λεϊσμάνια λε-ϊ-σμά-νι-α ουσ. (θηλ.): ΖΩΟΛ. μαστιγοφόρο πρωτόζωο (γένος Leishmania), που παρασιτεί στους ιστούς σπονδυλόζωων και μεταδίδεται με το τσίμπημα σκνίπας, προκαλώντας λεϊσμανίαση. Βλ. φλεβοτόμος. [< αγγλ. leishmania, 1904, αγγλ. ανθρ. W. B. Leishman]
λεϊσμανίαση λε-ϊ-σμα-νί-α-ση ουσ. (θηλ.) & λεϊσμανίωση: ΙΑΤΡ. λοιμώδες παρασιτικό νόσημα, που οφείλεται στη λεϊσμάνια: δερματική/σπλαγχνική ~. ~ του ανθρώπου/σκύλου (= καλααζάρ). Βλ. -ίαση. [< αγγλ. leishmaniasis, 1907]
-ίαση
-ίαση: επίθημα ιατρικών όρων για δήλωση πάθησης ή νόσου: μολυβδ~/μυδρ~/μυκητ~/ψωρ~. Βλ. -ία, -ίτιδα, -πάθεια, -ωση2.
φλεβοτόμος
φλεβοτόμος φλε-βο-τό-μος ουσ. (θηλ.+ αρσ.): ΖΩΟΛ. σκνίπα (γένος Phlebotomus) που μεταδίδει κυρ. τη λεϊσμάνια. [< πβ. μτγν. φλεβοτόμον (σμιλίον) 'νυστέρι για αφαίμαξη', γαλλ. phlébotome, 20ός αι.]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.