Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • λεϊσμανίαση λε-ϊ-σμα-νί-α-ση ουσ. (θηλ.) & λεϊσμανίωση: ΙΑΤΡ. λοιμώδες παρασιτικό νόσημα, που οφείλεται στη λεϊσμάνια: δερματική/σπλαγχνική ~. ~ του ανθρώπου/σκύλου (= καλααζάρ). Βλ. -ίαση. [< αγγλ. leishmaniasis, 1907]

-ίαση

-ίαση: επίθημα ιατρικών όρων για δήλωση πάθησης ή νόσου: μολυβδ~/μυδρ~/μυκητ~/ψωρ~. Βλ. -ία, -ίτιδα, -πάθεια, -ωση2.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.