μάπα μά-πα ουσ. (θηλ.) & (Κύπρος) μάππα 1. (συνήθ. μειωτ.) πρόσωπο, μούτρο: Δεν μου αρέσει η ~ του. ΣΥΝ. φάτσα (1) 2. (μειωτ., συνήθ. για προϊόν, έργο) οτιδήποτε είναι κακής ποιότητας, αποτυχημένο: (ως επίθ.) ~ τραγούδι/φωτογραφία. Μην πάτε να δείτε την ταινία, ήταν ~! Πβ. φόλα, χάλια.3. (ιδιωμ.) λάχανο: χοιρινό με ~. Πβ. κραμπολάχανο.4. (παρωχ.) σφουγγαρίστρα. 5. (στην Κύπρο) μπάλα, ποδόσφαιρο. ● ΦΡ.: μάπα το καρπούζι (μτφ.-προφ.): για κάτι που αποδεικνύεται κατώτερο των προσδοκιών. Πβ. άνθρακες/(άνθρακας) ο θησαυρός., μου βγήκε μάπα (προφ.): για κάτι που αποδείχτηκε άχρηστο: Πλήρωσα χρυσή την τηλεόραση, αλλά ~ ~!, τρώω στη μάπα/στη μούρη (προφ.): για κάποιον ή κάτι που το(ν) έχουμε βαρεθεί, δεν το(ν) αντέχουμε άλλο: Τους ~ ~ κάθε μέρα! Έφαγα όλο το κρύο στη ~! [< μτγν. μάππα ‘σημαία έναρξης στους αγώνες ιπποδρόμου < λατ. mappa ]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.