ακαθάριστος, η, ο [ἀκαθάριστος] α-κα-θά-ρι-στος επίθ. 1. που δεν έχει καθαριστεί ή δεν του έχουν αφαιρέσει ξένες, άχρηστες, περιττές ή επιβλαβείς ουσίες: ~ο: σπίτι/φίλτρο. ~α: ρούχα (= άπλυτα)/φρεάτια. ΣΥΝ. ακάθαρτος (2), βρόμικος (1) 2. που δεν έχει ξεφλουδιστεί: ~ο: καλαμπόκι/φρούτο. ~ες: πατάτες (ΑΝΤ. καθαρισμένες). ~α: κρεμμύδια. 3. (για χρηματικό ποσό) από το οποίο δεν έχει παρακρατηθεί φόρος ή άλλη εισφορά: ~ος: τζίρος. ~ες: αποδοχές (ΑΝΤ. καθαρές). Τα ~α έσοδα της επιχείρησης ανήλθαν σε ... ευρώ. ΣΥΝ. μικτός (1) ● επίρρ.: ακαθάριστα ● ΣΥΜΠΛ.: ακαθάριστη αξία παραγωγής: ΟΙΚΟΝ. η συνολική αξία των παραχθέντων προϊόντων και υπηρεσιών ενός κλάδου ή του συνόλου της οικονομίας σε μια ορισμένη χρονική περίοδο: βιομηχανική/ετήσια ~ ~. ~ ~ ανά απασχολούμενο. Συμμετοχή της αλιευτικής/δασικής παραγωγής στην ~ ~. [< αγγλ. gross value of production] , ακαθάριστη επένδυση: ΟΙΚΟΝ. το σύνολο του δαπανώμενου χρηματικού ποσού με στόχο την οικονομική ανάπτυξη συγκεκριμένων τομέων: ~ ~ πάγιου κεφαλαίου. Δημόσια/συνολική/χρηματοδοτούμενη ~ ~. ~ ~ σε κατασκευή/κτίριο/υλικά αγαθά. [< αγγλ. gross investment] , ακαθάριστο εισόδημα: ΟΙΚΟΝ. το σύνολο των νόμιμων χρηματικών και άλλων αποδοχών πριν από την αφαίρεση φόρου ή άλλης εισφοράς: ετήσιο/συνολικό/τρέχον/φορολογητέο ~ ~. ~ ~ (εμπορικών) επιχειρήσεων/εργαζομένων/οικογένειας., ακαθάριστος λογαριασμός: ΟΙΚΟΝ. χωρίς ακριβή καθορισμό του χρεωστικού ή πιστωτικού του υπολοίπου., ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ) βλ. προϊόν, ακαθάριστο εθνικό προϊόν (ΑΕΠ) βλ. προϊόν, μικτό/ακαθάριστο βάρος βλ. μικτός, μικτό/ακαθάριστο κέρδος βλ. κέρδος, μικτός/ακαθάριστος μισθός βλ. μισθός [< μεσν. ακαθάριστος 3: αγγλ. gross]
αλληλόχρεος, η, ο [ἀλληλόχρεος] αλ-λη-λό-χρε-ος επίθ.: που αναφέρεται σε αμοιβαίο χρέος ή υποχρέωση σε κάποιον ή στον αλληλόχρεο λογαριασμό. Κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: αλληλόχρεος λογαριασμός: ΟΙΚΟΝ. κοινός τραπεζικός λογαριασμός δύο συμβαλλομένων, μέσω του οποίου γίνονται οι μεταξύ τους συναλλαγές (χρεώσεις και πιστώσεις), οι οποίες χάνουν την αυτοτέλειά τους και εμφανίζονται ως ενιαίο σύνολο· απαιτητό είναι το χρηματικό υπόλοιπο μόνο κατά το κλείσιμο του λογαριασμού: κίνηση δανείου/ρύθμιση χρεών μέσω ~ου ~ού. Βλ. λογαριασμός ταμιευτηρίου, τρεχούμενος/ανοιχτός λογαριασμός. [< μτγν. ἀλληλόχρεος]
άνοιγμα [ἄνοιγμα] ά-νοιγ-μα ουσ. (ουδ.) {ανοίγμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ανοίγω: ~ της πόρτας με το κλειδί (= ξεκλείδωμα). ~ των παραθύρων. Σύστημα αυτόματου ~ατος θυρών.|| ~ της κονσέρβας (με το ανοιχτήρι)/του μπουκαλιού.|| ~ του φερμουάρ (πβ. ξεκούμπωμα).|| ~ των δώρων/πακέτων (= ξετύλιγμα).|| ~ του γράμματος/φακέλου. ~ της διαθήκης (= αποσφράγιση).|| ~ του βιβλίου/της εφημερίδας (στη σελίδα ...).|| ~ του στόματος.|| (ΟΠΤ.) ~ φακού ... mm (= διάμετρος).|| ~ του λιμανιού/της χωματερής μετά την απεργία. ~ (και πάλι) των σχολείων μετά τις καλοκαιρινές διακοπές. Πβ. επαναλειτουργία. ΑΝΤ. κλείσιμο (1) 2. άπλωμα (διπλωμένου ή πτυσσόμενου αντικειμένου), ξεδίπλωμα: ~ της ομπρέλας/του χάρτη. ΑΝΤ. κλείσιμο.|| ~ φύλλου για πίτα.|| (σε γυμναστικές κυρ. ασκήσεις:) ~ των ποδιών/των χεριών (πβ. διάταση).|| (σπάν.) ~ των λουλουδιών (= άνθισμα). 3. έναρξη της λειτουργίας συσκευής (συνήθ. με το πάτημα κουμπιού): ~ του ραδιοφώνου/της τηλεόρασης/του υπολογιστή. (ΑΝΤ. κλείσιμο, σβήσιμο). 4. απελευθέρωση της ροής ηλεκτρικού ρεύματος, υγρού ή αερίου, μέσω περιστροφής ή πατήματος του μηχανισμού που εμποδίζει την παροχή του: ~ του διακόπτη/της λάμπας (ΑΝΤ. σβήσιμο). ~ της βρύσης. (ΑΝΤ. κλείσιμο). 5. δημιουργία εσοχής, κενού (συνήθ. στην επιφάνεια της γης)· κατ' επέκτ. η σχισμή που δημιουργείται: ~ λάκκου/λακκούβας (= σκάψιμο). ~ διώρυγας (= διάνοιξη).|| Το ~ της σπηλιάς (= η είσοδος). ~ του εδάφους (πβ. ρήγμα, ρωγμή).|| Φόρεμα με μεγάλο ~ στο στήθος (= ντεκολτέ).|| Τα ~ατα ενός κτιρίου (= παράθυρα, φεγγίτες). 6. απελευθέρωση χώρου από οτιδήποτε καθιστά δύσκολο το πέρασμά του ή δημιουργεί στενότητα· κατ' επέκτ. δίοδος, πέρασμα: ~ του δρόμου από τα χιόνια (= αποχιονισμός, καθαρισμός).|| ~ των συνόρων.|| Στενό ~. 7. έναρξη, ξεκίνημα: (επαγγελματικής δραστηριότητας:) ~ νέου καταστήματος (= ίδρυση).|| (μτφ.) ~ της συζήτησης. ~ συνεργασίας με τους γειτονικούς λαούς. ~ μιας νέας περιόδου/ενός νέου κεφαλαίου στον τομέα της ... ~ μιας νέας σελίδας στην ιστορία του τόπου. ~ του συνεδρίου με ομιλία του ... ΑΝΤ. λήξη 8. ΠΛΗΡΟΦ. εμφάνιση των περιεχομένων αρχείου ή προγράμματος στην οθόνη υπολογιστή (συνήθ. με διπλό κλικ στο εικονίδιό του): ~ του εγγράφου. 9. διεύρυνση, επέκταση των δραστηριοτήτων κάποιου· (κατ' επέκτ.-συνήθ. στον πληθ.) υπερβολικά έξοδα ή επενδύσεις με μεγάλο ρίσκο: οικονομικό ~ (σε νέες αγορές). Πολιτικό ~ του κόμματος (στη νεολαία). Η Κυβέρνηση κάνει ~ και σε άλλους πολιτικούς χώρους. ~ της εκπαίδευσης στις ανάγκες της κοινωνίας. ~ τραπεζών σε καταθέτες.|| Εμπορικά ~ατα σε χώρες του εξωτερικού. Μη εξυπηρετούμενα ~ατα (= δάνεια). Αποφύγετε τα μεγάλα ~ατα. 10. διαπλάτυνση και κατ' επέκτ. το σημείο όπου κάτι γίνεται πιο πλατύ: εργασίες για ~ του δρόμου (κοντά στα διόδια). Πβ. διεύρυνση, πλάτυνση. ΑΝΤ. στένεμα.|| Το ~ του κόλπου.|| (μτφ.) Κλείνει το ~ της ψαλίδας (: μειώνεται η διαφορά). 11. γραφή του πρώτου από δύο σημεία στίξης που αποτελούν ζεύγος: ~ εισαγωγικών/παρένθεσης. 12. ΙΑΤΡ. ρήξη, σχίσιμο αγγείου ή ιστού (του ανθρώπινου σώματος): ~ της μύτης (= ρινορραγία). 13. (για χρώμα) ξάνοιγμα: ~ των μαλλιών. 14. άρση του απορρήτου: ~ των χρηματιστηριακών κωδικών. ● ΣΥΜΠΛ.: άνοιγμα (του) λογαριασμού ΟΙΚΟΝ. 1. δημιουργία λογαριασμού σε τράπεζα: ελάχιστο ποσό για ~ ~. 2. άρση του απορρήτου τραπεζικού λογαριασμού (στα πλαίσια εισαγγελικής έρευνας). [< μτγν. ἄνοιγμα]
ειδικός, ή, ό [εἰδικός] ει-δι-κός επίθ. ΑΝΤ. γενικός 1. που υπάρχει, γίνεται ή χρησιμοποιείται για συγκεκριμένο σκοπό, που διαφοροποιείται από το κανονικό, το σύνηθες: ~ός: εξοπλισμός/φόρος. ~ή: αίθουσα/(ΠΛΗΡΟΦ.) αναζήτηση/αποστολή/διαδρομή (ράλι)/Διδακτική (ενός μαθήματος)/έκδοση (για παιδιά)/θεραπεία/κάρτα (μέλους)/μελέτη/σχέση/υπηρεσία. ~ό: βραβείο/ένθετο/καθεστώς/μηχάνημα/πρόγραμμα. ~ές: απαιτήσεις/γλώσσες/διατάξεις/κατασκευές (επίπλων)/προσφορές (του μήνα)/ρυθμίσεις. ~ά: θέματα/λεξικά/μέτρα/προϊόντα/χαρακτηριστικά (βλ. καθολικός). ~οί όροι συμμετοχής. Σε ~ές συνθήκες θερμοκρασίας. Χρειάζεται ~ή άδεια. Συμπληρώστε το ~ό έντυπο.|| ~ό Σχολείο (: που απευθύνεται σε παιδιά με ~ές ανάγκες).|| (ΓΡΑΜΜ.) ~ή: πρόταση (: δευτερεύουσα ονοματική πρόταση που εισάγεται με τους συνδέσμους ότι, πως ή που). ~οί: σύνδεσμοι (: με τους οποίους εισάγονται οι ~ές προτάσεις). ~ό: απαρέμφατο (: είδος απαρεμφάτου της αρχαίας ελληνικής που αποδίδεται στα νέα με ~ή πρόταση). 2. (για φυσικό ή νομικό πρόσ.) που έχει ορισμένη αρμοδιότητα, αποστολή ή γνώσεις, πείρα, ικανότητες υψηλού επιπέδου σε ένα αντικείμενο, κλάδο: ~ός: απεσταλμένος/επιστήμονας/συνεργάτης. ~ή: επιτροπή. ~ό: κοινό (ΑΝΤ. ευρύ)/προσωπικό. ~ή εταιρεία συμβούλων.|| (ΙΑΤΡ.) ~ός: αλλεργιολόγος/χειρουργός. Πβ. ειδικευμένος. ΑΝΤ. ανειδίκευτος ● Ουσ.: ειδικός (ο/η): πρόσωπο, συνήθ. επαγγελματίας, με ορισμένη ειδικότητα: ~ εφαρμογών πληροφορικής/φοροτεχνικού γραφείου. Οι ~οί προτείνουν/συμβουλεύουν ... Ρωτήστε τον ~ό. Πβ. αυθεντία, γκουρού, ειδήμων, ειδικευμένος, εξπέρ, επαΐων, μετρ, σπεσιαλίστας. ΑΝΤ. άσχετος, άσχετη [< γαλλ. spécialiste] ● επίρρ.: ειδικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: ειδικό βάρος 1. ΦΥΣ. ο λόγος του βάρους ενός σώματος προς τον όγκο του (σύμβ. ε): μικρό/υψηλό ~ ~. Το ~ ~ του νερού. Βλ. μάζα, πυκνότητα. 2. (μτφ.) σπουδαιότητα, σημασία: το ~ ~ των αντιπάλων. [< γαλλ. poids spécifique] , Ειδικός Λογαριασμός Κονδυλίων Έρευνας (ακρ. ΕΛΚΕ): μη κερδοσκοπικός οργανισμός που λειτουργεί στα ΑΕΙ με σκοπό την προαγωγή της έρευνας., Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο βλ. δικαστήριο, Ειδικές Δυνάμεις βλ. δύναμη, ειδική αγωγή/εκπαίδευση βλ. αγωγή, ειδική μνεία βλ. μνεία, ειδική πλειοψηφία βλ. πλειοψηφία, ειδική/ιδιαίτερη περίπτωση βλ. περίπτωση, Ειδικό Προστατικό Αντιγόνο βλ. αντιγόνο, Ειδικό Τραβηκτικό Δικαίωμα βλ. τραβηκτικός, Ειδικοί Ολυμπιακοί Αγώνες βλ. ολυμπιακός, ειδικοί ποινικοί νόμοι βλ. ποινικός, ειδικός αγορητής βλ. αγορητής, ειδικός γραμματέας βλ. γραμματέας, ειδικός διαπραγματευτής βλ. διαπραγματευτής, ειδικός εκλογικός αριθμός βλ. αριθμός, ειδικός φρουρός βλ. φρουρός ● ΦΡ.: άτομα με ειδικές ανάγκες/ικανότητες/δεξιότητες: που παρουσιάζουν σωματική ή πνευματική αναπηρία και χρειάζονται επιπλέον βοήθεια, για να ανταποκρίνονται στις καθημερινές τους ανάγκες: απασχόληση/εκπαίδευση (των) ατόμων ~ ~. Πβ. ανάπηρος, εμποδιζόμενα άτομα, παράλυτος. Βλ. ΑΜΕΑ1. [< μτγν. εἰδικός, γαλλ. spécial, spécifique]
λογαριάζω λο-γα-ριά-ζω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {λογάρια-σα, -σει, -στηκε, -στεί, λογαριάζ-οντας, λογαρια-σμένος} ΣΥΝ. υπολογίζω 1. λαμβάνω υπόψη, εκτιμώ· αποδίδω σημασία σε κάποιον ή κάτι· θεωρώ, υπολογίζω: Κάνει ό,τι θέλει χωρίς να ~ει κανέναν/τίποτα. Δεν τα ~σες καλά/σωστά. Το κόστος δεν ήταν μεγάλο, αν ~σει κανείς τα οφέλη. Πβ. αναλογίζομαι, αναμετρώ, ζυγιάζω, μετρώ, σταθμίζω, συλλογίζομαι.|| ~ει πολύ τους άλλους/τον κίνδυνο. Η γνώμη του δεν ~εται (πβ. βαραίνει). ΑΝΤ. αγνοώ, αψηφώ, περιφρονώ.|| Σε ~ για φίλο μου. 2. κάνω αριθμητικές πράξεις: ~ με τα δάχτυλα/το μυαλό.|| ~ τα έξοδα/τα έσοδα. Για ~σε πόσο κάνει τρία επί εκατόν πενήντα. || ~ ξανά (πβ. επανυπολογίζω). ΣΥΝ. αριθμώ (2), μετρώ (2) 3. {συνηθέστ. μεσοπαθ.} συμπεριλαμβάνω, συγκαταλέγω, συνυπολογίζω, κατατάσσω: Μη με ~ετε για φαγητό. Χιλιάδες οι επισκέπτες του μουσείου, χωρίς να ~ονται οι μαθητές. ~εται ανάμεσα στους καλύτερους συγγραφείς. 4. (+ να) σκέφτομαι, σκοπεύω, σχεδιάζω: Τι ~εις να κάνεις; Στα τέλη του μήνα ~ να φύγω. Πβ. μελετώ, προτίθεμαι. 5. βασίζομαι, στηρίζομαι: Λογάριαζα ότι θα με βοηθούσε. ● Παθ.: λογαριάζομαι: λύνω τις διαφορές μου με κάποιον, συχνά με καβγά: (απειλητ.) Με σένα θα ~στούμε αργότερα (= θα τα πούμε)!|| Οι δύο πολιτικοί αντίπαλοι θα ~στούν (= αναμετρηθούν) στις εκλογές. ● ΦΡ.: λογαριάζω/κάνω λογαριασμό χωρίς τον ξενοδόχο (προφ.): σχεδιάζω κάτι χωρίς να υπολογίζω τον άμεσα ενδιαφερόμενο ή παραβλέποντας κάποιον βασικό παράγοντα. Πβ. πέφτω έξω. [< μεσν. λογαριάζω]
τροφοδότης τρο-φο-δό-της ουσ. (αρσ.) , τροφοδότρια (η) 1. (λόγ.) αυτός που εξασφαλίζει την παροχή τροφίμων ή ενεργειακών προϊόντων σε ομάδες ανθρώπων ή επιχειρήσεις: ~ της οικογένειας. ~ες πλοίων.|| ~ πετρελαίου/φυσικού αερίου. ~ σε πρώτες ύλες. Βασικός ~ της αγοράς. (ως επίθ.) ~τρια: εταιρεία. Πβ. προμηθευτής. 2. ΤΕΧΝΟΛ. μηχάνημα για την τροφοδότηση συσκευής: (αυτόματος) ~ εγγράφων/ρολού/χαρτιού (σε εκτυπωτή). ~ μπαταρίας/ρεύματος. ~ με αναστροφή. Βλ. υπερ~. 3. {κ. θηλ. τροφοδότρα} (ως επίθ., μτφ.-λογοτ.) που προσφέρει ζωή ή βοήθεια σε κάποιον: ~ης: ήλιος. ~τρια: δύναμη. ~τρα: γη/πηγή. Πβ. ζωο-γόνος, -δότης. ● ΣΥΜΠΛ.: τροφοδότης λογαριασμός: ΟΙΚΟΝ. από τον οποίο μετακινούνται χρήματα σε άλλους λογαριασμούς. [< μεσν. τροφοδότης, αγγλ. feeder]
IBAN (το/ο): Διεθνής Τραπεζικός Λογαριασμός. [< αγγλ. International Bank Account Number]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ