Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 2 εγγραφές  [0-2]


  • λύχνος λύ-χνος ουσ. (αρσ.) 1. (λόγ.-ΑΡΧΑΙΟΛ.) λυχνάρι: πήλινος/χάλκινος ~. ~οι προϊστορικής περιόδου. Βλ. καντήλα. 2. (επιστ.-ιδ. ΧΗΜ.) συσκευή που χρησιμοποιείται ως θερμαντική πηγή, παράγοντας φλόγα με καύση αερίου ή αιθυλικής αλκοόλης· αποτελεί βασικό εργαστηριακό όργανο: (μεταλλικός κυλινδρικός σωλήνας με φλόγιστρο:) ~ Bunsen με στρόφιγγα (: ~ υγραερίου/φωταερίου ή φυσικού αέριου). Πβ. γκαζάκι, καμινέτο.|| (Γυάλινος/μεταλλικός) ~ οινοπνεύματος. 3. ΙΧΘΥΟΛ. ψάρι της τάξης των περκόμορφων (επιστ. ονομασ. Uranoscopus scaber), με μεγάλα μάτια στο πάνω μέρος του κεφαλιού, το οποίο ζει σε αμμώδεις βυθούς και συνηθίζει να κρύβεται μέσα στην άμμο για να αιφνιδιάσει τη λεία του. Βλ. πατόψαρο.|| (ΜΑΓΕΙΡ.) ~ βραστός. ● ΣΥΜΠΛ.: λύχνος του Αριστοτέλη: ΖΩΟΛ. όργανο μάσησης των αχινών στη μέση της κοιλιακής τους χώρας, το οποίο μοιάζει με στόμα και φέρει πέντε κωνικά δόντια. [< 1: αρχ. λύχνος 2: αγγλ. burner, lamp 3: μτγν. ~]
  • λυχνοστάτης λυ-χνο-στά-της ουσ. (αρσ.) (παλαιότ.): βάση στην οποία στηριζόταν το λυχνάρι: χάλκινος ~. Βλ. -στάτης. [< μεσν. λυχνοστάτης]

καντήλα

καντήλακα-ντή-λα ουσ. (θηλ.) & (λόγ.) κανδήλα 1. μεγάλο κρεμαστό καντήλι μπροστά από εικονοστάσι ή εικόνες Αγίων. 2. ΑΡΧΑΙΟΛ. μαρμάρινο κυκλαδικό αγγείο με κωνικό λαιμό και σφαιρικό σώμα, που φέρει τέσσερις κάθετες προεξοχές, η καθεμιά από τις οποίες έχει τρύπα στη μέση, ώστε να μπορεί να κρεμαστεί. Πβ. κρατηρίσκος. Βλ. λύχνος.καντήλες (οι) (λαϊκό): φουσκάλες, φλύκταινες. ● ΣΥΜΠΛ.: ακοίμητη κανδήλα/ακοίμητο καντήλι βλ. ακοίμητος ● ΦΡ.: βγάζω/πετάω σπυριά βλ. σπυρί [< μεσν. καντήλα, κανδήλα < μτγν. κανδήλη ‘πυρσός’ < λατ. candela]

πατόψαρο

πατόψαροπα-τό-ψα-ρο ουσ. (ουδ.) 1. ΙΧΘΥΟΛ. γενική ονομασία ψαριών που ζουν στον πυθμένα της θάλασσας. Πβ. πετρόψαρο. Βλ. ροφός, σαργός, συναγρίδα, σφυρίδα, τσιπούρα, -ψαρο. ΑΝΤ. αφρόψαρο 2. (στρατ. αργκό) νεοσύλλεκτος. Πβ. γκάβακας, στραβάδι, ψάρακας, ψάρι.

-στάτης

-στάτης{-στατών} (λόγ.) επίθημα κυρ. αρσενικών ουσιαστικών που δηλώνουν: 1. σημείο στερέωσης, τοποθέτησης: βιβλιο~/κηρο~/φανο~. 2. όργανο, εξάρτημα ή διακόπτη που ρυθμίζει τη λειτουργία συσκευής: θερμο~/κρυο~/υδρο~. (ΗΛΕΚΤΡ.) Ροο~. 3. το άτομο που στέκεται κοντά σε κάτι ή κάποιον: παρα~.|| (μτφ.) Συμπαρα~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.