Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • λογισμός λο-γι-σμός ουσ. (αρσ.) 1. ΜΑΘ. κλάδος που ασχολείται με τη μελέτη των ορίων σε πραγματικές ή μιγαδικές συναρτήσεις μίας ή πολλών μεταβλητών: αλγεβρικός/διανυσματικός/μαθηματικός/σχεσιακός ~. ~ μεταβολών/πιθανοτήτων/πινάκων/συναρτήσεων. ~ λάμδα (κ. λ-~). 2. {συνηθέστ. στον πληθ.} σκέψη, στοχασμός, νους: κακοί/καλοί ~οί. Βασανίζεται από ~ούς. Πού τρέχει ο ~ σου; Βλ. -ισμός, παρα~. ● ΣΥΜΠΛ.: απειροστικός λογισμός βλ. απειροστικός, διαφορικός λογισμός βλ. διαφορικός, κατηγορηματική λογική/κατηγορηματικός λογισμός βλ. λογική, ολοκληρωτικός λογισμός βλ. ολοκληρωτικός, προτασιακή λογική/προτασιακός λογισμός βλ. λογική [< 1: αρχ. λογισμός, γαλλ. calcul 2: αρχ. λογισμός]

απειροστικός

απειροστικός, ή, ό [ἀπειροστικός] α-πει-ρο-στι-κός επίθ.: ΜΑΘ. που σχετίζεται με απειροελάχιστες ποσότητες: ~ή: ανάλυση. ~ές: μεταβολές/τιμές. ● ΣΥΜΠΛ.: απειροστικός λογισμός: κλάδος που περιλαμβάνει τον διαφορικό λογισμό, τον ολοκληρωτικό λογισμό και τις διαφορικές εξισώσεις: εφαρμοσμένος ~ ~. [< γαλλ. infinitésimal]

διαφορικός

διαφορικός, ή, ό δι-α-φο-ρι-κός επίθ. (επιστ.): που έχει σχέση με διαφορές· κυρ. στα ● ΣΥΜΠΛ.: διαφορική εξίσωση: ΜΑΘ. που περιέχει παραγώγους συναρτήσεων: γραμμική/μερική/συνήθης ~ ~., διαφορικός λογισμός: ΜΑΘ. κλάδος των μαθηματικών που μελετά τον ρυθμό αλλαγής των συναρτήσεων σε σχέση με τις μεταβλητές τους, κυρ. μέσω της χρήσης παραγώγων. Βλ. απειροστικός, ολοκληρωτικός λογισμός., διαφορική διάγνωση βλ. διάγνωση [< γαλλ. différentiel]

-ισμός

-ισμός επίθημα αφηρημένων αρσενικών ουσιαστικών που δηλώνει 1. ενέργεια, αποτέλεσμα: καταρτ~/μεταβολ~/πανηγυρ~/παραθερ~/συμψηφ~/υπνωτ~.|| Oραματ~/προβληματ~. 2. θεωρία, τέχνη: αγνωστικ~/δαρβιν~/δυϊσμός/ουμαν~/πλουραλ~/σχετικ~. Kαπιταλ~/κομμουν~/σοσιαλ~.|| (αρνητ.) Σκοταδ~.|| (κίνημα:) Δημοτικ~. Φεμιν~.|| (διδασκαλία:) Στωικ~/χριστιαν~. Μανιχα-ϊσμός.|| Κλασικ~/μινιμαλ~/ρεαλ~/ρομαντ~. 3. στάση, συμπεριφορά: αλτρου~.|| (συνήθ. μειωτ.) Αριβ~/ατομ~/εγω~/σοβιν~/στρουθοκαμηλ~/χαμαιλεοντ~/χαφιεδ~. 4. ενασχόληση, δραστηριότητα: αθλητ~/ακτιβ~/αλπιν~/προσκοπ~. 5. ΙΑΤΡ. πάθηση, νόσο: δαλτον~. 6. φαινόμενο: γεωτροπ~/ιον~.|| Γαλλ~.

λογική

λογική λο-γι-κή ουσ. (θηλ.) 1. ικανότητα αποτελεσματικής επιτέλεσης νοητικών λειτουργιών, όπως αντίληψη, ανάλυση, σκέψη, κρίση, συλλογισμός, σύμφωνα με αρχές, κανόνες, έγκυρα ή πραγματικά στοιχεία, με σκοπό τη σωστή απόκριση, δράση ή λήψη αποφάσεων: απόλυτη/επιστημονική ~. Συναίσθημα ή ~; Οι κανόνες της ~ής. Έλλειψη ~ής (πβ. παραλογισμός, παράλογο). Παιχνίδια/προβλήματα ~ής (βλ. γρίφος, σπαζοκεφαλιά, τεστ νοημοσύνης). Έρωτας χωρίς ~. Τρόπος πειθούς με επίκληση στη ~ (βλ. επιχείρημα, τεκμήριο). Απλή ~ θέλει/χρειάζεται. Ελπίζουμε να επικρατήσει/κυριαρχήσει/πρυτανεύσει/υπερισχύσει η ~ (πβ. σύνεση, σωφροσύνη, φρόνηση). Η κατάσταση ξέφυγε απ' τα όρια της ~ής (πβ. εκτός ελέγχου). Απόφαση που στερείται ~ής (= είναι παράλογη). Εξετάζει τα πάντα κάτω από το πρίσμα της ~ής. Ψήφισα με βάση τη ~. Αντίθετα με/προς τη ~ή. Λύση που αντίκειται/αντιτίθεται στη ~/συγκρούεται με τη ~. Δεν είχε τη στοιχειώδη ~ να καταλάβει ... Μην ψάχνεις για ~ στην υπόθεση αυτή. Έχει χάσει κάθε ίχνος ~ής. Δεν έχει ~ το σχέδιό τους. Δεν υπάρχει καμία ~ στο σχόλιό του. Θεωρία που δεν άντεξε στη βάσανο της ~ής. (μτφ.) Είναι η φωνή της ~ής στην παρέα (: για πρόσ. που σκέφτεται λογικά). Πβ. λογικό, μυαλό, νους, ορθολογισμός, σοφία. Βλ. πίστη. 2. ιδιαίτερος τρόπος σκέψης, αντίληψης της ζωής και των πραγμάτων, συγκεκριμένη άποψη· πνεύμα, φιλοσοφία, σκοπιμότητα: απόλυτη/άτεγκτη/αυστηρή/διεστραμμένη/ισοπεδωτική/καθεστηκυία/παιδική/παραδοσιακή/στείρα/στενή/σύγχρονη ~. Διαμετρικά/φαινομενικά αντίθετες ~ές. ~ της πλάκας. Υιοθέτηση μιας ~ής. Έχει διαφορετική/τη δική του ~ (βλ. υποκειμενικότητα). Απορώ με ποια ~ έκανε ό,τι έκανε (πβ. αιτιολογία, λόγος, σκεπτικό). Πβ. νοοτροπία.|| Η ~ του καπιταλισμού/κέρδους/παραλόγου/πολέμου. Δεν συμφωνώ με τη ~ του τύπου "...". Δεν καταλαβαίνω τη ~ σου. Η ίδια/παρόμοια ~ διέπει το σύνολο του νέου ασφαλιστικού νομοσχεδίου. Το πρόγραμμα φαίνεται δύσκολο μέχρι να μπεις στη ~ή του (: στον τρόπο λειτουργίας του). 3. ΦΙΛΟΣ.-ΜΑΘ. (με κεφαλ. Λ) κλάδος που μελετά τη μεθοδική σκέψη και ειδικότ. τον παραγωγικό συλλογισμό καθώς και την απόδειξη· συνεκδ. το αντίστοιχο μάθημα ή εγχειρίδιο: απαγωγική/διαλεκτική/επαγωγική/παραγωγική ~. ~ των πιθανοτήτων. ● ΣΥΜΠΛ.: κατηγορηματική λογική/κατηγορηματικός λογισμός & κατηγορική λογική/κατηγορικός λογισμός: ΠΛΗΡΟΦ. -ΜΑΘ. κλάδος της συμβολικής λογικής που χρησιμοποιεί ξεχωριστά σύμβολα για τα κατηγορήματα, τα υποκείμενα, τους ποσοδείκτες και τους λογικούς τελεστές: ~ ~ πρώτης τάξεως. Βλ. λογικός προγραμματισμός, νευρωνικό δίκτυο, τεχνητή νοημοσύνη. [< αγγλ. predicate logic, calculus, 1950] , κοινή λογική & κοινός νους: τρόπος σκέψης και αντίληψης των πραγμάτων που χαρακτηρίζει τους περισσότερους ανθρώπους, ο οποίος συνήθ. δεν βασίζεται σε εξειδικευμένες γνώσεις, αλλά στην πρακτική εμπειρία που έχει αποκτηθεί από την καθημερινή ζωή: σύμφωνα με την ~ ~ ... Η ~ ~ λέει/υπαγορεύει ... Προσέγγιση που βασίζεται/στηρίζεται στην ~ ~. Ανακοίνωση που προσβάλλει την ~ ~. [< αγγλ. common sense] , μαθηματική λογική: ΦΙΛΟΣ.-ΜΑΘ. κλάδος της τυπικής λογικής που μελετά τις σχέσεις μεταξύ προτάσεων, χρησιμοποιώντας μαθηματικές μεθόδους και ένα σύστημα συμβόλων και κανόνων εξαγωγής συμπερασμάτων: ~ ~ για υπολογιστές. Διακριτά Μαθηματικά και ~ ~., προτασιακή λογική/προτασιακός λογισμός: ΠΛΗΡΟΦ. -ΜΑΘ. κλάδος της συμβολικής λογικής που χρησιμοποιεί σύμβολα για τις λογικές προτάσεις, οι οποίες δεν αναλύονται περαιτέρω, και πέντε λογικούς τελεστές. [< αγγλ. propositional logic, calculus, 1903] , συμβολική λογική: ΦΙΛΟΣ.-ΜΑΘ. που αναπτύσσει και αναπαριστά λογικές αρχές, χρησιμοποιώντας ένα τυποποιημένο σύστημα συμβόλων, αξιωμάτων και κανόνων εξαγωγής συμπερασμάτων., τετράγωνη λογική: σκέψη που χαρακτηρίζεται από αυστηρό ορθολογισμό, μαθηματική ακρίβεια και συνέπεια βασισμένη σε αντικειμενικά στοιχεία: Έχει ~ ~. Βλ. τετράγωνο μυαλό., τυπική λογική: ΦΙΛΟΣ.-ΜΑΘ. σύστημα μελέτης επαγωγικών συλλογισμών που δίνει έμφαση στην ανάλυση της μορφής και όχι στο περιεχόμενο των εξεταζόμενων προτάσεων. Βλ. μεταλογική. [< αγγλ. formal logic, γαλλ. logique formelle] , ψυχρή λογική: σκέψη ανεπηρέαστη από συναισθηματισμούς ή άλλους υποκειμενικούς παράγοντες, η οποία βασίζεται μόνο στην εξέταση αντικειμενικών στοιχείων: Λειτουργεί περισσότερο με την καρδιά παρά με την ~ ~.|| Η ~ ~ των αριθμών (πβ. ακρίβεια)., ασαφής λογική βλ. ασαφής, η αρχή/η λογική της ήσσονος προσπάθειας βλ. ήσσων & ήττων ● ΦΡ.: με την ίδια/με αυτή τη λογική: με βάση ορισμένη θέση, άποψη ή ιδεολογία: ~ ~ θα μπορούσες να ... Με την ίδια ~ φιλοδοξούμε στο μέλλον ... Σύμφωνα με αυτή τη ~ ..., πέρα/έξω από κάθε λογική & (λόγ.) πέραν πάσης λογικής: για κάτι εντελώς παράλογο: τυφλή βία, ~ ~. Πράγματα τρελά, ανεξήγητα, ~ ~. [< αρχ. λογική, γαλλ. logique, αγγλ. logic]

ολοκληρωτικός

ολοκληρωτικός, ή, ό [ὁλοκληρωτικός] ο-λο-κλη-ρω-τι-κός επίθ. 1. (συχνά αρνητ. συνυποδ.) ολοκληρωμένος, ολικός, απόλυτος: ~ός: αφανισμός/έλεγχος/χωρισμός (= τελειωτικός). ~ή: αλλαγή/απαγόρευση/απόρριψη/αποτυχία (πβ. παταγώδης)/αφοσίωση/εξαφάνιση/εξόντωση/επίθεση/επικράτηση/ήττα/καταστροφή (= ολοσχερής)/νίκη/συντριβή/υποταγή. ~ό: πάγωμα (των επενδύσεων)/χάος. Πβ. παντελής. ΣΥΝ. πλήρης (3) ΑΝΤ. μερικός, τμηματικός (2) 2. ΠΟΛΙΤ. που εμφανίζει χαρακτηριστικά ολοκληρωτισμού ή σχετίζεται με αυτόν: ~ή: εξουσία/ιδεολογία/νοοτροπία. ~ό: καθεστώς/κίνημα/κόμμα/κράτος/σύστημα. ~ές: δομές. Πβ. απολυταρχ-, δικτατορ-, φασιστ-ικός. 3. ΜΑΘ. που αναφέρεται στο ολοκλήρωμα ή την ολοκλήρωση: ~ός: παράγοντας/τελεστής/τύπος. ~ό: υπόλοιπο. ~ές: εξισώσεις. ~ές αναπαραστάσεις των κλασικών ορθογώνιων πολυωνύμων. ● επίρρ.: ολοκληρωτικά & (λόγ.) -ώς [ῶς]: ΣΥΝ. εξ ολοκλήρου ● ΣΥΜΠΛ.: ολοκληρωτικός λογισμός: ΜΑΘ. κλάδος των μαθηματικών που μελετά την έννοια της ολοκλήρωσης, του ολοκληρώματος καθώς και των εφαρμογών τους στις διαφορικές εξισώσεις: ~ ~ συναρτήσεων μιας μεταβλητής. Βλ. απειροστικός, διαφορικός λογισμός. [< γαλλ. calcul intégral ] , ολοκληρωτικός πόλεμος: ΠΟΛΙΤ.-ΟΙΚΟΝ. που γίνεται με όλες ανεξαιρέτως τις διαθέσιμες δυνάμεις και τα υπάρχοντα μέσα με στόχο την πλήρη συντριβή του εχθρού. [< αγγλ. total war, 1937] , ολοκληρωτικό ποδόσφαιρο βλ. ποδόσφαιρο [< 1: γαλλ. total 2: γαλλ. totalitaire 3: γαλλ. intégral]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.