μάρμαρο μάρ-μα-ρο ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -άρου} 1. ΟΡΥΚΤ. σκληρό ασβεστολιθικό πέτρωμα με ποικίλα χρώματα, το οποίο χρησιμοποιείται κυρ. στην οικοδομική και τη γλυπτική· συνεκδ. το αντίστοιχο έργο τέχνης: γυαλισμένο/(υπό)λευκο/παριανό/πεντελικό/φυσικό ~. Αψίδες/γλυπτά/κολόνες/σκάλες από ~ (= μαρμάρινες). Σαλόνι/τραπέζι με ~. Μπάνια επενδεδυμένα με ~. Επεξεργασία ~άρου. Εξόρυξη ~άρων.|| Το αίτημα της επιστροφής των ~άρων (: των γλυπτών) του Παρθενώνα.2. (μτφ.) οτιδήποτε μοιάζει με αυτό: στήθος-~ (= γερό). Λείος/λευκός/ψυχρός σαν ~. (προφ.) Έμεινα ~ (= μαρμάρωσα, πάγωσα). ● ΣΥΜΠΛ.: τα ελγίνεια (μάρμαρα) βλ. ελγίνεια ● ΦΡ.: πληρώνω τα σπασμένα/τη νύφη/το μάρμαρο βλ. πληρώνω [< μτγν. μάρμαρον < αρχ. ὁ μάρμαρος’λευκή η λαμπερή πέτρα’ < αρχ. μαρμαίρω ‘αστράφτω, λάμπω, ακτινοβολώ’]
μαρμαρογλύπτης μαρ-μα-ρο-γλύ-πτης ουσ. (αρσ.): καλλιτέχνης που ασχολείται με τη μαρμαρογλυπτική. Πβ. μαρμαροτεχνίτης. Βλ. λιθοξόος. [< μτγν. μαρμαρογλύπτης]
μαρμαρογλυπτική μαρ-μα-ρο-γλυ-πτι-κή ουσ. (θηλ.): γλυπτική σε μάρμαρο: εκκλησιαστική ~.
μαρμαρογλυφείο [μαρμαρογλυφεῖο] μαρ-μα-ρο-γλυ-φεί-ο ουσ. (ουδ.) (λόγ.): εργαστήριο όπου γίνεται η κατεργασία του μαρμάρου ή/και κατάστημα όπου αυτό πωλείται. Βλ. -είο. ΣΥΝ. μαρμαράδικο [< γαλλ. marbrerie]
μαρμαροθέτημα μαρ-μα-ρο-θέ-τη-μα ουσ. (ουδ.): ΑΡΧΙΤ. διακοσμητική επίστρωση επιφανειών τοίχων ή δαπέδων με μικρά πολύχρωμα τεμάχια μαρμάρου. Βλ. ψηφιδωτό.
μαρμαροκονίαμα μαρ-μα-ρο-κο-νί-α-μα ουσ. (ουδ.) : ΟΙΚΟΔ. κονίαμα από μαρμαρόσκονη ή ασβέστη για την επίχριση τοίχων: λευκό ~. Βλ. ασβεστο-, τσιμεντο-κονίαμα.
μαρμαρόσκονη μαρ-μα-ρό-σκο-νη ουσ. (θηλ.): σκόνη μαρμάρου που χρησιμοποιείται κυρ. στην οικοδομική.
μαρμαρόστρωση μαρ-μα-ρό-στρω-ση ουσ. (θηλ.): κάλυψη επιφάνειας με μάρμαρο. Βλ. πλακόστρωση.
μαρμαρόστρωτος , η, ο μαρ-μα-ρό-στρω-τος επίθ. (λόγ.): που είναι στρωμένος με μάρμαρο: ~η: πλατεία. Βλ. -στρωτος. [< μεσν. μαρμαρόστρωτος]
μαρμαροψηφίδα μαρ-μα-ρο-ψη-φί-δα ουσ. (θηλ.) {συνήθ. στον πληθ.}: ψηφίδα μαρμάρου που χρησιμοποιείται κυρ. στην κατασκευή ψηφιδωτών.
-ειό
-ειό {πρόφ. σε μία συλλαβή, με συνίζηση} (λαϊκό): επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών που δηλώνουν τόπο, συνήθ. κατάστημα, εργαστήριο και γενικότ. κτίριο: καπηλ~/λιοτριβ~/μαγε(ι)ρ~/σχολ~. Βλ. -είο.
ελγίνεια
ελγίνεια [ἐλγίνεια] ελ-γί-νει-α επίθ./ουσ.: κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: τα ελγίνεια (μάρμαρα): αρχαία ελληνικά γλυπτά και αρχιτεκτονικά μέλη που απέσπασε ο λόρδος Έλγιν κυρ. από τον Παρθενώνα και τα μετέφερε στη Μεγάλη Βρετανία. [< αγγλ. Elgin marbles, 1809]
πλακόστρωση πλα-κό-στρω-ση ουσ. (θηλ.): η ενέργεια και το αποτέλεσμα του πλακοστρώνω: παραδοσιακή ~. ~ πεζοδρομίων. Διαμόρφωση και ~ πλατείας. Εργασίες/υλικά ~ης. Πβ. λιθόστρωση. Βλ. -στρωση. [< γαλλ. dallage]
πληρώνω
πληρώνω πλη-ρώ-νω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {πλήρω-σα, πληρώ-σει, -θηκα (λόγ. μτχ. πληρω-θείς, -θείσα, -θέν), -θεί, πληρών-οντας, πληρω-μένος} & (λαϊκό) πλερώνω 1. καταβάλλω συνήθ. χρήματα, σε αντάλλαγμα για την αγορά προϊόντος, την παροχή υπηρεσίας, την εξόφληση χρέους ή αμείβω: ~ το εισιτήριο. Δεν χρειάζεται να ~σεις, κερνάω εγώ. Αγόρασε τόσα πράγματα, χωρίς να ~σει (δεκάρα/τίποτα) (= τζάμπα). ~ει όσο όσο, προκειμένου να αποκτήσει ... ~σε τα μαλλιά της κεφαλής του/τα μαλλιοκέφαλά του. Η παραγγελία θα ~θεί κατά την παράδοση.|| Το επίδομα ~εται αναδρομικά. ~θηκε (= εξοφλήθηκε) ένα μέρος από το ποσό.|| Την ~σαν/~θηκε αδρά/ψίχουλα. ~εται με το κομμάτι/με την ώρα. Δεν ~εται αυτά που δικαιούται/όσο θα έπρεπε/τις υπερωρίες. Βλ. ακριβο~, κακο~, καλο~, μοσχο~, ξανα~, προ~, χρυσο~, πληρω-θείς, -μένος, -τέος. ΑΝΤ. εισπράττω (1) 2. (μτφ.) υφίσταμαι τις συνέπειες: ~σε (ακριβά) την απειρία/την άρνησή/τις άστοχες επιλογές του. ~ει τα επίχειρα της επιπολαιότητάς του/το τίμημα της δόξας.|| (+ για) ~σε για τα εγκλήματά/τις πράξεις του (= τιμωρήθηκε).3. δωροδοκώ, εξαγοράζω: Τους ~σαν για να μη μιλήσουν. Πβ. λαδώνω, χρηματίζω.4. ανταποδίδω: Μια δουλειά που δεν ~εται με τίποτα/όσα και να δώσεις. ΣΥΝ. ξεπληρώνω (2) ● ΦΡ.: θα μου το πληρώσεις! (προφ.): θα σε εκδικηθώ: ~ ~ (ακριβά) (γι') αυτό που μου έκανες!, όλα εδώ πληρώνονται/εδώ πληρώνονται όλα: όλοι κάποια στιγμή στη ζωή τους τιμωρούνται για ό,τι κακό έκαναν. ΣΥΝ. εδώ είναι η κόλαση, εδώ και ο παράδεισος, πληρώνω (τα) κερατιάτικα/γαμησιάτικα (αργκό): επωμίζομαι άδικη ή υπερβολική οικονομική χρέωση: Εκείνος προκάλεσε το ατύχημα κι εγώ θα ~ ~; Βλ. κοροϊδίστικα λεφτά., πληρώνω τα σπασμένα/τη νύφη/το μάρμαρο (μτφ.-προφ.): πληρώνω τη ζημιά ή υφίσταμαι τις επιπτώσεις από σφάλματα ή παραλείψεις άλλων, βρίσκω τον μπελά μου χωρίς να φταίω., πληρώνω αμαρτίες βλ. αμαρτία, πληρώνω κάποιον με το ίδιο νόμισμα βλ. νόμισμα, πληρώνω κάποιον/κάτι χρυσό βλ. χρυσός [< μεσν. πληρώνω]
-στρωτος
-στρωτος, η, ο: β' συνθετικό επιθέτων για δήλωση του υλικού επίστρωσης μιας επιφάνειας: ασφαλτό~ (πβ. ασφαλτο-στρωμένος)/λιθό~/χαλικό~.|| (ουσιαστικοπ.) (Το) πλακό-στρωτο.
-τεχνίτης
-τεχνίτης {θηλ. -τεχνίτρια}: β' συνθετικό επαγγελματικών ουσιαστικών για δήλωση ειδικού τεχνίτη: ηλεκτρο~/μεταλλο~/μηχανο~/οδοντο~/πολυ~/ραδιο~.
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.