Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • λογόγραμμα λο-γό-γραμ-μα ουσ. (ουδ.): ΓΛΩΣΣ. -ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. γράμμα, σύμβολο ή σχέδιο που αντιπροσωπεύει μια έννοια, λέξη ή φράση: Το ~ "&" χρησιμοποιείται αντί του "και". Βλ. ιδεόγραμμα. [< γερμ. Logogram, αγγλ. logogram, γαλλ. logogramme, 1964]

ιδεόγραμμα

ιδεόγραμμα[ἰδεόγραμμα] ι-δε-ό-γραμ-μα ουσ. (ουδ.) {συνήθ. στον πληθ.}: ΓΛΩΣΣ. (σε γραφικό σύστημα) σύμβολο που αποδίδει μια έννοια ή τη σημασία μιας λέξης ή φράσης, χωρίς να δηλώνει την προφορά της: ιαπωνικά/κινεζικά ~ατα. Βλ. συλλαβόγραμμα. [< γαλλ. idéogramme, αγγλ. ideogram]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.