Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


λιποθυμώ

λιποθυμώ [λιποθυμῶ] λι-πο-θυ-μώ ρ. (αμτβ.) {λιποθυμ-ά ..., -ώντας | λιποθύμ-ησα, -ήσει, (λαϊκό) -ισμένος} & λιποθυμάω: χάνω απότομα και για μικρή διάρκεια τις αισθήσεις μου: Αισθάνθηκε αδιαθεσία/ζαλίστηκε και ~ησε.|| (επιτατ.) ~ά και μόνο στη θέα του αίματος (: δεν αντέχει). Τα κορίτσια ~ούν στο πέρασμά του (: για κάποιον πολύ όμορφο, γοητευτικό). Κόντεψα να ~ήσω από τα γέλια (= λιγώθηκα/λύθηκα/ξεκαρδίστηκα στα γέλια)/από τη ζέστη (= έσκασα, πέθανα). Πβ. λιγοθυμώ. [< αρχ. λιποθυμῶ]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.