Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • λιάνα λιά-να ουσ. (θηλ.) & λιάνη: ΒΟΤ. αναρριχώμενο φυτό των τροπικών δασών, με μακριούς ξυλώδεις βλαστούς που τυλίγονται γύρω από άλλα φυτά. Βλ. επίφυτο. [< γαλλ. liane, αγγλ. ~, liana]

επίφυτο

επίφυτο [ἐπίφυτο] ε-πί-φυ-το ουσ. (ουδ.): ΒΟΤ. φυτό το οποίο στηρίζεται πάνω σε άλλο για να αναπτυχθεί, χωρίς να τρέφεται παρασιτικά από αυτό, αλλά από τον αέρα και τη βροχή: Οι ορχιδέες είναι ~α. Βλ. λιάνα, παράσιτο, -φυτο. [< γαλλ. épiphyte, αγγλ. epiphyte]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.