Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 4 εγγραφές  [0-4]


  • λύκος

    λύ-κος ουσ. (αρσ.) 1. ΖΩΟΛ. σαρκοφάγο θηλαστικό (επιστ. ονομασ. Canis lupus) που μοιάζει με μεγάλο άγριο σκύλο, έχει φαιό τρίχωμα, μεγάλο κεφάλι με δυνατές γνάθους και χαρακτηριστικούς μεγάλους κυνόδοντες, όρθια αυτιά, ψηλά πόδια και φουντωτή ουρά: γκρίζος/κόκκινος ~. Επίθεση ~ου σε κοπάδι από πρόβατα. Αγέλη ~ων. Αλύχτισμα/κραυγές/ουρλιαχτά ~ων. Πβ. ζουλάπι. Βλ. θηρίο, κογιότ, κυνοειδή, λύγκας, λύκαινα, τσακάλι. || ~/τίγρης της Τασμανίας. 2. (για πρόσ.) αιμοβόρος, σκληραγωγημένος. Βλ. γερό-, θαλασσό-λυκος. 3. (προφ.) λυκόσκυλο. 4. ΙΑΤΡ. διάσπαρτη φλεγμονώδης νόσος του συνδετικού ιστού, η οποία μπορεί να προσβάλει οποιοδήποτε ή όλα τα συστήματα του οργανισμού: (δισκοειδής/συστηματικός) ερυθηματώδης ~. Πβ. κολλαγόνωση 5. ΑΣΤΡΟΝ. (με κεφαλ. Λ) αστερισμός του Νότιου Ημισφαιρίου. ● Υποκ.: λυκάκι (το): στις σημ. 1, 3. Πβ. λυκόπουλο. ● ΦΡ.: βάλανε/έβαλαν τον λύκο να φυλά τα πρόβατα (παροιμ.): σε περιπτώσεις που ανατίθεται ευθύνη, εξουσία ή αρμοδιότητα σε πρόσωπο ακατάλληλο, επικίνδυνο και, τελικά, επιζήμιο., γλίτωσα/σώθηκα απ' το στόμα του λύκου (μτφ.-προφ.): ξέφυγα από μεγάλο κίνδυνο. Πβ. γλίτωσα/σώθηκα/μ' έσωσε απ’ του χάρου τα δόντια. Βλ. γλιτώνω από τα χέρια κάποιου., θρέψε λύκο τον χειμώνα, να σε φάει το καλοκαίρι (παροιμ.): για άνθρωπο αγνώμονα, αχάριστο., ο άνθρωπος για τον άνθρωπο (είναι) λύκος (γνωμ.): δηλ. ανελέητος, απάνθρωπος, σκληρός. [< λατ. homo homini lupus] , ο λύκος κι αν εγέρασε κι άσπρισε (/άλλαξε) το μαλλί του, μήτε τη γνώμη άλλαξε μήτε την κεφαλή του (παροιμ.): δεν αλλάζει (εύκολα) κάποιος χαρακτήρα ή τρόπο σκέψης, όσα χρόνια κι αν περάσουν., πεινώ/τρώω σαν λύκος (προφ.): δηλ. πάρα πολύ, λαίμαργα. Πβ. δεν βλέπω μπροστά μου/δεν σε βλέπω από την πείνα, με κόβει (η) λόρδα, πεθαίνω/ψοφώ της πείνας., πέφτω/μπαίνω/βάζω το κεφάλι μου στο στόμα του λύκου & ρίχνω/στέλνω κάποιον στο στόμα του λύκου (μτφ.-προφ.): για κάποιον που εκθέτει τον εαυτό του ή που τον εκθέτουν σε μεγάλο κίνδυνο: Από μόνος του έβαλε το κεφάλι του/έπεσε/μπήκε ~ ~ (πβ. βάζω το κεφάλι μου στον ντορβά). Έριξαν/έστειλαν τα παιδιά τους ~ ~. [< γαλλ. dans la gueule du loup] , (εδώ) τον λύκο (τον) βλέπουμε, τον ντορό γυρεύουμε/ψάχνουμε; βλ. ντορός, άι/άντε στον κόρακα! βλ. κόρακας, από τα μετρημένα τρώει ο λύκος βλ. μετρημένος, μοναχικός λύκος βλ. μοναχικός, ο λύκος έχει τ' όνομα κ(α)ι η αλεπού τη χάρη βλ. αλεπού, ο λύκος στην αναμπουμπούλα χαίρεται βλ. αναμπουμπούλα, όποιος φεύγει/όποιο πρόβατο βγαίνει απ' το μαντρί/κοπάδι, το(ν) τρώει ο λύκος βλ. μαντρί [< 1: αρχ. λύκος 4: γαλλ. lupus]

  • λυκόσκυλο λυ-κό-σκυ-λο ουσ. (ουδ.): ΖΩΟΛ. γερμανικός ποιμενικός: εκπαιδευμένο/ημίαιμο ~. ~α ως ανιχνευτές (αγνοουμένων/εκρηκτικών/ναρκωτικών)/οδηγοί τυφλών/φύλακες. Βλ. χάσκι. ΣΥΝ. λύκος (3) [< γαλλ. chien-loup]
  • λυκόστομα λυ-κό-στο-μα ουσ. (ουδ.): ΙΑΤΡ. εκ γενετής σχιστία της υπερώας του στόματος, με επιπτώσεις στην αισθητική του προσώπου, την ακοή, τον λόγο, την πρόσληψη τροφής. Πβ. λαγωχειλία. [< γαλλ. gueule-de-loup]
  • λυκοσυμμαχία λυ-κο-συμ-μα-χί-α ουσ. (θηλ.): (στο λεξιλόγιο κυρ. της Αριστεράς) συμμαχία, κυρ. μεταξύ κρατών, που στοχεύει στην καταπίεση και εκμετάλλευση των αδυνάτων.

αλεπού

αλεπού[ἀλεπού] α-λε-πού ουσ. (θηλ.) 1. ΖΩΟΛ. σαρκοφάγο θηλαστικό (επιστ. ονομασ. Vulpes vulpes) με μακρύ και λεπτό ρύγχος, μικρά μάτια, μυτερά αυτιά, κοντά και λεπτά πόδια και φουντωτή ουρά: αρκτική (= λευκή, πολική)/κόκκινη ή κοινή (: φορέας της λύσσας) ~. Η κολοβή ~ (: από μύθο του Αισώπου). Επιδρομές ~ούδων.|| (συνεκδ. η γούνα της αλεπούς) Παλτό με γιακά και μανσέτες από γκρίζα ~. Πβ. ρενάρ. 2. (μτφ.-οικ.) για πονηρό άνθρωπο: Είσαι μια ~ εσύ! Είναι μεγάλη ~ ο ...! Πβ. γάτα. Βλ. -ού4. ● Υποκ.: αλεπουδάκι (το), αλεπουδίτσα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: γριά αλεπού & γέρικη αλεπού (μτφ.): για έμπειρο και πονηρό άτομο μεγάλης ηλικίας: ~ ~ της πολιτικής., πονηρή αλεπού βλ. πονηρός ● ΦΡ.: η αλεπού εκατό χρονών, το αλεπουδάκι/αλεπόπουλο εκατόν δέκα (παροιμ.): για κάποιον που παριστάνει τον έξυπνο ή έμπειρο σε πεπειραμένο άτομο μεγαλύτερης ηλικίας., η γριά αλεπού δεν πιάνεται με ξόβεργες (παροιμ.): το πονηρό και με πείρα στη ζωή άτομο δεν ξεγελιέται εύκολα., ο λύκος έχει τ' όνομα κ(α)ι η αλεπού τη χάρη (παροιμ.): η πονηριά υπερέχει της σωματικής δύναμης., όσα δε φτάνει/πιάνει η αλεπού, τα κάνει κρεμαστάρια (παροιμ.): ό,τι δεν είναι ικανός κάποιος να αποκτήσει, το περιφρονεί, το χλευάζει, το υποβαθμίζει., τι γυρεύει/τι δουλειά έχει/τι ζητά/τι θέλει η αλεπού στο παζάρι;: για αταίριαστη ή ύποπτη παρουσία κάποιου σε μέρος στο οποίο δεν είναι αναμενόμενο να βρίσκεται. [< μεσν. αλεπού]

αναμπουμπούλα

αναμπουμπούλα[ἀναμπουμπούλα] α-να-μπου-μπού-λα ουσ. (θηλ.) (προφ.): αναταραχή, φασαρία: Επικρατεί ~. Μέσα/πάνω στην ~, χάσαμε τα πράγματά μας. ΣΥΝ. ανακατωσούρα (1), πανικός (2), χαμός (1) ● ΦΡ.: ο λύκος στην αναμπουμπούλα χαίρεται & στην αντάρα/ανεμοζάλη χαίρεται (παροιμ.): για κάποιον που προσπαθεί να επωφεληθεί, όταν επικρατεί γενική αναστάτωση και σύγχυση. [< βεν. ala babula]

γερο- & γερό-1

γερο- & γερό-1: α' συνθετικό λέξεων που αναφέρεται σε ηλικιωμένο άτομο ή στα χαρακτηριστικά του, συνήθ. αρνητικά: γερό-λυκος.|| (μειωτ.) Γερο-μπαμπαλής/~μπισμπίκης/~ξεκούτης/~παράξενος.|| (πριν από κύρια ονόματα με ενωτικό:) γερο-Δήμος/~-Νικόλας. Βλ. προτακτικός. ● βλ. γεροντο-, γηρο- & γηρ- [< μεσν. γερο-]

γλιτώνω

γλιτώνωγλι-τώ-νω ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {γλίτω-σα, γλιτών-οντας} 1. απαλλάσσομαι από κίνδυνo ή δυσάρεστη κατάσταση, διαφεύγω· σώζω: ~σε (από) τη γκρίνια/τα έξοδα/την καταστροφή/τους μπελάδες/την ταλαιπωρία/τις φασαρίες. Από θαύμα/τύχη ~σε τη ζωή του/τον θάνατο/το ξύλο. ~σα παρά τρίχα/στο παρά πέντε/στο τσακ. ~σε με μια απλή γρατζουνιά/ελαφρά τραύματα. Ξεκίνησα νωρίς για να ~σω (= αποφύγω) την κίνηση. Φύγε να ~σεις! (απειλητ.) Δεν θα μου ~σεις (= ξεφύγεις)!|| Αν μαθευτεί, δεν μας ~ει τίποτα. 2. (προφ.) εξοικονομώ, κερδίζω: ~ δρόμο/κόπο/χρήματα/χρόνο/χώρο. ~σα πολλές ώρες δουλειάς. ΑΝΤ. χάνω (10) ● ΦΡ.: τη γλίτωσε: κατάφερε να ξεφύγει από κάτι δυσάρεστο: (εμφατ.) Φτηνά ~ ~! ~ ~ με μια επίπληξη/με ένα μικρό πρόστιμο (= ξεμπέρδεψε).|| Αν το μάθει, θα με σκοτώσει, δεν τη γλιτώνω. Πβ. τη βγάζω καθαρή. ΣΥΝ. τη σκαπουλάρω, γλιτώνω από τα χέρια κάποιου βλ. χέρι, γλίτωσα/σώθηκα απ' το στόμα του λύκου βλ. λύκος, γλίτωσα/σώθηκα/μ' έσωσε απ' του χάρου τα δόντια βλ. χάρος, γλίτωσε/έσωσε το κεφάλι του βλ. κεφάλι, σώζω/γλιτώνω το τομάρι μου βλ. τομάρι [< μεσν. γλυτώνω]

θηρίο

θηρίοθη-ρί-ο ουσ. (ουδ.) 1. (συνήθ. παλαιότ. ή σε αφηγήσεις, παραμύθια) μεγαλόσωμο σαρκοφάγο θηλαστικό: αιμοβόρο/φοβερό ~. Εξημέρωση/εξόντωση του ~ου. Τα (άγρια) ~α της ζούγκλας (βλ. λεοπάρδαλη, λιοντάρι, πάνθηρας, τίγρη). Τον έφαγαν/τον κατασπάραξαν/του όρμησαν/του χίμηξαν τα ~α. Δάμασε/εξημέρωσε/πάλεψε με/σκότωσε το ~. (στη ρωμαϊκή εποχή:) Τα ~α της αρένας. Πβ. αγρίμι, ζουλάπι, θεριό.|| Μυθικά ~α. Το ~ της Αποκάλυψης (ΣΥΝ. τέρας). 2. (μτφ., για πρόσ.) που χαρακτηρίζεται από σκληρότητα και βίαια ένστικτα: ανθρωπόμορφα ~α. Τους έδωσαν βορά/τροφή στα ~α. Πβ. αγριάνθρωπος, κτήνος. 3. (μτφ.-προφ.) γιγαντόσωμος άντρας ή εξαιρετικά ικανός άνθρωπος: Πώς να τα βάλεις μ' αυτό το ~; Είναι δύο μέτρα!|| Πώς τα κατάφερες βρε ~ο; Πβ. γίγαντας, τιτάνας. ΑΝΤ. νάνος. 4. (μτφ.) παιδί άτακτο ή/και με πρόωρη σωματική ανάπτυξη: Σωστό ~ έχει γίνει ο μικρός! 5. (μτφ.) όχημα ή αεροσκάφος που έχει μεγάλες διαστάσεις και συνήθ. ισχυρή μηχανή: τα ~α της ασφάλτου (: τα τζιπ).|| Ιπτάμενα ~α/~α των ουρανών (: τα αεροπλάνα). Πβ. μεγαθήριο. 6. ΙΣΤ. (συνήθ. με κεφαλ. Θ) ο Σατανάς, ο Διάβολος: ο αριθμός του Θ~ου (: το 666). ● Ουσ.: θηρία (τα): ΖΩΟΛ. υποκλάση των θηλαστικών: Τα μαρσιποφόρα συγκαταλέγονται στα ~. ● Υποκ.: θηριάκι (το) : κυρ. στις σημ. 4, 5. ● ΣΥΜΠΛ.: θεριό ανήμερο βλ. θεριό ● ΦΡ.: γίνομαι θηρίο (μτφ.-προφ.): εξαγριώνομαι, θυμώνω πολύ: Έγινε ~ (= Τούρκος), όταν ανακάλυψε ότι τον εξαπάτησαν. ΣΥΝ. γίνομαι πύραυλος (2), σαν αγρίμι/θηρίο/λιοντάρι στο κλουβί βλ. αγρίμι [< 1: αρχ. θηρίον]

κόρακας

κόρακαςκό-ρα-κας ουσ. (αρσ.) {-α (προφ.) -άκου}: ΟΡΝΙΘ. κοράκι: αυτοκρατορικός/μαύρος ~. Η κραυγή/φωλιά του ~α. Βλ. θαλασσο~, νυχτο~, φαλακρο~. ● ΦΡ.: άι/άντε στον κόρακα! & (σπάν.) άι στον λύκο! (υβριστ.): εξαφανίσου, χάσου. Πβ. άι/α/άντε στο διά(β)ολο!, κακού κόρακος, κακόν ωόν (λόγ. παροιμ.): ο κακός δάσκαλος βγάζει κακούς μαθητές., κόρακας κοράκου μάτι δε(ν) βγάζει (παροιμ.): για να δηλωθεί ότι υπάρχει αλληλεγγύη μεταξύ ανθρώπων διεφθαρμένων ή/και με κοινά συμφέροντα., κοράκου χρώμα: για κάτι κατάμαυρο: μαλλιά ~ ~., όταν ασπρίσει ο κόρακας και γίνει περιστέρι (παροιμ.): για κάτι αδύνατο, ανέφικτο. [< μεσν. κόρακας]

μαντρί

μαντρίμα-ντρί ουσ. (ουδ.) {μαντρ-ιού} (λαϊκό) 1. περιφραγμένος χώρος για τη φύλαξη ζώων, κυρ. αιγοπροβάτων. Πβ. στάνη. ΣΥΝ. στρούγκα (1) 2. (μτφ.) κλειστή πολιτική, θρησκευτική ή άλλη ομάδα που λειτουργεί προστατευτικά για τα μέλη της: κομματικό ~. ● ΦΡ.: όποιος φεύγει/όποιο πρόβατο βγαίνει απ' το μαντρί/κοπάδι, το(ν) τρώει ο λύκος (παροιμ.): όποιος φεύγει από μια οργανωμένη ομάδα, δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα· για την αποτυχία κυρ. πολιτικού που αποχωρεί από το κόμμα στο οποίο ανήκει, για να δημιουργήσει δικό του. [< μεσν. μαντρί]

μετρημένος

μετρημένος, η, ο με-τρη-μέ-νος επίθ. 1. (μτφ.) που χαρακτηρίζεται από σύνεση, έλλειψη υπερβολής: (για πρόσ.) ~ος: χαρακτήρας. Είναι σεμνός και ~ άνθρωπος. Πβ. μετριοπαθής, συνετός, σώφρων, φρόνιμος.|| ~η: απάντηση/συμπεριφορά. ~ες: κινήσεις/κουβέντες. ~α: λόγια. Έζησε ήρεμη και ~η ζωή. Κάνει προσεκτικά και ~α βήματα.|| (που δεν είναι υπερβολικός:) ~η: αισιοδοξία/κατανάλωση (οινοπνεύματος)/χρήση (της τεχνολογίας). Πβ. λελογισμένος, λογικός, συγκρατημένος. 2. που τον έχουν μετρήσει: ~η: απόσταση/διαδρομή/δόση/τιμή. ~ με ακρίβεια. Χρόνος ~ σε δευτερόλεπτα. Μίλησε πενήντα λεπτά ~α (= ακριβώς). Πβ. αριθμημένος, κατα~, υπολογισμένος. 3. ολιγάριθμος: ~ είναι ο κόσμος που ακούει τέτοια μουσική. Οι δύο ομάδες είχαν ~ες ευκαιρίες για γκολ. Πβ. λιγοστός. ΑΝΤ. αμέτρητος ● επίρρ.: μετρημένα ● ΦΡ.: από τα μετρημένα τρώει ο λύκος & ο λύκος από τα μετρημένα τρώει (παροιμ.): για πιθανές απώλειες, παρά τις όποιες προφυλάξεις., μετρημένα τα λόγια σου!: (ως αυστηρή σύσταση, υπόδειξη) να προσέχεις πώς μιλάς!, μετρημένα κουκιά βλ. κουκιά, μετριούνται/είναι μετρημένοι στα δάχτυλα (του ενός χεριού) βλ. δάχτυλο, οι μέρες του είναι λίγες/μετρημένες βλ. μέρα, τα έφαγε (τα 'φαγε)/είναι λίγα/είναι μετρημένα/τέλειωσαν τα ψωμιά του βλ. ψωμί [< μεσν. μετρημένος]

μοναχικός

μοναχικός, ή, ό μο-να-χι-κός επίθ. 1. (για πρόσ.) που ζει, είναι ή αισθάνεται μόνος: ~ός: εργένης/ταξιδιώτης. ~ό: άτομο. Πβ. μονήρης, φιλέρημος. 2. που γίνεται από ένα μόνο άτομο, που χαρακτηρίζεται από μοναξιά, έλλειψη ανθρώπινης παρουσίας: ~ός: αγώνας/δρόμος/περίπατος/χορός. ~ή: εμπειρία/ζωή/περιπλάνηση/πορεία. ~ό: ταξίδι.|| (για τόπο) ~ή: παραλία. ~ό: μέρος/μονοπάτι. Πβ. απόμερος, απομονωμένος. 3. μοναστικός. ● ΣΥΜΠΛ.: μοναχικός λύκος: 1. άνθρωπος που προτιμά να ζει μόνος του. 2. τρομοκράτης ή εγκληματίας που ενεργεί χωρίς να ανήκει σε κάποια οργάνωση. [< αγγλ. lone wolf, 1909] , μοναχικό κύμα βλ. κύμα, μοναχικός καβαλάρης βλ. καβαλάρης ● ΦΡ.: περιβάλλομαι το μοναχικό σχήμα βλ. περιβάλλω [< μτγν. μοναχικός, γαλλ. solitaire]

ντόρος

ντόροςντό-ρος ουσ. (αρσ.) (προφ.): φασαρία, σάλος: Πολύς/τόσος ~ για το τίποτα! Έχει δημιουργήσει/προκαλέσει ~ο (= σούσουρο) γύρω από το όνομά του. ΣΥΝ. νταβαντούρι, πάταγος (1), σαματάς ● ΦΡ.: γίνεται (μεγάλος/πολύς) ντόρος: συζητιέται πολύ, φημολογείται: ~ ~ για εκείνη/ότι θα παντρευτούν.

χάσκι

χάσκιχά-σκι ουσ. (ουδ.) {άκλ. κ. πληθ. -ς}: ΖΩΟΛ. σκυλί μετρίου μεγέθους με πυκνό άσπρο και γκρι τρίχωμα, όρθια τριγωνικά αυτιά και καστανά ή γαλάζια μάτια, το οποίο χρησιμοποιείται κυρ. για την έλξη έλκηθρου σε περιοχές της Αρκτικής. Βλ. λυκόσκυλο, τάρανδος. [< αγγλ. husky, γαλλ. ~, περ. 1983]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.