Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 3 εγγραφές  [0-3]


  • λιοντάρι λιο-ντά-ρι ουσ. (ουδ.) {λιονταρ-ιού} 1. ΖΩΟΛ. & (λόγ.) λέων (ο), λεοντάρι (το) & (λαϊκό-λογοτ.) λιόντας (ο): μεγάλο, δυνατό, σαρκοφάγο θηλαστικό της οικογένειας των αιλουροειδών (επιστ. ονομασ. Panthera leo), με καστανόξανθο τρίχωμα και θυσανωτή ουρά, που ζει σε μικρές αγέλες στην Αφρική και την Ασία· το αρσενικό έχει χαρακτηριστική πλούσια χαίτη: ~, ο βασιλιάς της ζούγκλας/των ζώων. Βρυχηθμός ~ιού. ~ια και τίγρεις. Βλ. θηρίο, λιονταρίνα, σαβάνα, σαφάρι.|| Μάχονται σαν ~ια (= ατρόμητα, γενναία). 2. ΑΣΤΡΟΛ. (προφ.) Λέων. ● Υποκ.: λιονταράκι (το): Πβ. σκύμνος. ● ΣΥΜΠΛ.: θαλάσσιο λιοντάρι & (λόγ.) θαλάσσιος λέων: ΖΩΟΛ. θαλάσσιο θηλαστικό (οικογ. Otariidae) συγγενικό με τη φώκια, που τρέφεται με ψάρια, καλαμάρια και καρκινοειδή. [< αγγλ. sea-lion] ● ΦΡ.: σαν αγρίμι/θηρίο/λιοντάρι στο κλουβί βλ. αγρίμι [< μεσν. λιοντάρι(ν)]
  • λιονταρίνα λιο-ντα-ρί-να ουσ. (θηλ.) 1. ΖΩΟΛ. λέαινα. 2. ΑΣΤΡΟΛ. (προφ.) γυναίκα Λέων στο ζώδιο.
  • λιονταρίσιος , ια, ιο λιο-ντα-ρί-σιος επίθ. 1. που σχετίζεται με το λιοντάρι ή μοιάζει με αυτό: ~ια: χαίτη. ~ιο: κεφάλι. Βλ. -ίσιος. ΣΥΝ. λεόντειος (2) 2. (μτφ.) που χαρακτηρίζεται από γενναιότητα, θάρρος, αποφασιστικότητα: ~ια: καρδιά. Πβ. παλικαρίσιος. ● επίρρ.: λιονταρίσια

αγρίμι

αγρίμι [ἀγρίμι] α-γρί-μι ουσ. (ουδ.) {αγριμ-ιού | -ιών} 1. ΖΩΟΛ. άγριο ζώο και ειδικότ. το αγριοκάτσικο της Κρήτης, κρι-κρι: κυνηγημένο/λαβωμένο/πεινασμένο ~. Σπηλιά ~ιού. ~ια του βουνού/του δάσους/του λόγγου. Βρυχηθμοί/κραυγές ~ιών. Πβ. θηρίο. || Σαν πληγωμένο ~. 2. (μτφ.) άνθρωπος ακοινώνητος, αγροίκος, ατίθασος: Στη φυλακή έγινε ~. Σωστό ~, δεν ακούει κανέναν (: πολύ ζωηρός, για παιδιά). Έχει το βλέμμα ~ιού. ● Υποκ.: αγριμάκι (το) ● ΦΡ.: σαν αγρίμι/θηρίο/λιοντάρι στο κλουβί: για κάποιον που δυσανασχετεί έντονα, που φαίνεται εξαγριωμένος, επειδή αναγκάζεται να μένει περιορισμένος σε έναν χώρο ή αδρανής: Αισθάνεται/κάνει/νιώθει/συμπεριφέρεται ~ ~. [< μεσν. αγρίμιν]

θηρίο

θηρίο θη-ρί-ο ουσ. (ουδ.) 1. (συνήθ. παλαιότ. ή σε αφηγήσεις, παραμύθια) μεγαλόσωμο σαρκοφάγο θηλαστικό: αιμοβόρο/φοβερό ~. Εξημέρωση/εξόντωση του ~ου. Τα (άγρια) ~α της ζούγκλας (βλ. λεοπάρδαλη, λιοντάρι, πάνθηρας, τίγρη). Τον έφαγαν/τον κατασπάραξαν/του όρμησαν/του χίμηξαν τα ~α. Δάμασε/εξημέρωσε/πάλεψε με/σκότωσε το ~. (στη ρωμαϊκή εποχή:) Τα ~α της αρένας. Πβ. αγρίμι, ζουλάπι, θεριό.|| Μυθικά ~α. Το ~ της Αποκάλυψης (ΣΥΝ. τέρας). 2. (μτφ., για πρόσ.) που χαρακτηρίζεται από σκληρότητα και βίαια ένστικτα: ανθρωπόμορφα ~α. Τους έδωσαν βορά/τροφή στα ~α. Πβ. αγριάνθρωπος, κτήνος. 3. (μτφ.-προφ.) γιγαντόσωμος άντρας ή εξαιρετικά ικανός άνθρωπος: Πώς να τα βάλεις μ' αυτό το ~; Είναι δύο μέτρα!|| Πώς τα κατάφερες βρε ~ο; Πβ. γίγαντας, τιτάνας. ΑΝΤ. νάνος. 4. (μτφ.) παιδί άτακτο ή/και με πρόωρη σωματική ανάπτυξη: Σωστό ~ έχει γίνει ο μικρός! 5. (μτφ.) όχημα ή αεροσκάφος που έχει μεγάλες διαστάσεις και συνήθ. ισχυρή μηχανή: τα ~α της ασφάλτου (: τα τζιπ).|| Ιπτάμενα ~α/~α των ουρανών (: τα αεροπλάνα). Πβ. μεγαθήριο. 6. ΙΣΤ. (συνήθ. με κεφαλ. Θ) ο Σατανάς, ο Διάβολος: ο αριθμός του Θ~ου (: το 666). ● Ουσ.: θηρία (τα): ΖΩΟΛ. υποκλάση των θηλαστικών: Τα μαρσιποφόρα συγκαταλέγονται στα ~. ● Υποκ.: θηριάκι (το) : κυρ. στις σημ. 4, 5. ● ΣΥΜΠΛ.: θεριό ανήμερο βλ. θεριό ● ΦΡ.: γίνομαι θηρίο (μτφ.-προφ.): εξαγριώνομαι, θυμώνω πολύ: Έγινε ~ (= Τούρκος), όταν ανακάλυψε ότι τον εξαπάτησαν. ΣΥΝ. γίνομαι πύραυλος (2), σαν αγρίμι/θηρίο/λιοντάρι στο κλουβί βλ. αγρίμι [< 1: αρχ. θηρίον]

-ίσιος

-ίσιος, ια, ιο (λαϊκό): επίθημα που δηλώνει προέλευση ή γενικότ. σχέση με ό,τι εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: αλογ~/γουρουν~/κατσικ~/σκυλ~/τραγ~. Bαρελ~/σπιτ~. Βουν~/καμπ~/πελαγ~/ποταμ~. Παλικαρ~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.