Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 2 εγγραφές  [0-2]


  • λεφτά λε-φτά ουσ. (ουδ.) (τα) {σπανιότ. στον εν. (λαϊκό) λεφτό} & λεπτά (προφ.): χρήματα: αεριτζίδικα/εύκολα/σίγουρα ~. Δεν (μου) φτάνουν τα ~. Όλα της τα ~ πάνε (= τα ξοδεύει) σε κοσμήματα. Έφαγε/έχασε όλα του τα ~ (= την περιουσία) στα χαρτιά. Πόσα ~ έδωσες/χρωστάς; Το αγόρασα με δικά μου/με τα πρώτα μου ~. Μας κόστισε/χαλάσαμε ένα κάρο/μάτσο/σωρό ~. Σκορπά ~ δεξιά κι αριστερά. Έχω ορισμένα ~ στην άκρη/μπάντα (βλ. αποταμιεύω). Σήκωσαν τα ~ τους από την τράπεζα (= έκαναν ανάληψη). Έμεινε από ~ (= ρέστος, ταπί). Δεν έχω ~ για πέταμα/σπατάλη. Με τα ίδια ~ θα μπορούσες να ... (: με το ίδιο χρηματικό ποσό). Τα κάνει όλα για τα ~. (γνωμ.) Τα ~ δεν είναι το παν/δεν φέρνουν την ευτυχία. Τα ~ αλλάζουν χέρια. (μειωτ.) Ζει με τα ~ του μπαμπά του. Πβ. τάλιρα.|| Σου περισσεύει κανά λεφτό; Πβ. φράγκο. ● Υποκ.: λεφτάκια & λεφτουδάκια & (σπάν.) λεφτούλια (τα) ● ΣΥΜΠΛ.: πεταμένα/τζάμπα/κοροϊδίστικα λεφτά: για άσκοπο ξόδεμα χρημάτων σε κάτι που δεν αξίζει· συνεκδ. η αντίστοιχη αγορά: Πλήρωσα ~ ~ (γι' άχρηστα πράγματα).|| ~ ~, δεν το έχω ούτε έναν μήνα το κινητό και χάλασε. Πβ. τζερεμές., χοντρά/τρελά λεφτά βλ. χοντρός ● ΦΡ.: (είναι) όλα τα λεφτά (νεαν. αργκό): για κάποιον ή κάτι απολαυστικό, που ξεχωρίζει, υπερέχει: Είσαι ~ ~!|| Οι ατάκες του είναι ~ ~., βγάζω/κάνω λεφτά: αποκτώ χρήματα, περιουσία: Δουλεύει μέρα-νύχτα για να βγάλει ~. Έκανε ~ στο εξωτερικό. Πβ. καζαντίζω., κλαίω τα λεφτά μου: μετανιώνω για χρήματα που ξόδεψα σε κάτι που τελικά δεν άξιζε., λεφτά με τη σέσουλα/με το τσουβάλι/με (την) ουρά: πάρα πολλά χρήματα: Έχει ~ ~ (= είναι πολύ πλούσιος). Πβ. με το καντάρι, να φαν κι/φάνε και οι κότες., τα λεφτά πάνε στα λεφτά (παροιμ.): σε περιπτώσεις που άνθρωποι ήδη πλούσιοι αποκτούν ακόμα περισσότερα χρήματα ή συναναστρέφονται, παντρεύονται άτομα της ίδιας οικονομικής και κοινωνικής τάξης., τα πιάσαμε/τα βρήκαμε τα λεφτά μας: όταν συμβαίνει απρόοπτα κάτι δυσάρεστο ή όταν κάποια θετική κατάσταση δεν είναι αναμενόμενη: Κόπηκε το ρεύμα! Τώρα μάλιστα, ~ ~ (= τη βάψαμε, την κάναμε από κούπες, την κάτσαμε τη βάρκα, την πατήσαμε)!|| Αν περιμένεις να σε βοηθήσει, τα 'πιασες/τα βρήκες τα λεφτά σου (= σώθηκες). Πβ. ζήτω που καήκαμε!, αξίζει τα λεφτά (του/της) βλ. αξίζω, βάζω/ρίχνω λεφτά/χρήματα βλ. χρήμα, έναν περίδρομο λεφτά βλ. περίδρομος, έρχομαι στα λεφτά μου βλ. έρχομαι, κολυμπάει στο χρυσάφι/στο χρήμα βλ. κολυμπώ, το χρήμα δεν μυρίζει/τα λεφτά δεν μυρίζουν βλ. χρήμα [< μεσν. λεφτά < μτγν. λεπτὸν (νόμισμα)]
  • λεφτάς λε-φτάς ουσ. (αρσ.) {σπάν. θηλ. λεφτού} (προφ.-μειωτ.): πλούσιος. Πβ. κονομημένος, παραλής, φραγκάτος. Βλ. -άς. ΑΝΤ. φτωχαδάκι

αξίζω

αξίζω [ἀξίζω] α-ξί-ζω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {μόνο σε ενεστ. κ. παρατ., συνηθέστ. στο γ' πρόσ.} 1. έχω ηθική, πνευματική, οικονομική ή άλλη αξία: Ανυπομονώ να δείξω τι ~. Δεν ~ει τίποτα μπροστά σου (= δεν μετράει).|| Το δαχτυλίδι της ~ει πολλά λεφτά. Πόσο ~ει (= κάνει, κοστίζει, στοιχίζει); 2. είμαι άξιος, αντάξιος, δικαιούμαι κάτι: ~ουν συγχαρητήρια στους παίκτες για την πρόκριση. Τι κακό έκανε, για να ~ει τέτοια μοίρα; (+ γεν. προσ. αντων.) Σου ~ει κάτι καλύτερο. Του φέρθηκα, όπως του άξιζε. Δεν θα σου απαντήσω, όπως σου ~ει (= ταιριάζει). ● ΦΡ.: αξίζει να: είναι καλό, επιβάλλεται, πρέπει: ~ ~ αναφερθεί/επισημανθεί/σημειωθεί ότι ... ~ ~ επισκεφθείτε το αρχαιολογικό μουσείο της περιοχής., αξίζει πολλά: είναι πολύτιμος: Η γυναίκα μου ~ ~., αξίζει τα λεφτά (του/της): για να δηλωθεί ότι η υψηλή τιμή κάποιου πράγματος συμβαδίζει με την ποιότητά του: Αν και κάπως ακριβό, ~ ~ του.|| (προφ.) Η ταινία δεν άξιζε ~ της., αξίζει τον κόπο: για κάτι που ανταμείβει την προσπάθεια ή τη δαπάνη που απαιτεί: ~ ~ να αγωνιζόμαστε γι' αυτά που πιστεύουμε. Δεν ~ ~ να ασχολείσαι μαζί του. Το ταξίδι πραγματικά άξιζε ~. [< γαλλ. ça vaut la peine] , δεν αξίζει/δεν πιάνει μία/δεκάρα & δεν αξίζει φράγκο (εμφατ.-μειωτ.): είναι ασήμαντο, έχει μηδαμινή αξία: ~ ~ ως μουσικός. Μπροστά σου ~ ~. Γι' αυτόν η ανθρώπινη ζωή ~ ~. [< μεσν. αξίζω]

-ας

-ας 1. {συνήθ. χωρ. πληθ.} επίθημα αρσενικών ουσιαστικών που χρησιμοποιούνται ως παρωνύμια και δηλώνουν ομοιότητα ή ιδιότητα: κολοκύθ~.|| (επιτατ.) Κεφάλ~. 2. κατάληξη ανισοσύλλαβων ουδέτερων ουσιαστικών: κρέ~/πέρ~/τέρ~.

έρχομαι

έρχομαι [ἔρχομαι] έρ-χο-μαι ρ. (αμτβ.) {ερχόμουν, ήρθα (επίσ.) ήλθα, έρθω (επίσ.) έλθω κ. προφ. 'ρθω κ. 'ρθώ, προστ. έλα, ελάτε, (μτχ.) ερχ-όμενος} 1. πηγαίνω, φτάνω σε έναν τόπο, χώρο ή σημείο· πλησιάζω κάπου ή κάποιον, επιστρέφω, εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι, συχνάζω: ~ από μακριά. ~εται από στιγμή σε στιγμή. Ήρθαν αεροπορικώς. Θα έρθουν πριν από/μετά το καλοκαίρι. Τα αποδημητικά πουλιά ~ονται από τις βόρειες χώρες. Το τρένο ~εται τα ξημερώματα. Έλα εδώ/μέσα (πβ. κόπιασε, πέρασε)! Έλα κοντά μου/μαζί μου (πβ. συνοδεύω). ~ σε ένα λεπτό. Τον είδα να ~εται τρέχοντας (ΑΝΤ. φεύγω). ~όμενοι/καθώς έρχεστε από το λιμάνι, στρίψτε δεξιά. Έρχεσαι (: είσαι καθ' οδόν); ~όταν προς το μέρος μου. Έλα να φάμε μαζί αύριο (= σε προσκαλώ). Να μας έρχεσαι (= επισκέπτεσαι)! Ήρθε να με δει. Ήρθε στον ύπνο μου (= τον ονειρεύτηκα). Δεν ήρθε για καλό. Όταν έρθει, τα ξαναλέμε. Βλ. εισ~, εξ~, ξανα~, προ~, προσ~.|| Μου ήρθε (= έλαβα) ένα γράμμα/μήνυμα. Ήρθαν τα χρήματα. 2. (+ σε + ουσ., η σύναψη ισοδυναμεί με ρήμα ομόρριζο με το ουσ., ως απολεξικοποιημένο ρήμα) περιέρχομαι, καταλήγω σε μια κατάσταση: ~ σε αντίθεση (= αντιτίθεμαι)/αντιπαράθεση (= αντιπαρατίθεμαι)/διαπραγματεύσεις (= διαπραγματεύομαι)/διάσταση/επικοινωνία (= επικοινωνώ)/σύγκρουση (= συγκρούομαι)/συμβιβασμό (= συμβιβάζομαι)/συμφωνία (= συμφωνώ)/συνεννόηση (= συνεννοούμαι) με κάποιον. ~ σε κέφι. Ήρθε σε (ανοιχτή) ρήξη με το κατεστημένο της εποχής. Ήλθαν σε βοήθεια όσων τους είχαν ανάγκη (= βοήθησαν).|| ~ (= περνώ) στο δεύτερο σκέλος της ερώτησής σας. Ας έλθουμε στο θέμα/ζήτημα που μας αφορά (= ας ασχοληθούμε με). 3. (συνήθ. + τακτ. αριθμητ.) καταλαμβάνω ορισμένη θέση, κατατάσσομαι αξιολογικά, αναδεικνύομαι: Ήρθαν (= βγήκαν) δεύτεροι/έκτοι στον διαγωνισμό/στο πρωτάθλημα. Οι δύο ομάδες ήρθαν ισόπαλες. Βλ. αν~.|| Πιο σημαντική είναι η θεραπεία και μετά ~ονται η φροντίδα και η υποστήριξη.έρχεται (προφ.) 1. (για γεγονός, φαινόμενο, κατάσταση) πλησιάζει, επίκειται ή συμβαίνει, γίνεται: ~ βροχή/(κυριολ. κ. μτφ.) θύελλα/καταιγίδα/κρίση/μπόρα. Στο τέλος ~ ο θάνατος (= επέρχεται). Μετά την ακμή ~ (= ακολουθεί, έπεται) η παρακμή. ~ονται αυξήσεις/γιορτές/εκλογές/εκπτώσεις. ~ονται δύσκολοι καιροί. Θα έρθουν καλύτερες/χειρότερες μέρες για όλους. Ήρθε (= έφτασε) ο καιρός/η στιγμή να αντιδράσουμε. Ήρθε η σειρά μας. Η απόφασή μας ήρθε φυσικά κι αβίαστα. 2. (+ από) (για πράγμα, φυσικό φαινόμενο ή κατάσταση) προέρχεται, έχει την αφετηρία του, προκύπτει: Ο θόρυβος/η σκόνη ~ από το διπλανό διαμέρισμα. Οι πρώτες πληροφορίες για την πόλη ~ονται (= πηγάζουν) από τη ρωμαϊκή εποχή. Ιδεολογικά κινήματα που ήρθαν από τη δύση. Πβ. απορρέω. 3. (προηγείται προσ. αντων. σε γεν.) αισθάνομαι, σκέφτομαι ή μου συμβαίνει κάτι: Μου ~ονται όλα ανάποδα/βολικά/δεξιά. Με το που τους είδε, της ήρθαν δάκρυα στα μάτια (= δάκρυσε). Του ήρθε βήχας/εμετός (= έκανε εμετό)/ζαλάδα (= ζαλίστηκε)/λιποθυμία (= λιποθύμησε). Της ήρθε όρεξη για σοκολάτα. Κάνει/λέει ό,τι του ~ (= του κατεβαίνει (στο κεφάλι/στο μυαλό), του καπνίζει). Μου ήρθε μια ιδέα.|| (οικ.-ειρων.) Θέλατε και πρωτάθλημα τρομάρα να σας έρθει! 4. (για ρούχο ή οτιδήποτε συμπληρώνει την εμφάνιση ενός ατόμου) εφαρμόζει, ταιριάζει: Το παντελόνι/φόρεμα του/της ~ (= πέφτει) κοντό/μακρύ/στενό. Βλ. πηγαίνει. 5. για δήλωση ιδιότητας, συνήθ. κόστους: Δεν θα το αγοράσω, μου ~ κάπως ακριβό. Πβ. κοστίζει. 6. (προηγείται προσ. αντων. σε γεν.) για δήλωση του ορίου, επιπέδου στο οποίο φτάνει κάτι: Το νερό της ~όταν ως/ίσαμε το γόνατο/τη μέση. ● Μτχ.: ερχόμενος , η, ο 1. ο αμέσως επόμενος: Οι ~ες γενιές (= επερχόμενες, μελλοντικές, μεταγενέστερες. ΑΝΤ. προγενέστερες). Η δίκη θα αρχίσει την ~η Δευτέρα (= προσεχή. ΑΝΤ. περασμένη, προηγούμενη). Βλ. εξ~. 2. που κινείται προς το μέρος κάποιου: τα ~α αυτοκίνητα. 3. ΕΚΚΛΗΣ. (σπανιότ.-λόγ., με κεφαλ. το αρχικό Ε) που προσδοκάται ο ερχομός του: Ευλογημένος ο ~. ● ΦΡ.: (κάτι) πάει κι έρχεται (μτφ.-προφ.): που μπορεί κανείς να το ανεχθεί, δεχτεί: Αυτό ~ ~., αν είναι να 'ρθει, θε να 'ρθεί, (αλλιώς θα προσπεράσει) (παροιμ.): για να δηλωθεί ότι αν είναι πεπρωμένο να συμβεί κάτι, θα συμβεί: Μην αγχώνεσαι να βρεις σύντροφο, ~ ~., έρχεται από το μέλλον (μτφ.): για να δηλωθεί ότι κάποιος είναι πρωτοπόρος ή κάτι καινοτόμο: Ιδέα/κίνημα/σχεδιασμός που ~ ~., έρχεται από το παρελθόν (μτφ.): ανήκει στο παρελθόν και επανέρχεται στο παρόν: Ανάμνηση/μόδα/μορφή/μυστικό που ~ ~., έρχεται στον κόσμο/στη ζωή (για πρόσ.): γεννιέται., έρχομαι στα λεφτά μου (προφ.): δεν έχω κέρδος ούτε απώλεια, συνήθ. από τυχερό παιχνίδι., έρχομαι στα λόγια (κάποιου) (προφ.): συμφωνώ μαζί του, αναφέρω τα λόγια του, με τα οποία μπορεί να διαφωνούσα παλιότερα: Να λοιπόν που τώρα ~εσαι ~ μου., ήρθε κι έδεσε (το γλυκό)/δένει το γλυκό & (σπάν.) δένει το σιρόπι (μτφ.-προφ.): για σύμπτωση, συνδυασμό, συνήθ. αρνητικών στοιχείων, παραγόντων, γεγονότων ή για ανθρώπους που ταιριάζουν: Κάτι οι ανούσιοι διάλογοι, κάτι το κακό σενάριο, ~ έδεσε το γλυκό! Η παρουσία του ~ έδεσε με όλο αυτό το κλίμα της γιορτής!|| Όχι ότι φταίει κανείς για τις σχέσεις μας, απλά δεν δένει ~!, καλώς ήρθες/ήρθατε & καλωσήρθες/καλωσήρθατε (προφ.): τυπικός χαιρετισμός για την υποδοχή επισκέπτη ή φιλοξενούμενου: -~ ~ατε! -Καλώς σας βρήκαμε! (βλ. καλώς τα δέχτηκες) ~ ~ες στην παρέα μας! ~ατε στον δικτυακό τόπο/στην ιστοσελίδα μας!|| (ως ουσ.) Ας πιούμε ένα κρασί για το ~ ~. Με το ~ ~ες άρχισε τη γκρίνια (= αμέσως· πβ. με το καλημέρα). ΣΥΝ. καλώς όρισες/ορίσατε, μου έρχεται/μου 'ρχεται να ...: νιώθω έντονα την ανάγκη ή την επιθυμία να κάνω κάτι: Όταν το σκέφτηκα, μου ήρθε να βάλω τα γέλια.|| (εμφατ.) Έτσι ~ ~ τα παρατήσω όλα., μου έρχεται/μου 'ρχεται/φέρνω (κάποιον ή κάτι) στο μυαλό/στο(ν) νου/στη σκέψη/στη μνήμη {συνήθ. στον αόρ.}: σκέφτομαι ή θυμάμαι κάποιον ή κάτι: Το πρώτο πράγμα που μου ήρθε ~ είναι ... Τι σας φέρνει στο νου η λέξη ...; Πβ. έρχεται (κάτι) στο κεφάλι μου.|| Ήρθαν ~ μας παλιές αναμνήσεις. Σε έφερα ~ μου, όπως ήσουν τότε (πβ. αναπολώ)., όσα έρθουν κι όσα πάνε/όσα πάνε κι όσα έρθουν (προφ.): δεν με νοιάζει τι πρόκειται να συμβεί: Κάνω τα στραβά μάτια, ~ ~. Πβ. δε βαριέσαι, ό,τι βρέξει ας κατεβάσει., πάει κι έρχεται 1. πηγαινοέρχεται, υπάρχει κινητικότητα: Κόσμος ~ ~. Καράβια/τρένα πάνε κι έρχονται. 2. πηγαίνει πέρα-δώθε: Το εκκρεμές ~ ~. 3. για να δηλωθεί αποδοχή, ανοχή μιας κατάστασης, ενός γεγονότος: Αν το διαζύγιο είναι συναινετικό, ~ ~. 4. {συνήθ. στον πληθ.} (μτφ.) γίνεται σε πολύ μεγάλο βαθμό: Οι εκπλήξεις/τα κεράσματα/οι συζητήσεις πάνε κι έρχονται (= δίνουν και παίρνουν)! [< μεσν. υπάγω και έρχομαι] , (μου) έρχεται μία η άλλη βλ. ένας, μία/μια, ένα, (το γήρας) ου γαρ έρχεται μόνον βλ. ου, ανακατωμένος/ανακατεμένος ο ερχόμενος βλ. ανακατεμένος, από κει που ήρθε/'ρθε βλ. εκεί, από την Πόλη έρχομαι και στην κορ(υ)φή κανέλα βλ. κανέλα, βγαίνει/βρίσκεται/εμφανίζεται/έρχεται στο προσκήνιο βλ. προσκήνιο, βγαίνει/έρχεται στην επιφάνεια βλ. επιφάνεια, έγινε/γίνεται το έλα να δεις βλ. γίνομαι, είδα τον ουρανό/μου ήρθε/μου 'ρθε ο ουρανός σφοντύλι βλ. ουρανός, είμαι/έρχομαι στα πράγματα βλ. πράγμα, εκεί που είσαι ήμουνα κι εδώ που είμαι θα 'ρθεις βλ. είμαι, έλα, παππού/παππούλη (μου), να σου δείξω τ' αμπελοχώραφά/τ' αμπέλια σου βλ. παππούς, έλα/καλώς ήρθες στο κλαμπ βλ. κλαμπ, έρχεται (κάτι) στο κεφάλι μου βλ. κεφάλι, έρχεται και παρέρχεται βλ. παρέρχομαι, έρχεται στα χέρια μου βλ. χέρι, έρχεται/πάει/πέφτει/ταιριάζει γάντι/κουτί βλ. γάντι, έρχομαι εις γάμου κοινωνία(ν) βλ. γάμος, έρχομαι στα ίσα μου βλ. ίσα1, έρχομαι στα σύγκαλά/στα λογικά μου βλ. σύγκαλα, έρχομαι/είμαι/βρίσκομαι σε επαφή (με κάποιον/κάτι) βλ. επαφή, έρχομαι/μπαίνω στη θέση του βλ. θέση, έρχομαι/πέφτω/βρίσκομαι μούρη με μούρη με κάποιον βλ. μούρη, έρχομαι/φέρνω (κάτι) πάτσι και πόστα βλ. πάτσι, έφαγα/μου 'ρθε/μου 'πεσε κεραμίδα (στο κεφάλι) βλ. κεραμίδα, ήλθε, είδε και απήλθε βλ. απέρχομαι, ήρθα για να μείνω βλ. μένω, ήρθαν τ' άγρια να διώξουν τα ήμερα βλ. άγριος, ήρθαν/πιάστηκαν στα λόγια βλ. λόγια, ήρθαν/πιάστηκαν στα χέρια βλ. χέρι, ήρθε/έφτασε το τέλος (κάποιου/του κόσμου) βλ. τέλος, ήρθε/σήμανε η ώρα βλ. ώρα, καλομελέτα κι έρχεται! βλ. καλομελετώ, μου ήρθε λουκούμι βλ. λουκούμι, μου ήρθε/'ρθε κόλπος/ταμπλάς βλ. κόλπος2, μου πάει/έρχεται/κοστίζει/στοιχίζει ο κούκος αηδόνι βλ. αηδόνι, μπαίνω/έρχομαι στη ζωή κάποιου βλ. μπαίνω, ο κόσμος γύρισε ανάποδα/ήρθε τα πάνω κάτω βλ. κόσμος, όταν εσύ πήγαινες, εγώ ερχόμουν/γύριζα/γυρνούσα βλ. πηγαίνω & πάω, πήγαινε στη γωνία να δεις αν έρχομαι βλ. γωνία, πήγαινε-έλα βλ. πηγαίνω & πάω, πήγε/ήρθε η καρδιά μου στη θέση της βλ. καρδιά, τα καλύτερα έρχονται! βλ. καλύτερος, το έχω στο στόμα/στη γλώσσα (μου) βλ. στόμα, τρώγοντας ανοίγει/έρχεται η όρεξη βλ. τρώω, φέρνω/έρχονται τα πάνω κάτω βλ. πάνω & επάνω ● βλ. έλα [< αρχ. ἔρχομαι, γαλλ. venir, αγγλ. come, γερμ. kommen]

κολυμπώ

κολυμπώ [κολυμπῶ] κο-λυ-μπώ ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {κολυμπ-ά κ. -άει ... | κολύμπ-ησα, -ήσω, -ώντας} & κολυμπάω 1. επιπλέω ή μετακινώ το σώμα μου στο νερό, με συντονισμένες κινήσεις των χεριών και των ποδιών, κάνω κολύμπι: ~ήσαμε στα καταγάλανα νερά/στην πισίνα/στο ποτάμι. ~ με βατραχοπέδιλα/μάσκα και αναπνευστήρα/μπρατσάκια. ~ά(ει) σαν δελφίνι/ψάρι (: είναι δεινός κολυμβητής). Δεν ξέρει (ακόμη)/τώρα μαθαίνει να ~άει (: δεν ξέρει μπάνιο). ~ησε ανάσκελα/κόντρα στο ρεύμα/μέχρι την ακτή/προς το μέρος μας. Μην ~άς με γεμάτο στομάχι! Πήγαμε ~ώντας μέχρι τον βράχο.|| (ΑΘΛ.) ~ κρόουλ/πεταλούδα/πρόσθιο/ύπτιο.|| (κατ' επέκτ., για ζώο) Οι σκύλοι μπορούν να ~ούν. 2. για θαλάσσιο οργανισμό που κινείται στο νερό, συνήθ. σε θάλασσα, λίμνη, ποτάμι, χρησιμοποιώντας φυσικά όργανα κολύμβησης (ουρά, πτερύγια). 3. {κυρ. στο γ' πρόσ.} (μτφ.-εμφατ.) διαθέτω άφθονη ποσότητα από κάτι: ~άει στο πετρέλαιο (: για περιοχή ή χώρα).|| Η εταιρεία ~ούσε στα χρέη (: ήταν καταχρεωμένη). ΣΥΝ. πλέω (3) 4. {κυρ. στο γ΄πρόσ.} (μτφ.-εμφατ.) είμαι βουτηγμένος σε υπέρμετρα μεγάλη ποσότητα υγρού: Τα φασολάκια ~άνε στο λάδι!|| ~άει στον ιδρώτα (= είναι μούσκεμα). ΣΥΝ. πλέω (4) ● ΦΡ.: κολυμπάει στο χρυσάφι/στο χρήμα & στα πλούτη/στα λεφτά (προφ.): είναι πολύ πλούσιος. Πβ. το/τα φυσάει., κολυμπάει/έπεσε σε βαθιά νερά/στα βαθιά (νερά) & βούτηξε στα βαθιά (νερά) (μτφ.-προφ.): αντιμετωπίζει μια δύσκολη κατάσταση, ασχολείται με κάτι απαιτητικό: Βρέθηκε ξαφνικά/έμαθε να κολυμπάει ~. Βούτηξε/έπεσε από μικρός στα ~ της δημοσιογραφίας. [< μεσν. κολυμπώ]

περίδρομος

περίδρομος πε-ρί-δρο-μος ουσ. (αρσ.) 1. (λαϊκό) πόνος στο στομάχι ή στα έντερα. Πβ. κολικός. 2. ΙΑΤΡ. φλεγμονή γύρω από τα νύχια των δαχτύλων, με έντονους πόνους. ΣΥΝ. παρωνυχία, τριγυρίστρα (2) 3. ΑΡΧΙΤ. διάδρομος ή στοά γύρω από ένα οικοδόμημα ή χώρο: ο ~ του τείχους. Βλ. -δρομος. ● ΦΡ.: έναν περίδρομο λεφτά (μτφ.-επιτατ.): πάρα πολλά χρήματα: Του κόστισε/χρωστάει ~ ~., τρώω/κατεβάζω τον περίδρομο (οικ.): τρώω πάρα πολύ. ΣΥΝ. περιδρομιάζω, την κάνω ταράτσα, τρώω του σκασμού/μέχρι σκασμού/το(ν) σκασμό, τρώω/καταβροχθίζω/πίνω/κατεβάζω τον αγλέο(υ)ρα/το καταπέτασμα/τ' άντερά μου/τον άμπακα/τον αβλέμονα, φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο βλ. τρώω [< αρχ. περίδρομος (ὁ) ’κυκλική διαδρομή, περίμετρος, το σκοινί που περιβάλει το δίχτυ’, μεσν. ~ ‘(μετωνυμ.) το περιεχόμενο του αλιευτικού δικτύου, όλη η ψαριά’]

χοντρός

χοντρός, ή, ό χο-ντρός επίθ. {χοντρ-ότερος (λόγ.) -ύτερος} & (λόγ.) χονδρός 1. που το βάρος και κατ' επέκτ. ο όγκος του είναι μεγαλύτερο(ς) από το κανονικό, εξαιτίας μεγάλης συσσώρευσης λίπους στο σώμα του: ~ό: παιδί. Κοντός και ~ (= κοντόχοντρος). ~ σαν βαρέλι/βουβάλι. Βλ. εύσωμος, κοιλαράς, σωματώδης.|| Δέκα κιλά ~ότερος.|| (κατ' επέκτ.) ~ός: λαιμός. ~ή: μύτη. ~ό: κεφάλι. ~ά: μάγουλα/πόδια/χαρακτηριστικά/χείλη (= σαρκώδη). ΑΝΤ. λεπτοκαμωμένος, όμορφος.|| ~ές: αγελάδες/χήνες (: καλοθρεμμένες). ΣΥΝ. παχύς (1), παχύσαρκος, υπέρβαρος ΑΝΤ. αδύνατος (1), λεπτός (1), λιγνός 2. που έχει πάχος, όγκο και βάρος μεγαλύτερο από το συνηθισμένο: ~ός: κορμός. ~ή: βελόνα/κλωστή/φλούδα. ~ό: βιβλίο/καλώδιο/μακαρόνι/σχοινί/χαρτόνι. ~οί: πάσσαλοι/τόμοι. ~ές: σταγόνες/τρίχες. Πβ. μεγάλος, ογκώδης.|| ~ή: άμμος. ~ό: αλάτι/σιμιγδάλι. Πβ. χοντρο-αλεσμένος, -κοκκος, χονδρόκοκκος. ΑΝΤ. λεπτόκοκκος, ψιλός.|| (και κατ΄επέκτ. πιο ζεστός:) ~ή: μπλούζα. ~ό: παλτό/πάπλωμα/ύφασμα. ~ά: ρούχα (= βαριά· ΑΝΤ. ελαφριά).|| ~ός: μαρκαδόρος (βλ. έντονος). ~ή: γραμμή/μύτη (μολυβιού). ~ά: γράμματα. ΣΥΝ. παχύς (1) ΑΝΤ. λεπτός (1) 3. χαμηλός σε συχνότητα: ~ή: φωνή (ΣΥΝ. βαθιά, βαριά, μπάσα· ΑΝΤ. ψιλή, λεπτή). Βλ. βραχνός. 4. (μτφ.-προφ.) που έχει προσλάβει μεγάλες διαστάσεις, με αποτέλεσμα να εγκυμονεί αρνητικές συνέπειες ή να προκαλεί αντιδράσεις, επειδή εκλαμβάνεται ως προσβλητικός: ~ός: καβγάς (= άγριος). ~ή: εκμετάλλευση/ζημιά/παράλειψη. ~ό: δούλεμα/χουνέρι. Έπεσε ~ό ξύλο. Πβ. μεγάλος, σοβαρός.|| ~ό: καψόνι (= παρατραβηγμένο). ~οί: χαρακτηρισμοί (= οξείς, σκληροί). ~ές: βρισιές/κουβέντες. Άντε, μην πω τίποτα ~ό τώρα! Πβ. βαρύς, χονδροειδής, χοντροκομμένος. 5. (μτφ.-προφ.) που σχετίζεται με μεγάλα χρηματικά ποσά ή αποφέρει μεγάλα κέρδη: ~ός: μισθός (= παχυλός, υψηλός)/τζίρος/τζόγος. ~ή: αμοιβή/αποζημίωση/μίζα. ~ό: πορτοφόλι. Βλ. επικερδής, προσοδοφόρος.|| (σε χαρτοπαιξία) Παίζεται ~ό παιχνίδι. 6. (μτφ.-προφ.) που έχει εξουσία και μπορεί να ασκεί επιρροή: ~ό: βύσμα/μέσο (= γερό, μεγάλο). 7. (μτφ.-προφ.) που χαρακτηρίζεται από έλλειψη καλλιέργειας· κατ' επέκτ. ισχυρογνώμων: ~οί: τρόποι συμπεριφοράς (= άξεστοι). ΑΝΤ. λεπτός.|| Κάνει ό,τι του λέει το ~ό του το κεφάλι. Πβ. χοντροκεφάλα. ● Ουσ.: χοντρά (τα): (προφ.) χαρτονομίσματα υψηλής αξίας: Μη μου δίνεις ~! ΑΝΤ. ψιλά (1), χοντρή (η) (αργκό): χοντράδα, ανοησία., χοντρό (το) (προφ.): αφόδευση, κακά. Βλ. ψιλό. ● Υποκ.: χοντρούλης , α, ικο, χοντρουλός , ή, ό: Βλ. -ουλός., χοντρούτσικος , η, ο ● επίρρ.: χοντρά (προφ.) 1. για μεγάλα χρηματικά ποσά: Τα κονόμησε/παίρνει/έσκασε ~. Του τα τρώει ~. 2. χωρίς περιστροφές, με οξύ τρόπο και λόγια που συνήθ. εκλαμβάνονται ως προσβλητικά: Στην είπε ~ (= άσχημα). Τον κορόιδεψε ~. 3. πάρα πολύ, σε μεγάλο βαθμό ή οριακό σημείο: Την πάτησε ~. Μας δουλεύουν ~. ● ΣΥΜΠΛ.: χοντρά/τρελά λεφτά: πάρα πολλά χρήματα. ΣΥΝ. λεφτά με τη σέσουλα/με το τσουβάλι/με (την) ουρά, χοντρό πετσί (προφ.): αναισθησία: Πρέπει να έχεις/χρειάζεται ~ ~ για να ... Βλ. χοντρόπετσος., χοντρό λάδι βλ. λάδι ● ΦΡ.: χοντρά χοντρά: (προφ.) πάνω κάτω, περίπου, χονδρικά., τα παίρνω (στο κρανίο/στην κράνα/χοντρά) βλ. παίρνω [< μεσν. χοντρός < μτγν. χονδρός]

χρήμα

χρήμα [χρῆμα] χρή-μα ουσ. (ουδ.) {χρήμ-ατος | -ατα, -άτων} ΣΥΝ. λεφτά 1. ΟΙΚΟΝ. επίσημο μέσο πληρωμής με τη μορφή κερμάτων και χαρτονομισμάτων: ελεγχόμενο (: που η κυκλοφορία του ελέγχεται από τις νομισματικές Αρχές)/μεταλλικό/νόμιμο/παράνομο ~. Κοινοτικό ~ (: οι οικονομικοί πόροι της Ευρωπαϊκής Ένωσης). Ζήτηση/προσφορά ~ατος (: συνολική ποσότητα ~ατος σε κυκλοφορία). Διακίνηση/εισροή/έκδοση ~ατος. Η (ανταλλακτική) αξία/τα είδη/το κόστος/ο ρόλος/η τιμή του ~ατος. Βλ. χρηματαγορά. 2. (ειδικότ.) {συνήθ. στον πληθ.} (μεγάλο) χρηματικό ποσό, συνήθ. σε μετρητά: αφθονία/παραχάραξη/συσσώρευση ~ατος. Βοήθεια/εισφορές σε ~. Πεταμένα/χαμένα ~ατα. Τα ~ατα της αποζημίωσης. Δανεισμός/δαπάνη/εκταμίευση/έλλειμμα/κατάθεση/μεταβίβαση/υπεξαίρεση ~άτων. Καταμετρητής/κάτοχος ~άτων. Παιχνίδια με αληθινά/εικονικά ~ατα. Εξοικονομώ χρόνο και ~. Επενδύω τα ~ατά μου (πβ. κεφάλαιο). Επιστράφηκαν/παρακρατήθηκαν ~ατα. Διαθέτω/διαχειρίζομαι/καταβάλλω/κλέβω/μαζεύω/ξοδεύω/προσφέρω/χρειάζομαι ~ατα. Μεταφέρω/τοποθετώ ~ατα σε λογαριασμό. Δεν έχω καθόλου ~ατα μαζί/πάνω/στο πορτοφόλι μου. Δεν λογαριάζω/τσιγκουνεύομαι τα ~ατα. Μου κόστισε/στοίχισε πολλά ~ατα. Δεν θα πάμε διακοπές ελλείψει ~άτων. Πβ. ρευστό. 3. (ειδικότ.) (μεγάλες) απολαβές ή χρηματική περιουσία, πλούτος· συνεκδ. οι οικονομικά εύρωστοι: ~ατα και ακίνητα. Πακτωλός ~άτων. Το ~ ρέει άφθονο. Δουλειές που αφήνουν ~ (: κέρδος). Βγάζει αρκετά ~ατα από τη δουλειά του. Έχει πολλά ~ατα. Πόσα ~ατα παίρνεις τον μήνα (: ποιος/πόσος είναι ο μισθός σου); Έπαιξε όλα του τα ~ατα στα χαρτιά.|| Η δύναμη/το κυνήγι του ~ατος. Επίδειξη ~ατος. Αγαπάει/κυνηγάει το ~ (= τους παράδες, τα φράγκα). Πβ. μαμωνάς.|| Το ~ (= οι πλούσιοι) εξουσιάζει τον κόσμο. ● ΣΥΜΠΛ.: ακριβό χρήμα: ΟΙΚΟΝ. δανεισμός με υψηλό επιτόκιο, επειδή η ζήτηση χρήματος υπερβαίνει την προσφορά., βρόμικο/μαύρο χρήμα: χρηματικά ποσά που προέρχονται από παράνομες δραστηριότητες και δεν έχουν φορολογηθεί: διακίνηση/εισαγωγή ~ου ~ατος. Χώρα που λειτουργεί ως παράδεισος/πλυντήριο (: για ξέπλυμα) ~ου ~ατος. [< αγγλ. dirty/black money] , γκρίζο χρήμα (προφ.): μίζα., δημόσιο/κρατικό χρήμα: οι οικονομικοί πόροι του κράτους: διαχείριση/κατάχρηση του δημόσιου ~ατος., εύκολο χρήμα (προφ.): χρηματικά ποσά που αποκτώνται με εύκολο και συνήθ. μη νόμιμο τρόπο: γρήγορο και ~ ~ (στα χαρτιά/στο καζίνο). [< αγγλ. easy money] , ζεστό χρήμα & (σπάν.) θερμό/καυτό χρήμα 1. (προφ.) ρευστό: Η συμφωνία έκλεισε με ~ ~ (= μετρητά). Η αγορά έχει ανάγκη από ~ ~. 2. ΟΙΚΟΝ. επενδυτικό κεφάλαιο που επιδιώκει βραχυπρόθεσμα την υψηλότερη δυνατή απόδοση. [< αγγλ. hot money, 1936] , ηλεκτρονικό χρήμα: ΔΙΑΔΙΚΤ. που έχει αποθηκευτεί με ηλεκτρονικό τρόπο, κυρ. για πραγματοποίηση συναλλαγών μέσω διαδικτύου. Πβ. ηλεκτρονικό πορτοφόλι. [< αγγλ. electronic/e-money, 1966] , πολιτικό χρήμα (κυρ. στη ΔΗΜΟΣΙΟΓΡ.): η χρηματοδότηση, τα οικονομικά των πολιτικών κομμάτων., τραπεζικό χρήμα: ΟΙΚΟΝ. τραπεζικές επιταγές., φτηνό χρήμα (προφ.): δανεισμός χρημάτων με χαμηλό επιτόκιο και ευνοϊκούς όρους., ψηφιακό χρήμα: ΔΙΑΔΙΚΤ. που διακινείται ηλεκτρονικά. [< αγγλ. digital cash, 1991] , άντληση κεφαλαίων βλ. άντληση, λογιστικό χρήμα βλ. λογιστικός, ξέπλυμα χρήματος βλ. ξέπλυμα, πιστωτικό χρήμα βλ. πιστωτικός, πλαστικό χρήμα βλ. πλαστικός, ρευστό χρήμα βλ. ρευστός, το κόστος του χρήματος βλ. κόστος ● ΦΡ.: βάζω/ρίχνω λεφτά/χρήματα (προφ.): επενδύω μεγάλο χρηματικό ποσό σε κάτι που πιστεύω ότι θα μου αποφέρει κέρδος: Έβαλε/έριξε πολλά λεφτά στην επιχείρηση., είναι υπεράνω χρημάτων (λόγ.): δεν τον ενδιαφέρουν τα λεφτά., επί χρήμασι (αρχαιοπρ.): έναντι χρημάτων, με οικονομικό αντάλλαγμα: πληροφορίες ~ ~.|| ~ ~ εκδιδόμενη γυναίκα. Πβ. επί πληρωμή. ΑΝΤ. δωρεάν, ο χρόνος είναι χρήμα (γνωμ.): είναι σημαντική η σωστή διαχείριση του χρόνου., παίρνω χρήματα (προφ.): χρηματίζομαι, δωροδοκούμαι. Πβ. τα παίρνει χοντρά, τα πιάνει., τα χρήματα δεν πέφτουν από τον ουρανό: τα λεφτά δεν αποκτώνται εύκολα, πρέπει να δουλέψει σκληρά κάποιος, για να τα αποκτήσει., το χρήμα δεν μυρίζει/τα λεφτά δεν μυρίζουν: για να δηλωθεί ότι η προέλευση των χρημάτων δεν έχει ιδιαίτερη σημασία. [< γαλλ. l 'argent n'a pas d'odeur] , τραβάω χρήματα (προφ.): κάνω ανάληψη: ~ηξε ~ απ' την κάρτα/τον λογαριασμό/την τράπεζα., χρήμα/παράς/φράγκα με ουρά (προφ.): μεγάλα χρηματικά ποσά: Βγάζει ~ ~. ΣΥΝ. λεφτά με τη σέσουλα/με το τσουβάλι/με (την) ουρά, δει δη χρημάτων βλ. δει, έλλειψη χρημάτων, στάση εμπορίου βλ. στάση, κολυμπάει στο χρυσάφι/στο χρήμα βλ. κολυμπώ, ο έρωτας κι ο βήχας δεν κρύβονται βλ. κρύβω, πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος βλ. μέτρο [< αρχ. χρῆμα]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.