Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 11 εγγραφές  [0-11]


  • μάρμαρο μάρ-μα-ρο ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -άρου} 1. ΟΡΥΚΤ. σκληρό ασβεστολιθικό πέτρωμα με ποικίλα χρώματα, το οποίο χρησιμοποιείται κυρ. στην οικοδομική και τη γλυπτική· συνεκδ. το αντίστοιχο έργο τέχνης: γυαλισμένο/(υπό)λευκο/παριανό/πεντελικό/φυσικό ~. Αψίδες/γλυπτά/κολόνες/σκάλες από ~ (= μαρμάρινες). Σαλόνι/τραπέζι με ~. Μπάνια επενδεδυμένα με ~. Επεξεργασία ~άρου. Εξόρυξη ~άρων.|| Το αίτημα της επιστροφής των ~άρων (: των γλυπτών) του Παρθενώνα. 2. (μτφ.) οτιδήποτε μοιάζει με αυτό: στήθος-~ (= γερό). Λείος/λευκός/ψυχρός σαν ~. (προφ.) Έμεινα ~ (= μαρμάρωσα, πάγωσα). ● ΣΥΜΠΛ.: τα ελγίνεια (μάρμαρα) βλ. ελγίνεια ● ΦΡ.: πληρώνω τα σπασμένα/τη νύφη/το μάρμαρο βλ. πληρώνω [< μτγν. μάρμαρον < αρχ. ὁ μάρμαρος’λευκή η λαμπερή πέτρα’ < αρχ. μαρμαίρω ‘αστράφτω, λάμπω, ακτινοβολώ’]
  • μαρμαρογλύπτης μαρ-μα-ρο-γλύ-πτης ουσ. (αρσ.): καλλιτέχνης που ασχολείται με τη μαρμαρογλυπτική. Πβ. μαρμαροτεχνίτης. Βλ. λιθοξόος. [< μτγν. μαρμαρογλύπτης]
  • μαρμαρογλυπτική μαρ-μα-ρο-γλυ-πτι-κή ουσ. (θηλ.): γλυπτική σε μάρμαρο: εκκλησιαστική ~.
  • μαρμαρογλυφείο [μαρμαρογλυφεῖο] μαρ-μα-ρο-γλυ-φεί-ο ουσ. (ουδ.) (λόγ.): εργαστήριο όπου γίνεται η κατεργασία του μαρμάρου ή/και κατάστημα όπου αυτό πωλείται. Βλ. -είο. ΣΥΝ. μαρμαράδικο [< γαλλ. marbrerie]
  • μαρμαροθέτημα μαρ-μα-ρο-θέ-τη-μα ουσ. (ουδ.): ΑΡΧΙΤ. διακοσμητική επίστρωση επιφανειών τοίχων ή δαπέδων με μικρά πολύχρωμα τεμάχια μαρμάρου. Βλ. ψηφιδωτό.
  • μαρμαροκονίαμα μαρ-μα-ρο-κο-νί-α-μα ουσ. (ουδ.) : ΟΙΚΟΔ. κονίαμα από μαρμαρόσκονη ή ασβέστη για την επίχριση τοίχων: λευκό ~. Βλ. ασβεστο-, τσιμεντο-κονίαμα.
  • μαρμαρόσκονη μαρ-μα-ρό-σκο-νη ουσ. (θηλ.): σκόνη μαρμάρου που χρησιμοποιείται κυρ. στην οικοδομική.
  • μαρμαρόστρωση μαρ-μα-ρό-στρω-ση ουσ. (θηλ.): κάλυψη επιφάνειας με μάρμαρο. Βλ. πλακόστρωση.
  • μαρμαρόστρωτος , η, ο μαρ-μα-ρό-στρω-τος επίθ. (λόγ.): που είναι στρωμένος με μάρμαρο: ~η: πλατεία. Βλ. -στρωτος. [< μεσν. μαρμαρόστρωτος]
  • μαρμαροτεχνίτης μαρ-μα-ρο-τε-χνί-της ουσ. (αρσ.): μαρμαράς· ειδικότ. μαρμαρογλύπτης. Βλ. -τεχνίτης.
  • μαρμαροψηφίδα μαρ-μα-ρο-ψη-φί-δα ουσ. (θηλ.) {συνήθ. στον πληθ.}: ψηφίδα μαρμάρου που χρησιμοποιείται κυρ. στην κατασκευή ψηφιδωτών.

-ειό

-ειό {πρόφ. σε μία συλλαβή, με συνίζηση} (λαϊκό): επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών που δηλώνουν τόπο, συνήθ. κατάστημα, εργαστήριο και γενικότ. κτίριο: καπηλ~/λιοτριβ~/μαγε(ι)ρ~/σχολ~. Βλ. -είο.

ελγίνεια

ελγίνεια [ἐλγίνεια] ελ-γί-νει-α επίθ./ουσ.: κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: τα ελγίνεια (μάρμαρα): αρχαία ελληνικά γλυπτά και αρχιτεκτονικά μέλη που απέσπασε ο λόρδος Έλγιν κυρ. από τον Παρθενώνα και τα μετέφερε στη Μεγάλη Βρετανία. [< αγγλ. Elgin marbles, 1809]

λιθοξόος

λιθοξόος λι-θο-ξό-ος ουσ. (αρσ.) (λόγ.): τεχνίτης που κατεργάζεται λίθους, μάρμαρα. Πβ. λαξευτής, μαρμαράς, πετράς. Βλ. μαρμαρογλύπτης. [< μτγν. λιθοξόος]

πλακόστρωση

πλακόστρωση πλα-κό-στρω-ση ουσ. (θηλ.): η ενέργεια και το αποτέλεσμα του πλακοστρώνω: παραδοσιακή ~. ~ πεζοδρομίων. Διαμόρφωση και ~ πλατείας. Εργασίες/υλικά ~ης. Πβ. λιθόστρωση. Βλ. -στρωση. [< γαλλ. dallage]

πληρώνω

πληρώνω πλη-ρώ-νω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {πλήρω-σα, πληρώ-σει, -θηκα (λόγ. μτχ. πληρω-θείς, -θείσα, -θέν), -θεί, πληρών-οντας, πληρω-μένος} & (λαϊκό) πλερώνω 1. καταβάλλω συνήθ. χρήματα, σε αντάλλαγμα για την αγορά προϊόντος, την παροχή υπηρεσίας, την εξόφληση χρέους ή αμείβω: ~ το εισιτήριο. Δεν χρειάζεται να ~σεις, κερνάω εγώ. Αγόρασε τόσα πράγματα, χωρίς να ~σει (δεκάρα/τίποτα) (= τζάμπα). ~ει όσο όσο, προκειμένου να αποκτήσει ... ~σε τα μαλλιά της κεφαλής του/τα μαλλιοκέφαλά του. Η παραγγελία θα ~θεί κατά την παράδοση.|| Το επίδομα ~εται αναδρομικά. ~θηκε (= εξοφλήθηκε) ένα μέρος από το ποσό.|| Την ~σαν/~θηκε αδρά/ψίχουλα. ~εται με το κομμάτι/με την ώρα. Δεν ~εται αυτά που δικαιούται/όσο θα έπρεπε/τις υπερωρίες. Βλ. ακριβο~, κακο~, καλο~, μοσχο~, ξανα~, προ~, χρυσο~, πληρω-θείς, -μένος, -τέος. ΑΝΤ. εισπράττω (1) 2. (μτφ.) υφίσταμαι τις συνέπειες: ~σε (ακριβά) την απειρία/την άρνησή/τις άστοχες επιλογές του. ~ει τα επίχειρα της επιπολαιότητάς του/το τίμημα της δόξας.|| (+ για) ~σε για τα εγκλήματά/τις πράξεις του (= τιμωρήθηκε). 3. δωροδοκώ, εξαγοράζω: Τους ~σαν για να μη μιλήσουν. Πβ. λαδώνω, χρηματίζω. 4. ανταποδίδω: Μια δουλειά που δεν ~εται με τίποτα/όσα και να δώσεις. ΣΥΝ. ξεπληρώνω (2) ● ΦΡ.: θα μου το πληρώσεις! (προφ.): θα σε εκδικηθώ: ~ ~ (ακριβά) (γι') αυτό που μου έκανες!, όλα εδώ πληρώνονται/εδώ πληρώνονται όλα: όλοι κάποια στιγμή στη ζωή τους τιμωρούνται για ό,τι κακό έκαναν. ΣΥΝ. εδώ είναι η κόλαση, εδώ και ο παράδεισος, πληρώνω (τα) κερατιάτικα/γαμησιάτικα (αργκό): επωμίζομαι άδικη ή υπερβολική οικονομική χρέωση: Εκείνος προκάλεσε το ατύχημα κι εγώ θα ~ ~; Βλ. κοροϊδίστικα λεφτά., πληρώνω τα σπασμένα/τη νύφη/το μάρμαρο (μτφ.-προφ.): πληρώνω τη ζημιά ή υφίσταμαι τις επιπτώσεις από σφάλματα ή παραλείψεις άλλων, βρίσκω τον μπελά μου χωρίς να φταίω., πληρώνω αμαρτίες βλ. αμαρτία, πληρώνω κάποιον με το ίδιο νόμισμα βλ. νόμισμα, πληρώνω κάποιον/κάτι χρυσό βλ. χρυσός [< μεσν. πληρώνω]

-στρωτος

-στρωτος, η, ο: β' συνθετικό επιθέτων για δήλωση του υλικού επίστρωσης μιας επιφάνειας: ασφαλτό~ (πβ. ασφαλτο-στρωμένος)/λιθό~/χαλικό~.|| (ουσιαστικοπ.) (Το) πλακό-στρωτο.

-τεχνίτης

-τεχνίτης {θηλ. -τεχνίτρια}: β' συνθετικό επαγγελματικών ουσιαστικών για δήλωση ειδικού τεχνίτη: ηλεκτρο~/μεταλλο~/μηχανο~/οδοντο~/πολυ~/ραδιο~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.