Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • λιθανθρακόπισσα λι-θαν-θρα-κό-πισ-σα ουσ. (θηλ.): ΤΕΧΝΟΛ. πίσσα που αποτελεί προϊόν ξηρής απόσταξης λιθανθράκων. Βλ. ξυλόπισσα. [< γερμ. Steinkohlenteer]

ξυλόπισσα

ξυλόπισσα ξυ-λό-πισ-σα ουσ. (θηλ.): ΧΗΜ.-ΤΕΧΝΟΛ. (σε συντηρητικά και φάρμακα) παχύρρευστο μαύρο υγρό που λαμβάνεται ως προϊόν της ξηρής απόσταξης του ξύλου και χρησιμοποιείται στην παρασκευή πίσσας. Βλ. λιθανθρακόπισσα. [< γερμ. Holzteer]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.