Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • λογαριασμός λο-γα-ρια-σμός ουσ. (αρσ.) 1. απόδειξη με το συνολικό ποσό χρέωσης, λόγω παροχής αγαθών ή υπηρεσιών ή αγοράς προϊόντων· το ίδιο το χρέος: αναλυτικός ~. Ήρθε ο ~ του κινητού/του νερού (= της ΕΥΑΘ, της ΕΥΔΑΠ)/της πιστωτικής/του ρεύματος (= της ΔΕΗ)/του τηλεφώνου (π.χ. του ΟΤΕ). Αποστολή του ~ού μέσω ίντερνετ/ταχυδρομείου. Παραλαμβάνω έναν ~ό. (προς σερβιτόρο) -Τον ~ό παρακαλώ! (για πελάτη) Ζήτησε το(ν) ~ό. Πβ. λυπητερή, τιμολόγιο.|| Ανεξόφλητος/απλήρωτος/εκκρεμής/εκπρόθεσμος/φουσκωμένος ~. Εξοφλώ έναν ~ό.|| (μτφ.) Πλήρωσε τον ~ό (= τα σπασμένα) για τα λάθη άλλων (πβ. ζημιά, κόστος, συνέπειες). 2. ΟΙΚΟΝ. κεφάλαιο που διατηρεί πελάτης σε τράπεζα: αδρανής/αποταμιευτικός/δανειακός/έντοκος/επενδυτικός/καταθετικός/κοινός/προθεσμιακός/προνομιακός/προσωπικός/τραπεζικός ~. ~ μισθοδοσίας/συναλλάγματος. Αριθμός/ενημέρωση/κατάσταση/κίνηση ~ού. Ανοίγω/κλείνω ένα(ν) ~ό. Μπλοκάρω/παγώνω/πιστώνω/χρεώνω ένα(ν) ~ό. Βάζω/καταθέτω χρήματα σε ένα ~ό. Σήκωσε το υπόλοιπο του ~ού (βλ. ανάληψη). Βλ. IBAN. 3. εκτέλεση αριθμητικών πράξεων, υπολογισμός (και καταγραφή) κυρ. των εσόδων, των εξόδων ή των οφειλών· εκτίμηση μιας κατάστασης, των θετικών και αρνητικών στοιχείων: ~ δαπανών/κερδών. Κάνω τον ~ό (= υπολογίζω). Μ' έναν πρόχειρο ~ό χρειάζονται ... χιλιάδες ευρώ. Δεν θυμάμαι πόσες φορές έχω πάει, δεν κρατάω και ~ό (= δεν μετρώ, δεν σημειώνω). Πβ. καταμέτρηση, μέτρημα.|| (μτφ., συνήθ. στον πληθ.) Έπεσε έξω στους ~ούς του. 4. ΛΟΓΙΣΤ. {συνηθέστ. στον πληθ.} έκθεση με τα έσοδα και έξοδα οικονομικής μονάδας κατά τη διάρκεια ορισμένης χρονικής περιόδου: πρωτοβάθμιοι ~οί (: οι περιληπτικοί ή γενικοί ~οί, αυτοί δηλ. που αναλύονται σε περισσότερους ~ούς). Δευτεροβάθμιοι ~οί (: οι αναλυτικοί ~οί οι οποίοι με τη σειρά τους αναπτύσσονται σε τριτοβάθμιους). ~ αποτελεσμάτων/ενεργητικού/ισολογισμού/παθητικού/προϋπολογισμού/τάξεως. 5. ΠΛΗΡΟΦ. εδραιωμένη σχέση που επιτρέπει σε χρήστη, μέσω ενός μηχανισμού πιστοποίησης, την πρόσβαση στους πόρους ενός υπολογιστή, δικτύου ή μιας υπηρεσίας πληροφοριών: ~ ηλεκτρονικού ταχυδρομείου/σε φόρουμ. Άνοιγμα/δημιουργία/εγκατάσταση/ενεργοποίηση/κωδικός πρόσβασης/στοιχεία ~ού. Σύνδεση στον ~ό. Κάνω ~ό. Ανέβασε φωτογραφίες στον προσωπικό του ~ στο ίνσταγκραμ/στο φέισμπουκ.λογαριασμοί (οι) (μτφ.) 1. εκκρεμότητες, διαφορές: Έχω κάτι ~ούς να κανονίσω/ξεκαθαρίσω/τακτοποιήσω μαζί του. Έκλεισαν τους ~ούς με το παρελθόν. 2. επαφές, σχέσεις, δοσοληψίες: Δεν θέλω ~ούς μαζί τους. Πβ. πάρε-δώσε, παρτίδες. ● ΣΥΜΠΛ.: ανοιχτοί λογαριασμοί (μτφ.): εκκρεμότητες, άλυτες διαφορές: Έχει ~ούς ~ούς με τη δικαιοσύνη. Οι δύο ομάδες άφησαν ~ούς ~ούς για τον επαναληπτικό., δεσμευμένος λογαριασμός: ΟΙΚΟΝ. που τηρείται σε πιστωτικό ίδρυμα και στον οποίο έχουν επιβληθεί μέτρα περιορισμού ή απαγόρευσης της χρήσης του., Διεθνής Αριθμός Τραπεζικού Λογαριασμού: ΟΙΚΟΝ. σειρά από αλφαριθμητικούς χαρακτήρες που προσδιορίζει μοναδικά τον λογαριασμό ενός πελάτη σε οποιαδήποτε τράπεζα στον κόσμο, με σκοπό τη διευκόλυνση της αυτόματης επεξεργασίας διασυνοριακών συναλλαγών. [< αγγλ. International Bank Account Number (ΙΒΑΝ)] , λογαριασμός όψεως & κατάθεση όψεως: ΟΙΚΟΝ. καταθετικός λογαριασμός, συνήθ. επιχειρήσεων και ελεύθερων επαγγελματιών, με κύριο χαρακτηριστικό την ευελιξία στη διενέργεια συναλλαγών, μέσω επιταγών και μετρητών., λογαριασμός ταμιευτηρίου: ΟΙΚΟΝ. αποταμιευτικός λογαριασμός με επιτόκιο υψηλότερο από ενός τρεχούμενου και με δυνατότητα άμεσης ανάληψης: βιβλιάριο ~oύ ~ου., λογαριασμός χρήστη: ΠΛΗΡΟΦ. λογαριασμός. [< αγγλ. user account] , ξεκαθάρισμα λογαριασμών: επίλυση διαφορών, συνήθ. στον χώρο του υποκόσμου, με βίαιο τρόπο ή ανήθικα μέσα: Σε ~ ~ αποδίδει η Αστυνομία τη δολοφονία του ... Πβ. αυτοδικία. [< γαλλ. règlement de comptes] , παλιοί λογαριασμοί (προφ.): εκκρεμότητες, διαφορές ή αντιπαραθέσεις που έχουν προκύψει στο παρελθόν: κλείσιμο ~ών ~ών., τρεχούμενος/ανοιχτός λογαριασμός: ΟΙΚΟΝ. χαμηλότοκος λογαριασμός για ιδιώτες και επιχειρήσεις που παρέχει τη δυνατότητα κατάθεσης και ανάληψης μετρητών χωρίς περιορισμούς, έκδοσης μπλοκ επιταγών και, κατόπιν αιτήσεως του δικαιούχου, το δικαίωμα υπερανάληψης. [< γαλλ. compte courant/ouvert] , ακαθάριστος λογαριασμός βλ. ακαθάριστος, αλληλόχρεος λογαριασμός βλ. αλληλόχρεος, άνοιγμα (του) λογαριασμού βλ. άνοιγμα, Ειδικός Λογαριασμός Κονδυλίων Έρευνας βλ. ειδικός, τροφοδότης λογαριασμός βλ. τροφοδότης ● ΦΡ.: (έρχεται/φτάνει) η ώρα του λογαριασμού: δηλ. της πληρωμής: Η χαρά του κόπηκε όταν ήρθε ~ ~., ανοίγω λογαριασμούς (μτφ.): έχω επαφές, πάρε-δώσε: Έχει ανοίξει ~ με την Αστυνομία., βάζω/φέρνω (κάποιον/κάτι) σε λογαριασμό (προφ.): ρυθμίζω, τακτοποιώ ή συμμορφώνω, συνετίζω: Προσπαθεί να βάλει ~ τα οικονομικά του.|| Δεν ξέρω πώς θα φέρω ~ αυτό το παιδί. Πβ. κουμαντάρω, στρώνω., για λογαριασμό (κάποιου): ως εκπρόσωπος ή προς χρήση άλλου: Λυπάμαι/ντρέπομαι ~ ~ σου (= για σένα). Ενεργεί ~ ~ του δικαιούχου. Εκπονήθηκε μελέτη ~ ~ του υπουργείου ... (πβ. εξ ονόματος). [< γαλλ. pour le compte de] , δικός μου λογαριασμός: αφορά αποκλειστικά εμένα, ευθύνομαι εγώ ο ίδιος, αποτελεί αρμοδιότητά μου: Το τι κάνω είναι ~ ~, να μη σε νοιάζει!, δίνω (σε κάποιον) λογαριασμό & (σπάν.) χρωστώ λογαριασμό (προφ.): απολογούμαι, λογοδοτώ: Δεν δίνει/χρωστά ~ (= εξηγήσεις) σε κανέναν. (συνήθ. με αυστηρό ή ενοχλημένο ύφος) Δεν θα σου δώσω ~ με ποιον βγαίνω. Θα υποχρεωθεί να δώσει ~ στα αρμόδια όργανα. ΣΥΝ. δίνω λόγο (1), κάνω λογαριασμό (προφ.): για κατανάλωση αγαθών ή υπηρεσιών που αντιστοιχούν σε ορισμένο χρηματικό ποσό: Έκανε ~ (= ξόδεψε) πενήντα ευρώ., οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους (παροιμ.): η αμοιβαία συνέπεια στις συναλλαγές διασφαλίζει την ομαλότητα στις φιλικές, επαγγελματικές ή άλλου είδους σχέσεις. [< γαλλ. les bons comptes font les bons amis] , στέλνω το(ν) λογαριασμό (μτφ.-προφ.): επιβαρύνω, χρεώνω: ~ουν ~ σε συνταξιούχους, μισθωτούς και ανέργους., χάνω το(ν) λογαριασμό (μτφ.-προφ.): αδυνατώ να μετρήσω σωστά, να υπολογίσω, συχνά λόγω μεγάλου πλήθους, ή γενικότ. μπερδεύομαι, βρίσκομαι σε κατάσταση σύγχυσης: Κοντεύει να χάσει τον ~ με τα χρήματα που 'χει μαζέψει.|| Μιλούσε πολλή ώρα και από ένα σημείο και μετά έχασα τον ~., λογαριάζω/κάνω λογαριασμό χωρίς τον ξενοδόχο βλ. λογαριάζω [< μεσν. λογαριασμός 'υπολογισμός', γαλλ. compte, αγγλ. bill, account]

ακαθάριστος

ακαθάριστος, η, ο [ἀκαθάριστος] α-κα-θά-ρι-στος επίθ. 1. που δεν έχει καθαριστεί ή δεν του έχουν αφαιρέσει ξένες, άχρηστες, περιττές ή επιβλαβείς ουσίες: ~ο: σπίτι/φίλτρο. ~α: ρούχα (= άπλυτα)/φρεάτια. ΣΥΝ. ακάθαρτος (2), βρόμικος (1) 2. που δεν έχει ξεφλουδιστεί: ~ο: καλαμπόκι/φρούτο. ~ες: πατάτες (ΑΝΤ. καθαρισμένες). ~α: κρεμμύδια. 3. (για χρηματικό ποσό) από το οποίο δεν έχει παρακρατηθεί φόρος ή άλλη εισφορά: ~ος: τζίρος. ~ες: αποδοχές (ΑΝΤ. καθαρές). Τα ~α έσοδα της επιχείρησης ανήλθαν σε ... ευρώ. ΣΥΝ. μικτός (1) ● επίρρ.: ακαθάριστα ● ΣΥΜΠΛ.: ακαθάριστη αξία παραγωγής: ΟΙΚΟΝ. η συνολική αξία των παραχθέντων προϊόντων και υπηρεσιών ενός κλάδου ή του συνόλου της οικονομίας σε μια ορισμένη χρονική περίοδο: βιομηχανική/ετήσια ~ ~. ~ ~ ανά απασχολούμενο. Συμμετοχή της αλιευτικής/δασικής παραγωγής στην ~ ~. [< αγγλ. gross value of production] , ακαθάριστη επένδυση: ΟΙΚΟΝ. το σύνολο του δαπανώμενου χρηματικού ποσού με στόχο την οικονομική ανάπτυξη συγκεκριμένων τομέων: ~ ~ πάγιου κεφαλαίου. Δημόσια/συνολική/χρηματοδοτούμενη ~ ~. ~ ~ σε κατασκευή/κτίριο/υλικά αγαθά. [< αγγλ. gross investment] , ακαθάριστο εισόδημα: ΟΙΚΟΝ. το σύνολο των νόμιμων χρηματικών και άλλων αποδοχών πριν από την αφαίρεση φόρου ή άλλης εισφοράς: ετήσιο/συνολικό/τρέχον/φορολογητέο ~ ~. ~ ~ (εμπορικών) επιχειρήσεων/εργαζομένων/οικογένειας., ακαθάριστος λογαριασμός: ΟΙΚΟΝ. χωρίς ακριβή καθορισμό του χρεωστικού ή πιστωτικού του υπολοίπου., ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ) βλ. προϊόν, ακαθάριστο εθνικό προϊόν (ΑΕΠ) βλ. προϊόν, μικτό/ακαθάριστο βάρος βλ. μικτός, μικτό/ακαθάριστο κέρδος βλ. κέρδος, μικτός/ακαθάριστος μισθός βλ. μισθός [< μεσν. ακαθάριστος 3: αγγλ. gross]

αλληλόχρεος

αλληλόχρεος, η, ο [ἀλληλόχρεος] αλ-λη-λό-χρε-ος επίθ.: που αναφέρεται σε αμοιβαίο χρέος ή υποχρέωση σε κάποιον ή στον αλληλόχρεο λογαριασμό. Κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: αλληλόχρεος λογαριασμός: ΟΙΚΟΝ. κοινός τραπεζικός λογαριασμός δύο συμβαλλομένων, μέσω του οποίου γίνονται οι μεταξύ τους συναλλαγές (χρεώσεις και πιστώσεις), οι οποίες χάνουν την αυτοτέλειά τους και εμφανίζονται ως ενιαίο σύνολο· απαιτητό είναι το χρηματικό υπόλοιπο μόνο κατά το κλείσιμο του λογαριασμού: κίνηση δανείου/ρύθμιση χρεών μέσω ~ου ~ού. Βλ. λογαριασμός ταμιευτηρίου, τρεχούμενος/ανοιχτός λογαριασμός. [< μτγν. ἀλληλόχρεος]

άνοιγμα

άνοιγμα [ἄνοιγμα] ά-νοιγ-μα ουσ. (ουδ.) {ανοίγμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ανοίγω: ~ της πόρτας με το κλειδί (= ξεκλείδωμα). ~ των παραθύρων. Σύστημα αυτόματου ~ατος θυρών.|| ~ της κονσέρβας (με το ανοιχτήρι)/του μπουκαλιού.|| ~ του φερμουάρ (πβ. ξεκούμπωμα).|| ~ των δώρων/πακέτων (= ξετύλιγμα).|| ~ του γράμματος/φακέλου. ~ της διαθήκης (= αποσφράγιση).|| ~ του βιβλίου/της εφημερίδας (στη σελίδα ...).|| ~ του στόματος.|| (ΟΠΤ.) ~ φακού ... mm (= διάμετρος).|| ~ του λιμανιού/της χωματερής μετά την απεργία. ~ (και πάλι) των σχολείων μετά τις καλοκαιρινές διακοπές. Πβ. επαναλειτουργία. ΑΝΤ. κλείσιμο (1) 2. άπλωμα (διπλωμένου ή πτυσσόμενου αντικειμένου), ξεδίπλωμα: ~ της ομπρέλας/του χάρτη. ΑΝΤ. κλείσιμο.|| ~ φύλλου για πίτα.|| (σε γυμναστικές κυρ. ασκήσεις:) ~ των ποδιών/των χεριών (πβ. διάταση).|| (σπάν.) ~ των λουλουδιών (= άνθισμα). 3. έναρξη της λειτουργίας συσκευής (συνήθ. με το πάτημα κουμπιού): ~ του ραδιοφώνου/της τηλεόρασης/του υπολογιστή. (ΑΝΤ. κλείσιμο, σβήσιμο). 4. απελευθέρωση της ροής ηλεκτρικού ρεύματος, υγρού ή αερίου, μέσω περιστροφής ή πατήματος του μηχανισμού που εμποδίζει την παροχή του: ~ του διακόπτη/της λάμπας (ΑΝΤ. σβήσιμο). ~ της βρύσης. (ΑΝΤ. κλείσιμο). 5. δημιουργία εσοχής, κενού (συνήθ. στην επιφάνεια της γης)· κατ' επέκτ. η σχισμή που δημιουργείται: ~ λάκκου/λακκούβας (= σκάψιμο). ~ διώρυγας (= διάνοιξη).|| Το ~ της σπηλιάς (= η είσοδος). ~ του εδάφους (πβ. ρήγμα, ρωγμή).|| Φόρεμα με μεγάλο ~ στο στήθος (= ντεκολτέ).|| Τα ~ατα ενός κτιρίου (= παράθυρα, φεγγίτες). 6. απελευθέρωση χώρου από οτιδήποτε καθιστά δύσκολο το πέρασμά του ή δημιουργεί στενότητα· κατ' επέκτ. δίοδος, πέρασμα: ~ του δρόμου από τα χιόνια (= αποχιονισμός, καθαρισμός).|| ~ των συνόρων.|| Στενό ~. 7. έναρξη, ξεκίνημα: (επαγγελματικής δραστηριότητας:) ~ νέου καταστήματος (= ίδρυση).|| (μτφ.) ~ της συζήτησης. ~ συνεργασίας με τους γειτονικούς λαούς. ~ μιας νέας περιόδου/ενός νέου κεφαλαίου στον τομέα της ... ~ μιας νέας σελίδας στην ιστορία του τόπου. ~ του συνεδρίου με ομιλία του ... ΑΝΤ. λήξη 8. ΠΛΗΡΟΦ. εμφάνιση των περιεχομένων αρχείου ή προγράμματος στην οθόνη υπολογιστή (συνήθ. με διπλό κλικ στο εικονίδιό του): ~ του εγγράφου. 9. διεύρυνση, επέκταση των δραστηριοτήτων κάποιου· (κατ' επέκτ.-συνήθ. στον πληθ.) υπερβολικά έξοδα ή επενδύσεις με μεγάλο ρίσκο: οικονομικό ~ (σε νέες αγορές). Πολιτικό ~ του κόμματος (στη νεολαία). Η Κυβέρνηση κάνει ~ και σε άλλους πολιτικούς χώρους. ~ της εκπαίδευσης στις ανάγκες της κοινωνίας. ~ τραπεζών σε καταθέτες.|| Εμπορικά ~ατα σε χώρες του εξωτερικού. Μη εξυπηρετούμενα ~ατα (= δάνεια). Αποφύγετε τα μεγάλα ~ατα. 10. διαπλάτυνση και κατ' επέκτ. το σημείο όπου κάτι γίνεται πιο πλατύ: εργασίες για ~ του δρόμου (κοντά στα διόδια). Πβ. διεύρυνση, πλάτυνση. ΑΝΤ. στένεμα.|| Το ~ του κόλπου.|| (μτφ.) Κλείνει το ~ της ψαλίδας (: μειώνεται η διαφορά). 11. γραφή του πρώτου από δύο σημεία στίξης που αποτελούν ζεύγος: ~ εισαγωγικών/παρένθεσης. 12. ΙΑΤΡ. ρήξη, σχίσιμο αγγείου ή ιστού (του ανθρώπινου σώματος): ~ της μύτης (= ρινορραγία). 13. (για χρώμα) ξάνοιγμα: ~ των μαλλιών. 14. άρση του απορρήτου: ~ των χρηματιστηριακών κωδικών. ● ΣΥΜΠΛ.: άνοιγμα (του) λογαριασμού ΟΙΚΟΝ. 1. δημιουργία λογαριασμού σε τράπεζα: ελάχιστο ποσό για ~ ~. 2. άρση του απορρήτου τραπεζικού λογαριασμού (στα πλαίσια εισαγγελικής έρευνας). [< μτγν. ἄνοιγμα]

ειδικός

ειδικός, ή, ό [εἰδικός] ει-δι-κός επίθ. ΑΝΤ. γενικός 1. που υπάρχει, γίνεται ή χρησιμοποιείται για συγκεκριμένο σκοπό, που διαφοροποιείται από το κανονικό, το σύνηθες: ~ός: εξοπλισμός/φόρος. ~ή: αίθουσα/(ΠΛΗΡΟΦ.) αναζήτηση/αποστολή/διαδρομή (ράλι)/Διδακτική (ενός μαθήματος)/έκδοση (για παιδιά)/θεραπεία/κάρτα (μέλους)/μελέτη/σχέση/υπηρεσία. ~ό: βραβείο/ένθετο/καθεστώς/μηχάνημα/πρόγραμμα. ~ές: απαιτήσεις/γλώσσες/διατάξεις/κατασκευές (επίπλων)/προσφορές (του μήνα)/ρυθμίσεις. ~ά: θέματα/λεξικά/μέτρα/προϊόντα/χαρακτηριστικά (βλ. καθολικός). ~οί όροι συμμετοχής. Σε ~ές συνθήκες θερμοκρασίας. Χρειάζεται ~ή άδεια. Συμπληρώστε το ~ό έντυπο.|| ~ό Σχολείο (: που απευθύνεται σε παιδιά με ~ές ανάγκες).|| (ΓΡΑΜΜ.) ~ή: πρόταση (: δευτερεύουσα ονοματική πρόταση που εισάγεται με τους συνδέσμους ότι, πως ή που). ~οί: σύνδεσμοι (: με τους οποίους εισάγονται οι ~ές προτάσεις). ~ό: απαρέμφατο (: είδος απαρεμφάτου της αρχαίας ελληνικής που αποδίδεται στα νέα με ~ή πρόταση). 2. (για φυσικό ή νομικό πρόσ.) που έχει ορισμένη αρμοδιότητα, αποστολή ή γνώσεις, πείρα, ικανότητες υψηλού επιπέδου σε ένα αντικείμενο, κλάδο: ~ός: απεσταλμένος/επιστήμονας/συνεργάτης. ~ή: επιτροπή. ~ό: κοινό (ΑΝΤ. ευρύ)/προσωπικό. ~ή εταιρεία συμβούλων.|| (ΙΑΤΡ.) ~ός: αλλεργιολόγος/χειρουργός. Πβ. ειδικευμένος. ΑΝΤ. ανειδίκευτος ● Ουσ.: ειδικός (ο/η): πρόσωπο, συνήθ. επαγγελματίας, με ορισμένη ειδικότητα: ~ εφαρμογών πληροφορικής/φοροτεχνικού γραφείου. Οι ~οί προτείνουν/συμβουλεύουν ... Ρωτήστε τον ~ό. Πβ. αυθεντία, γκουρού, ειδήμων, ειδικευμένος, εξπέρ, επαΐων, μετρ, σπεσιαλίστας. ΑΝΤ. άσχετος, άσχετη [< γαλλ. spécialiste] ● επίρρ.: ειδικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: ειδικό βάρος 1. ΦΥΣ. ο λόγος του βάρους ενός σώματος προς τον όγκο του (σύμβ. ε): μικρό/υψηλό ~ ~. Το ~ ~ του νερού. Βλ. μάζα, πυκνότητα. 2. (μτφ.) σπουδαιότητα, σημασία: το ~ ~ των αντιπάλων. [< γαλλ. poids spécifique] , Ειδικός Λογαριασμός Κονδυλίων Έρευνας (ακρ. ΕΛΚΕ): μη κερδοσκοπικός οργανισμός που λειτουργεί στα ΑΕΙ με σκοπό την προαγωγή της έρευνας., Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο βλ. δικαστήριο, Ειδικές Δυνάμεις βλ. δύναμη, ειδική αγωγή/εκπαίδευση βλ. αγωγή, ειδική μνεία βλ. μνεία, ειδική πλειοψηφία βλ. πλειοψηφία, ειδική/ιδιαίτερη περίπτωση βλ. περίπτωση, Ειδικό Προστατικό Αντιγόνο βλ. αντιγόνο, Ειδικό Τραβηκτικό Δικαίωμα βλ. τραβηκτικός, Ειδικοί Ολυμπιακοί Αγώνες βλ. ολυμπιακός, ειδικοί ποινικοί νόμοι βλ. ποινικός, ειδικός αγορητής βλ. αγορητής, ειδικός γραμματέας βλ. γραμματέας, ειδικός διαπραγματευτής βλ. διαπραγματευτής, ειδικός εκλογικός αριθμός βλ. αριθμός, ειδικός φρουρός βλ. φρουρός ● ΦΡ.: άτομα με ειδικές ανάγκες/ικανότητες/δεξιότητες: που παρουσιάζουν σωματική ή πνευματική αναπηρία και χρειάζονται επιπλέον βοήθεια, για να ανταποκρίνονται στις καθημερινές τους ανάγκες: απασχόληση/εκπαίδευση (των) ατόμων ~ ~. Πβ. ανάπηρος, εμποδιζόμενα άτομα, παράλυτος. Βλ. ΑΜΕΑ1. [< μτγν. εἰδικός, γαλλ. spécial, spécifique]

λογαριάζω

λογαριάζω λο-γα-ριά-ζω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {λογάρια-σα, -σει, -στηκε, -στεί, λογαριάζ-οντας, λογαρια-σμένος} ΣΥΝ. υπολογίζω 1. λαμβάνω υπόψη, εκτιμώ· αποδίδω σημασία σε κάποιον ή κάτι· θεωρώ, υπολογίζω: Κάνει ό,τι θέλει χωρίς να ~ει κανέναν/τίποτα. Δεν τα ~σες καλά/σωστά. Το κόστος δεν ήταν μεγάλο, αν ~σει κανείς τα οφέλη. Πβ. αναλογίζομαι, αναμετρώ, ζυγιάζω, μετρώ, σταθμίζω, συλλογίζομαι.|| ~ει πολύ τους άλλους/τον κίνδυνο. Η γνώμη του δεν ~εται (πβ. βαραίνει). ΑΝΤ. αγνοώ, αψηφώ, περιφρονώ.|| Σε ~ για φίλο μου. 2. κάνω αριθμητικές πράξεις: ~ με τα δάχτυλα/το μυαλό.|| ~ τα έξοδα/τα έσοδα. Για ~σε πόσο κάνει τρία επί εκατόν πενήντα. || ~ ξανά (πβ. επανυπολογίζω). ΣΥΝ. αριθμώ (2), μετρώ (2) 3. {συνηθέστ. μεσοπαθ.} συμπεριλαμβάνω, συγκαταλέγω, συνυπολογίζω, κατατάσσω: Μη με ~ετε για φαγητό. Χιλιάδες οι επισκέπτες του μουσείου, χωρίς να ~ονται οι μαθητές. ~εται ανάμεσα στους καλύτερους συγγραφείς. 4. (+ να) σκέφτομαι, σκοπεύω, σχεδιάζω: Τι ~εις να κάνεις; Στα τέλη του μήνα ~ να φύγω. Πβ. μελετώ, προτίθεμαι. 5. βασίζομαι, στηρίζομαι: Λογάριαζα ότι θα με βοηθούσε. ● Παθ.: λογαριάζομαι: λύνω τις διαφορές μου με κάποιον, συχνά με καβγά: (απειλητ.) Με σένα θα ~στούμε αργότερα (= θα τα πούμε)!|| Οι δύο πολιτικοί αντίπαλοι θα ~στούν (= αναμετρηθούν) στις εκλογές. ● ΦΡ.: λογαριάζω/κάνω λογαριασμό χωρίς τον ξενοδόχο (προφ.): σχεδιάζω κάτι χωρίς να υπολογίζω τον άμεσα ενδιαφερόμενο ή παραβλέποντας κάποιον βασικό παράγοντα. Πβ. πέφτω έξω. [< μεσν. λογαριάζω]

τροφοδότης

τροφοδότης τρο-φο-δό-της ουσ. (αρσ.) , τροφοδότρια (η) 1. (λόγ.) αυτός που εξασφαλίζει την παροχή τροφίμων ή ενεργειακών προϊόντων σε ομάδες ανθρώπων ή επιχειρήσεις: ~ της οικογένειας. ~ες πλοίων.|| ~ πετρελαίου/φυσικού αερίου. ~ σε πρώτες ύλες. Βασικός ~ της αγοράς. (ως επίθ.) ~τρια: εταιρεία. Πβ. προμηθευτής. 2. ΤΕΧΝΟΛ. μηχάνημα για την τροφοδότηση συσκευής: (αυτόματος) ~ εγγράφων/ρολού/χαρτιού (σε εκτυπωτή). ~ μπαταρίας/ρεύματος. ~ με αναστροφή. Βλ. υπερ~. 3. {κ. θηλ. τροφοδότρα} (ως επίθ., μτφ.-λογοτ.) που προσφέρει ζωή ή βοήθεια σε κάποιον: ~ης: ήλιος. ~τρια: δύναμη. ~τρα: γη/πηγή. Πβ. ζωο-γόνος, -δότης. ● ΣΥΜΠΛ.: τροφοδότης λογαριασμός: ΟΙΚΟΝ. από τον οποίο μετακινούνται χρήματα σε άλλους λογαριασμούς. [< μεσν. τροφοδότης, αγγλ. feeder]

IBAN

IBAN (το/ο): Διεθνής Τραπεζικός Λογαριασμός. [< αγγλ. International Bank Account Number]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.