Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 6 εγγραφές  [0-6]


  • λογικό λο-γι-κό ουσ. (ουδ.): λογική, νους: το ανθρώπινο ~ (βλ. θυμικό). Διασκέδαση, αλλά στο μέτρο/μέσα στα όρια του ~ού (= με μέτρο). Η κατάσταση έχει ξεφύγει απ' τα όρια του ~ού. ΑΝΤ. άλογο(ν), παράλογο.|| (στον πληθ., προφ.) Δεν πρέπει να 'ναι στα ~ά (= στα καλά) του (= έχει λαλήσει, του 'χει σαλέψει/στρίψει). Έχει χάσει/δεν έχει τα ~ά της (= έχει τρελαθεί, έχει χάσει τα μυαλά της, τα 'χει χαμένα). ● ΦΡ.: έρχομαι στα σύγκαλά/στα λογικά μου βλ. σύγκαλα [< μεσν. λογικό] ΛΟΓΙΚΟ
  • λογικοκρατία λο-γι-κο-κρα-τί-α ουσ. (θηλ.) 1. ΦΙΛΟΣ. θεωρία σύμφωνα με την οποία τα Μαθηματικά και γενικότ. όλες οι φιλοσοφικές έρευνες πρέπει να έχουν ως βάση τη Λογική. ΣΥΝ. λογικισμός 2. (γενικότ.) ορθολογισμός. Βλ. -κρατία.
  • λογικοποίηση λο-γι-κο-ποί-η-ση ουσ. (θηλ.): εκλογίκευση. Πβ. ορθο~. Βλ. -ποίηση. [< αγγλ. logicalization]
  • λογικός , ή, ό λο-γι-κός επίθ. 1. που συμφωνεί με τη λογική, υπακούει στους κανόνες της ή αναφέρεται σε αυτή: ~ή: απάντηση/απόφαση/λύση/σκέψη/συνέχεια (των πραγμάτων). ~ό: επακόλουθο (πβ. φυσικό)/συμπέρασμα. ~ά: επιχειρήματα. Χωρίς ~ή συνέπεια και συνέχεια. Η μόνη ~ή (: πειστική) εξήγηση που μπορώ να δώσω είναι ... Αξιώσεις που δεν έχουν κανένα ~ό έρεισμα. Θύμωσε κι είναι (απολύτως/πολύ) ~ό. Το βρίσκεις ~ό αυτό που κάνει;|| (ως ουσ.) Το (πιο) ~ό (: σωστό) είναι να ... Πβ. βάσιμος, δικαιολογημένος, εύλογος. ΑΝΤ. παράλογος.|| ~ή: ακολουθία/αλληλουχία (γεγονότων)/οργάνωση (κειμένου)/σκέψη. Πβ. ορθο~. Βλ. εξω~.|| ~ή: ικανότητα. 2. (κατ' επέκτ.) που δεν είναι υπερβολικός· φυσιολογικός: ~ή: αντίδραση (= αναμενόμενη). ~ές: απαιτήσεις/τιμές. ~ά: αιτήματα (: δίκαια). Κατανάλωση εντός ~ών ορίων (= με μέτρο). Αυξήσεις σε ~ά επίπεδα. Πβ. κανονικός, λελογισμένος, μετρημένος, νορμάλ. Βλ. αλόγιστος. ΑΝΤ. παράλογος 3. που διαθέτει λογική, που σκέφτεται και κρίνει ορθά: Αν είναι ~, θα σε καταλάβει. Νομίζω ότι κάθε ~ό άτομο θα συμφωνούσε μαζί μου. Ας είμαστε/πρέπει να φανούμε ~οί. Πβ. γνωστικός, έμ-, εχέ-, σώ-φρων, μυαλωμένος, νοήμων, συνετός, φρόνιμος. ΑΝΤ. παράλογος.|| ~ό (= έλλογο· ΑΝΤ. άλογο) ον (= ο άνθρωπος). 4. που σχετίζεται με τη Λογική: ~ή: απόδειξη/πλάνη. ~οί: συλλογισμοί. ~ές: αρχές/προτάσεις (: μπορούν να χαρακτηριστούν ως αληθείς ή ψευδείς).|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ός: προγραμματισμός/σχεδιασμός. ~ή: πύλη. ~ό: σφάλμα. ~οί: τελεστές. ~ές: εκφράσεις/μεταβλητές/πράξεις/συναρτήσεις. ~ά: δεδομένα. Αριθμητική-~ή μονάδα υπολογιστή (: εκτελεί αριθμητικούς και ~ούς υπολογισμούς).|| (ΜΑΘ.) ~ός: πολλαπλασιασμός. ~ή: πρόσθεση. ~οί: σύνδεσμοι. ~ά: σύμβολα. ● επίρρ.: λογικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς]: στη σημ. 1: ~ (= κανονικά), θα έπρεπε να είχε έρθει. ● ΣΥΜΠΛ.: διάγραμμα ροής/λογικό διάγραμμα βλ. διάγραμμα, λογική ισοδυναμία βλ. ισοδυναμία, λογικό κύκλωμα βλ. κύκλωμα ● ΦΡ.: σε λογικά πλαίσια βλ. πλαίσιο [< αρχ. λογικός, γαλλ. logique, αγγλ. logic(al)]
  • λογικότητα λο-γι-κό-τη-τα ουσ. (θηλ.) (λόγ.): η ιδιότητα του λογικού: η ~ μιας άποψης/ενός ισχυρισμού (= βασιμ-, ορθ-ότητα). Βλ. -ότητα. [< μτγν. λογικότης]
  • λογικοφανής , ής, ές λο-γι-κο-φα-νής επίθ. (λόγ.): φαινομενικά λογικός: ~ής: απάντηση/εξήγηση/ερμηνεία. ~ές: σενάριο (: πιθανό). ~είς: δικαιολογίες. ~ή: επιχειρήματα (: βάσιμα, πειστικά)/συμπεράσματα. Πβ. αληθο-, ευλογο-φανής. Βλ. -φανής. ● επίρρ.: λογικοφανώς [-ῶς]

αλόγιστος

αλόγιστος, η, ο [ἀλόγιστος] α-λό-γι-στος επίθ. (λόγ.): που δεν ακολουθεί τους κανόνες της λογικής, που ξεπερνά το μέτρο: ~ος: δανεισμός (= υπερδανεισμός). ~η: ανάπτυξη/εκμετάλλευση (= υπερεκμετάλλευση)/καταστροφή/σπατάλη/χρήση (ΑΝΤ. λελογισμένη). ~ο: κέρδος. ~α: έξοδα. ~ και υπέρμετρος εγωισμός. ~η κατανάλωση αλκοόλ/νερού/φυσικών πόρων (= υπερκατανάλωση). Πβ. άκριτος, απερίσκεπτος, αστόχαστος, ασυλλόγιστος, (παρ)άλογος, υπερβολικός. ΑΝΤ. λογικός (1), ορθολογικός ● επίρρ.: αλόγιστα [< αρχ. ἀλόγιστος]

διάγραμμα

διάγραμμα δι-ά-γραμ-μα ουσ. (ουδ.) 1. σχηματική αναπαράσταση ενός αντικειμένου, της λειτουργίας μιας συσκευής, σχεδιάγραμμα: κτηματολογικό/υψομετρικό ~. Τοπογραφικό ~ σε κλίμακα ένα προς χίλια. ~ διαδρομής/κυκλώματος. Πίνακες/χάρτες και ~ατα. Πβ. περίγραμμα, πλάνο, σχέδιο. Βλ. χρονο~. 2. γραφική παράσταση της εξέλιξης ενός φαινομένου, της σχέσης μεταξύ των μερών ενός συνόλου ή μεταξύ μεταβλητών που αντιστοιχούν σε ένα μέγεθος· γράφημα: γενεαλογικό/ιστορικό/λειτουργικό ~. ~ δραστηριοτήτων (επιχείρησης)/πορείας (προγράμματος). Ημερήσιο ~ τιμών μετοχής. Ερμηνεία ~άτων. Στο ~ απεικονίζεται η σχέση μεταξύ ...|| (ΜΑΘ., για αλγεβρική ή γεωμετρική σχέση:) ~ συνάρτησης.|| (ΣΤΑΤΙΣΤ.) Ακιδωτό (πβ. ραβδόγραμμα)/κυκλικό (= πίτα) ~. Βλ. ιστόγραμμα.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ ακολουθίας/συνεργασίας. 3. συνοπτική απόδοση, σκελετός: ~ διδασκαλίας/ομιλίας/ύλης. Πβ. περίληψη. ● ΣΥΜΠΛ.: διάγραμμα ροής/λογικό διάγραμμα: ΠΛΗΡΟΦ. σχηματική αναπαράσταση μιας ακολουθίας λειτουργιών σε ένα υπολογιστικό πρόγραμμα με ειδικά σύμβολα και σχήματα. [< αγγλ. flowchart, 1920] , μιμικό διάγραμμα βλ. μιμικός [< αρχ. διάγραμμα, γαλλ. diagramme, αγγλ. diagram, γερμ. Diagramm]

ισοδυναμία

ισοδυναμία [ἰσοδυναμία] ι-σο-δυ-να-μί-α ουσ. (θηλ.): η ιδιότητα του ισοδύναμου: ~ τίτλων (σπουδών). Πιστοποιητικό ~ας διπλώματος μηχανικού με μάστερ.|| (ΦΥΣ.) ~ μάζας και ενέργειας.|| (ΟΙΚΟΝ.) ~ αγοραστικών δυνάμεων/γραμματίων/επιτοκίων. Κλίμακα ~ας.|| (ΠΟΛΙΤ.) ~ εδρών μεταξύ των συνδικαλιστικών παρατάξεων.|| (ΜΑΘ.) ~ κλασμάτων (: που έχουν την ίδια αριθμητική αξία, αλλά διαφορετικούς αριθμητές και παρονομαστές)/συνόλων.|| (ΓΛΩΣΣ.) ~ στη μετάφραση (: οι συνωνυμικές δυνατότητες). Πβ. αντιστοιχία, ισοτιμία. Βλ. βιοϊσοδυναμία, ισότητα, ταυτότητα. ● ΣΥΜΠΛ.: αρχή της ισοδυναμίας: ΦΥΣ. θεμελιώδες αξίωμα της θεωρίας της σχετικότητας σύμφωνα με το οποίο το αποτέλεσμα της επίδρασης βαρυτικού πεδίου σε ένα σώμα είναι ισοδύναμο προς την επιτάχυνσή του., λογική ισοδυναμία: ΦΙΛΟΣ.-ΜΑΘ. (στη Λογική) ιδιότητα που συνδέει δύο προτάσεις που έχουν τις ίδιες τιμές αληθείας., σχέση ισοδυναμίας: ΜΑΘ. διμελής σχέση των στοιχείων συνόλου η οποία είναι ανακλαστική, συμμετρική και μεταβατική: Η ισότητα είναι ~ ~., κλάση ισοδυναμίας βλ. κλάση2 [< μτγν. ἰσοδυναμία, γαλλ. équivalence, isodynamie]

-κρατία

-κρατία: επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν σύστημα, θεωρία ή πρακτική και ειδικότ. κυριαρχία συγκεκριμένης ομάδας καθώς και την αντίστοιχη χρονική περίοδο: αριστο~/δημο~. Εμπορο~/ιδεο~/κεφαλαιο~/πλουτο~/τεχνο~/τρομο~.|| Aνδρο~/γυναικο~. Κληρικο~. Αμερικανο~. (ΙΣΤ.) Αγγλο~/βαυαρο~/ενετο~/ρωμαιο~/τουρκο~/φραγκο~ (: καθεστώς υποτέλειας).

κύκλωμα

κύκλωμα κύ-κλω-μα ουσ. (ουδ.) {κυκλώμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. ΗΛΕΚΤΡ. σύνολο ενεργητικών και παθητικών στοιχείων που συνδέονται μεταξύ τους με έναν ή περισσότερους αγωγούς και είναι δυνατόν να διαρρέονται από ηλεκτρικό ρεύμα: (μη) γραμμικό/εξωτερικό/εσωτερικό/ηλεκτρικό/μαγνητικό (: κλειστή διαδρομή που περικλείει τμήμα μαγνητικού πεδίου, συγκεκριμένης μαγνητικής ροής)/οπτικό/τριφασικό ~. ~ εναλλασσόμενου/συνεχούς ρεύματος. ~ατα σε παραλληλία/σε σειρά ή μικτά. Ηλεκτρονικά/τηλεφωνικά/υδραυλικά ~ατα. (Ενσωματωμένο) ~ ελέγχου/ήχου. ~ ψύξης. Το ~ του ενισχυτή/του λέβητα. Βλ. βραχυ~, μικρο~. 2. (μτφ.) κλειστή ομάδα ατόμων, με κοινές επιδιώξεις και συμφέροντα, που συνήθ. δρα παράνομα με σκοπό το οικονομικό όφελος: διεθνή/εγχώρια/ύποπτα ~ατα. ~ατα διαφθοράς. ~ατα της νύχτας. Οργανωμένο ~ αρχαιοκαπηλίας/κερδοσκοπίας/πλαστογραφίας. Εξαρθρώθηκε/ξεσκεπάστηκε (εγκληματικό) ~ διακίνησης ναρκωτικών/εμπορίας οργάνων. Πβ. δίκτυο, σπείρα, συμμορία.|| Είναι γνωστός στα καλλιτεχνικά ~ατα της πατρίδας του. 3. (μτφ.) το σύνολο των εμπλεκομένων στη διαδικασία παραγωγής, διακίνησης και κατανάλωσης ενός αγαθού: τουριστικό ~. ~ εμπορίας (ελαιόλαδου)/καυσίμων/προμηθευτών (εταιρείας). 4. (σπάν.) περικύκλωση. ● ΣΥΜΠΛ.: λογικό κύκλωμα: ΗΛΕΚΤΡΟΝ. που εκτελεί λογική πράξη ή συνάρτηση. [< αγγλ. logic circuit] , ολοκληρωμένο κύκλωμα: ΗΛΕΚΤΡΟΝ. που αποτελείται κυρ. από ημιαγώγιμα και παθητικά στοιχεία, τα οποία έχουν κατασκευαστεί στην επιφάνεια ενός ημιαγώγιμου υλικού: αναλογικό/ψηφιακό ~ ~. ~ ~ μνήμης. Πβ. τσιπ. [< αγγλ. integrated circuit, 1959] , τυπωμένο κύκλωμα: ΗΛΕΚΤΡΟΝ. του οποίου τα εξαρτήματα τοποθετούνται σε μονωτική πλάκα και δεν συνδέονται μεταξύ τους με συρμάτινους αγωγούς, αλλά με αγωγούς από λεπτά φύλλα χαλκού. Βλ. μικροτσίπ. [< αγγλ. printed circuit, 1946] , ακολουθιακό κύκλωμα βλ. ακολουθιακός, ανοιχτό κύκλωμα βλ. ανοιχτός, κλειστό κύκλωμα βλ. κλειστός [< αρχ. κύκλωμα 1: γαλλ. circuit 2,3: αγγλ. ring]

-ότητα

-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη). 2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]

πλαίσιο

πλαίσιο πλαί-σι-ο ουσ. (ουδ.) {πλαισί-ου} 1. (μτφ.) νοητά όρια μέσα στα οποία εκδηλώνεται κάτι: δημοσιονομικό/διεκδικητικό/εργασιακό/κανονιστικό/ρυθμιστικό/χρονικό ~. Το θεωρητικό ~ ενός μαθήματος (πβ. υπόβαθρο). Το (βασικό) ~ λειτουργίας ενός προγράμματος. Προτάσεις ανάπτυξης σε περιφερειακό/τοπικό ~. Καθορίζεται/προτείνεται ένα νέο ~ ανάλυσης/αναφοράς/αρχών/δράσης. Κινούνται μέσα σε (ένα) ασφυκτικό ~/αυστηρά ~α. Έργο που εντάσσεται στο γενικό/ευρύτερο ~ συνεργασίας των δύο φορέων. Δεν περιορίζεται σε στενά ~α.|| Βιβλίο/συγγραφέας που εξετάζει/παρουσιάζει/συνθέτει το διεθνές/ιστορικό/οικονομικό/πνευματικό/πολιτικό/πολιτιστικό ~ της εποχής. Πβ. συνθήκες.|| Το παιδί μέσα στο οικογενειακό/σχολικό ~. Πβ. περιβάλλον. 2. καθετί, συνήθ. κατασκευή, που περιβάλλει και εσωκλείει κάτι: ορθογώνιο/τετράγωνο ~. Ανοξείδωτο/μεταλλικό/ξύλινο ~. Διακοσμητικό ~. Το ~ του καθρέφτη/της οθόνης (: του Η/Υ ή της τηλεόρασης)/του παραθύρου/της πόρτας (= κάσα). Φωτογραφία με/χωρίς ~ (= κορνίζα).|| (ΠΛΗΡΟΦ.-ΤΥΠΟΓΡ.) Μαύρο ~ γύρω από την εικόνα. Κείμενο μέσα σε ~/(λόγ.) εντός ~ου. 3. σκελετός (κατασκευής): το ~ του αυτοκινήτου (= σασί)/της μοτοσικλέτας/του ποδηλάτου.|| (ΟΙΚΟΔ.) ~α δαπέδων/οροφών. 4. ΠΛΗΡΟΦ. {συνήθ. στον πληθ.} αρχείο HTML το οποίο ενεργεί ως δομή μιας σύνθετης ιστοσελίδας που είναι χωρισμένη οριζόντια ή κατακόρυφα σε πολλά επιμέρους τμήματα, ανεξάρτητα μεταξύ τους. ● Υποκ.: πλαισιάκι (το): στη σημ. 2. ● ΣΥΜΠΛ.: Εθνικό Στρατηγικό Πλαίσιο Αναφοράς (ακρ. ΕΣΠΑ): ΠΟΛΙΤ. έγγραφο αναφοράς για τον προγραμματισμό των Ταμείων της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε εθνικό επίπεδο για συγκεκριμένη χρονική περίοδο: ~ ~ 2007-2013. [< αγγλ. National Strategic Reference Framework (NSRF)] , Κοινό Ευρωπαϊκό Πλαίσιο Αναφοράς (για τις γλώσσες): έγγραφο της αρμόδιας για θέματα παιδείας Επιτροπής του Συμβουλίου της Ευρώπης, στο οποίο περιγράφονται οι γνώσεις και δεξιότητες που πρέπει να αναπτύξουν οι μαθητές, ώστε να χρησιμοποιούν μια ξένη γλώσσα, για να επικοινωνούν, και ορίζονται τα επίπεδα γλωσσομάθειας. [< αγγλ. Common European Framework of Reference (for languages)] , πλαίσιο/παράθυρο διαλόγου: ΠΛΗΡΟΦ. που εμφανίζεται συνήθ. αυτόματα στην οθόνη του υπολογιστή, παρέχοντας στον χρήστη πληροφορίες για τη λειτουργία ενός προγράμματος ή ζητώντας την εισαγωγή δεδομένων. [< αγγλ. dialogue box, 1984] , αριθμός πλαισίου βλ. αριθμός, Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης βλ. κοινοτικός, νόμος-πλαίσιο βλ. νόμος, Πρόγραμμα Πλαίσιο βλ. πρόγραμμα, σύμβαση(-)πλαίσιο βλ. σύμβαση, φωτοβολταϊκό πάνελ βλ. φωτοβολταϊκός ● ΦΡ.: (μέσα) στα/έξω από τα πλαίσια/το πλαίσιο & (λόγ.) εντός/εκτός του πλαισίου/των πλαισίων: σύμφωνα με/αντίθετα προς: Αρμοδιότητα που βρίσκεται/εντάσσεται μέσα στα δημοκρατικά πλαίσια των καθηκόντων του.|| Δρουν εκτός/εντός θεσμικού/νομικού/νομοθετικού ~ου (= παράνομα/νόμιμα)., σε γενικά πλαίσια: σε γενικές γραμμές., σε λογικά πλαίσια: για κάτι που δεν είναι υπερβολικό: Τιμές που κυμαίνονται ~ ~., στο πλαίσιο (+ γεν.) & μέσα στο πλαίσιο & στα πλαίσια & μέσα στα πλαίσια: επ' ευκαιρία, με αφορμή, κατά τη διάρκεια: συνέντευξη Τύπου ~ ~ της διάσκεψης κορυφής. Εκδηλώσεις ~ ~ του εορτασμού της 25ης Μαρτίου. [< αγγλ. (with)in the framework of, γαλλ. dans le cadre de] , κατά το δυνατό(ν)/όσο είναι δυνατό(ν)/στο μέτρο του δυνατού/(μέσα) στα όρια/πλαίσια του δυνατού βλ. δυνατός [< 1,2: αρχ. πλαίσιον 3: γερμ. Rahmen 4: αγγλ. frame]

-ποίηση

-ποίηση {-ποίησης (λόγ.) -ποιήσεως | σπανιότ. στον πληθ. -ποιήσεις} (λόγ.): επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει ενέργεια, προώθηση συγκεκριμένης διαδικασίας ή και το αποτέλεσμά της: αγιο~/αισθητο~/απομυθο~/εντατικο~/ευαισθητο~/θεο~/μαζο~/στοχο~. Κωδικο~/οπτικο~/σελιδο~. Κεφαλαιο~/μετοχο~/ρευστο~/τιμαριθμο~. Διεθνο~/κομματικο~/παγκοσμιο~/ποινικο~/φτωχο~.

σύγκαλα

σύγκαλα σύ-γκα-λα ουσ. (ουδ.) (τα) {χωρ. άλλους τ.} & συγκαλά: διανοητική και ψυχική ισορροπία: Δεν είσαι στα ~ά σου (= δεν είσαι με τα καλά/σωστά σου). Κυρ. στη ● ΦΡ.: έρχομαι στα σύγκαλά/στα λογικά μου (προφ.): ανακτώ την πνευματική μου διαύγεια, αρχίζω να σκέφτομαι συνετά: Έλα ~ ~ σου (= λογικέψου, σύνελθε)!

-φανής

-φανής, ής, ές {-φανούς | -φανείς (ουδ. -φανή)} (λόγ.) επίθημα επιθέτων που δηλώνει ότι αυτό στο οποίο γίνεται αναφορά 1. φαίνεται να είναι αυτό που δείχνει η πρωτότυπη λέξη: αληθο~/δημοτικο~/πρωτο~.|| (μειωτ.) Σοβαρο~. 2. (κυρ. μτφ.) είναι φανερό, σαφές: εμ~/οφθαλμο~/πασι~/προ~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.