολύ κοντός. Πβ. ζουμπάς, κοντοστούπης. 2. ΜΥΘ. μικροκαμωμένο ανθρωπόμορφο μυθικό πλάσμα: νεράιδες, ξωτικά και ~οι. (παραμύθι:) Η Χιονάτη και οι επτά ~οι. 3. ΒΟΤ. -ΖΩΟΛ. (ως παραθετικό σύνθ. ή ως επίθ.) είδος μικρότερο σε μέγεθος από το συνηθισμένο: δέντρο (βλ. μπονσάι)/τριανταφυλλιά-~.|| Κουνέλι-~. Χάμστερ-~οι.|| (ΠΑΛΑΙΟΝΤ.) ~οι ελέφαντες/ιπποπόταμοι. Πβ. νανώδης. 4. (μτφ.) για κάποιον ή κάτι χαμηλού επιπέδου, κατώτερο των περιστάσεων ή των αναγκών και κατ' επέκτ. ανάξιο, ασήμαντο: πνευματικοί/πολιτικοί ~οι. ΑΝΤ. γίγαντας (2) 5. ΑΣΤΡΟΝ. ουράνιο σώμα με πολύ μικρή μάζα: κόκκινος ~. (ως επίθ.) ~ αστέρας/γαλαξίας. ● Υποκ.: νανάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: λευκός νάνος & (σπάν.) άσπρος νάνος: ΑΣΤΡΟΝ. κατάλοιπο αστέρα στο τελευταίο στάδιο εξέλιξής του, ο οποίος έχει μικρές διαστάσεις, υψηλή πυκνότητα και λαμπρότητα που χάνεται σταδιακά. Βλ. κόκκινος/ερυθρός γίγαντας, σουπερνόβα. [< αγγλ. white dwarf, 1922] , μαύρος νάνος : ΑΣΤΡΟΝ. το υπόλοιπο ενός νεκρού αστεριού, ενός λευκού νάνου που έχει κρυώσει και δεν εκπέμπει πια φως: ~οι ~οι, αστέρες νετρονίων και μαύρες τρύπες (: αστρικά πτώματα). [< αγγλ. black dwarf, 1925] , πλανήτης νάνος βλ. πλανήτης [< αρχ. νᾶνος, γαλλ. nain 5: γαλλ. (étoile) naine, 1923]
ντύνωντύ-νω ρ. (μτβ.) {έντυ-σα, ντύ-σει, -θηκα, -θεί, ντύν-οντας, ντυ-μένος} 1. βάζω σε κάποιον ρούχα ή τον βοηθώ να τα βάλει: ~ το παιδί. Τον ~σε με κασκόλ και παλτό. ΣΥΝ. ενδύω ΑΝΤ. γδύνω (1), ξεντύνω, τσιτσιδώνω 2. ράβω ρούχα για κάποιον ή τον προμηθεύω με είδη ρουχισμού: Ποιος σχεδιαστής την ~ει; Μαγαζί που ~ει τη γυναίκα, τον άνδρα, το παιδί. 3. καλύπτω, επενδύω: ~σαν το πάτωμα με πλακάκια. Τοίχοι ~μένοι με ξύλο.|| (μτφ.) Καλαίσθητα έπιπλα ~ουν όμορφα τον χώρο. ~σε με τη μουσική του την ταινία. Πράξεις ~μένες με τον μανδύα της νομιμότητας. ● Παθ.: ντύνομαι 1. βάζω τα ρούχα μου: ~εται μόνος του. ~μένος απλά/βαριά/γιορτινά/ελαφρά/εξεζητημένα/επίσημα/ζεστά/κομψά/πρόχειρα/συντηρητικά. ~μένος με κουστούμι και γραβάτα/με πολιτικά/με στολή (βλ. άντυτος, καλο-, κακο-ντυμένος). ΑΝΤ. γδύνομαι.|| ~εται σε μοδίστρα (= ράβεται)/στο εξωτερικό (: αγοράζει τα ρούχα του από εκεί).|| Ξέρει να ~θεί (: να φορέσει τα κατάλληλα ρούχα για κάθε περίσταση).|| (προφ.) ~θηκε ναύτης/φαντάρος (: κατατάχθηκε στις Ένοπλες Δυνάμεις). 2. (ειδικότ.) μεταμφιέζομαι: ~θηκε αρλεκίνος/κλόουν. Τι θα ~θείς τις Απόκριες; ● ΦΡ.: καλύτερα να τον ντύνεις, παρά να τον ταΐζεις: για κάποιον που συνηθίζει να τρώει πολύ: Τρώει τον αγλέουρα, ~ ~!, ντύνομαι γαμπρός/νύφη: παντρεύομαι: Ετοιμάζεται να ~θεί ~., ντύνομαι στα λευκά & στα άσπρα 1. (για γυναίκα) παντρεύομαι. 2. {στο γ' πρόσ.} καλύπτεται με χιόνι: Στα λευκά ~θηκαν πολλές περιοχές της χώρας. 3. {στο γ' πρόσ.} (λογοτ., κυρ. για αμυγδαλιά) ανθίζει., ντύνω/ντύνομαι στα (+ συγκεκριμένο χρώμα): ~θηκε στα μαύρα (= πενθεί)., ντύνομαι στα/στο χακί βλ. χακί [< μεσν. ντύνω < αρχ. ἐνδύω, γαλλ. habiller]
νύχτανύ-χτα ουσ. (θηλ.) & (λόγ.) νύκτα & (λαϊκό-λογοτ.) νυχτιά & (αρχαιοπρ.) νυξ {νυκτός, νυκτί} 1. η χρονική διάρκεια ανάμεσα στη δύση και την ανατολή του ήλιου, κατά την οποία επικρατεί σκοτάδι, επειδή στον συγκεκριμένο γεωγραφικό τόπο δεν φτάνουν οι ηλιακές ακτίνες: βαθιά/έναστρη/ζεστή/κρύα/μαύρη ~. ~ με πανσέληνο/χωρίς φεγγάρι. Έχει παγωνιά τη ~. Η ~ της Πρωτοχρονιάς. Κρέμα ~ας/νυκτός. Πουλί της ~ας (= νυχτοπούλι). Μετά/πριν τις έντεκα τη ~. Η ~ (= το σκοτάδι) έπεσε/σκέπασε την πόλη. Ήρθε (αργά) τη ~. Ξύπνησε μες στην (άγρια) ~ (= τα μεσάνυχτα). Δεν μπόρεσε να κλείσει μάτι όλη (τη) ~. (ως επίρρ.) Σηκώνεται ~ (= ξημερώματα), για να πάει στη δουλειά. Μην οδηγήσεις ~! Το νομοσχέδιο πέρασε ~ (: γρήγορα και ξαφνικά, για να αποφευχθούν αντιδράσεις). Πβ. βράδυ. ΑΝΤ. ημέρα (1) 2. (κατ' επέκτ.) το αντίστοιχο χρονικό διάστημα, οι ώρες του βραδινού ύπνου ή ό,τι γίνεται κατά τη διάρκειά του: μοιραία ~. ~ αγωνίας/βομβαρδισμών/τρόμου. Μια ~ στην εξοχή/του χειμώνα. ~ες κεφιού/μοναξιάς (πβ. βραδιά). Είχα ανήσυχη/άσχημη ~ χθες. Η πρώτη ~ του γάμου ~. Καλή σου ~ (= καληνύχτα)! Δεν μπορώ να κοιμηθώ τη ~, έχω αϋπνίες. Πέρασε μια/τη ~ άγρυπνος/στο κρατητήριο. Μεγάλη ~ η χθεσινή (: συνέβησαν κρίσιμα, σημαντικά γεγονότα)! Άνθρωπος της ~ας. Οι νονοί της ~ας. Δουλεύει στη ~. 3. (μτφ.) περίοδος οπισθοδρόμησης, απαισιοδοξίας, θλίψης: η ~ της Κατοχής/του Μεσαίωνα. Πβ. ζοφερότητα, σκοτάδι. ● ΣΥΜΠΛ.: Άγια Νύχτα: η νύχτα των Χριστουγέννων· κατ' επέκτ. το αντίστοιχο χριστουγεννιάτικο τραγούδι., η νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου: για περιπτώσεις που έλαβε ή πρόκειται να λάβει χώρα ένα αποτρόπαιο, φρικαλέο ή συνταρακτικό συμβάν: Θα γίνει ~ ~! [< γαλλ. la nuit de la Saint Barthélémy] , λευκές νύχτες: που οφείλονται στο φαινόμενο του ήλιου του μεσονυχτίου, είναι ορατές στις περιοχές που βρίσκονται ελάχιστα εκτός των ορίων των αρκτικών κύκλων και χαρακτηρίζονται από την ύπαρξη φωτός στον ουρανό, ακόμα και μετά τη δύση του ήλιου: οι ~ ~ της Αγίας Πετρούπολης., λευκή νύχτα 1. βράδυ αϋπνίας: ~ ~ σε ευρωπαϊκές πρωτεύουσες (: όταν τα μπαρ, τα μουσεία, τα εστιατόρια, τα μαγαζιά μένουν ανοιχτά μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες). 2. (κυρ. για συζύγους) χωρίς σεξουαλική επαφή. [< γαλλ. nuit blanche] , δοχείο νυκτός βλ. δοχείο, μαύρα/βαθιά/άγρια μεσάνυχτα βλ. μεσάνυχτα, πεταλούδα/πεταλουδίτσα της νύχτας βλ. πεταλούδα ● ΦΡ.: (μέσα) σε μια νύχτα: μέσα σε ένα βράδυ, δηλ. πολύ γρήγορα, με συνοπτικές διαδικασίες: Έγινε πλούσιος ~ ~. Πβ. μέσα σε μια στιγμή, στο άψε σβήσε. ΣΥΝ. εν μία νυκτί, διά νυκτός (λόγ.): κατά τη διάρκεια της νύχτας: φυγή ~ ~., έγινε η νύχτα μέρα/έκαναν τη(ν) νύχτα μέρα: φωτίστηκε/φώτισαν πολύ το μέρος (σαν να ήταν μέρα): Έγινε ~ με τα πυροτεχνήματα. Οι φωτοβολίδες έκαναν ~., έκανε/έχει κάνει τη νύχτα μέρα (προφ.) 1. κοιμάται τη μέρα και εργάζεται ή διασκεδάζει τη νύχτα. 2. εργάζεται ακατάπαυστα πρωί βράδυ. , εν μία νυκτί (λόγ.): μέσα σε μια νύχτα, ξαφνικά., εν τω μέσω της νυκτός (λόγ.): κατά τη διάρκεια της νύχτας, μέσα στη νύχτα: ληστεία ~ ~., η νύχτα βγάζει επίσκοπο κι η αυγή μητροπολίτη (παροιμ.): για μη αναμενόμενη εξέλιξη σε χρονοβόρες παρασκηνιακές ενέργειες ανάδειξης προσώπων σε αξιώματα., θα φύγει/έφυγε νύχτα (αργκό): θα αποχωρήσει κακήν κακώς. Πβ. σαν τον κλέφτη/σαν κλέφτης., μας πήρε/μας έπιασε/μας βρήκε η νύχτα/το βράδυ & το πρωί/το ξημέρωμα: νύχτωσε, βράδιασε· για δήλωση πολύωρης διάρκειας ή καθυστέρησης: Θα μας βρει/πάρει ~ μέχρι να φτάσουμε (: θα πέσει το σκοτάδι). Με πήρε ~ διαβάζοντας.|| (ως έκφρ. δυσαρέσκειας) Μας πήρε ~ μέχρι να ετοιμαστεί (= βραδιάσαμε, νυχτώσαμε)!, μαύρη είναι η νύχτα στα βουνά (μαύρη σαν καλιακούδα) (προφ.) 1. για να δηλωθεί η πλήρης άγνοια κάποιου σε έναν τομέα: Του ζήτησα βοήθεια, αλλά ~ ~! 2. για δήλωση απαισιοδοξίας: -Πώς πάνε τα πράγματα; -~ ~! 3. σε περιπτώσεις που επικρατεί το μαύρο χρώμα ή σκοτάδι. Πβ. μαύρη (/πολλή) μαυρίλα πλάκωσε, μαύρη σαν καλιακούδα., νύχτα (το) πήρες το δίπλωμα; (ειρων.): προς κάποιον που αποδεικνύεται ανάξιος κάτοχος ενός διπλώματος, συνήθ. οδήγησης., ο κόσμος της νύχτας: άνθρωποι που δραστηριοποιούνται στον χώρο της νυχτερινής διασκέδασης (π.χ. τραγουδιστές, ιδιοκτήτες νυχτερινών κέντρων και οι εργαζόμενοι σε αυτά) ή/και ασχολούνται με παράνομες δραστηριότητες (π.χ. προστασία, εμπόριο ναρκωτικών): ο επικίνδυνος/σκληρός ~ ~. Κυκλώματα που σχετίζονται με τον ~ο ~., όποιος νύχτα περπατεί, λάσπες και σκατά πατεί (παροιμ.): όποιος κινείται σε ύποπτους χώρους ή εμπλέκεται σε επικίνδυνες υποθέσεις, υφίσταται τις συνέπειες., από/απ' το πρωί ως/μέχρι το βράδυ βλ. βράδυ, η μέρα με τη νύχτα βλ. μέρα, η νύχτα των κρυστάλλων βλ. κρύσταλλο, μέρα-νύχτα βλ. μέρα, όνειρο θερινής νυκτός βλ. όνειρο, της νύχτας τα καμώματα/τα καμώματα της νύχτας τα βλέπει η μέρα και γελά βλ. κάμωμα, χίλιες και μια νύχτες βλ. χίλιοι [< μεσν. νύχτα < αρχ. νύξ, γαλλ. nuit, αγγλ. night, γερμ. Nacht]
-ουργός1: επίθημα αρσενικών και θηλυκών ουσιαστικών με αναφορά σε ειδικό τεχνίτη ή καλλιεργητή: ταπητ~/υφαντ~. Σιδηρ~.|| Aμπελ~.
ουσία[οὐσία] ου-σί-α ουσ. (θηλ.) {ουσι-ών} 1. {συνηθέστ. στον πληθ.} κάθε υλικό σώμα που βρίσκεται συνήθ. σε αέρια ή υγρή κατάσταση και έχει συγκεκριμένη χημική σύσταση: ανόργανες/οργανικές/φυσικές/φυτικές/χημικές ~ες. Δραστικές/ενεργές/θρεπτικές ~ες. Αντικαρκινικές/αντιμικροβιακές/(αντι)οξειδωτικές/πτητικές/συγκολλητικές/φαρμακευτικές/ψυκτικές ~ες. Ιδιότητες/μεταφορά ~ών. ~ες του αέρα/του εδάφους/του νερού. Συγκέντρωση ~ας σε διάλυμα. Χορήγηση ~ας σε ασθενή. Διατροφή πλούσια σε λιπαρές ~ες (= λιπαρά).|| Αλλεργιογόνες/απαγορευμένες/δηλητηριώδεις/εθιστικές/εκρηκτικές/επιβλαβείς/επικίνδυνες/εύφλεκτες/καρκινογόνες/μεταλλαγμένες/ναρκωτικές (= ναρκωτικά)/παραισθησιογόνες/πρόσθετες/ραδιενεργές/ρυπαντικές/συντηρητικές (= συντηρητικά)/τοξικές/ύποπτες ~ες. Ανίχνευση διεγερτικών ~ών στο αίμα. 2. {μόνο στον εν.} το πιο κεντρικό, ζωτικό στοιχείο ή νόημα· γενικότ. σημασία, σπουδαιότητα: η ~ (= καρδιά) του θέματος/όρου/προβλήματος. Η ~ είναι ότι κατάλαβε το λάθος του. (προφ.) Άσε τις λεπτομέρειες και μπες στην ~ (: στο ζουμί, ψητό, ψαχνό).|| Η ~ της γνώσης/ζωής/τέχνης. Η ~ του κειμένου/ποιήματος. Λόγια χωρίς ~ (= ανούσια). Αναζητά τη βαθύτερη ~ (πβ. πεμπτ~) των πραγμάτων.|| Διάλογος/έργο/μέτρα/συνάντηση (άνευ) ~ας. 3. ΦΙΛΟΣ. -ΘΕΟΛ. η αναλλοίωτη σύνθεση των όντων: άφθαρτη ~. Η ~ του Σύμπαντος/της ύπαρξης. Η άκτιστη ~ του Θεού. 4. {κυρ. στον πληθ.} (προφ.-μτφ., για τρόφιμα) θρεπτικό συστατικό: Το κρέας έχασε όλες τις ~ες του. ● ουσίες (οι) (προφ.): εξαρτησιογόνες ουσίες και ιδ. ναρκωτικά: κατάχρηση ~ών. Θεραπεία απεξάρτησης από ~. ● ΣΥΜΠΛ.: λευκή ουσία: ΑΝΑΤ. περιοχή του εγκεφάλου και του νωτιαίου μυελού που αποτελείται από τους νευράξονες των νευρικών κυττάρων. Βλ. φαιά ουσία., αναβολικά στεροειδή βλ. στεροειδής, γλυκαντικές ουσίες/ύλες βλ. γλυκαντικός, δικαστήριο της ουσίας βλ. δικαστήριο, εξαρτησιογόνες ουσίες βλ. εξαρτησιογόνος, θεμέλια ουσία βλ. θεμέλιος, σκιαγραφική ουσία βλ. σκιαγραφικός, φαιά ουσία βλ. φαιός, φυτορ(ρ)υθμιστική ουσία βλ. φυτορρυθμιστικός, χολοχρωστικές ουσίες βλ. χολοχρωστικός ● ΦΡ.: επί της ουσίας (λόγ.) 1. σε ό,τι αφορά τα βασικότερα στοιχεία ενός θέματος: Συζητώ ~ ~.|| Πρέπει να γίνουν αλλαγές ~ ~ (= πραγματικές, ουσιαστικές). 2. στην ουσία: Το ζήτημα θεωρείται τυπικά και ~ ~ λήξαν. ~ ~ και επί της αρχής έχει δίκιο. Μιλάμε, ~ ~ , για μια υπόθεση που ... ΣΥΝ. στην πραγματικότητα 3. σχετικά με το περιεχόμενο: τροποποίηση ~ ~ της διάταξης. 4. ΝΟΜ. εξέταση των πραγματικών περιστατικών μιας υπόθεσης με παρουσίαση όλων των αποδεικτικών μέσων: ~ ~ εκδίκαση της υπόθεσης. Κρίση της ενστάσεως ~ ~. Το δικαστήριο δικάζει ~ ~ (= δικαστήριο της ουσίας)., μία είναι η ουσία: ένα πράγμα μόνο ενδιαφέρει και είναι σημαντικό: ~ ~· τελικά δεν θα έρθει/το πρόβλημα δεν λύνεται., στην ουσία & (λόγ.) κατ' ουσία(ν): αν κάτι εξεταστεί στις πραγματικές του διαστάσεις, ουσιαστικά: Η κατηγορία είναι ~ ~ αβάσιμη. Το όνειρό του έμεινε ~ ~ ανεκπλήρωτο. Πβ. κατά βάθος, κατά βάση, στην πραγματικότητα., κενός περιεχομένου βλ. κενός [< 1,4: γαλλ. substance 2,3: αρχ. οὐσία]
περιστεράπε-ρι-στε-ρά ουσ. (θηλ.) 1. {συνήθ. στον πληθ.} (μτφ.-ειρων.) πρόσωπο που υποστηρίζει φιλειρηνική πολιτική. ΑΝΤ. γεράκι (3) 2. ΘΡΗΣΚ. συμβολική απεικόνιση του Αγίου Πνεύματος. 3. (σπάν.-λόγ.) θηλυκό περιστέρι. ● ΣΥΜΠΛ.: αθώα/λευκή περιστερά (μτφ.-ειρων.): για κάποιον που προσποιείται ότι δεν γνωρίζει τίποτα, που εμφανίζεται ως αθώος: Κάνει/παριστάνει την/το παίζει ~ ~ (πβ. κάνει την πάπια/το κορόιδο). [< 3: αρχ. περιστερά, γαλλ. colombe, αγγλ. dove]
ποτό
πο-τό ουσ. (ουδ.) & (λαϊκό) πιοτό 1. οτιδήποτε πίνεται, κυρ. τα οινοπνευματώδη: απολαυστικό/καθαρό/νοθευμένο/ορεκτικό (= απεριτίφ)/σκληρό (= δυνατό) ~. ~ά-μπόμπες. Εμφιάλωση/κατανάλωση/παραγωγή/παρασκευή/τεχνολογία ~ών. (σε νυχτερινό κέντρο:) Είσοδος με ~, ... ευρώ. Τον κέρασα ένα ~ για τη γιορτή μου. Πάμε για ένα ~; Μου πρόσφερε ένα ~. Παρήγγειλα ~. Ο χώρος προσφέρεται για φαγητό και ~. Μπαρ που σερβίρει ~ά. Βλ. κοκτέιλ.|| ~ά χωρίς αλκοόλ. Αεριούχα ~ά. Βλ. αναψυκτικό. ΣΥΝ. πιοτί 2. η συστηματική κατανάλωση αλκοολούχων ποτών: Ο γιατρός τού σύστησε να κόψει το ~. Από τότε που χώρισε, το έχει ρίξει στο ~. ● Υποκ.: ποτάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: ενεργειακό ποτό: ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. τονωτικό, συνήθ. ανθρακούχο ποτό με κύρια συστατικά καφεΐνη, ταυρίνη και τζινσέγκ. [< αγγλ. energy drink, 1904, γαλλ. boisson énergisante], λευκά ποτά: ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. τα άχρωμα, όπως η βότκα, το τζιν, η τεκίλα., ισοτονικά ποτά βλ. ισοτονικός [< αρχ. ποτόν, μεσν. πιοτό(ν)]
σαρξουσ. (θηλ.) {σαρκός} (λόγ.): σάρκα, κυρ. στις ● ΦΡ.: εις σάρκα μία(ν) (ΠΔ): για την ένωση δύο ανθρώπων με τα δεσμά του γάμου και κατ' επέκτ. για κάθε είδους ένωση ή συγχώνευση., εμπόριο λευκής σαρκός & σάρκας: επιχείρηση προώθησης γυναικών ή/και ανηλίκων στην πορνεία. Πβ. μαστροπεία, σωματεμπορία., το μεν πνεύμα πρόθυμον, η δε σαρξ ασθενής (ΚΔ): υπάρχει η θέληση για να γίνει κάτι, οι σωματικές όμως δυνάμεις δεν το επιτρέπουν., σάρκα από τη σάρκα μου βλ. σάρκα [< αρχ. σάρξ]
σημαίαση-μαί-α ουσ. (θηλ.) {σημαιών} 1. κομμάτι από ύφασμα ή πλαστικό, που ποικίλλει σε μέγεθος, σχήμα (συνήθ. ορθογώνιο ή τετράγωνο) και χρώματα, συχνά είναι διακοσμημένο με έμβλημα, προσαρμόζεται σε κοντάρι και χρησιμοποιείται ως σύμβολο: η ελληνική (= γαλανόλευκη)/ευρωπαϊκή/αμερικανική (= αστερόεσσα) ~. Επίσημη ~ κράτους/χώρας. Πειρατική/πολεμική ~. Εθνικές ~ες. Η ~ του δήμου/του κόμματος/της ομάδας/της πόλης/του συλλόγου/του σωματείου. Η ~ της αεροπορίας/της επανάστασης/του ναυτικού/του στρατού ξηράς. Ο ιστός της ~ας. Αλλαγή/ανάρτηση/βεβήλωση/έπαρση/ύψωση ~ας. Η ~ ανεμίζει. Ανεβάζω/κατεβάζω/κρατώ/κρεμώ/τιμώ τη ~. ~ αναρτημένη σε ... Πλοίο με ~ ... Οι ~ες των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πβ. λάβαρο, παντιέρα.|| (συνεκδ.) Αγωνίστηκαν/θυσιάστηκαν για τη ~ (: το έθνος, την πατρίδα). 2. παρόμοιο αντικείμενο που έχει ορισμένο συμβολισμό ή χρησιμοποιείται για συγκεκριμένο σκοπό: ειδική/κίτρινη (: διεθνές σήμα της καραντίνας)/οικολογική/πράσινη ~. Διακοσμητικές/διαφημιστικές ~ες.|| (στο ποδόσφαιρο) Η ~ (συνήθ. το σημαιάκι) του επόπτη/κόρνερ.|| (στον μηχανοκίνητο αθλητισμό) Η ~ του αφέτη. Κόκκινη ~ (για διακοπή του αγώνα). Πτώση της καρό ~ας (: τερματισμού). Βλ. φόρμουλα. || (ΛΑΟΓΡ.) ~ του γάμου (= φλάμπουρο). 3. {κυρ. στον εν.} (μτφ.) έμβλημα, σύμβολο: ιδεολογική ~. Παίκτης-~ της ομάδας του (: ηγετική μορφή). Με ~ την ανανέωση/ποιότητα (πβ. σύνθημα). Έγινε η ~ του κινήματος ενάντια στην ... 4. {κυρ. στον εν.} εξάρτημα του ταξίμετρου με την ένδειξη "ελεύθερο", που, όταν είναι ανεβασμένο, δηλώνει ότι το ταξί είναι διαθέσιμο: (στην εκκίνηση της διαδρομής) πτώση της ~ας. ● Υποκ.: σημαιάκι (το), σημαιούλα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: γαλάζια σημαία: διεθνές περιβαλλοντικό σήμα ποιότητας που απονέμεται ως τιμητική διάκριση σε οργανωμένη παραλία ή μαρίνα, με κριτήρια την καθαριότητα θάλασσας και ακτής, την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών, την ασφάλεια λουομένων και επισκεπτών και την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος. [< αγγλ. blue flag, 1987] , λευκή σημαία 1. σημαία και γενικότ. πανί άσπρου χρώματος που δηλώνει παράδοση, ανακωχή, συνθηκολόγηση: ~ ~ για διακοπή των εχθροπραξιών. Σήκωσαν/ύψωσαν ~ ~. 2. (κατ' επέκτ.) για κάθε κίνηση συμφιλιωτικού, διαπραγματευτικού χαρακτήρα., σημαία ευκαιρίας & (σπάν.) ευκολίας (συντομ. ΣΕ) 1. ΕΜΠΟΡ. νηολόγηση εμπορικού πλοίου με ξένη σημαία, που του παρέχει λιγότερο περιοριστικούς κανονισμούς (στη φορολογία, τη νομοθεσία). 2. (μτφ.) για ανεκπλήρωτες υποσχέσεις ή δικαιολογίες: προεκλογικές ~ες ~. [< αγγλ. flag of convenience] , ολυμπιακή σημαία βλ. ολυμπιακός, υποστολή (της) σημαίας βλ. υποστολή ● ΦΡ.: η σημαία κυματίζει μεσίστια: ως ένδειξη πένθους για τον θάνατο επιφανούς προσωπικότητας ή γενικότ. για εθνικό πένθος., κάνω σημαία μου (κάτι): το υποστηρίζω με πάθος: ~ ~ τον εθελοντισμό/τα δημοκρατικά ιδεώδη., κάτω από τη/υπό (τη) σημαία 1. (μτφ.) για κάποιον ή κάτι που είναι υπό την εξουσία, εποπτεία, καθοδήγηση, προστασία κράτους, φορέα, ιδεολογίας: Δήμαρχος/περιφερειάρχης που εξελέγη ~ ~ ενός κόμματος. ~ ~ του αντιπολεμικού κινήματος. 2. (μόνο με το υπό) για πλεούμενο που φέρει τη σημαία μιας χώρας: πλοία υπό ~ κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. [< γαλλ. sous les drapeaux] , κρατώ ψηλά τη σημαία (μτφ.) : εξακολουθώ να αγωνίζομαι για κάτι ανυποχώρητα: Μαχητές που κράτησαν ~ ~ της ελευθερίας. Η εταιρεία κρατάει ~ ~ της ποιότητας., παίρνω άδεια από τη σημαία (μτφ.-ειρων.): για εργαζόμενο ή φαντάρο που απουσιάζει χωρίς επίσημη άδεια., υψώνω τη σημαία 1. την ανεβάζω στον ιστό. 2. (μτφ.) διακηρύσσω: ~σε ~ του εκσυγχρονισμού/της ενότητας., με σημαίες και (με) ταμπούρλα βλ. ταμπούρλο, σηκώνω τη σημαία βλ. σηκώνω, υποστέλλω τη σημαία βλ. υποστέλλω [< μτγν. σημαία, γαλλ. drapeau, αγγλ. flag]
συμβόλαιοσυμ-βό-λαι-ο ουσ. (ουδ.) {συμβολαί-ου}: ΝΟΜ. γραπτή συμφωνία μεταξύ δύο ή περισσοτέρων φυσικών ή νομικών προσώπων, με την οποία οι συμβαλλόμενοι δεσμεύονται απέναντι στους όρους της και ειδικότ. σύμβαση εργασίας· συνεκδ. το σχετικό επίσημο έγγραφο: αποκλειστικό/ασφαλιστήριο/διετές/δισκογραφικό/επαγγελματικό/μεταβιβαστικό/μισθωτήριο/προγαμιαίο/προθεσμιακό/συνταξιοδοτικό/τηλεοπτικό/(μτφ.) χρυσό ~. ~ γονικής παροχής/πώλησης (κατοικίας)/συνεργασίας/συντήρησης (εξοπλισμού)/τεχνικής υποστήριξης. Αθέτηση/αναπροσαρμογή/αξία/διακοπή/εξαγορά/επέκταση/καταγγελία/λύση/όροι/παραβίαση του ~ου.|| ~ διάρκειας ενός έτους/ύψους ... ευρώ. Έκλεισε/έχει συνάψει ~ με την εταιρεία ... Ακύρωσε/ανανέωσε/έσπασε το ~ό του. Ο παίκτης δεσμεύεται με ~/θα τιμήσει το ~ό του (ενν. με την ομάδα). Το ~ό της με τον (τηλεοπτικό) σταθμό λήγει το καλοκαίρι. (μτφ.) Κανείς δεν κάνει ~ με την επιτυχία (: δεν είναι δεδομένη).|| Αντίγραφο ~ου. Η αξία του ακινήτου αναγράφεται στο ~. Το όνομα του παίκτη θα ανακοινωθεί, μόλις πέσουν οι υπογραφές στα ~α. (συνήθ. για συμβολαιογράφο) Ανέλαβε τη σύνταξη του οριστικού ~ου. Πβ. συμφωνητικό. Βλ. προσύμφωνο. ● ΣΥΜΠΛ.: κοινωνικό συμβόλαιο: συμφωνία, πραγματική ή υποθετική, μεταξύ των μελών μιας κοινωνίας, βάσει της οποίας καθένα από αυτά παραχωρεί τα φυσικά του δικαιώματα, με αντάλλαγμα έννομα δικαιώματα στο πλαίσιο οργανωμένου κράτους. [< αγγλ. social contract, 1660, γαλλ. contrat social] , λευκό συμβόλαιο: (κυρ. για αθλητή) που δεν αναγράφεται η αμοιβή του ή εμφανίζεται ότι δεν εισπράττει χρήματα: πρακτική ~ών ~ων (: για φοροαποφυγή και των δύο συμβαλλομένων). Έρχομαι στην ομάδα και με ~ ~ (: χωρίς αποδοχές)., συμβόλαιο τιμής: προφορική δέσμευση για εκπλήρωση υπόσχεσης, τήρηση συμφωνίας: (σε προεκλογικό λόγο) Το πρόγραμμά μας είναι ~ ~ με τον λαό., κλειστό συμβόλαιο βλ. κλειστός, συμβόλαιο θανάτου βλ. θάνατος ● ΦΡ.: ο λόγος κάποιου είναι συμβόλαιο/νόμος & (σπάν.) σπαθί (προφ.-μτφ.): για πρόσωπο που τηρεί τις υποσχέσεις του, που είναι άξιο εμπιστοσύνης., στα συμβόλαια (προφ.): στη φάση των τελικών διαπραγματεύσεων πριν ή μέχρι και την οριστική υπογραφή ενός συμβολαίου: Βρήκαμε σπίτι για αγορά και τώρα είμαστε ~ ~. [< αρχ. συμβόλαιον, γαλλ. contrat, αγγλ. contract]
συσκευήσυ-σκευ-ή ουσ. (θηλ.) : ΤΕΧΝΟΛ. σύνολο εξαρτημάτων, μηχανισμών, οργάνων τα οποία τοποθετούνται, συνδέονται και συντονίζονται κατάλληλα για την επιτέλεση λειτουργίας ή την εκτέλεση έργου: αναλογική/ασύρματη/αυτόματη/ενσύρματη/επαγγελματική/επιτραπέζια/ιατρική/τερματική/φορητή/ψηφιακή ~. Έξυπνη/εύχρηστη/οικολογική ~. Ηλεκτρικές/κινητές/οικιακές ~ές. Ηλεκτρονικές συσκευές (: υπολογιστής, τηλεόραση, ψηφιακή κάμερα, ντιβιντί). ~ αναγνώρισης (κλήσης)/(ανα)παραγωγής/ανίχνευσης (καπνού)/αποθήκευσης (δεδομένων· βλ. γιου-ες-μπι)/εγγραφής (ήχου)/ελέγχου (ροής)/εντοπισμού (θέσης)/καθαρισμού/μετατροπής (εικόνας σε ψηφιακό σήμα)/μέτρησης (σακχάρου)/παρακολούθησης/παρασκευής (γιαουρτιού)/πλοήγησης (= τζι πι ες)/(κινητής) τηλεφωνίας/τηλεχειρισμού (= τηλεκοντρόλ). ~ αυτοκινήτου/γραφείου. ~ με μπαταρίες. Αναβάθμιση/ανακύκλωση/εγκατάσταση/τύπος ~ής. Πβ. μηχανή, μηχάνημα. Βλ. γκάτζετ, διαστημο~, μικρο~, πολυ~. ● ΣΥΜΠΛ.: λευκές συσκευές: μεγάλες ηλεκτρικές συσκευές, όπως ψυγεία, κουζίνες, πλυντήρια. [< αγγλ. white goods, 1960] , μαύρες συσκευές: μικρές ηλεκτρικές συσκευές, όπως τηλεοράσεις, βίντεο, DVD, στερεοφωνικά συγκροτήματα., περιφερειακή συσκευή/μονάδα βλ. περιφερειακός, συσκευή κατάδειξης/εισόδου βλ. κατάδειξη [< πβ. μτγν. συσκευή 'σχέδιο, μηχανορραφία, συγκέντρωση', γαλλ. appareil]
φως[φῶς] ουσ. (ουδ.) {φωτ-ός | φώτ-α, -ων} 1. ΦΥΣ. ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία που εκπέμπεται από φυσική ή τεχνητή πηγή και διεγείρει την όραση· συνεκδ. η αντίστοιχη πηγή: αμυδρό/απαλό/άπλετο/αχνό/διάχυτο/δυνατό/εκτυφλωτικό/έντονο/ηλιακό/καθαρό/λαμπερό/ορατό/υπεριώδες ~. Ανάκλαση/ανάλυση/(ευθύγραμμη) διάδοση/διάθλαση/πόλωση/ταχύτητα του ~ός. Ακτίνα/δέσμη/κύματα/φάσμα ~ός. Το ~ των αστεριών/του Ήλιου/της Σελήνης. Εκπέμπω ~ (πβ. ακτινοβολώ, λάμπω, φωτίζω). Ξεκίνησαν το ταξίδι με το πρώτο ~ της ημέρας (: το χάραμα).|| Ηλεκτρικό ~. Το ~ της λάμπας/του φάρου. Τα ~α του δρόμου/της πόλης. Τα ~α (= τα φανάρια) της Τροχαίας (Κύπρος). Φωτογραφίζω κόντρα στο ~. Βλ. ημίφως, σκοτάδι.|| Διακόπτης ~ός. Ανάβω/κλείνω/σβήνω το ~. Ανοιχτά/πολύχρωμα/χαλασμένα/χαμηλωμένα ~α. (σε μηχανήματα:) ~α εργασίας. Βλ. γλόμπος, λάμπα, λαμπτήρας, λυχνία.|| (μτφ.) Τα ~α της ράμπας (: το θέατρο, η θεατρική ζωή). 2. (συνεκδ.) η αίσθηση της όρασης: Έχασε/ξαναβρήκε το ~ του. 3. {κυρ. στον πληθ.} (μτφ.) η γνώση, η εμπειρία, κάποιου συνήθ. πάνω σε έναν τομέα: Έχω ένα πρόβλημα και χρειάζομαι τα ~α σας.|| Πόλη/χώρα που (μετ)έδωσε τα ~α του πολιτισμού στον κόσμο. 4. {κυρ. στον πληθ.} (μτφ.) το ενδιαφέρον των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης για κάποιον/κάτι: Όλα τα ~α είναι στραμμένα στον τελικό του Κυπέλλου. 5. οτιδήποτε διαφωτίζει τον άνθρωπο: το ~ της αγάπης/ειρήνης. Το αιώνιο ~ της αλήθειας.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Το ~ του κόσμου (= ο Χριστός). Το ~ της Βασιλείας των Ουρανών/του Λόγου του Θεού. ● Υποκ.: φωτάκι (το): ΣΥΝ. λαμπάκι ● ΣΥΜΠΛ.: Άγιο Φως: ΕΚΚΛΗΣ. το φως της Ανάστασης που λαμβάνεται από τον Πανάγιο Τάφο το μεσημέρι του Μ. Σαββάτου: το θαύμα/η τελετή αφής του ~ου ~ός., λευκό φως: ΦΥΣ. που περιέχει όλα τα μήκη κύματος του ορατού φάσματος με την ίδια περίπου ένταση όπως το ηλιακό φως., ο Αιώνας των Φώτων: η εποχή του Διαφωτισμού., πράσινο φως (μτφ.): άδεια, έγκριση: Δόθηκε το ~ ~ στο νέο νομοσχέδιο. Η κυβέρνηση άναψε/έδωσε ~ ~ για την έναρξη των συνομιλιών με τους ... Πήρε το ~ ~ για την ανέγερση εμπορικού κέντρου. [< αγγλ. green light, 1937] , φως ασφαλείας: φωτισμός που εξακολουθεί να λειτουργεί σε περίπτωση διακοπής του ηλεκτρικού ρεύματος: ηλιακό ~ ~., φώτα διασταύρωσης & μεσαία φώτα: μπροστινοί προβολείς οχήματος τους οποίους οι οδηγοί υποχρεούνται να ανάβουν μισή ώρα μετά τη δύση του Ηλίου., φώτα έκτακτης/επείγουσας ανάγκης & φώτα κινδύνου: αλάρμ., φώτα θέσης & μικρά φώτα & (σπάν.) φώτα στάσης: τα φώτα τoυ oχήματoς πoυ χρησιμoπoιoύνται για να διακρίνεται αυτό και τo πλάτoς τoυ: ~ ~ μπρoστά/πίσω., φώτα πορείας & μεγάλα φώτα & φανοί πορείας: μπροστινά φώτα οχήματος (ή σκάφους) για επαρκή φωτισμό σε απόσταση τουλάχιστον εκατό μέτρων. [< γερμ. Fernlicht] , άκτιστο(ν) φως βλ. άκτιστος, διασπορά του φωτός βλ. διασπορά, έτος φωτός βλ. έτος, ζωδιακό φως βλ. ζωδιακός, η πόλη του φωτός βλ. πόλη, ήχος και φως βλ. ήχος, παλμικό φως βλ. παλμικός, φως ιλαρόν βλ. ιλαρός ● ΦΡ.: είδε το (πρώτο) φως της ζωής/της (η)μέρας/του ήλιου (μτφ.): (για πρόσ.) γεννήθηκε ή (για πράγμα) κυκλοφόρησε ή ανακαλύφθηκε: ~ ~ πριν από σαράντα χρόνια.|| Το δεύτερο βιβλίο του μόλις ~ ~.|| Ένα σημαντικό εύρημα ~ ~ κατά τις ανασκαφές., μου άλλαξε τα φώτα & τα πετρέλαια/τα πέταλα (προφ.): κάποιος ή κάτι με ταλαιπώρησε πολύ: Οι παίκτες ~ξαν ~ στην αντίπαλη ομάδα. Οι αυξήσεις των τιμών μάς ~ξαν ~. ΣΥΝ. μου άλλαξε/μου έβγαλε τον αδόξαστο/την πίστη/την Παναγία, ποιος στραβός/τυφλός δεν θέλει το φως του; (εμφατ.): ως έκφραση που δηλώνει ότι όλοι θα ήθελαν να τους συμβεί κάτι πολύ καλό ή να λυθεί κάποιο πρόβλημά τους., ρίχνω φως 1. φωτίζω: Ρίξε μου λίγο ~ με τον φακό. 2. (μτφ.) ξεκαθαρίζω, διαλευκαίνω: Η έρευνα ~ξε ~ στο ζήτημα/στην υπόθεση. Πβ. ξεδιαλύνω., στο φως: για κάτι που αποκαλύπτεται, δημοσιοποιείται: Η έρευνα έφερε ~ ~ νέα στοιχεία για την υπόθεση. Η αλήθεια πρέπει να βγει ~ ~.|| Όλα ~ ~! Βγήκαν/ήρθαν ~ ~ (: στην επιφάνεια) απόρρητα έγγραφα., υπό το φως (λόγ.) & κάτω από το φως 1. (μτφ.) από την οπτική γωνία, από τη σκοπιά: Το δικαστήριο θα επανεξετάσει την απόφαση ~ ~ των νέων αποκαλύψεων/στοιχείων. Οι σχέσεις των δύο χωρών θα πρέπει να εξεταστούν ~ ~ των πρόσφατων εξελίξεων. 2. με το φως: Δείπνο ~ ~ των κεριών/του φεγγαριού. [< γαλλ. à la lumière] , φως μου!: προσφώνηση προσφιλούς, οικείου προσώπου: Σ' αγαπώ ~ ~!, (είναι) φως φανάρι! βλ. φανάρι, βλέπει το φως/έρχεται στο φως της δημοσιότητας βλ. δημοσιότητα, γενηθήτω φως (και εγένετο φως) βλ. γενηθήτω, φως στο τούνελ βλ. τούνελ [< αρχ. φῶς, γαλλ. lumière, αγγλ. light]
ψέμαψέ-μα ουσ. (ουδ.) {ψέμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. ισχυρισμός εσκεμμένα αναληθής, με σκοπό την απόκρυψη ή παραποίηση της αλήθειας: αθώο/αισχρό/βολικό/ελεεινό/κακόβουλο/καραμπινάτο/κατάφωρο/μικρό/τεράστιο/πρωταπριλιάτικο/συνειδητό/χοντρό ~. Απροκάλυπτα/ασύστολα/επικίνδυνα/συνηθισμένα/τερατώδη (= τερατολογίες)/χονδροειδή ~ατα. Είναι ~ ότι ... (πβ. μούσι, μούφα, φόλα). Μας έχει φλομώσει/ταράξει στα ~ατα. Είναι όλα ~ατα (= ανακρίβειες, αναλήθειες, μυθεύματα, χαλκεύματα, παραμύθια). Άσ' τα ~ατα, δεν σε πιστεύω! Μας έχει αραδιάσει ένα σωρό ~ατα (ή λόγ., σωρεία ~άτων)/του κόσμου τα ~ατα/~ατα με ουρά! Διαδίδει ~ατα (= ψευδολογίες, ψευτιές). Πβ. ψεύδος. Το ~ είναι το αλάτι της αλήθειας (παροιμ.). || Έχει βουλιάξει/ζει μες στο ~. Πβ. απάτη, πλάνη1, φενάκη. 2. (κατ' επέκτ.) οτιδήποτε δεν μπορεί να υπάρξει ή είναι μάταιο, απατηλό: Πιστεύει ότι ο παντοτινός έρωτας είναι ένα ~ (= μύθος). ● Υποκ.: ψεματάκι (το) ● Μεγεθ.: ψεματάρα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: λευκό ψέμα: που λέγεται σκόπιμα από κάποιον, για να αποφύγει μια δυσάρεστη ή άβολη κατάσταση, και δεν εμπεριέχει δόλο ούτε έχει αρνητικές συνέπειες. Πβ. (τα) κατά συνθήκη(ν) ψεύδη. [< αγγλ. white lie] ● ΦΡ.: κακά τα ψέματα (προφ.): ας μην τρέφουμε αυταπάτες, ας μη γελιόμαστε: ~ ~, χρειάζεται πολλή προσπάθεια, για να πετύχουμε. Έχουμε πολύ δρόμο μπροστά μας, ~ ~!, με τα ψέματα (κυρ. προφ.): χωρίς να το καταλάβω ή χωρίς (ιδιαίτερη) προσπάθεια: ~ ~ πέρασε η ώρα!|| ~ ~ δεν γίνεται δουλειά!, πες το ψέματα! (προφ.): ως επιβεβαίωση των λόγων του συνομιλητή μας: -Χρειάζεσαι ξεκούραση! -~ ~ (: έχεις δίκιο, σωστά)!, σαν ψέμα/ψέματα (προφ.): για κάτι που φαντάζει απίστευτο: Μου φαίνεται ~ ~ που είσαι εδώ/ότι θα τον ξαναδώ (: είμαι πολύ συγκινημένος/η). Ακούγεται ~ ~!, στα ψέματα/στα ψεύτικα (προφ.): χωρίς να ισχύει στην πραγματικότητα: Το είπε ~ ~ (πβ. στ' αστεία. ΑΝΤ. στα σοβαρά.). Έκανε ~ ~ την χαρούμενη (: προσποιητά, υποκριτικά). ΑΝΤ. στ' αλήθεια., τέλος/τέρμα/τέλειωσαν τα ψέματα/τ' αστεία/τα παραμύθια! & σώθηκαν τα ψέματα (προφ.): δεν υπάρχουν πια άλλα περιθώρια, η κατάσταση έχει φτάσει στο απροχώρητο: ~ ~, ξεκινώ δίαιτα/πρέπει να φύγω/ώρα για διάβασμα!, το ψέμα έχει κοντά ποδάρια (παροιμ.): αποκαλύπτεται γρήγορα. || (με την ίδια σημ. και το γνωμ.) Το ~ ποτέ δεν ζει για να γεράσει. [< μεσν. ψέμα]
ψήφοςψή-φος ουσ. (θηλ.) & (προφ.) ψήφος (ο) 1. κάθε μέσο με το οποίο πραγματοποιείται μια ψηφοφορία (π.χ. ανάταση του χεριού, ψηφοδέλτιο)· συνεκδ. η γνώμη που εκφράζεται με το συγκεκριμένο μέσο: άκυρες/έγκυρες ~οι. Διαλογή/καταμέτρηση/κατανομή των ~ων. Υποκλοπή ~ων. Έριξε την ~ο του (ενν. στην κάλπη). Απέσπασε το ...% των ~ων. Εκλέχτηκε με διαφορά ... ~ων. Έλαβε/πήρε/συγκέντρωσε ... ~ους. Με 164 ~ους υπέρ και 25 ~ους κατά, συνεχίζεται η απεργία των ... Βγήκε πρώτος σε ~ους (: σταυρούς· βλ. παμψηφεί). (μειωτ.) Ψαρεύει ~ους (βλ. ψηφοθήρας). Βλ. διπλοψηφία, κουκιά, ψηφαλάκι, ισο-, μειο-, πλειο-ψηφώ.|| Θετική/κερδισμένη ~ (πβ. υπερψήφιση). Αρνητική (πβ. φούμο)/μαύρη (= μαύρο) ~ (πβ. καταψήφιση). Η λαϊκή ~. Αδιευκρίνιστη ~. ~ ενάντια στον πόλεμο/κατά του κατεστημένου/υπέρ των μεταρρυθμίσεων. ~ αποδοκιμασίας/διαμαρτυρίας/καταδίκης (ή καταδικαστική ~)/μομφής/τιμωρίας. Διεκδικούν την ~ο των πολιτών. Ευχαρίστησε όσους του έδωσαν την/τον τίμησαν με την ~ο τους.|| Ταξινομική ~ (: στην οποία οι εκλογείς ταξινομούν τους υποψηφίους κατά σειρά προτίμησης). 2. (συνεκδ.) συμμετοχή στην εκλογική διαδικασία· ψηφοφορία: μυστική/υποχρεωτική ~. Δικαίωμα (βλ. εκλογικό σώμα, σουφραζέτα)/πρόθεση/στέρηση ~ου. ● ΣΥΜΠΛ.: ισότητα της ψήφου: αρχή σύμφωνα με την οποία σε κάθε ψηφοφόρο αναλογεί μόνο μία ψήφος και όλες οι ψήφοι είναι ισοδύναμες., λευκή ψήφος: ΠΟΛΙΤ. που δηλώνει ουδετερότητα και γίνεται με χρήση λευκού ψηφοδελτίου. Πβ. λευκό., χαλαρή ψήφος: ΠΟΛΙΤ. κατά την οποία ο εκλογέας ψηφίζει χωρίς κομματική πειθαρχία, αλλά κατά συνείδηση., ψήφος εμπιστοσύνης 1. ΠΟΛΙΤ. στήριξη, μέσω ψηφοφορίας, της κυβέρνησης από την απόλυτη πλειοψηφία των βουλευτών: παροχή ~ου ~. Ο πρωθυπουργός ζήτησε/κέρδισε/έλαβε ~ο ~. Βλ. η αρχή της δεδηλωμένης, διερευνητική εντολή, πρόταση εμπιστοσύνης, πρόταση μομφής/δυσπιστίας. 2. (μτφ.) έμπρακτη στήριξη., ψήφος ανοχής βλ. ανοχή ● ΦΡ.: η θεωρία της χαμένης ψήφου: ΠΟΛΙΤ. άποψη ότι είναι καλύτερο να ψηφίσει κανείς ένα κόμμα ή συνδυασμό που είναι πιο πιθανό να κερδίσει τις εκλογές, παρά ένα άλλο που δεν έχει τις ίδιες πιθανότητες, έστω και αν ο ψηφοφόρος πρόσκειται σε αυτό., μετά/άνευ ψήφου μετοχές βλ. μετοχή [< αρχ. ψῆφος, γαλλ. vote, voix]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ