Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • λιπαρός , ή, ό λι-πα-ρός επίθ.: που περιέχει, εκκρίνει ή αποτελείται από λίπος, λάδι ή άλλη παρόμοια ως προς τη σύσταση ουσία: ~ά: κρέατα/τυριά/ψάρια (π.χ. σολομός, τόνος). ΑΝΤ. άπαχος.|| ~ό: δέρμα. ~ά: μαλλιά (ΑΝΤ. ξηρά).|| ~ή: βρομιά (= λίγδα).|| ~ή: κρέμα (: με ~ή υφή). Πβ. ελαιώδης.|| (ΧΗΜ.) ~ές: ύλες. Βλ. κηροί, λιπαρά οξέα, λιπίδια, στερόλη, τοκοφερόλη. ● Ουσ.: λιπαρά (τα): ουσίες που περιέχουν λίπος: ζωικά (βλ. αβγό, γάλα, κρέας)/φυτικά (βλ. δημητριακά, ελιά, ξηροί καρποί) ~. Γιαούρτι με λίγα/χαμηλά ~. Τρόφιμα με υψηλή περιεκτικότητα σε ~. Βλ. χοληστερίνη. ● ΣΥΜΠΛ.: τρανς λιπαρά (οξέα): ΧΗΜ. ακόρεστα λιπαρά οξέα που προέρχονται από την υδρογόνωση φυτικών ελαίων και βρίσκονται κυρ. στα επεξεργασμένα τρόφιμα (π.χ. μαργαρίνη). Πβ. υδρογονωμένος. [< αγγλ. trans fatty acids, trans-fat, 1978] , ακόρεστα λιπαρά οξέα βλ. ακόρεστος, κορεσμένα λιπαρά οξέα βλ. κορεσμένος, λιπαρά οξέα βλ. οξύ [< αρχ. λιπαρός, γαλλ. gras, αγγλ. fatty, oily]

αβγό & αυγό

αβγό & αυγό [ἀβγό, αὐγό] α-βγό, αυ-γό ουσ. (ουδ.) 1. το αναπαραγωγικό σώμα με σκληρό και λεπτό περίβλημα (κέλυφος/τσόφλι) που γεννά η κότα, το περιεχόμενο του οποίου (κρόκος ή λέκιθος στο κέντρο και ασπράδι ή λεύκωμα στην περιφέρεια) χρησιμοποιείται ευρύτατα ως τροφή του ανθρώπου: βιολογικά ~ά (: από κοτόπουλα που εκτρέφονται με βιολογικές τροφές). ~ά (από κότες) ελευθέρας βοσκής/ημέρας (= νωπά, φρέσκα)/πτηνοτροφείου/χωριάτικα. Δίκροκο ~. Κλούβιο ~ (= αλλοιωμένο).|| Μια εξάδα/δωδεκάδα (= ντουζίνα)/καρτέλα ~ά. Συσκευασμένα ~ά.|| Βραστό ~ (: μελάτο ή σφιχτό). Για να φτιάξουμε ~ά μάτια (= τηγανητά), σπάμε τα ~ά (: χτυπάμε προσεκτικά το τσόφλι, ώστε να κοπεί στα δύο) και τα ρίχνουμε στο τηγάνι. Καθαρίζουμε τα βρασμένα ~ά (= τα ξεφλουδίζουμε, αφαιρούμε το τσόφλι τους). ~ά: μιμόζα/ποσέ/σκραμπλ (: τηγανητά που ανακατεύονται ενόσω ψήνονται). Βλ. ομελέτα, στραπατσάδα.|| Πασχαλιάτικα/πασχαλινά ~ά (: συνήθ. κόκκινα). Τσούγκρισαν ~ά και αντάλλαξαν ευχές. Βαφές ~ών. || Διαδηλωτές πέταξαν ~ά και γιαούρτια (: σε ένδειξη έντονης αποδοκιμασίας). Βλ. ωόν. 2. (γενικότ.) το σχεδόν στρογγυλό σώμα που γεννά το θηλυκό, κυρ. των πτηνών, των ερπετών, των αμφίβιων, των ψαριών και των εντόμων, το οποίο έχει παρόμοια δομή με αυτό της κότας: Ο νεοσσός/η προνύμφη βγαίνει από το ~ (= εκκολάπτεται) ύστερα από επώαση μερικών ημερών.|| ~ά αχινού/ορτυκιού/πάπιας/στρουθοκαμήλου/χήνας. Βλ. αβγοτάραχο, ταραμάς, χαβιάρι. 3. ομοίωμα αβγού: διακοσμητικά ~ά (: σε διάφορα χρώματα και σχέδια). Σοκολατένιο ~ (κυρ. ως πασχαλινό δώρο). Ξύλινο ~ (: για μαντάρισμα ρούχων). 4. ΒΙΟΛ. (καταχρ.) ωάριο. ● Υποκ.: αβγουλάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: (σαν) το αβγό του Κολόμβου: η απροσδόκητα απλή λύση ενός προβλήματος που αρχικά φαινόταν πολύπλοκο (αποδίδεται στον Χ. Κολόμβο, ο οποίος έστησε ένα αβγό όρθιο, σπάζοντας ελαφρά τη βάση του). [< γαλλ. l' œuf de Colomb] , το αβγό του φιδιού: τάση αναβίωσης ακροδεξιών ή φασιστικών ιδεολογιών: εκκολάπτεται/επωάζεται ~ ~., μελάτο αβγό βλ. μελάτος ● ΦΡ.: αβγά σου καθαρίζουν; (προφ.): σε κάποιον που γελά χωρίς λόγο: Τι γελάς; ~ ~;, ακόμη δε(ν) βγήκε απ' τ' αβγό (και) ... & ακόμη δεν έσκασε απ' τ' αβγό ... (συνήθ. μειωτ.): (για άτομο νεαρής ηλικίας ή άπειρο σε κάποιον τομέα) ενώ δεν έχει εμπειρία: ~ ~ και νομίζει ότι τα ξέρει όλα., έχασε τ' αβγά και τα καλάθια/τα πασχάλια: βρίσκεται σε πλήρη σύγχυση και κατ' επέκτ. απέτυχε παταγωδώς ή έπαθε μεγάλη καταστροφή: Τα έχει μπερδέψει μες στο μυαλό του, έχει χάσει ~ ~.|| Η ομάδα ~ ~ στον αγώνα., καθαρίζω κάποιον σαν αβγό (αργκό): τον συντρίβω, νικώ κατά κράτος· κατατροπώνω: (για νίκη στο ποδόσφαιρο, μπάσκετ) Τους καθαρίσαμε σαν αβγό στο παιχνίδι.|| (για προσωπικό αντίπαλο) Τον ~σε ~ στην εκλογική μάχη., κάθομαι στ' αβγά μου: δεν ανακατεύομαι σε ξένες υποθέσεις, μένω άπρακτος: Κάτσε στ' ~ σου, μην μπαίνεις στα χωράφια των άλλων. Πβ. κοιτάζω τη δουλειά μου.|| Δεν κάθεται ποτέ στ' ~ του (: είναι δραστήριος και ενεργητικός)., μη βάζεις όλα τ' αβγά στο ίδιο καλάθι: φρόντισε να έχεις εναλλακτικές επιλογές: Μη βάζετε ~ ~ (: παραίνεση προς επενδυτές). [< αγγλ. don’t put all your eggs in one basket] , πάρ'/πιάσ' τ' αβγό και κούρευ' το (προφ.): μάταιος, χαμένος κόπος., σαν αβγό: που έχει σχήμα ή χαρακτηριστικά αβγού: καρούμπαλο ~ ~ .|| Φαλακρός ~ ~., σιγά τ' αβγά & (λόγ.) σιγά τα ωά: (για πρόσωπο ή κατάσταση) δεν έχει καμιά σημασία ή αξία. ΣΥΝ. σιγά τον πολυέλαιο, δε(ν) γίνεται ομελέτα αν δε(ν) σπάσεις αβγά/χωρίς να σπάσουν αβγά βλ. ομελέτα, η κότα έκανε/γέννησε τ' αβγό ή το αβγό την κότα; βλ. κότα, η κότα με τα χρυσά αβγά/που κάνει/γεννά τα χρυσά αβγά βλ. κότα, με πορδές δεν βάφονται αβγά βλ. πορδή, ρούφα τ' αβγό σου βλ. ρουφώ [< μτγν. αὐγόν, μεσν. αβγό(ν), γαλλ. œuf, αγγλ. egg, γερμ. Ei. Βλ. αγγλ. scrambled eggs]

ακόρεστος

ακόρεστος, η, ο [ἀκόρεστος] α-κό-ρε-στος επίθ. 1. (λόγ.) που δεν έχει ή δεν μπορεί να κορεστεί ή να ικανοποιηθεί: ~ος: καταναλωτής. ~η: πείνα.|| (μτφ.) ~ος: εγωισμός/πόθος (= αδηφάγος). ~η: ανάγκη/απληστία/βουλιμία (για εξουσία)/διάθεση (για ζωή)/δίψα (για μάθηση)/επιθυμία/μανία (για εκδίκηση)/όρεξη (για δημιουργία)/περιέργεια/σεξουαλικότητα/φιλοδοξία. ~ο: πάθος (βλ. άσβεστος). 2. ΧΗΜ. (για διάλυμα) που περιέχει μικρότερη ποσότητα διαλυτής ουσίας από όση μπορεί να διαλυθεί σε αυτό. ΑΝΤ. κορεσμένος (2) ● επίρρ.: ακόρεστα ● ΣΥΜΠΛ.: ακόρεστα λιπαρά οξέα: ΧΗΜ. των οποίων η ανθρακική αλυσίδα έχει έναν ή περισσότερους ακόρεστους δεσμούς μεταξύ των ανθράκων. Βλ. μονοακόρεστα λιπαρά οξέα., ακόρεστα λίπη: ΧΗΜ. λιπαρά οξέα που περιέχουν στο μόριό τους τέσσερα ως είκοσι άτομα άνθρακα με έναν ή περισσότερους διπλούς δεσμούς: Διατροφή πλούσια σε φρούτα, λαχανικά και ~ ~. Τα ~ ~ περιέχονται σε ψάρια και φυτικά προϊόντα. Βλ. πολυακόρεστα λίπη., ακόρεστη ένωση: ΧΗΜ. οργανική ένωση, το μόριο της οποίας περιέχει άτομα άνθρακα με έναν τουλάχιστον πολλαπλό δεσμό., ακόρεστη ζώνη: ΓΕΩΛ. που βρίσκεται μεταξύ της επιφάνειας της Γης και του υδροφόρου ορίζοντα. ΑΝΤ. ζώνη κορεσμού, ακόρεστοι υδρογονάνθρακες: ΧΗΜ. οργανικές ενώσεις που αποτελούνται από άτομα άνθρακα και υδρογόνου με κύριο χαρακτηριστικό την παρουσία ενός ή περισσοτέρων ακόρεστων διπλών ή τριπλών δεσμών μεταξύ των ατόμων του άνθρακα. Βλ. αλκαδιένια, αλκένια, αλκίνια., ακόρεστος δεσμός: ΧΗΜ. που αποτελείται από δύο ή τρία κοινά ζεύγη ηλεκτρονίων, συνδέει δύο άτομα και αποκαλείται αντίστοιχα διπλός ή τριπλός. [< 1: αρχ. ἀκόρεστος 2: γαλλ. insaturé, αγγλ. unsaturated]

δημητριακά

δημητριακά δη-μη-τρι-α-κά ουσ. (ουδ.) (τα) {σπανιότ. στον εν. δημητριακό}: ΒΟΤ. ετήσια ή διετή ποώδη φυτά και κυρ. οι αμυλούχοι σπόροι τους (βρόμη, καλαμπόκι, κριθάρι, ρύζι, σίκαλη, σιτάρι), οι οποίοι αποτελούν βασικό είδος τροφής για ανθρώπους και ζώα: αλεσμένα/αναποφλοίωτα/βιολογικά/επεξεργασμένα/πλήρη ~. ~ ολικής αλέσεως για πρωινό. Όσπρια και ~. Μπάρα/νιφάδες (βλ. κορν φλέικς) ~ών. Πβ. γεννήματα. Βλ. σπαρτά.|| (ως επίθ.) ~ά: προϊόντα. ΣΥΝ. σιτηρά [< μτγν. δημητριακός ‘που ανήκει στη θεά Δήμητρα’]

κορεσμένος

κορεσμένος, η, ο κο-ρε-σμέ-νος επίθ. & (λόγ.) κεκορεσμένος (συνήθ. στις σημ. 2 κ. 3) 1. (μτφ.-αρνητ. συνυποδ.) που έχει γεμίσει από κάτι, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να χωρέσει περισσότερο: ~η πολεοδομικά περιοχή (= γεμάτη κτίρια). Επαγγέλματα που θεωρούνται ~α (: με περιορισμένες προοπτικές και θέσεις εργασίας). ~η: αγορά (: που έχει εξαντλήσει τα όριά της, λόγω υπερβολικής προσφοράς αγαθών). ~ες: τουριστικές περιοχές. Πβ. (υπερ)πλήρης.|| (για πρόσ.) ~ από χρήματα και δόξα (= μπουχτι-, χορτα-σμένος). 2. ΧΗΜ. που περιέχει τη μέγιστη δυνατή ποσότητα διαλυτής ουσίας: ~ο: διάλυμα. ~οι: ατμοί. Νερό ~ο (σε οξυγόνο). Βλ. υπερ~. ΑΝΤ. ακόρεστος (2) 3. ΧΗΜ. που περιέχει άτομα άνθρακα με απλούς μόνο δεσμούς μεταξύ τους: ~ες: αλκοόλες. ~ες και ακόρεστες ενώσεις. ● ΣΥΜΠΛ.: κορεσμένα λιπαρά οξέα & (λόγ.) κεκορεσμένα: ΧΗΜ. που έχουν απλούς μόνο δεσμούς στην ανθρακική αλυσίδα. Βλ. βουτυρικό, στεατικό οξύ. [< αγγλ. saturated fatty acids, 1935] , κορεσμένοι υδρογονάνθρακες & (λόγ.) κεκορεσμένοι: ΧΗΜ. οργανικές ενώσεις που αποτελούνται από άτομα άνθρακα και υδρογόνου και στις οποίες τα άτομα του άνθρακα συνδέονται με απλούς δεσμούς. Βλ. αλκάνια, μεθάνιο, παραφίνη., ζώνη κορεσμού βλ. κορεσμός, κορεσμένα λίπη βλ. λίπος, κορεσμένο χρώμα βλ. χρώμα ● βλ. κορέστηκε [< αρχ. κεκορεσμένος, μτχ. παθ. παρακ. του ρ. κορέννυμι ‘χορταίνω’, γαλλ. saturé]

οξύ

οξύ [ὀξύ] ο-ξύ ουσ. (ουδ.) {οξέ-ος | -α, -ων}: ΧΗΜ. κάθε χημική ένωση η οποία απελευθερώνει ιόντα υδρογόνου και κατά τη διάλυσή της στο νερό έχει την ικανότητα να δημιουργεί άλατα, όταν αντιδρά με βάσεις και με ορισμένα μέταλλα: ασθενές/δραστικό/ήπιο/ισχυρό ~. Αρσενικό/ελαϊκό/πυριτικό/φαινολικό/χουμικό ~. Ανόργανα/οργανικά ~α. ~α φρούτων. Βλ. πολυοξέα. ● ΣΥΜΠΛ.: ασκορβικό οξύ: ΒΙΟΧ. η βιταμίνη C: Το ~ ~ είναι φυσικό αντιοξειδωτικό. Τα εσπεριδοειδή είναι πλούσια σε ~ ~., λιπαρά οξέα: ΧΗΜ. οργανικά οξέα που ενώνονται με εστέρες γλυκερίνης και σχηματίζουν λίπος: κορεσμένα/μονοακόρεστα/πολυακόρεστα/ωμέγα-3 ~ ~. Βλ. λιποπρωτεΐνη, σορβικό οξύ, χυλομικρά. [< γαλλ. acides gras] , ακετυλοσαλικυλικό οξύ βλ. ακετυλοσαλικυλικός, ακόρεστα λιπαρά οξέα βλ. ακόρεστος, ακρυλικό οξύ βλ. ακρυλικός, ανθρακικό οξύ βλ. ανθρακικός, βαρβιτουρικό οξύ βλ. βαρβιτουρικός, βενζοϊκό οξύ βλ. βενζοϊκός, βορικό οξύ βλ. βορικός, βουτυρικό οξύ βλ. βουτυρικός, γαλακτικό οξύ βλ. γαλακτικός, γλυκολικό οξύ βλ. γλυκολικός, ηλεκτρικό οξύ βλ. ηλεκτρικός, θειικό οξύ βλ. θειικός, ισοκυανικό οξύ βλ. ισοκυανικός, κιτρικό οξύ βλ. κιτρικός, κορεσμένα λιπαρά οξέα βλ. κορεσμένος, λινελαϊκό οξύ βλ. λινελαϊκός, λυσεργικό οξύ βλ. λυσεργικός, μεθακρυλικό οξύ βλ. μεθακρυλικός, μετατρυγικό οξύ βλ. μετατρυγικός, μηλικό οξύ βλ. μηλικός, μυριστικό οξύ βλ. μυριστικός, μυρμηκικό οξύ βλ. μυρμηκικός, νικοτινικό οξύ βλ. νικοτινικός, νιτρικό οξύ βλ. νιτρικός, νιτρώδες οξύ βλ. νιτρώδης, νουκλεϊκά/νουκλεϊνικά οξέα βλ. νουκλεϊκός & νουκλεϊνικός, οξαλικό οξύ βλ. οξαλικός, οξικό οξύ βλ. οξικός, ουρικό (οξύ) βλ. ουρικός, παλμιτικό οξύ βλ. παλμιτικός, παντοθενικό οξύ βλ. παντοθενικός, πικρικό οξύ βλ. πικρικός, πυροσταφυλικό οξύ βλ. πυροσταφυλικός, σαλικυλικό οξύ βλ. σαλικυλικός, σιαλικό οξύ βλ. σιαλικός, σορβικό οξύ βλ. σορβικός, στεατικό οξύ βλ. στεατικός, τερεφθαλικό οξύ βλ. τερεφθαλικός, τρυγικό οξύ βλ. τρυγικός, υαλουρονικό οξύ βλ. υαλουρονικός, υδροκυανικό οξύ βλ. υδροκυανικός, υδροχλωρικό οξύ βλ. υδροχλωρικός, υπερχλωρικό οξύ βλ. υπερχλωρικός, φθαλικό οξύ βλ. φθαλικός, φολικό οξύ βλ. φολικός, φυτικό οξύ βλ. φυτικός, φωσφορικό οξύ βλ. φωσφορικός, χολικό οξύ βλ. χολικός [< γερμ. Säure, γαλλ. acide, αγγλ. acid]

χοληστερίνη

χοληστερίνη χο-λη-στε-ρί-νη ουσ. (θηλ.): ΒΙΟΧ. χοληστερόλη: εξέταση/επίπεδα/κατακράτηση/ποσοστά/συσσώρευση ~ης. Έλεγχος/μείωση/οξείδωση/ρύθμιση της ~ης. Διατροφή χαμηλή σε ~. Φάρμακα για τη ~/κατά της ~ης. Η ~ του ανέβηκε/έφτασε στο ... Έχει υψηλή ~. Τρόφιμα που ανεβάζουν τη ~. Βλ. -ίνη, λίπος, σάκχαρο, τριγλυκερίδια, υπερχοληστερολαιμία. ● ΣΥΜΠΛ.: κακή χοληστερόλη/χοληστερίνη βλ. χοληστερόλη, καλή χοληστερόλη/χοληστερίνη βλ. χοληστερόλη [< γαλλ. cholestérine, αγγλ. cholesterin]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.