Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • λυσσαλέος , α, ο λυσ-σα-λέ-ος επίθ. (λόγ.): που χαρακτηρίζεται από ασυγκράτητη ορμή, μεγάλη σφοδρότητα: ~ος: ανταγωνισμός/πόλεμος (= άγριος). ~α: αντίδραση/επίθεση/προσπάθεια (= μανιώδης). ~ο: μίσος (= παράφορο).|| ~οι άνεμοι (= θυελλώδεις).|| (για πρόσ.) Βίαιος και ~. Πβ. λυσσασμένος. Βλ. -αλέος. ΣΥΝ. λυσσώδης ● επίρρ.: λυσσαλέα & (λόγ.) -ως [< μτγν. λυσσαλέος]

-αλέος

-αλέος, α, ο: επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων που επιτείνει την δηλούμενη ιδιότητα: αβυσσ~/γηρ~/διψ~/θαρρ~/κραυγ~/λυσσ~/νυστ~/πειν~/ρωμ~/υπν~/φευγ~/φρικ~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.