Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 2 εγγραφές  [0-2]


  • μάννα1 μάν-να ουσ. (ουδ.) 1. ΘΕΟΛ. (στην ΠΔ) τροφή που έριξε ο Θεός στους Εβραίους από τον ουρανό, κατά την έξοδό τους από την Αίγυπτο, καθώς περνούσαν την έρημο του Σινά. 2. (μτφ.) καθετί πολύτιμο, ζωτικό: Ο τουρισμός αποτελεί το ~ της χώρας. ● ΦΡ.: αντί του μάννα χολή (από εκκλησ. χωρίο "αντί του μάννα, χολήν, αντί του ύδατος, όξος"): για περιπτώσεις σκληρότητας ή αχαριστίας, εκεί όπου αναμένεται ευεργεσία ή ευγνωμοσύνη., μάννα εξ ουρανού: για απρόσμενη ευεργεσία ή αγαθό που αποκτήθηκε την κατάλληλη στιγμή χωρίς προσπάθεια: Η επιχορήγηση ήρθε σαν/ως ~ ~. Κάθονται με σταυρωμένα χέρια και περιμένουν το ~ ~. [< 1: μτγν. μάννα]
  • μάννα2 μάν-να ουσ. (ουδ.): ΒΟΤ. σακχαρούχος φυτική έκκριση: ~ λιβανιού. [< μτγν. μάννα ‘σκόνη ή κόκκος θυμιάματος’]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.