λιονταρίσιος , ια, ιο λιο-ντα-ρί-σιος επίθ. 1. που σχετίζεται με το λιοντάρι ή μοιάζει με αυτό: ~ια: χαίτη. ~ιο: κεφάλι. Βλ. -ίσιος. ΣΥΝ. λεόντειος (2) 2. (μτφ.) που χαρακτηρίζεται από γενναιότητα, θάρρος, αποφασιστικότητα: ~ια: καρδιά. Πβ. παλικαρίσιος. ● επίρρ.: λιονταρίσια
αγρίμι
αγρίμι [ἀγρίμι] α-γρί-μι ουσ. (ουδ.) {αγριμ-ιού | -ιών} 1. ΖΩΟΛ. άγριο ζώο και ειδικότ. το αγριοκάτσικο της Κρήτης, κρι-κρι: κυνηγημένο/λαβωμένο/πεινασμένο ~. Σπηλιά ~ιού. ~ια του βουνού/του δάσους/του λόγγου. Βρυχηθμοί/κραυγές ~ιών. Πβ. θηρίο. || Σαν πληγωμένο ~. 2. (μτφ.) άνθρωπος ακοινώνητος, αγροίκος, ατίθασος: Στη φυλακή έγινε ~. Σωστό ~, δεν ακούει κανέναν (: πολύ ζωηρός, για παιδιά). Έχει το βλέμμα ~ιού. ● Υποκ.: αγριμάκι (το) ● ΦΡ.: σαν αγρίμι/θηρίο/λιοντάρι στο κλουβί: για κάποιον που δυσανασχετεί έντονα, που φαίνεται εξαγριωμένος, επειδή αναγκάζεται να μένει περιορισμένος σε έναν χώρο ή αδρανής: Αισθάνεται/κάνει/νιώθει/συμπεριφέρεται ~ ~. [< μεσν. αγρίμιν]
θηρίο
θηρίο θη-ρί-ο ουσ. (ουδ.) 1. (συνήθ. παλαιότ. ή σε αφηγήσεις, παραμύθια) μεγαλόσωμο σαρκοφάγο θηλαστικό: αιμοβόρο/φοβερό ~. Εξημέρωση/εξόντωση του ~ου. Τα (άγρια) ~α της ζούγκλας (βλ. λεοπάρδαλη, λιοντάρι, πάνθηρας, τίγρη). Τον έφαγαν/τον κατασπάραξαν/του όρμησαν/του χίμηξαν τα ~α. Δάμασε/εξημέρωσε/πάλεψε με/σκότωσε το ~. (στη ρωμαϊκή εποχή:) Τα ~α της αρένας. Πβ. αγρίμι, ζουλάπι, θεριό.|| Μυθικά ~α. Το ~ της Αποκάλυψης (ΣΥΝ. τέρας).2. (μτφ., για πρόσ.) που χαρακτηρίζεται από σκληρότητα και βίαια ένστικτα: ανθρωπόμορφα ~α. Τους έδωσαν βορά/τροφή στα ~α. Πβ. αγριάνθρωπος, κτήνος.3. (μτφ.-προφ.) γιγαντόσωμος άντρας ή εξαιρετικά ικανός άνθρωπος: Πώς να τα βάλεις μ' αυτό το ~; Είναι δύο μέτρα!|| Πώς τα κατάφερες βρε ~ο; Πβ. γίγαντας, τιτάνας. ΑΝΤ. νάνος.4. (μτφ.) παιδί άτακτο ή/και με πρόωρη σωματική ανάπτυξη: Σωστό ~ έχει γίνει ο μικρός!5. (μτφ.) όχημα ή αεροσκάφος που έχει μεγάλες διαστάσεις και συνήθ. ισχυρή μηχανή: τα ~α της ασφάλτου (: τα τζιπ).|| Ιπτάμενα ~α/~α των ουρανών (: τα αεροπλάνα). Πβ. μεγαθήριο. 6. ΙΣΤ. (συνήθ. με κεφαλ. Θ) ο Σατανάς, ο Διάβολος: ο αριθμός του Θ~ου (: το 666). ● Ουσ.: θηρία (τα): ΖΩΟΛ. υποκλάση των θηλαστικών: Τα μαρσιποφόρα συγκαταλέγονται στα ~. ● Υποκ.: θηριάκι (το) : κυρ. στις σημ. 4, 5. ● ΣΥΜΠΛ.: θεριό ανήμερο βλ. θεριό ● ΦΡ.: γίνομαι θηρίο (μτφ.-προφ.): εξαγριώνομαι, θυμώνω πολύ: Έγινε ~ (= Τούρκος), όταν ανακάλυψε ότι τον εξαπάτησαν. ΣΥΝ. γίνομαι πύραυλος (2), σαν αγρίμι/θηρίο/λιοντάρι στο κλουβί βλ. αγρίμι [< 1: αρχ. θηρίον]
-ίσιος
-ίσιος, ια, ιο (λαϊκό): επίθημα που δηλώνει προέλευση ή γενικότ. σχέση με ό,τι εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: αλογ~/γουρουν~/κατσικ~/σκυλ~/τραγ~. Bαρελ~/σπιτ~. Βουν~/καμπ~/πελαγ~/ποταμ~. Παλικαρ~.
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.