Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • λογαριάζω λο-γα-ριά-ζω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {λογάρια-σα, -σει, -στηκε, -στεί, λογαριάζ-οντας, λογαρια-σμένος} ΣΥΝ. υπολογίζω 1. λαμβάνω υπόψη, εκτιμώ· αποδίδω σημασία σε κάποιον ή κάτι· θεωρώ, υπολογίζω: Κάνει ό,τι θέλει χωρίς να ~ει κανέναν/τίποτα. Δεν τα ~σες καλά/σωστά. Το κόστος δεν ήταν μεγάλο, αν ~σει κανείς τα οφέλη. Πβ. αναλογίζομαι, αναμετρώ, ζυγιάζω, μετρώ, σταθμίζω, συλλογίζομαι.|| ~ει πολύ τους άλλους/τον κίνδυνο. Η γνώμη του δεν ~εται (πβ. βαραίνει). ΑΝΤ. αγνοώ, αψηφώ, περιφρονώ.|| Σε ~ για φίλο μου. 2. κάνω αριθμητικές πράξεις: ~ με τα δάχτυλα/το μυαλό.|| ~ τα έξοδα/τα έσοδα. Για ~σε πόσο κάνει τρία επί εκατόν πενήντα. || ~ ξανά (πβ. επανυπολογίζω). ΣΥΝ. αριθμώ (2), μετρώ (2) 3. {συνηθέστ. μεσοπαθ.} συμπεριλαμβάνω, συγκαταλέγω, συνυπολογίζω, κατατάσσω: Μη με ~ετε για φαγητό. Χιλιάδες οι επισκέπτες του μουσείου, χωρίς να ~ονται οι μαθητές. ~εται ανάμεσα στους καλύτερους συγγραφείς. 4. (+ να) σκέφτομαι, σκοπεύω, σχεδιάζω: Τι ~εις να κάνεις; Στα τέλη του μήνα ~ να φύγω. Πβ. μελετώ, προτίθεμαι. 5. βασίζομαι, στηρίζομαι: Λογάριαζα ότι θα με βοηθούσε. ● Παθ.: λογαριάζομαι: λύνω τις διαφορές μου με κάποιον, συχνά με καβγά: (απειλητ.) Με σένα θα ~στούμε αργότερα (= θα τα πούμε)!|| Οι δύο πολιτικοί αντίπαλοι θα ~στούν (= αναμετρηθούν) στις εκλογές. ● ΦΡ.: λογαριάζω/κάνω λογαριασμό χωρίς τον ξενοδόχο (προφ.): σχεδιάζω κάτι χωρίς να υπολογίζω τον άμεσα ενδιαφερόμενο ή παραβλέποντας κάποιον βασικό παράγοντα. Πβ. πέφτω έξω. [< μεσν. λογαριάζω]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.