Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • λουλάκι λου-λά-κι ουσ. (ουδ.): ΧΗΜ. (παλαιότ.) φυσική ή (σήμερα) συνθετική χρωστική ουσία σκούρου γαλάζιου χρώματος: λεύκανση και βαφή ρούχων με ~. Βλ. λευκαντικό. ΣΥΝ. ινδικό [< μεσν. λουλάκιν < μτγν. λουλάκιον < αραβ. līlak]

λευκαντικό

λευκαντικό λευ-κα-ντι-κό ουσ. (ουδ.): ΧΗΜ.-ΤΕΧΝΟΛ. κάθε χημική ουσία λεύκανσης: οικολογικό/φυσικό ~. ~ δοντιών/ρούχων. ~ σε σκόνη/ταμπλέτες. ~ με οξυγόνο/χλώριο. Πβ. λευκαντής. Βλ. απορρυπαντικό. [< γαλλ. blanchissant]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.