λογαριάζω λο-γα-ριά-ζω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {λογάρια-σα, -σει, -στηκε, -στεί, λογαριάζ-οντας, λογαρια-σμένος} ΣΥΝ. υπολογίζω 1. λαμβάνω υπόψη, εκτιμώ· αποδίδω σημασία σε κάποιον ή κάτι· θεωρώ, υπολογίζω: Κάνει ό,τι θέλει χωρίς να ~ει κανέναν/τίποτα. Δεν τα ~σες καλά/σωστά. Το κόστος δεν ήταν μεγάλο, αν ~σει κανείς τα οφέλη. Πβ. αναλογίζομαι, αναμετρώ, ζυγιάζω, μετρώ, σταθμίζω, συλλογίζομαι.|| ~ει πολύ τους άλλους/τον κίνδυνο. Η γνώμη του δεν ~εται (πβ. βαραίνει). ΑΝΤ. αγνοώ, αψηφώ, περιφρονώ.|| Σε ~ για φίλο μου.2. κάνω αριθμητικές πράξεις: ~ με τα δάχτυλα/το μυαλό.|| ~ τα έξοδα/τα έσοδα. Για ~σε πόσο κάνει τρία επί εκατόν πενήντα.|| ~ ξανά (πβ. επανυπολογίζω). ΣΥΝ. αριθμώ (2), μετρώ (2) 3. {συνηθέστ. μεσοπαθ.} συμπεριλαμβάνω, συγκαταλέγω, συνυπολογίζω, κατατάσσω: Μη με ~ετε για φαγητό. Χιλιάδες οι επισκέπτες του μουσείου, χωρίς να ~ονται οι μαθητές. ~εται ανάμεσα στους καλύτερους συγγραφείς.4. (+ να) σκέφτομαι, σκοπεύω, σχεδιάζω: Τι ~εις να κάνεις; Στα τέλη του μήνα ~ να φύγω. Πβ. μελετώ, προτίθεμαι.5. βασίζομαι, στηρίζομαι: Λογάριαζα ότι θα με βοηθούσε. ● Παθ.: λογαριάζομαι: λύνω τις διαφορές μου με κάποιον, συχνά με καβγά: (απειλητ.) Με σένα θα ~στούμε αργότερα (= θα τα πούμε)!|| Οι δύο πολιτικοί αντίπαλοι θα ~στούν (= αναμετρηθούν) στις εκλογές. ● ΦΡ.: λογαριάζω/κάνω λογαριασμό χωρίς τον ξενοδόχο (προφ.): σχεδιάζω κάτι χωρίς να υπολογίζω τον άμεσα ενδιαφερόμενο ή παραβλέποντας κάποιον βασικό παράγοντα. Πβ. πέφτω έξω. [< μεσν. λογαριάζω]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.