Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 2 εγγραφές  [0-2]


  • μάπα μά-πα ουσ. (θηλ.) & (Κύπρος) μάππα 1. (συνήθ. μειωτ.) πρόσωπο, μούτρο: Δεν μου αρέσει η ~ του. ΣΥΝ. φάτσα (1) 2. (μειωτ., συνήθ. για προϊόν, έργο) οτιδήποτε είναι κακής ποιότητας, αποτυχημένο: (ως επίθ.) ~ τραγούδι/φωτογραφία. Μην πάτε να δείτε την ταινία, ήταν ~! Πβ. φόλα, χάλια. 3. (ιδιωμ.) λάχανο: χοιρινό με ~. Πβ. κραμπολάχανο. 4. (παρωχ.) σφουγγαρίστρα. 5. (στην Κύπρο) μπάλα, ποδόσφαιρο. ● ΦΡ.: μάπα το καρπούζι (μτφ.-προφ.): για κάτι που αποδεικνύεται κατώτερο των προσδοκιών. Πβ. άνθρακες/(άνθρακας) ο θησαυρός., μου βγήκε μάπα (προφ.): για κάτι που αποδείχτηκε άχρηστο: Πλήρωσα χρυσή την τηλεόραση, αλλά ~ ~!, τρώω στη μάπα/στη μούρη (προφ.): για κάποιον ή κάτι που το(ν) έχουμε βαρεθεί, δεν το(ν) αντέχουμε άλλο: Τους ~ ~ κάθε μέρα! Έφαγα όλο το κρύο στη ~! [< μτγν. μάππα ‘σημαία έναρξης στους αγώνες ιπποδρόμου < λατ. mappa ]
  • μάπας μά-πας ουσ. (αρσ.) (προφ.-υβριστ.): ανόητος, ηλίθιος, βλάκας.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.