Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 28 εγγραφές  [0-20]


  • μάλα μά-λα επίρρ. (αρχαιοπρ.): μόνο στη ● ΦΡ.: τα μάλα: πάρα πολύ: Ανησυχώ/ευχαριστώ/χαίρoμαι ~ ~. Συνέβαλε ~ ~ ... [< αρχ. μάλα]
  • μαλαγάνας & μαλαγάνα μα-λα-γά-νας ουσ. (αρσ. + θηλ.) (λαϊκό): άνθρωπος που χρησιμοποιεί κολακείες και καλοπιάσματα, προκειμένου να πετύχει τον σκοπό του: Είσαι μεγάλη ~α! Είναι μια ~α αυτός/αυτή! Πβ. γαλίφης, γλείφτης, καταφερτζής. [< ισπ. malagana]
  • μαλαγανιά μα-λα-γα-νιά ουσ. (θηλ.) {συχνότ. στον πληθ.} (λαϊκό): πράξη ή συμπεριφορά που χαρακτηρίζει τον μαλαγάνα: Άσε τις ~ιές. Καλοπιάνει τους γονείς του με ~ιές και του κάνουν όλα τα χατίρια. Πβ. γαλιφιές, γλείψιμο, καλόπιασμα, κολακεία.
  • μαλάγρα μα-λά-γρα ουσ. (θηλ.): μείγμα από διάφορα υλικά, συνήθ. ψωμί, τυρί, πολτοποιημένο ψάρι και άμμος, που ρίχνεται στη θάλασσα πριν από το ψάρεμα ως δόλωμα.
  • μαλάζω & μαλάσσω μα-λά-ζω & μα-λάσ-σω ρ. (μτβ.) {μάλ-αξε, -άξει, μαλάζ-οντας} 1. πιέζω κάτι με τα χέρια, ώστε να μαλακώσει και να πάρει το επιθυμητό σχήμα: ~ το ζυμάρι/τον πηλό. 2. (συνήθ. για φυσιοθεραπευτή ή μασέρ) κάνω μαλάξεις στο σώμα. [< μεσν. μαλάζω < αρχ. μαλάσσω]
  • μαλάκα μα-λά-κα ουσ. (θηλ.): ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. είδος μαλακού κρητικού τυριού από αιγοπρόβειο γάλα. [< μεσν. μαλάκα]
  • μαλάκας μα-λά-κας ουσ. (αρσ.), μαλάκω (η) (προφ.) 1. (οικ.) προσφώνηση μεταξύ φίλων, συνήθ. νέων σε ηλικία: Πού 'σαι, ρε ~α! Πβ. πούστης. 2. (υβριστ.) βλάκας, ηλίθιος, αφελής: Την πάτησα σαν ~. Δεν θα γίνω εγώ ο ~ της ιστορίας. Μα τόσο μαλάκω είσαι; Πβ. μαλακισμένος, μαλακιστήρι. 3. (παλαιότ.) αυνανιστής. ● ΦΡ.: έμεινα μαλάκας (νεαν. αργκό): έμεινα άναυδος, δεν ήξερα τι να κάνω. [< πβ. μτγν. μαλακός ‘έκλυτος, θηλυπρεπής’ < αρχ. ~ ‘αδύναμος, τρυφερός’]
  • μαλακία μα-λα-κί-α ουσ. (θηλ.) (προφ.) 1. ανοησία, βλακεία, ηλιθιότητα: μεγάλη/χοντρή ~. ~ στον εγκέφαλο. Συγγνώμη! Ήταν δική μου ~ (: λάθος). ~ που τον δέρνει (: τον χαρακτηρίζει)! Την έκανες τη ~ σου πάλι. Μη λες ~ες (= μπούρδες, χαζομάρες)! Κόψε τις ~ες!|| (ως επίθ.) ~ αμάξι αγόρασες! 2. αυνανισμός: Βαράω/τραβάω ~ (= αυνανίζομαι). ● Υποκ.: μαλακιούλα (η): στη σημ. 1. ● ΦΡ.: ... και μαλακίες (προφ.): έκφραση που δηλώνει αμφισβήτηση ή απαξίωση για ό,τι προηγείται: βελτίωση του κυκλοφοριακού ~ ~!|| Τι ζώδια ~ ~ μού λες τώρα!, θεραπεύει πάσα(ν) νόσο(ν) και πάσα(ν) μαλακία(ν) βλ. θεραπεύω [< μεσν. μαλακία < αρχ. ~ ‘θηλυπρέπεια’]
  • μαλάκια μα-λά-κι-α ουσ. (ουδ.) (τα) {σπανιότ. στον εν. μαλάκιο}: ΖΩΟΛ. συνομοταξία ασπόνδυλων ζώων (επιστ. ονομασ. Mollusca), συνήθ. υδρόβιων, με μαλακό σώμα το οποίο σε ορισμένα είδη καλύπτεται από σκληρό κέλυφος: Τα μύδια, τα στρείδια, τα καλαμάρια, οι σουπιές και τα χταπόδια ανήκουν στα ~. Βλ. αμφί-, αρθρό-, γαστερό-, κεφαλό-ποδα, οστρακοειδή, θαλασσινά. ● ΣΥΜΠΛ.: δίθυρα (μαλάκια) βλ. δίθυρος [< αρχ. μαλάκια]
  • μαλακίζομαι μα-λα-κί-ζο-μαι ρ. (αμτβ.) {μαλακίστηκα} (προφ.) 1. κάνω ή λέω βλακείες· κατ' επέκτ. χάνω τον χρόνο μου. 2. αυνανίζομαι. [< μεσν. μαλακίζομαι < αρχ. ~ 'γίνομαι νωθρός']
  • μαλακισμένος , η, ο μα-λα-κι-σμέ-νος επίθ. (προφ.-υβριστ.): ανόητος, εκνευριστικός: ~η: νοοτροπία/συζήτηση. ~ο: θέμα.|| Τι ~ο παιδί!|| (ως ουσ.) Τι είπες, μωρή ~η; Κάτι ~α κάνουν φασαρία. Πβ. μαλάκας, μαλακιστήρι.
  • μαλακιστήρι μα-λα-κι-στή-ρι ουσ. (ουδ.) (αργκό-υβριστ.): ανόητο, εκνευριστικό άτομο (συνήθ. μικρής ηλικίας). Πβ. μαλάκας, μαλακισμένος. Βλ. -τήρι.
  • μαλακοπίτουρας μα-λα-κο-πί-του-ρας ουσ. (αρσ.) (νεαν. αργκό-υβριστ.): ανόητος, χαζός.
  • μαλακός , ή/ιά, ό μα-λα-κός επίθ. ΑΝΤ. σκληρός 1. που εύκολα αλλάζει σχήμα, κόβεται ή υποχωρεί, όταν δεχτεί πίεση: ~ή: ζύμη/θήκη/οδοντόβουρτσα/οροφή (: σε κάμπριο)/πολυθρόνα/σιλικόνη/σόλα. ~ό: αλεύρι (: από ~ό σιτάρι)/έδαφος/εξώφυλλο/κρέας/μαξιλάρι/ξύλο/πανί/στρώμα/σφουγγάρι/χαρτί/χώμα/ψωμί. ~οί: ιστοί/φακοί επαφής. ~ές: παντόφλες. ~ά: υλικά. 2. λείος και ευχάριστος στην αφή: ~ή: βούρτσα/επιφάνεια/κουβέρτα/πετσέτα. ~ό: δέρμα/ύφασμα. ~ά: μέταλλα/φρούτα. Πβ. απαλός. 3. (μτφ.) που δεν χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερη ένταση: ~ός: ήχος/καιρός/φωτισμός/χειμώνας. ~ή: αντίδραση/γεύση. ~ό: άρωμα/κλίμα/κρασί. ~ές: γραμμές. ~ά: ποτά (: με χαμηλή περιεκτικότητα σε οινόπνευμα)/χρώματα. Παγωτό με ~ή υφή. ΣΥΝ. ήπιος. 4. (μτφ., για πρόσ.) πράος, τρυφερός, μειλίχιος: ~ός: άνθρωπος/χαρακτήρας. ~ή: καρδιά. ● Υποκ.: μαλακούλης , α, ικο, μαλακούτσικος , η, ο ● επίρρ.: μαλακά ● ΣΥΜΠΛ.: μαλακά ναρκωτικά & ελαφρά ναρκωτικά: που πιστεύεται ότι προκαλoύν μικρότερη εξάρτηση και είναι λιγότερο επικίνδυνα για την υγεία σε σχέση με τα σκληρά. Βλ. μαριχουάνα, χασίς. [< αγγλ. soft drugs, 1959] , μαλακό έλκος: ΙΑΤΡ. επικίνδυνο αφροδίσιο νόσημα., μαλακό νερό: με χαμηλά επίπεδα ασβεστίου και μαγνησίου. ΑΝΤ. σκληρό νερό [< αγγλ. soft water] , μαλακά μόρια βλ. μόριο, μαλακό τυρί βλ. τυρί, το (μαλακό) υπογάστριο βλ. υπογάστριο ● ΦΡ.: πέφτω στα μαλακά {συνήθ. στο γ' πρόσ.}: υφίσταμαι πολύ μικρές συνέπειες, κυρ. νομικές: Έπεσαν ~ οι εμπλεκόμενοι στο σκάνδαλο., με το καλό/μαλακό βλ. καλό [< αρχ. μαλακός]
  • μαλακόστρακα μα-λα-κό-στρα-κα ουσ. (ουδ.) (τα) {σπάν. στον εν. μαλακόστρακο}: ΖΩΟΛ. ομοταξία αρθρόποδων ζώων (Malacostraca), κυρ. υδρόβιων, το σώμα των οποίων διαιρείται συνήθ. σε τρία μέρη (κεφάλι, θώρακα, κοιλιά) και καλύπτεται από μαλακό όστρακο: Στα ~ ανήκουν οι αστακοί, οι γαρίδες, τα καβούρια και οι καραβίδες. [< αρχ. μαλακόστρακα, γαλλ. malacostracés]
  • μαλακότητα μα-λα-κό-τη-τα ουσ. (θηλ.) (λόγ.): η ιδιότητα που χαρακτηρίζει τον μαλακό. ~ του δέρματος/του στρώματος.|| (μτφ.) ~ του ήχου/του χαρακτήρα. Βλ. -ότητα. ΑΝΤ. σκληρότητα [< αρχ. μαλακότης]
  • μαλακτικό μα-λα-κτι-κό ουσ. (ουδ.): υγρό με μαλακτική δράση: ~ μαλλιών (= κοντίσιονερ). Σαμπουάν και ~. ~ για τα ρούχα.|| Το χαμομήλι είναι εξαιρετικό ~ για το στομάχι. [< μτγν. μαλακτικόν ‘που κάνει κάτι μαλακό’, γαλλ. adoucissant, assouplissant, αγγλ. softener]
  • μαλακτικός , ή, ό μα-λα-κτι-κός επίθ. 1. που κάνει κάτι μαλακό, απαλό: ~ή: κρέμα (μαλλιών/προσώπου). Πβ. απαλυντικός. 2. που καταπραΰνει, ανακουφίζει από τον πόνο: ~ό: ρόφημα. ~ά: βότανα. [< 1: αρχ. μαλακτικός, γαλλ. émolliente]
  • μαλάκυνση μα-λά-κυν-ση ουσ. (θηλ.) 1. (μτφ.) αποχαύνωση, αποβλάκωση: Έχει πάθει ~ (= έχει χαζέψει) από την πολλή τηλεόραση. 2. ΙΑΤΡ. παθολογική αλλοίωση οργάνου ή ιστού: ~ χόνδρου (= χονδρο~). Βλ. οστεομαλακία. ● ΣΥΜΠΛ.: μαλάκυνση (του) εγκεφάλου/εγκεφαλική μαλάκυνση: ΙΑΤΡ. εκφυλισμός συγκεκριμένης περιοχής του εγκεφάλου ύστερα από θρόμβωση ή εμβολή της αρτηρίας που την αιματώνει, με δυσμενείς επιδράσεις στις νοητικές λειτουργίες. Πβ. Αλτσχάιμερ, γεροντική άνοια. [< μτγν. μαλάκυνσις, γαλλ. ramollissement]
  • μαλάκωμα μα-λά-κω-μα ουσ. (ουδ.) (προφ.): το αποτέλεσμα του μαλακώνω: ~ του δέρματος/του καρπού (= ωρίμανση)/του κρέατος (= σίτεμα).|| ~ του λαιμού (πβ. ανακούφιση).|| (μτφ.) ~ της ψυχής.

αμφι- & αμφί-

αμφι- & αμφί- (λόγ.) λεξικό πρόθημα που σημαίνει 1. από τη μία και από την άλλη μεριά και κατ' επέκτ. δύο διαφορετικές ή αντίθετες πλευρές: (κυρ. επιστ.) αμφί-κυρτος. Αμφι-κλινής.|| (μτφ.) Αμφι-ταλαντεύομαι.|| Aμφί-θυμος. 2. διπλή ιδιότητα: αμφί-χειρας (= αμφιδέξιος). Αμφί-βια.|| Αμφι-θαλής. ΑΝΤ. ετερο-.|| (μτφ.) Αμφί-σημος. Πβ. δί-.

δίθυρος

δίθυρος, η, ο δί-θυ-ρος επίθ. (λόγ.): δίπορτος: ~ο: αυτοκίνητο. Βλ. -θυρος. ● ΣΥΜΠΛ.: δίθυρα (μαλάκια): ΖΩΟΛ. υδρόβιοι οργανισμοί (επιστ. ονομασ. Bivalvia) το σώμα των οποίων περιβάλλεται από όστρακο με δύο συμμετρικά μέρη που συνδέονται στο ένα άκρο τους με ελαστικό σύνδεσμο. Βλ. μύδι, στρείδι, οστρακοειδή, οστρακόδερμα. [< αρχ. δίθυρος]

θεραπεύω

θεραπεύω θε-ρα-πεύ-ω ρ. (μτβ.) {θεράπευ-σα, θεραπεύ-τηκα (λόγ.) -θηκα, -τεί (λόγ.) -θεί, -όμενος, -μένος, -οντας} 1. αποκαθιστώ την υγεία κάποιου ή καταπολεμώ πρόβλημα υγείας: Αγωγή/φάρμακο/χάπι που ~ει την αρθρίτιδα/την κατάθλιψη. ~ τον άρρωστο/τον τραυματία. Η ιατρική/ομοιοπαθητική ~ει ψυχικές και σωματικές παθήσεις. Νόσος που δεν ~εται (= ιάται). ~τηκε πλήρως από την ασθένεια (= αποθεραπεύτηκε).|| (μτφ.) Βιβλία που ~ουν την ψυχή. Ψυχικό τραύμα που ~τηκε. Πβ. επουλώνω, ιαίνω. ΣΥΝ. γιατρεύω (1) 2. (μτφ.) διορθώνω ή αντιμετωπίζω κάτι δραστικά: ~σε την (κοινωνική) αδικία/την (οικονομική) ανάγκη/την ανισότητα/τη βλάβη/τη ζημιά/το κακό. Δεν αρκεί να ~ουμε τα προβλήματα, αλλά πρέπει και να τα προλαμβάνουμε. 3. (σπάν.-λόγ.) ασχολούμαι συστηματικά ή με ζήλο με κάτι, ιδ. επιστήμη, τέχνη ή γράμματα: ~ τη ζωγραφική/τη λογοτεχνία/τις Μούσες (: τις καλές τέχνες). Εκδόσεις που ~ουν την ποίηση. Πβ. καλλιεργώ. ● Μτχ.: θεραπευόμενος , η, ο: που μπορεί να θεραπευτεί ή που υποβάλλεται σε θεραπεία: ~α: νοσήματα. Χρόνια, μη ~η υπέρταση. Πβ. θεραπεύσ-, ιάσ-ιμος. ΑΝΤ. αθεράπευτος.|| Ο ~ ακολουθεί ειδική δίαιτα. ● ΦΡ.: θεραπεύει πάσα(ν) νόσο(ν) και πάσα(ν) μαλακία(ν) (λόγ.-ειρων.): για κάποιον ή κάτι που θεωρείται ότι γιατρεύει ή επιλύει τα πάντα. [< 1: αρχ. θεραπεύω, γαλλ. guérir, remédier]

καλό

καλό κα-λό ουσ. (ουδ.) ΑΝΤ. κακό 1. οτιδήποτε ωφέλιμο, συμφέρον, ευχάριστο, αξιόλογο: Η Πολιτεία μεριμνά για το γενικό/κοινό ~/το ~ όλων. Ελπίζω από όλη αυτή την ιστορία να βγει κάτι ~. Έκανε πολλά ~ά για τον τόπο (= αγαθοεργίες, ευεργεσίες).|| Τι ~ (= νόστιμο) θα φάμε σήμερα; 2. {συνήθ. στον πληθ.} πλεονέκτημα: τα ~ά (= οφέλη) της γυμναστικής. Το μωρό έχει το ~ ότι δεν κλαίει. Πήρε όλα τα ~ά (= προτερήματα) των γονιών του. Έχει και ο χειμώνας τα ~ά του.|| (ευφημ. για κάτι δυσάρεστο:) Μην αρχίζεις τα ~ά (= τις κακές συνήθειες) της μητέρας σου! 3. ΦΙΛΟΣ. το αγαθό, η αρετή, η ηθικότητα· (στην αρχ. ελλην. φιλοσ.) το ωραίο: οι δυνάμεις του ~ού (: προσωποποιημένου). Ταγμένος στην υπηρεσία του ~ού. Πβ. αρετή, ηθικότητα.καλά (τα) 1. αγαθά, συνήθ. υλικά: Στο σπίτι τους έχουν όλα τα ~. Τι ~ μας φέρατε; 2. (+ γεν. προσ. αντων.) ρούχα κατάλληλα για επίσημες εκδηλώσεις, περιστάσεις: Βάζω/φοράω τα ~ μου. Πβ. γιορτινά. ΑΝΤ. καθημερινά (τα) ● ΦΡ.: (έτσι) για το καλό: για καλή τύχη: Βάψαμε λίγα αβγά ~ ~.|| Βασιλόπιτα/ευχές/ποδαρικό ~ ~ του χρόνου. Την πρωτοχρονιά ήπιαμε λίγη σαμπάνια ~ ~ του χρόνου., (μπα) σε καλό μου/σου/του (προφ.): για έκφρ. απορίας, έκπληξης, αγανάκτησης: ~ μου τι έπαθα/τι μ' έπιασε; Σε ~ σου, τι κάνεις εκεί; Μπα ~ σας, τι θέλετε πρωί πρωί; ~ μας, πολύ γελάσαμε (πβ. σε καλό να μας βγει)!, για καλό και για κακό (προφ.): για κάθε ενδεχόμενο, σε κάθε περίπτωση: Πάρε και μια ζακέτα ~ ~· μπορεί να κάνει κρύο. ΣΥΝ. καλού κακού, για καλό/για κακό: με καλή/κακή πρόθεση: Μην παρεξηγείσαι! Για καλό το είπα ... Δεν το είπα για κακό., για το καλό μου/σου/του: για το συμφέρον κάποιου: ~ ~ της χώρας. Εγώ το λέω ~ ~ σου, αν θες μ' ακούς!, δεν είμαι στα καλά μου (προφ.): δεν έχω καλή διάθεση, ψυχολογία: Δεν έρχομαι· ~ ~ σήμερα!, δεν χρωστάω καλό (προφ.): δεν οφείλω χάρη, ευγνωμοσύνη: ~ ~ σε κανένα!, είσαι με τα/στα καλά/σωστά σου; (προφ.): ως έκφραση έκπληξης, δυσαρέσκειας ή για επίπληξη κάποιου που δεν σκέφτεται, δεν ενεργεί λογικά: Μα, ~ ~ (= είσαι/πας καλά); Είστε ~ ~ σας ή σας χτύπησε η ζέστη; Γι' αυτό με ξύπνησες νυχτιάτικα; Δεν είσαι ~ ~, μου φαίνεται! Βλ. συγκαλά., κάνει καλό: ωφελεί: Το γέλιο ~ ~! Πιες το, θα σου ~ ~! Τα πολλά γλυκά δεν κάνουν ~ στην υγεία (= τη βλάπτουν)!, λέω καλό για κάποιον (συνήθ. με άρνηση, ειρων.): λέω καλά λόγια, τον επαινώ: Εσύ μην πεις ~ για κανέναν, θα πάθεις τίποτα!, με το καλό (προφ.): ως ευχή: Πότε ~ ~ γεννάει/παντρεύεστε; Άντε, ~ ~ να τους δεχτείς! -Πότε έρχεται ο γιος σου; -Αύριο, ~ ~!, με το καλό/μαλακό (προφ.): με ήρεμο, ήπιο τρόπο: ~ ~ ή με το άγριο, θα πάρω τα χρήματά μου πίσω. Σιγά και με το μαλακό, μην τον τρομάξεις! Τον πήρε/έπιασε ~ ~, για να τον πείσει. ΑΝΤ. με το κακό/με το άγριο, μου βγήκε σε καλό (προφ.): για κάτι που είχε θετικές συνέπειες· με ωφέλησε: Επέμεινε και, τελικά, του ~ ~. Εύχομαι να σου βγει ~. ΑΝΤ. μου βγήκε σε κακό, ο εχθρός του καλού είναι το καλύτερο & το τέλειο/καλύτερο είναι ο εχθρός του καλού: είναι απαραίτητη η συνεχής βελτίωση., σε καλό να μας βγει & σε καλό μας! (προφ.): ως αποτροπή του κακού που θεωρείται ότι ακολουθεί μετά από μεγάλη ευθυμία και χαρά: ~ ~ τόσο γέλιο! Πβ. (μπα) σε καλό μου/σου/του., στο καλό (προφ.) 1. ως ευχή σε κάποιον που φεύγει: Καλό ταξίδι! ~ ~ (να πας)!|| (συχνά ειρων.) ~ ~ και με τη νίκη! ~ ~ και να μας γράφεις (: αδιαφορία για την αποχώρηση κάποιου)! 2. (ευφημ.) ως έκφραση δυσαρέσκειας, αγανάκτησης: Άντε/άι/α ~ ~ και συ (βλ. άι/α/άντε στο διά(β)ολο/διάλο, άι στο διάτανο)!|| (απειλητ.) Πήγαινε/σύρε/τράβα ~ ~ (= φύγε), γιατί θα 'χουμε κακά ξεμπερδέματα!|| Άστον να πάει ~ ~ (= να φύγει), αρκετά μας ταλαιπώρησε! ~ ~, μου χάλασες τη διάθεση! Άι ~ ~, πάλι χάλασε! 3. (σε ερωτήσεις) για δήλωση απορίας, έκπληξης, αγανάκτησης: Πού ~ ~ ήσουν; Τι ~ ~ θέλεις; Μα τι ~ ~ συμβαίνει; Πώς ~ ~ θα πάμε χωρίς αμάξι; Πβ. στο διάτανο., το καλό είναι ότι ...: για να επισημανθεί η θετική και ευχάριστη πτυχή μιας γενικά δυσάρεστης ή ατυχούς εξέλιξης: ~ (στην ιστορία) είναι ότι τουλάχιστον προλάβαμε. Πβ. τυχερός (μέσα) στην ατυχία του. ΑΝΤ. το κακό είναι ..., το καλό να λέγεται (προφ.): οφείλω να παραδεχτώ ότι (κάτι) είναι καλό: Δεν μου αρέσουν τα φαγητά της, αλλά το συγκεκριμένο είναι υπέροχο! Α, ~ ~!, το καλό που σου θέλω (προφ.): ως απειλή, προειδοποίηση ή συμβουλή: ~ ~, φύγε από μπροστά μου!|| ~ ~, μην πιστεύεις αυτά που λέει!|| ~ ~, κόψε το τσιγάρο!, θέλω το καλό/το κακό κάποιου βλ. θέλω, κάνε παιδιά να δεις καλό/χαΐρι βλ. παιδί, κάνε το καλό και ρίξ' το στο γιαλό βλ. γιαλός, ο καλός καλό δεν έχει βλ. καλός, ουδέν κακόν αμιγές καλού βλ. αμιγής, τα καλά και συμφέροντα βλ. συμφέρον, το έχω σε καλό/σε κακό να ... βλ. έχω ● βλ. καλός [< μεσν. καλό(ν)]

μαριχουάνα

μαριχουάνα μα-ρι-χου-ά-να ουσ. (θηλ.): παραισθησιογόνο ναρκωτικό, μείγμα από αποξηραμένα φύλλα και άνθη ινδικής κάνναβης· συνεκδ. το ίδιο το φυτό. Πβ. χασίς, σκανκ. [< αγγλ. marijuana, marihuana, γαλλ. marihuana, 1920, marijuana, 1933]

μόριο

μόριο μό-ρι-ο ουσ. (ουδ.) {μορί-ου} 1. ΧΗΜ. ομάδα (δύο τουλάχιστον) ατόμων (του ίδιου ή διαφορετικών στοιχείων) ενωμένων με χημικό δεσμό· το ελάχιστο σωματίδιο στο οποίο μπορεί να διασπαστεί μια ουσία χωρίς να χάσει τις (χαρακτηριστικές) ιδιότητές της: ανόργανο/διατομικό/οργανικό/ουδέτερο/πολικό/ραδιενεργό/χημικό ~. Δομή/ιδιότητες/μορφολογία ~ου. Συστατικά ~α (ουσίας, σώματος). ~α DNA/νερού/πρωτεΐνης. Tο ~ μιας χημικής ένωσης αποτελείται από άτομα. Το ~ έχει σταθερή ατομική σύνθεση και μάζα. Ανακαλύφθηκε ~ που σχετίζεται με τον ιό .../με το σύνδρομο ... Βλ. γραμμο~, μακρο-, μικρο-μόρια. 2. {συνήθ. στον πληθ.} μονάδα βαθμολογίας σε εξετάσεις ή σε περιπτώσεις αξιολόγησης των δημοσίων κυρ. υπαλλήλων: ~α περιοχής/περιφέρειας. Συγκέντρωση/σύνολο/υπολογισμός ~ων. ~α για επαγγελματική εξέλιξη/μετάθεση/πρόσληψη. Οι βάσεις ανέβηκαν/κατέβηκαν (πενήντα, εκατό) ~α. Έχασα τη σχολή που θέλω για λίγα ~α! Πήρα οργανική θέση σε περιοχή (που μου δίνει) έξι ~α. 3. ΑΝΑΤ. τα (εξωτερικά) γεννητικά όργανα του ανθρώπου ή γενικότ. οποιοδήποτε τμήμα οργανισμού: ανδρικό (πβ. πέος)/γυναικείο (πβ. αιδοίο) ~.|| Ζωικό/φυτικό ~. 4. ΓΡΑΜΜ. άκλιτη λέξη, συνήθ. χωρίς λεξική σημασία, που συνδέει όρους και προτάσεις και βοηθά στον σχηματισμό εγκλίσεων και χρόνων: αρνητικό (: δεν, μη)/δεικτικό (: να)/δυνητικό/εγκλιτικό/επιτατικό (: δα)/ερωτηματικό (: μήπως, άραγε)/καταφατικό/μελλοντικό (: θα)/προτρεπτικό (: ας)/στερητικό (: α-) ~. Πβ. δείκτης. Πραγματολογικά ~α (: σύνδεσμοι, επιρρήματα, επιφωνήματα, προθέσεις). 5. το ελάχιστο ή πάρα πολύ μικρό τμήμα, η ελάχιστη ποσότητα ύλης: ~α γύρης/σκόνης. ~α που αιωρούνται στον αέρα. Πβ. σωματίδιο. ● ΣΥΜΠΛ.: μαλακά μόρια: ΑΝΑΤ. τα διάφορα μέρη του σώματος, εκτός από τα οστά: κακώσεις ~ών ~ων., αχώριστα μόρια βλ. αχώριστος, βεβαιωτικό επίρρημα/μόριο βλ. βεβαιωτικός [< 3, 4: αρχ. μόριον, γαλλ. molécule, αγγλ. molecule] ΜΟΡΙΟ

-ότητα

-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη). 2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]

-τήρι

-τήρι (προφ.) επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών για δήλωση 1. ειδικού αντικειμένου, εργαλείου: ανοιχ~/κλαδευ~/ξυπνη~/σκαλισ~/σουρω~/ψαλ~. 2. (λαϊκό) ενέργειας: ψησ~. 3. συγκεκριμένου χώρου: μονασ~.|| (προφ.) Εργασ~ (πβ. -τήριο). 4. προσώπου: πειραχ~.

τυρί

τυρί τυ-ρί ουσ. (ουδ.) {τυρ-ιού | -ιών}: ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. γαλακτοκομικό προϊόν το οποίο προέρχεται από την πήξη του γάλακτος με προσθήκη πυτιάς, διαχωρίζεται από το τυρόγαλα και υφίσταται ζυμώσεις στα διάφορα στάδια παρασκευής του: αγελαδινό/κατσικίσιο/πρόβειο ~. Αλμυρό/ /ημίσκληρο (: γκούντα, ένταμ, κασέρι)/κίτρινο (: ρεγκάτο)/κοκκώδες (: τουλουμοτύρι)/κρεμώδες (: κατίκι, μπρι)/παραδοσιακό/χλωρό (: πρόσφατα πηγμένο) ~. Λευκά τυριά (: μαλακά, όπως: γαλοτύρι, καλαθάκι, κατίκι, κοπανιστή, μανούρι, πηχτόγαλο, τελεμές,τυροβολιά). ~ άλμης. Φρέσκο ~-κρέμα (βλ. μασκαρπόνε). Κατανάλωση/κεφάλι/τρίφτης (= τυροτρίφτης) ~ιού. ~ με έντονη/ήπια γεύση. Κόβω το ~. Τριμμένο ~. || Νηστίσιμα ~ιά (: φυτικά υποκατάστατα ~ιού). ~ σόγιας (= τόφου). || (ΜΑΓΕΙΡ.) ~ σαγανάκι. Μελιτζάνες/μακαρόνια με ~ στον φούρνο. Ντιπ/σάλτσα/φοντί ~ιού. Πένες/σάλτσα με τέσσερα ~ιά. Σουφλέ ~ιών. Ψήνουμε την πίτσα, μέχρι να λιώσει το ~. Έφαγα ψωμί και ~ (= ψωμοτύρι). Βλ. κεφαλογραβιέρα, λαδο-, ξινο-τύρι, μυζήθρα, τυρόπηγμα, φέτα, χαλούμι. ΣΥΝ. τυρός ● Υποκ.: τυράκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: μαλακό τυρί: που υπόκειται σε σύντομη επεξεργασία, ωριμάζει γρήγορα, περιέχει πολύ νερό και διατηρείται μία με τρεις εβδομάδες, αφού ανοιχθεί. Βλ. ανθότυρο, κότατζ, μοτσαρέλα., μπλε τυρί: ημίσκληρο, από αγελαδινό γάλα που έχει μπλε-πρασινωπή μούχλα στο εσωτερικό του και έντονη γεύση. Πβ. ροκφόρ. [< αγγλ. blue cheese] , σκληρό τυρί: που υπόκειται σε παρατεταμένη επεξεργασία, ωριμάζει αργά, δεν περιέχει πολύ νερό και διατηρείται για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Βλ. γραβιέρα, έμενταλ, κεφαλοτύρι, παρμεζάνα, πεκορίνο, τσένταρ, τσέστερ. ● ΦΡ.: το τυρί το είδες, τη φάκα δεν την είδες; για αφελείς ή επιπόλαιους που εξαπατούνται παρασυρόμενοι από το δόλωμα. [< μεσν. τυρί(ν) < μτγν. τυρίον < αρχ. τυρὸς, γαλλ. fromage, αγγλ. cheese]

υπογάστριο

υπογάστριο [ὑπογάστριο] υ-πο-γά-στρι-ο ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -ίου}: ΑΝΑΤ. η κοιλιακή περιοχή κάτω από τον ομφαλό: άλγος ~ίου. Επιθέματα στο ~. Βλ. επιγάστριο. ● ΣΥΜΠΛ.: το (μαλακό) υπογάστριο (μτφ.): ευάλωτο τμήμα, ευαίσθητο σημείο: γροθιά στο ~ ~ της κοινωνίας. [< αρχ. ὑπογάστριον, αγγλ. hypogastrium, γαλλ. hypogastre]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.