Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • μάστιγα μά-στι-γα ουσ. (θηλ.): δυσάρεστη κατάσταση που αντιμετωπίζεται δύσκολα ή καθόλου· συμφορά, δυστυχία: κοινωνική ~. ~ τα τροχαία. Η ~ του αιώνα (κυρ. έιτζ, ναρκωτικά)/της εποχής. Ο πόλεμος αποτελεί τη ~ της ανθρωπότητας. Πβ. κατάρα, πληγή. [< αρχ. μάστιξ]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.