λεύκωμα λεύ-κω-μα ουσ. (ουδ.) {λευκώμ-ατα} 1. βιβλίο, συνήθ. ειδική έκδοση, με εικόνες ή/και κείμενα (κρίσεις, περιγραφές, μαρτυρίες, σχόλια) για συγκεκριμένο θέμα, σημαντικό πρόσωπο, τόπο, ιστορικό ή άλλο γεγονός· ειδικότ. τετράδιο με φιλικές αφιερώσεις ή/και ευχές προς τον κάτοχό του: επετειακό/ιστορικό/μουσικό/οικογενειακό/οπτικοακουστικό (: με σιντί ή ντιβιντί)/συλλεκτικό/φωτογραφικό/ψηφιακό ~. ~ αφιερωμένο στο Άγιο Όρος. ~-ντοκουμέντο. Πβ. άλμπουμ, αφιέρωμα.|| Αναμνηστικό/προσωπικό ~. Μαθητικά/σχολικά ~ατα.2. ΒΙΟΧ. {συνήθ. στον πληθ.} πρωτεΐνη· ειδικότ. ασπράδι αβγού: ~ατα αίματος. ~ στα ούρα (= πρωτεϊνουρία). Διατροφή πλούσια σε ~ατα (βλ. κρέας). Βλ. αλβουμ-, λευκωματ-ίνη.3. ΙΑΤΡ. θαμπή λευκή κηλίδα στον κερατοειδή του ματιού, λόγω ασθένειας ή τραυματισμού. 4. ΙΑΤΡ. (σπάν.-προφ.) λευκωματουρία. [< 1: αρχ. λεύκωμα, γαλλ. album 2: γαλλ. albumen 3: μτγν. ~]
λευκωματικός , ή, ό λευ-κω-μα-τι-κός επίθ.: που σχετίζεται με το λεύκωμα: ~ός: τόμος. [< μτγν. λευκωματικός 'που αναφέρεται στο λεύκωμα του κερατοειδούς']
λευκωματίνη λευ-κω-μα-τί-νη ουσ. (θηλ.): ΒΙΟΧ. απλή υδατοδιαλυτή πρωτεΐνη που περιέχεται στο ασπράδι του αβγού, στον ορό και το πλάσμα του αίματος, στο γάλα, καθώς και σε αρκετά βιολογικά υγρά και σε ζωικούς και φυτικούς ιστούς. Βλ. καζεΐνη, περισπέρμιο, -ίνη. ΣΥΝ. αλβουμίνη [< γαλλ. albumine]
λευκωματουρία λευ-κω-μα-του-ρί-α ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. παρουσία λευκωματίνης στα ούρα, λόγω μη φυσιολογικής λειτουργίας των νεφρών. Πβ. πρωτεϊνουρία. Βλ. -ουρία. ΣΥΝ. λεύκωμα (4) [< γαλλ. albuminurie, αγγλ. albuminuria]
λευκωματούχος , ος/α, ο [λευκωματοῦχος] λευ-κω-μα-τού-χος επίθ.: που περιέχει λευκωματίνη ή γενικότ. πρωτεΐνες: ~ες: ουσίες/τροφές. Πβ. λευκωματώδης, πρωτεϊνούχος. Βλ. -ούχος2. [< γαλλ. albumineux]
λευκωματώδης , ης, ες λευ-κω-μα-τώ-δης επίθ. {λευκωματώδ-ους | -εις (ουδ. -η)}: ΒΙΟΧ. που σχετίζεται με τη λευκωματίνη, την περιέχει ή έχει παρόμοια σύσταση με αυτή: ~ης: ένωση/ουσία. ~εις: ύλες. Πβ. λευκωματούχος. Βλ. -ώδης. [< μτγν. λευκωματώδης 'που σχετίζεται με το λεύκωμα του κερατοειδούς', γαλλ. albumineux]
καζεΐνη
καζεΐνηκα-ζε-ΐ-νη ουσ. (θηλ.): ΒΙΟΧ. πρωτεΐνη του γάλακτος, που χρησιμοποιείται για την παρασκευή τυριού, κόλλας, πλαστικών και χρωστικών ουσιών. Βλ. λευκωματίνη, ορός γάλακτος, πυτιά. ΣΥΝ. τυρίνη [< γαλλ. caséine]
-ουριά
-ουριά(λαϊκό): επίθημα θηλυκών ουσιαστικών με μεγεθυντική, συνήθ. μειωτική, ή περιληπτική σημασία: λασπ~.|| Κλεφτ~.
-ούχος2
-ούχος2, α/ος, ο: επίθημα λόγιων επιθέτων με αναφορά σε συγκεκριμένο συστατικό του προσδιοριζόμενου: αερι~/αλκοολ~/ανθρακ~/βιταμιν~/θει~/πρωτεϊν~/φωσφορ~/χλωρι~.
-ώδης
-ώδης, ης, ες (λόγ.) επίθημα επιθέτων που δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο 1. χαρακτηρίζεται ή αποτελείται, συνήθ. σε μεγάλο βαθμό, από αυτό που δηλώνει το επίθετο: αιματ~/θορυβ~/θυελλ~/σαρκ~.|| Δενδρ~/ελ~/θαμν~.2. (μειωτ.) έχει την ιδιότητα που εκφράζει το πρώτο μέρος της λέξης: νηπι~/παιδαρι~.3. αναδίδει μυρωδιά: δυσ~/ευ~.
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.