Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • λοξός , ή, ό λο-ξός επίθ. 1. πλάγιος: ~ή: γραμμή. Παλτό με ~ές τσέπες. Πβ. γερτός, κεκλιμένος, πλαγιαστός, στραβός, φάλτσος. ΑΝΤ. ίσιος.|| Διακλάδωση με ~ή οδό.|| (ΑΝΑΤ.) Έξω/έσω ~ κοιλιακός μυς. Άνω/κάτω ~ οφθαλμικός μυς. ΑΝΤ. ορθός.|| Τον κοίταξε με ~ό βλέμμα/μάτι (= τον λοξοκοίταξε). Της έριχνε ~ές ματιές (: την κρυφοκοίταζε). 2. (μτφ., για πρόσ.) ανισόρροπος, ιδιόρρυθμος, παλαβός. Πβ. ζαβός. ● επίρρ.: λοξά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] [< 1: αρχ. λοξός, γαλλ. oblique]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.