Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • λιανικός , ή, ό λια-νι-κός επίθ.: ΟΙΚΟΝ. που σχετίζεται με αγαθά τα οποία διατίθενται απευθείας από τον έμπορο στον καταναλωτή, συνήθ. σε μικρές ποσότητες: ~ή: αγορά. ~ό: εμπόριο (= λιανεμπόριο). Ενδεικτική/προτεινόμενη ~ή τιμή ... ευρώ. ΑΝΤ. χονδρικός (1) ● Ουσ.: λιανική (η): ενν. πώληση: καταστήματα ~ής. Αγοράζω ~. ΑΝΤ. χονδρική [< γαλλ. (vente) au détail] ● επίρρ.: λιανικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] [< μεσν. λιανικός, γαλλ. de détail]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.