Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • λουλάς λου-λάς ουσ. (αρσ.) & (σπάν.) λουλές (κυρ. παλαιότ.) 1. η εστία του ναργιλέ. 2. αποστακτήρας τσίπουρου. ● ΦΡ.: άρτζι μπούρτζι και λουλάς (προφ.): για να δηλωθεί πλήρης ακαταστασία, ασυναρτησία ή αταξία: Το δωμάτιο είναι ~ ~ (πβ. άνω-κάτω, φύρδην μίγδην). Η κατάσταση είναι ~ ~ (πβ. χάος). [< τουρκ. lûle]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.