Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 3 εγγραφές  [0-3]


  • λουξ ουσ. (ουδ.) {άκλ.} 1. ΜΕΤΡΟΛ. μονάδα μέτρησης της ισχύος του φωτισμού (σύμβ. lx). Βλ. καντέλα, λούμεν. 2. (παλαιότ.) λάμπα πετρελαίου με δυνατό φως. [< γερμ. Lux, γαλλ. lux]
  • λουξ επίθ. {άκλ.} (προφ.): πολυτελής: (σούπερ) ~ καμπίνα/μεζονέτα/ξενοδοχείο (βλ. αστέρων)/σουίτα. Διαμέρισμα ~ κατασκευής. Βλ. υπερλούξ. [< γαλλ. luxe]
  • λουξόμετρο λου-ξό-με-τρο ουσ. (ουδ.): ΤΕΧΝΟΛ. όργανο μέτρησης της έντασης του φωτισμού: φορητό ψηφιακό ~. Βλ. -μετρο. [< γαλλ. luxmètre, 1933, αγγλ. luxmeter, 1910]

καντέλα

καντέλακα-ντέ-λα ουσ. (θηλ.): ΦΥΣ. μονάδα μέτρησης της έντασης, φωτεινής ακτινοβολίας (σύμβ. cd): ~ ανά τετραγωνικό μέτρο (cd/m2). ΣΥΝ. κηρίο (1) [< γαλλ. candela, 1949, αγγλ. ~, 1949 < λατ. ~ ‘λαμπάδα’]

-μετρο

-μετρο{-μετρου (σπάν. λόγ.) -μέτρου} β' συνθετικό ουδέτερων ουσιαστικών για τη δήλωση 1. οργάνου μέτρησης: αμπερό~/βαρό~/γωνιό~/διαστημό~/θερμιδό~ (πβ. -μετρητής)/θερμό~/μικρό~/παρκό~/παχύ~/πεδιό~/πιεσό~/υδρό~ (πβ. υδροδείκτης)/χρονό~/ψυχρό~. 2. μονάδας μήκους, πολλαπλάσιας ή υποπολλαπλάσιας του μέτρου: δεκά~/εκατοστό~. Xιλιό~.|| Yποδεκά~.

υπερλούξ

υπερλούξ[ὑπερλούξ] υ-περ-λούξ επίθ. {άκλ.} (προφ.): υπερπολυτελής: ~: ξενοδοχείο. Διαμέρισμα ~ κατασκευής.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.