Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 9 εγγραφές  [0-9]


  • μάτι μά-τι ουσ. (ουδ.) {ματ-ιού | -ιών} 1. ΑΝΑΤ. το αισθητήριο όργανο της όρασης: γαλάζια (= γαλανά· πβ. μπλε)/καστανά/μαύρα/πράσινα ~ια. Αμυγδαλωτά/βουρκωμένα/κατακόκκινα/μεγάλα/ορθάνοιχτα/σχιστά ~ια. Μαυρισμένο ~ (από μπουνιά). Ανοιγοκλείσιμο/κινήσεις του ~ιού. Βάφει τα ~ια της. Κρέμα/μακιγιάζ/μολύβι/σκιές ~ιών. Το περίγραμμα των ~ιών. Με δεμένα (τα) ~ια. Μαύροι κύκλοι/σακούλες κάτω από τα ~ια. Έχασε την όρασή του από το αριστερό/δεξί ~. Μπήκε ένα σκουπιδάκι στο ~. Τσούζουν τα ~ια μου από τον καπνό. Σιγά, θα μου βγάλεις κανένα ~/το ~ με την ομπρέλα! Κοίτα με στα ~ια. Κουράστηκαν τα ~ια μου. Τρέχουν δάκρυα από τα ~ια. Τα ~ια βγήκαν κόκκινα στη φωτογραφία.|| Σύνθετα ~ια μέλισσας/μύγας. Προεξέχοντα ~ια.|| (ΑΝΑΤ.) Αγγεία/βλέφαρα/βολβός/βυθός/ίριδα/κανθός/κόγχη/κόρη/μύες/φακός/(αμφιβληστροειδής/κερατοειδής) χιτώνας του ~ιού. Πίεση στα ~ια. Γυάλινο ~. Βιονικό/τεχνητό ~ για τυφλούς. Μόλυνση/φλεγμονή του ~ιού. Βλ. αστιγματισμός, γλαύκωμα, δαλτονισμός, καταρράκτης, στραβισμός, αμβλυ-, αμετρ-, μυ-, πρεσβυ-, υπερμετρ-ωπία, α-, δυσ-χρωματοψία, βλεφαρ-, επιπεφυκ-, κερατ-ίτιδα, ωχρά/ωχρή κηλίδα. ΣΥΝ. οφθαλμός (1) 2. η ιδιότητα, η ικανότητα της όρασης: αόρατο στο ~. Έχει γερό/δυνατό ~ (: βλέπει πολύ καλά). Έχει χάσει τα ~ια του (: έχει τυφλωθεί). Τι βλέπουν τα ~ια μου! Χαρά των ~ιών (: ευχάριστο να το βλέπει κάποιος). Μέχρι εκεί που φτάνει το ~ (: μέχρι εκεί που μπορεί να δει κάποιος).|| (μτφ.) Τα βλέπει όλα, λες κι έχει ~ια στην πλάτη. 3. το βλέμμα και γενικότ. η έκφραση του προσώπου, όταν κοιτάζει κάποιος κάτι: γλυκά/ζεστά/λαμπερά/τσακίρικα/ψυχρά ~ια. Τα αδιάκριτα ~ια των περαστικών. Η εντυπωσιακή εμφάνιση τραβάει το ~. Έχει τα ~ια του πατέρα της (πβ. ματιά). Η γλώσσα των ~ιών. Συνεννοούμαι με τα ~ια. Γουρλώνω/κατεβάζω/σηκώνω/στρέφω/χαμηλώνω τα ~ια. Έχω τα ~ια μου καρφωμένα στη γη/κάτω. Δεν ξεκολλούσε τα ~ια του από πάνω της. Τον κοίταξε κατευθείαν στα/(ίσια) μέσα στα ~ια (ενν. με ειλικρίνεια). Τον παρακολουθούσα με την άκρη του ~ιού μου. Γύρισα τα ~ια μου αλλού. Πού έχεις τα ~ια σου (: πού κοιτάς); Τα ~ια είναι ο καθρέφτης της ψυχής. Ο τρόμος ήταν ζωγραφισμένος στα ~ια του. 4. (μτφ.) ο τρόπος αντιμετώπισης μιας κατάστασης: με το/μέσα από το ~ του αναγνώστη/ειδικού/επιστήμονα/θεατή. Η ζωή μέσα από τα ~ια ενός παιδιού. Η εικόνα της χώρας στα ~ια των ξένων. Αντιμετωπίζω/βλέπω/εξετάζω τα πράγματα με έμπειρο/θετικό/κριτικό ~. Βλέπει το μέλλον με καλύτερο ~. Βλέπουν τον κόσμο με τα ίδια ~ια. Ήταν η καλύτερη ταινία στα ~ια (: κατά την εκτίμηση) όλων. Πβ. οπτική γωνία, σκοπιά.|| Mε το ~/τα ~ια (: ενδιαφέρον) στραμμένο/α στο μέλλον.|| Το άγρυπνο ~ (: επίβλεψη) της Αστυνομίας/του Νόμου. 5. καθετί που μοιάζει με μάτι: ηλεκτρονικό ~. Το ~ της πόρτας (= ματάκι)/της φωτογραφικής μηχανής. Το ~ του τυφώνα (: το κέντρο). ~ διχτυού (: καθεμία από τις τρύπες, πβ. θηλιά). (παλαιότ.) ~ της θάλασσας (= δίνη). Αβγά ~ια (: τηγανισμένα ώστε ο κρόκος να ξεχωρίζει από το ασπράδι). Περνάω την κλωστή από το ~ (: τρύπα στην κορυφή) της βελόνας.|| (εστία κουζίνας:) Ηλεκτρικό/μεγάλο/μεσαίο/μικρό ~. Ανάβω/σβήνω το ~. Ξέχασα ανοιχτό το ~. 6. (λαϊκό) κακό μάτι· σπανιότ. ματόχαντρο: σκόρδο/(μπλε) χάντρα για το ~. Πιστεύει στο ~.|| Φόρα ένα ~! 7. ΒΟΤ. (κοινό) οφθαλμός. Πβ. κόμπος, ρόζος. Βλ. βλαστός, φύτρα. ΣΥΝ. μπουμπούκι (2) ● Μεγεθ.: ματάρες (οι): (ως οικ. προσφών.) ~ μου όμορφες! ● ΣΥΜΠΛ.: κακό μάτι: βλέμμα που θεωρείται ότι μπορεί να προκαλέσει βλάβη σε κάποιον: Έχει ~ ~! Πρόσεχε το ~ ~! Βλ. βασκανία, μάτιασμα., μάτια γάτας: ανακλαστήρες οδοστρώματος: διαχωρισμός των κατευθύνσεων/οριοθέτηση των λεωφορειόδρομων με ~ ~ (κίτρινου χρώματος). [< αγγλ. cat's-eyes, 1940] , μάτι της τίγρης/του τίγρη βλ. τίγρη, μάτι του κυκλώνα βλ. κυκλώνας, μάτια κουμπότρυπες βλ. κουμπότρυπα, τρίτο μάτι βλ. τρίτος ● ΦΡ.: (βλέπω/κοιτώ κάποιον/κάτι) με μισό/στραβό μάτι & με λοξό μάτι (μτφ.): με αντιπάθεια, κακία, μίσος ή καχύποπτα: Δεν με χωνεύει καθόλου και με κοιτάει ~ ~. Με πήρε απ' την αρχή με στραβό ~., (πρόσεχε/έχε κάποιον/κάτι) σαν τα μάτια σου: για κάτι που το θεωρούμε πολύτιμο: Προσέχει/έχει/φυλάει το καινούργιο αμάξι ~ ~ του., ... και τα μάτια σου! (εμφατ.): πρόσεχε πολύ, έχε το νου σου: Το παιδί ~ ~!, άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας (παροιμ.): για ποιοτική διαφοροποίηση φαινομενικά όμοιων πραγμάτων: Πολλοί αντέγραψαν το αρχικό σχέδιο, όμως ~ ~., βάζω/έχω (κάποιον/κάτι) στο μάτι: εποφθαλμιώ· σταμπάρω, επιβουλεύομαι: ~ ~ το πορτοφόλι/τα χρήματα κάποιου. Έχει βάλει ~ (= στοχεύει) την πρώτη θέση. Έχω βάλει ~ ένα φόρεμα (: θέλω να το αποκτήσω· πβ. μπανίζω).|| Τον έχουν βάλει ~ και δεν τον αφήνουν σε ησυχία., βγάζει μάτι/χτυπάει στο μάτι: προκαλεί πολύ μεγάλη εντύπωση: Οι ανορθόγραφες λέξεις/τα κόκκινα παπούτσια βγάζουν ~/χτυπάνε ~., βγάζω τα μάτια (σε κάτι) (σπάν.-προφ.): του καταστρέφω τον μηχανισμό., βγάζω τα μάτια μου (μτφ.) 1. κουράζονται τα μάτια μου με κάτι: Έβγαλα ~ να καταλάβω τι γράφει. 2. τσακώνομαι πολύ έντονα: Αν τους αφήσεις μόνους, θα βγάλουν ~ τους. 3. (αργκό) κάνω σεξ., βλέπω/παίρνω (κάποιον/κάτι) με καλό/με κακό μάτι: έχω ευνοϊκή/δυσμενή διάθεση απέναντι σε πρόσωπο ή κατάσταση: Αν δεν το δεις με καλό μάτι, δεν θα πετύχεις. Από την αρχή με πήρε με κακό μάτι. Βλ. καλο-, κακο-βλέπω., για τα μάτια του κόσμου (προφ.): για κάτι που γίνεται για τα προσχήματα, ώστε να αποφευχθεί η κοινωνική επίκριση: φιλανθρωπίες ~ ~. Πβ. ξεκάρφωμα. Βλ. για την τιμή των όπλων, κατ' επίφαση. ΣΥΝ. για το θεαθήναι, για τους τύπους, για τα ωραία/τα μαύρα μάτια (κάποιου): για την ομορφιά του και γενικότ. για το χατίρι του: Τσακώθηκαν ~ ~ της μάτια (ή για τα μάτια μιας γυναίκας).|| (συνήθ. ειρων.) Δεν είναι μαζί σου ~ ~ σου μάτια, αλλά για τα λεφτά σου., δεν αφήνω κάποιον/κάτι από τα μάτια μου: δεν παύω να παρακολουθώ, να επιτηρώ: Στιγμή δεν τους άφησε ~ της., δεν έχω μάτια (γι' άλλον): δεν ενδιαφέρομαι, δεν προσέχω κάποιον άλλο: Ορκίζεται ότι με αγαπάει και πως δεν έχει ~ γι΄ άλλη. Είναι τόσο ερωτευμένοι, που δεν έχουν ~ παρά μόνο ο ένας για τον άλλον., δεν έχω μάτια να δω 1. (κάποιον): τον ντρέπομαι: Μετά την παρεξήγηση δεν είχε ~ να τον δει. 2. (κάτι): δεν μπορώ να καταλάβω, συνήθ. γιατί είμαι στενόμυαλος, κοντόφθαλμος: Δεν έχουν ~ να δουν τι συμβαίνει;, δεν κλείνω μάτι (εμφατ.): δεν μπορώ να κοιμηθώ: Δεν έκλεισα ~ όλη (τη) νύχτα από τον βήχα/τη στεναχώρια., δεν τον/το πιάνει το μάτι σου: δεν αντιλαμβάνεσαι από την αρχή την πραγματική του αξία, τον χαρακτήρα, την κατάστασή του: Είναι ένα μικρό μαγαζάκι που δεν το ~ ~., ένα τρίτο μάτι: μια άλλη άποψη που θεωρείται συνήθ. αντικειμενική· (κυρ. γενικότ.) κάποιος άλλος: ~ ~ μπορεί να εντοπίσει στο κείμενο λάθη που ξέφυγαν., έπεσε στα μάτια (κάποιου) (μτφ.) 1. έπαψε να έχει την εκτίμησή του: Με την προκλητική του συμπεριφορά έπεσε ~ μας. Πβ. ξεπέφτω. ΑΝΤ. ανεβαίνει στην εκτίμηση/στα μάτια κάποιου 2. είδα, βρήκα τυχαία: Ψάχνοντας ~ ~ μου το βιβλίο αυτό., έχω τα μάτια μου δεκατέσσερα/τέσσερα: έχω τεταμένη την προσοχή μου, προσέχω πάρα πολύ: (συνήθ. ως προτροπή) Τα μάτια σου ~, κακομοίρη μου (= πρόσεχε)! Πρέπει συνεχώς να ~ ~, μην τυχόν και μου τη φέρουν., θα σου βγάλω τα μάτια: ως απειλητική έκφραση: ~ ~, αν με κοροϊδέψεις!, καλύτερα/κάλλιο να σου βγει το μάτι παρά το όνομα (παροιμ.): για να τονιστεί το πόσο κακό είναι να αποκτήσει κάποιος κακή φήμη., καλώς τα μάτια μου τα δυο (οικ.-συχνά ειρων.): ως καλωσόρισμα., κάνω τα γλυκά μάτια (σε κάποιον): προσπαθώ να τον προσελκύσω, συνήθ. ερωτικά: Της έκανε ~ και την έριξε (πβ. φλερτάρω). Του κάνει ~, για να τον καλοπιάσει. [< γαλλ. faire les yeux doux] , κάνω τα στραβά μάτια: κάνω πως δεν αντιλαμβάνομαι κάτι αρνητικό, παραβλέπω: Όλο του φωνάζεις, κάνε και λίγο τα ~ ~!, κόβει το μάτι (του) & έχει μάτι (μτφ.): έχει (μεγάλη) αντίληψη, είναι έξυπνος, παρατηρητικός: Βλέπω, ~ ~ σου! Δεν μπορείς να πεις, ~ ~ μου/έχω ~!, μάτια που δεν βλέπονται, γρήγορα λησμονιούνται (παροιμ.): για ανθρώπους, συνήθ. φίλους ή συγγενείς, που ξεχνούν ο ένας τον άλλον όταν δεν συναντιούνται συχνά, που παύουν να έχουν τα ίδια έντονα συναισθήματα όταν βρίσκονται μακριά., μάτια/ματάκια μου: (ως οικ. προσφών.) Τι κάνεις ~ ~;, μαύρα μάτια κάναμε (να σε δούμε) (προφ.): για να δηλωθεί ότι έχουμε πολύ καιρό να δούμε κάποιον ή κάτι: Άντε βρε παιδί μου, ~ ~! ~ ~ να δούμε ποιοτική εκπομπή!, με άλλα/διαφορετικά/καινούργια/νέα μάτια: για διαφορετική προσέγγιση, αντιμετώπιση ενός θέματος: Μετά τον τραυματισμό είδε τον κόσμο με άλλα ~. Ηρέμησε και θα δεις τα πράγματα με διαφορετικό μάτι. Πβ. ματιά., με πιάνει το μάτι: ματιάζομαι εύκολα: Φοράει σταυρό, για να μην τον ~ ~., με το μάτι: χωρίς ακριβή μέτρηση, ζύγιση, κατά προσέγγιση: Υπολογίζω ~ ~ (την ποσότητα). Ρίχνω αλάτι στο φαγητό ~ ~., μπροστά/μπρος/μες στα μάτια μου (επιτατ.): για κάτι που συμβαίνει ή βρίσκεται μπροστά μου: Το ατύχημα διαδραματίστηκε/έγινε μπροστά ~ ~ (πβ. ενώπιον). Το πορτοφόλι ήταν μπρος/μες ~ ~ κι εγώ δεν το έβλεπα.|| (μτφ.) Μας κοροϊδεύει μπροστά ~ ~ μας!|| Μπροστά στα μάτια των περαστικών (= μπροστά στον κόσμο)., να χαρείς τα μάτια σου (οικ.): σε περιπτώσεις που ζητείται ευγενικά από κάποιον να κάνει κάτι: Έλα λίγο εδώ, ~ ~!, παίζει το μάτι του & το μάτι του παίζει (μτφ.): παρατηρεί με ερωτικό κυρ. ενδιαφέρον τους άλλους, ερωτοτροπεί: Αν και ~ ~ του, της είναι πιστός. ~ ~ της από 'δω και από 'κει/δεξιά-αριστερά., παίζει/πετάει το μάτι μου: σε περιπτώσεις που γίνονται αυτόνομες συσπάσεις των μυών του ματιού, συνήθ. από άγχος και νευρικότητα. Πβ. τρεμοπαίζει., παίρνει το μάτι μου (κάποιον/κάτι): βλέπω κάποιον/κάτι τυχαία, φευγαλέα ή από μακριά: Εκεί που καθόμουνα, πήρε ~ μια γνωστή φυσιογνωμία. Κάπου το(ν) πήρε ~., παίρνω/κάνω μάτι: κοιτάζω κρυφά, κυρ. ηδονοβλεπτικά: Τον έπιασα να ~ει ~ την ώρα που ντυνόμουν. Πβ. μπανίζω., πέφτει το μάτι/η ματιά/το βλέμμα μου (κάπου) & το μάτι/βλέμμα πήγε (κάπου) (οικ.): βλέπω κάτι/κάποιον τυχαία: Ξεφυλλίζοντας την εφημερίδα, το μάτι μου έπεσε σε ένα ενδιαφέρον άρθρο. Κοιτούσε το πλήθος και το βλέμμα του έπεσε πάνω της., του μπαίνω στο μάτι: γίνομαι στόχος κάποιου: Τους μπήκα ~, επειδή δεν συμφώνησα μαζί τους. Η περιουσία του μπήκε ~ των απατεώνων., χάνω κάποιον/κάτι από τα μάτια μου: παύω να έχω οπτική επαφή με αυτό(ν): Ένα λεπτό να τον χάσω ~ και την έκανε τη ζημιά. Μπήκε βιαστικά στο βαγόνι και τον έχασα ~.|| Δεν τη ~ει ~ του (: την παρακολουθεί συνεχώς)., ... να δουν τα μάτια σου! βλ. βλέπω, α/ου να (μου) χαθείς & χάσου από μπροστά μου/από τα μάτια μου & άι χάσου! βλ. χάνω, ακολουθώ κάποιον/κάτι με το βλέμμα/με τα μάτια βλ. ακολουθώ, ανεβαίνει στην εκτίμηση/στα μάτια κάποιου βλ. ανεβαίνω, ανοίγω τα μάτια (κάποιου) βλ. ανοίγω, ανοίγω τα μάτια μου βλ. ανοίγω, βάζω τα χεράκια μου και βγάζω τα ματάκια/μάτια μου βλ. χεράκι, βλέπω αστ(ε)ράκια/πουλάκια βλ. βλέπω, γδύνω με τα μάτια βλ. γδύνω, γυαλίζει το μάτι του βλ. γυαλίζω, δεν θέλω να ξαναδώ κάποιον (στα μάτια μου/μπροστά μου)/δεν θέλω ούτε να ξέρω/να βλέπω κάποιον βλ. θέλω, δεν μου γεμίζει το μάτι βλ. γεμίζω, δεν παίρνω τα μάτια μου από (πάνω) ... βλ. παίρνω, δεν πιστεύω στα μάτια/στ' αυτιά μου βλ. πιστεύω, είδα (κάποιον/κάτι) με τα ίδια μου τα μάτια/με τα μάτια μου βλ. βλέπω, είδα τον χάρο με τα μάτια μου βλ. χάρος, έχει φοβηθεί το μάτι μου βλ. φοβάμαι, έχω δει πολλά & έχουν δει πολλά τα μάτια μου βλ. βλέπω, έχω τ' αυτιά/τα μάτια μου ανοιχτά βλ. ανοιχτός, θολώνει το μάτι μου βλ. θολώνω, καρφί στο μάτι βλ. καρφί, κλείνουν τα μάτια μου βλ. κλείνω, κλείνω τα μάτια (κάποιου) βλ. κλείνω, κλείνω τα μάτια (μου) βλ. κλείνω, κλείνω το μάτι (σε κάποιον) βλ. κλείνω, κόρακας κοράκου μάτι δε(ν) βγάζει βλ. κόρακας, μάτια που βγάζουν/πετούν σπίθες/φλόγες/φωτιές βλ. σπίθα, με γελούν τα αυτιά/τα μάτια μου βλ. γελώ, με γυμνό μάτι/οφθαλμό βλ. γυμνός, με κλειστά (τα) μάτια βλ. κλειστός, με την τσίμπλα στο μάτι βλ. τσίμπλα, μου πετάχτηκαν/μας πέταξε τα μάτια έξω βλ. πετώ, όποιος έχει μάτια, βλέπει βλ. βλέπω, περνώ (κάτι) από την τρύπα/το μάτι της βελόνας βλ. τρύπα, πήζει το μάτι βλ. πήζω, πήρε των ομματιών του/τα μάτια του βλ. ομμάτιον, πονάει δόντι, βγάζει μάτι βλ. δόντι, ρίχνω στάχτη στα μάτια βλ. στάχτη, στέγνωσαν/στέρεψαν τα μάτια/τα δάκρυά μου βλ. στεγνώνω, στο μάτι/στη δίνη του κυκλώνα βλ. κυκλώνας, τα μάτια βασίλεψαν/βασιλεμένα μάτια βλ. βασιλεύω, της Παναγιάς τα μάτια βλ. Παναγία, τι έχουν να δουν/τι άλλο θα δουν τα μάτια/τα ματάκια μας βλ. βλέπω, το βλέμμα/μάτι μου σταμάτησε (σε ...) βλ. σταματώ, το γινάτι βγάζει μάτι βλ. γινάτι, το μάτι μου γαρίδα βλ. γαρίδα, το μάτι σου τ΄αλλήθωρο (που τρέχει στον κατήφορο) βλ. αλλήθωρος, τον κοροϊδεύει μες στα μούτρα του/μπροστά στα μάτια του/κατάμουτρα βλ. μούτρο, τον/την κοιτάει στα μάτια βλ. κοιτάζω, τρίβω τα μάτια μου βλ. τρίβω, τρώω με τα μάτια/με το βλέμμα βλ. τρώω, φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο βλ. τρώω [< μεσν. μάτιν, γαλλ. œil, yeux, αγγλ. eye]
  • ματιά μα-τιά ουσ. (θηλ.) 1. βλέμμα, κοίταγμα: αθώα/απλανής/διεισδυτική/ειρωνική/θολή/τρυφερή ~. Έριξε μια κλεφτή ~. Πονηρές ~ιές.|| (μια γρήγορη) ~ στον κόσμο/στα νέα. Το πρόγραμμα με μια ~ (: συνοπτικά, σύντομα). Αυτό το βλέπει κανείς με μια δεύτερη/πρόχειρη ~. 2. (μτφ.) τρόπος αντιμετώπισης των πραγμάτων, οπτική γωνία: Βλέπει τα πράγματα με άλλη/διαφορετική/νέα ~ (= με άλλα/διαφορετικά/νέα μάτια). Πβ. άποψη. ● ΦΡ.: διασταυρώνονται τα βλέμματά μας βλ. διασταυρώνω, με την πρώτη ματιά βλ. πρώτος, πέφτει το μάτι/η ματιά/το βλέμμα μου (κάπου) βλ. μάτι, ρίχνω ένα βλέμμα/μια ματιά σε κάποιον βλ. ρίχνω, ρίχνω μια ματιά σε κάτι βλ. ρίχνω
  • ματιάζω μα-τιά-ζω ρ. (μτβ.) {μάτια-σα, -σει, -στηκα, -στεί, -σμένος}: (σε λαϊκές προλήψεις) ασκώ βλαπτική επίδραση σε κάποιον με τον τρόπο που τον κοιτάζω, κυρ. λόγω ζήλειας ή θαυμασμού. ΣΥΝ. βασκαίνω ΑΝΤ. ξεματιάζω ● ΦΡ.: φτου (σου), να μη σε ματιάσω! & να μη(ν) (α)βασκαθείς/σε βασκάνω! & φτου!: έκφραση θαυμασμού και προσπάθεια αποτροπής της βλαπτικής επίδρασης του σχετικού συναισθήματος: Τι ωραία που είσαι! Φτου, (να) μη σε ~σω! [< μεσν. ματιάζω]
  • μάτιασμα μά-τια-σμα ουσ. (ουδ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ματιάζω, βασκανία: γαλάζια χάντρα/ματάκι/φυλαχτό για το ~. Βλ. (κακό) μάτι. ΑΝΤ. ξεμάτιασμα
  • ματιέρα μα-τιέ-ρα ουσ. (θηλ.): ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. υφή και τρόπος χρήσης υλικού, κυρ. μπογιάς, από καλλιτέχνη. Βλ. κολάζ. [< γαλλ. matière]
  • ματίζω μα-τί-ζω ρ. (μτβ.) {κυρ. στον ενεστ.}: (λαϊκό) συνδέω τις άκρες δύο τμημάτων από το ίδιο υλικό, ώστε να αυξήσω το μήκος: ~ουν τα δίχτυα/σχοινιά. Πβ. επιμηκύνω, μακραίνω, τσοντάρω. [< αρχ. ἁμματίζω 'δένω']
  • ματικάπι μα-τι-κά-πι ουσ. (ουδ.) (λαϊκό): ΤΕΧΝΟΛ. είδος χειροκίνητου ή ηλεκτρικού τρυπανιού. Βλ. αρίδα. [< τουρκ. matkap]
  • ματισιά μα-τι-σιά ουσ. (θηλ.): ΝΑΥΤ. είδος πλέξης δύο σχοινιών.
  • μάτισμα μά-τι-σμα ουσ. (ουδ.) (λαϊκό): η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ματίζω.

ακολουθώ

ακολουθώ [ἀκολουθῶ] α-κο-λου-θώ ρ. (μτβ. κ. σπάν. αμτβ.) {ακολουθ-είς κ. -άς ...| ακολούθ-ησα, -είται, -ήθηκε, -ούμενος, -ώντας} & (προφ.) ακολουθάω 1. κινούμαι πίσω από κάποιον ή πηγαίνω μαζί του, τον συνοδεύω: ~ τον ξεναγό. Το σκυλί με ~ούσε (: με είχε πάρει από πίσω). Άρχισε να προχωρεί κι ο φίλος του τον ~ησε. Ακολουθήστε (εσφαλμ. ακολουθείστε) με (= ελάτε μαζί μου)! ~ήστε το προπορευόμενο αυτοκίνητο. Βλ. παρ~.|| ~ από κοντά. Τον ~εί σε όλες του τις εκδηλώσεις. Η οικογένειά του τον ~ούσε παντού.|| Οι ενοχές/οι τύψεις τον ~ούσαν (πβ. κατα-διώκω, -τρύχει). Τα λάθη μας μάς ~ούν (: υφιστάμεθα τις συνέπειές τους). Βλ. προηγούμαι. 2. βρίσκομαι ή έρχομαι (χρονικά, τοπικά, σε σειρά) ύστερα από κάτι ή κάποιον, εμφανίζομαι ως συμπλήρωμα ή συνέπεια: ~εί πολιτική διαφήμιση. Στο διάγραμμα/κείμενο/στη σελίδα που ~εί, παρουσιάζεται ... Στο πρωτάθλημα κυριαρχεί ο ... και ~ούν οι ... Στους αιώνες/στα χρόνια που ~ησαν ... (Μετά τα εγκαίνια) θα ~ήσει δεξίωση/συζήτηση. Τις καταρρακτώδεις βροχές ~εί (= διαδέχεται) η διάβρωση του εδάφους. Τις εκρήξεις ~ησε πανικός. Μετά την οικονομική κρίση ~ησε (= επακολούθησε, επήλθε) ανάκαμψη. ~είται η ίδια διαδικασία. Η δήλωσή του ~ήθηκε (: συνοδεύτηκε) από κραυγές ενθουσιασμού. Πβ. συν~. ΣΥΝ. έπομαι 3. κινούμαι προς ορισμένη κατεύθυνση, ασχολούμαι με κάποιο επάγγελμα ή δραστηριότητα: ~ το μονοπάτι. ~ησε τα ίχνη του δραπέτη. Η πομπή ~ούσε τη διαδρομή ...|| (μτφ.) ~ησε τον δρόμο της προόδου. Οι δείκτες ~ησαν ανοδική/καλπάζουσα/φθίνουσα πορεία.|| ~ησε θεωρητικές/τεχνολογικές σπουδές. ~ησε πανεπιστημιακή καριέρα/το επάγγελμα του πατέρα του/τη νομική επιστήμη. 4. (μτφ.) σκέφτομαι ή ενεργώ σύμφωνα με κάτι, τηρώ, εφαρμόζω: ~ μια λύση/μια μέθοδο/τη μόδα/τον νόμο/τις οδηγίες (πβ. εκτελώ)/την παράδοση/την πεπατημένη/μια πολιτική/ένα πρόγραμμα/τις συστάσεις (πβ. συμμορφώνομαι, υπακούω)/μια τακτική. ~ τη γνώμη/τη γραμμή/το παράδειγμα/ένα πρότυπο (πβ. μιμούμαι)/τη συμβουλή κάποιου. ~ μια στάση/έναν τρόπο ζωής. ~εί το ένστικτό του/τη φωνή της καρδιάς/της συνείδησής του. ~ησε τα όνειρά σου! Ο κόσμος ~εί τους χαρισματικούς ηγέτες (: τους αποδέχεται ως αρχηγούς). ~ησε δίαιτα χαμηλή σε λιπαρά/την κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή. Ποιες διατροφικές συνήθειες ~είτε; ~ήθηκε εξατομικευμένη θεραπεία/η συνήθης διαδικασία. Βλ. εξ~. ● ΦΡ.: ακολουθεί τη μοίρα/την τύχη κάποιου: παθαίνει τα ίδια με κάποιον: Ο τόπος ~ησε ~ της υπόλοιπης περιοχής (: σε περιπτώσεις ξένης κατοχής)., ακολούθησε (κάποιον) στον τάφο/στον θάνατο: πέθανε και ο ίδιος ύστερα από μικρό χρονικό διάστημα: Ένα μήνα αργότερα ~ τη γυναίκα του ~., ακολουθώ κάποιον/κάτι με το βλέμμα/με τα μάτια: παρατηρώ κάποιον, κάτι που μετακινείται: Τον ακολούθησε ~, ώσπου εκείνος χάθηκε στην ομίχλη. [< γερμ. jemandem mit den Augen folgen] , ακολουθώ κατά βήμα/βήμα προς βήμα βλ. βήμα, ακολουθώ κατά πόδας βλ. πους, ακολουθώ τα/βαδίζω στα βήματα/χνάρια βλ. βήμα [< αρχ. ἀκολουθῶ, αγγλ. follow, γαλλ. suivre, γερμ. folgen]

αλλήθωρος

αλλήθωρος [ἀλλήθωρος] αλ-λή-θω-ρος επίθ./ουσ.: που αλληθωρίζει: ~ο: βλέμμα. ~α: μάτια. (κατ' επέκτ.) Φορτηγά με ~α φώτα. Πβ. γκαβός.|| (μτφ.) Υποκριτές και ~οι (: που κάνουν πως δεν βλέπουν). ● επίρρ.: αλλήθωρα: (μτφ.) Eνεργούν κοντόθωρα και ~. ● ΦΡ.: το μάτι σου τ΄αλλήθωρο (που τρέχει στον κατήφορο) (υβριστ.): ως μομφή σε πρόσωπο που δεν ξέρει τι λέει. [< μεσν. αλλήθωρος - – παλαιότ. ορθογρ. αλλοίθωρος]

ανεβαίνω

ανεβαίνω [ἀνεβαίνω] α-νε-βαί-νω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {ανέβηκα, ανέβα, θα/να ανεβώ/ανέβω, έχω ανεβεί/ανέβει, ανεβασμένος, ανεβαίν-οντας} 1. (για έμψυχα ή άψυχα) κινούμαι από κάτω προς τα πάνω ή προς ψηλότερο σημείο και κατ' επέκτ. κινούμαι από τον νότο προς τον βορρά, από το κέντρο προς την περιφέρεια, από τα παράλια προς την ενδοχώρα: ~ την ανηφόρα/τον δρόμο (= ανηφορίζω, ΑΝΤ. κατηφορίζω)/το μονοπάτι/τα σκαλοπάτια. ~ στο άλογο (πβ. ιππεύω, καβαλικεύω)/στον άμβωνα/στο βήμα/στο δέντρο (= σκαρφαλώνω)/στην εξέδρα/στην κορυφή του βουνού (= αναρριχώμαι)/στη σκηνή/στην ταράτσα. Ο ήλιος ~ει (= (αν)υψώνεται) στον ουρανό. Το υποβρύχιο ~ει από τον βυθό στην επιφάνεια της θάλασσας. Το ασανσέρ ανέβηκε ως τον τέταρτο. Το αεροπλάνο ανέβηκε στα δέκα χιλιάδες πόδια. Δάκρυα ανέβηκαν στα μάτια του (= δάκρυσε). Ένας φιδωτός δρόμος ~ει (= φτάνει) ως την κορυφή του βουνού. Ανέβηκε στο πρώτο σκαλί του βάθρου (: πήρε το χρυσό μετάλλιο). Ανέβαινε (= μετέβαινε, πήγαινε) συχνά στην ..., για να δει τους δικούς του. Η πομπή ανέβηκε από το λιμάνι προς την πλατεία.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Ανέβηκε στο σάιτ (: έχει σταλεί στον διακομιστή).|| (ΓΡΑΜΜ.) Ο τόνος ανέβηκε κατά τη σύνθεση στο α' συνθετικό (: μεταφέρθηκε σε προηγούμενη συλλαβή). ΑΝΤ. κατεβαίνω (1) 2. {στο γ' πρόσ.} αυξάνομαι (ως προς την τιμή, τον όγκο, τη στάθμη, το ύψος, το όριο, την ένταση, την ποιότητα): ~ει η ζύμη (= φουσκώνει)/η θερμοκρασία/το κόστος/το ποσοστό. Η τιμή του ψωμιού ανέβηκε κατακόρυφα (ΑΝΤ. έπεσε). ~ει επικίνδυνα η στάθμη των υδάτων (ΑΝΤ. κατεβαίνει, κατέρχεται). Μου ανέβηκε το ζάχαρο. Ανέβηκε ο γενικός δείκτης του χρηματιστηρίου. Ανέβηκαν τα έξοδα/τα κέρδη της εταιρείας κατά 5%. Ανέβηκε το δολάριο/ευρώ. Έχει ανέβει αισθητά το βιοτικό επίπεδο της χώρας. Ο ρυθμός ανάπτυξης ανέβηκε σημαντικά (ΑΝΤ. μειώθηκε). Με ανεβασμένο ηθικό. 3. ανέρχομαι επαγγελματικά, κοινωνικά ή βαθμολογικά, αποκτώ θέση, κερδίζω αναγνώριση: ~ σε αξίωμα/στην εξουσία/στην ιεραρχία. Το κόμμα της αντιπολίτευσης ~ει στις δημοσκοπήσεις. Η ομάδα ανέβηκε στην Α' Εθνική. Έχει ανεβεί στην κορυφή των προτιμήσεων του κοινού. Πβ. ανελίσσομαι, προ-άγομαι, -οδεύω. 4. επιβιβάζομαι σε μεταφορικό μέσο: ~ στο αεροπλάνο/λεωφορείο/πλοίο/ποδήλατο/ταξί/τρένο (ΑΝΤ. αποβιβάζομαι). 5. (προφ.) νιώθω ψυχική ευφορία, είμαι πολύ ευδιάθετος: Μετά την επιτυχία του ανέβηκε ψυχολογικά. Ανεβασμένη διάθεση/ψυχολογία. Πβ. φτιάχνομαι. ΑΝΤ. πέφτω (11) 6. {στο γ' πρόσ.} (για θεατρικό έργο που) παρουσιάζεται στο κοινό: Η παράσταση ανέβηκε στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών (ΑΝΤ. κατέβηκε). Βλ. ξαν~. 7. {στο γ' πρόσ.} (+ σε) ανέρχομαι, φτάνω σε κάποιο ύψος: Το χρέος της χώρας ανέβηκε στα ... ευρώ. Ο αριθμός των τραυματιών από τον ισχυρό σεισμό ανέβηκε στους ... ● ΦΡ.: ανεβαίνει ο πήχης (μτφ.) 1. βελτιώνεται το επίπεδο ή τίθενται υψηλότεροι στόχοι: ~ ~ των παρεχόμενων υπηρεσιών/της ποιότητας των προϊόντων. 2. (+ γεν.) (για να δηλωθεί ότι) κάτι αυξάνεται: ~ ~ της αγανάκτησης/του κόστους. Βλ. ανεβάζω., ανεβαίνει ο υδράργυρος 1. αυξάνεται η θερμοκρασία της ατμόσφαιρας: ~ ~ στους 35 βαθμούς. 2. (μτφ.) εντείνονται οι αντιπαραθέσεις: Καθώς πλησιάζει η μέρα των εκλογών, τόσο ~ ~., ανεβαίνει στα ουράνια/στους επτά ουρανούς (μτφ.): είναι πανευτυχής: Μετά την κατάκτηση του πρωταθλήματος παίκτες και φίλαθλοι είχαν ανέβει ~. Βλ. ανεβάζω., ανεβαίνει στην εκτίμηση/στα μάτια κάποιου (μτφ.): εκτιμάται περισσότερο, αποκτά κύρος, υπόληψη: Με την εργατικότητα και την τιμιότητά του ανέβηκε ~ της τοπικής κοινωνίας. Βλ. ανεβάζω. ΑΝΤ. έπεσε στα μάτια (κάποιου) (1), μου ανεβαίνει κάποιος στο σβέρκο (μτφ.): με εξουσιάζει, με καταδυναστεύει: Οι δικτάτορες είχαν ανέβει ~ του λαού., μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι/η πίεση (προφ.-μτφ.): εξοργίζομαι, είμαι εκτός εαυτού: Ήταν τέτοια η ταπείνωση, που μου ανέβηκε ~. Του ανέβηκε η πίεση με όσα είδε κι άκουσε (: έγινε μπαρούτι/πύραυλος). Πβ. τα παίρνω (στο κρανίο/στην κράνα). [< γαλλ. sang qui monte à la tête ] , ανεβαίνει το θερμόμετρο/ο πυρετός βλ. θερμόμετρο, ανεβαίνει/εκτινάσσεται/εκτοξεύεται η αδρεναλίνη (κάποιου) (στα ύψη) βλ. αδρεναλίνη, ανεβαίνουν οι τόνοι/ανεβάζω τους τόνους βλ. τόνος1, ανεβαίνουν/πέφτουν οι μετοχές κάποιου βλ. μετοχή, ανεβαίνω στο ρινγκ βλ. ρινγκ, ανεβαίνω τα σκαλιά της εκκλησίας βλ. εκκλησία, ανέβηκε/βγήκε στο πάλκο βλ. πάλκο, βοήθα με να σε βοηθώ ν' ανεβούμε (σ)το βουνό βλ. βοηθώ, δώσε θάρρος στον/του χωριάτη, να σ' ανέβει/και θ' ανέβει στο κρεβάτι βλ. χωριάτης, χωριάτισσα, υψηλοί τόνοι βλ. τόνος1 [< μεσν. ανεβαίνω]

ανοίγω

ανοίγω [ἀνοίγω] α-νοί-γω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {άνοι-ξα, ανοί-χτηκε (λόγ.) -χθηκε, -γμένος, ανοιγ-όμενος, ανοίγ-οντας} 1. μετακινώ, αφαιρώ οτιδήποτε κρατάει κλειστό κάτι, καθιστώντας δυνατή την πρόσβαση σε αυτό ή την (οπτική) επαφή με το εσωτερικό του: ~ την πόρτα (: ξεκλειδώνω ή γυρίζω το πόμολο). ~ το ψυγείο. ~ξε (διάπλατα) τα παντζούρια/το παράθυρο. (ελλειπτ.) ~ξέ μου να μπω (ενν. την πόρτα)! (προφ.) ~ξαν το σπίτι/το χρηματοκιβώτιο (= το διέρρηξαν).|| Στο αεροδρόμιο τού ζήτησαν να ~ξει την τσάντα του.|| ~ το καπάκι/την κονσέρβα (με το ανοιχτήρι)/το μπουκάλι. ~ξε την κατσαρόλα (= ξεσκέπασε).|| ~ το κιβώτιο/μπαούλο.|| ~ το φερμουάρ (πβ. ξεκουμπώνω).|| ~ τις κουρτίνες (= τραβώ).|| (βγάζω το περιτύλιγμα:) ~ το δέμα/τα δώρα/το πακέτο (πβ. ξεπακετάρω, ξετυλίγω).|| ~χτηκε η διαθήκη. Πβ. αποσφραγίζω.|| ~ την εφημερίδα. Ανοίξτε το βιβλίο στην πρώτη σελίδα!|| Το ντουλάπι δεν ~ει, έχει κολλήσει/φρακάρει! Το κουτί ~ει από πάνω. Βλ. μισ~, ξαν~. ΑΝΤ. κλείνω (1) 2. απλώνω κάτι διπλωμένο ή πτυσσόμενο: ~ την ομπρέλα/τον χάρτη. ΑΝΤ. κλείνω.|| ~ ζύμη/φύλλο για πίτα.|| Ανοίξτε τα χέρια σας (= τεντώστε)!|| Καναπές που ~ει και γίνεται κρεβάτι.|| ~ξαν τα μπουμπούκια (= άνθισαν, έσκασαν). 3. θέτω σε λειτουργία συσκευή (συνήθ. με το πάτημα κουμπιού): ~ το ραδιόφωνο/την τηλεόραση/τον υπολογιστή. ΣΥΝ. ανάβω.|| Πώς ~ει το κινητό σου; ΑΝΤ. κλείνω (3), σβήνω (2) 4. απελευθερώνω τη ροή ηλεκτρικού ρεύματος, υγρού ή αερίου, περιστρέφοντας ή πατώντας τον μηχανισμό που εμποδίζει την παροχή του: (μτβ.) ~ τη βαλβίδα/στρόφιγγα. Μπορείς να ~ξεις το φως (= να το ανάψεις. ΑΝΤ. σβήνω);|| (αμτβ.) Ο διακόπτης ~ει με κάρτα.|| ~ την ένταση της τηλεόρασης (= αυξάνω). ΑΝΤ. κλείνω (5) 5. δημιουργώ εσοχή, κενό (συνήθ. στην επιφάνεια της γης): ~ μια λακκούβα (στο έδαφος/στο χώμα). ~χτηκαν λαγούμια/χαντάκια. ΣΥΝ. σκάβω.|| ~ξε πέρασμα ανάμεσα στο πλήθος.|| (κατ' επέκτ., για δημιουργία πληγής:) ~ξε ο ασθενής (= έπαθε κατακλίσεις). 6. ελευθερώνω χώρο από οτιδήποτε εμποδίζει το πέρασμα ή δημιουργεί στενότητα: ~ξε ο δρόμος στα χωριά που είχαν αποκλειστεί. (προφ.) Ανοίξτε να περάσω (= κάν(ε)τε τόπο)!|| ~ξαν τα σύνορα (= είναι ελεύθερη η επικοινωνία μεταξύ των χωρών). ΑΝΤ. κλείνω (9) 7. κάνω έναρξη σε κάτι, ξεκινώ: ~ λογαριασμό καταθέσεων.|| (για επαγγελματική δραστηριότητα:) ~ γραφείο/επιχείρηση/εστιατόριο (πβ. ιδρύω). ~ξε νέο κατάστημα (= εγκαινιάστηκε). Πότε ~εις το ιατρείο (ενν. μετά τις διακοπές); Το μαγαζί δεν θα ~ξει στις γιορτές (= θα μείνει κλειστό). ~ξαν τα σχολεία!|| (μτφ.) Την εκδήλωση θα ~ξει (με ομιλία του) ο ... (= θα προλογίσει). ~ξε τη συζήτηση (= άρχισε πρώτος). ~ξαν διάλογο με ... ~ξε θέμα ηγεσίας. Έχει ~ξει παρτίδες με τον υπόκοσμο. ~ει μια νέα περίοδος/ένα νέο κεφάλαιο στις σχέσεις των δύο κρατών. Χώρα που ~ει δίαυλο επικοινωνίας/συνεργασίας με τις γειτονικές της. ~ει το Τριώδιο (= μπαίνει). ΑΝΤ. κλείνω (4) 8. ΠΛΗΡΟΦ. εμφανίζω τα περιεχόμενα αρχείου ή προγράμματος στην οθόνη υπολογιστή (συνήθ. με διπλό κλικ στο εικονίδιό του): ~ το έγγραφο/το λινκ/το παράθυρο.|| Δεν ~ει η (ιστο)σελίδα. 9. (αμτβ.) αυξάνεται το πλάτος μου, γίνομαι πιο ευρύς: Με τον καιρό τα παπούτσια θα ~ξουν και δεν θα σε στενεύουν.|| (μτφ.) ~ει το χάσμα ανάμεσα στις δύο παρατάξεις (= μεγαλώνει). 10. δίνω σε κάτι πιο φωτεινή απόχρωση: ~ τα μαλλιά μου (ΣΥΝ. ξανοίγω). 11. γράφω το πρώτο από δύο σημεία στίξης που αποτελούν ζεύγος: Ανοίξτε εισαγωγικά.|| ~ει παρένθεση. ΑΝΤ. κλείνω (12) 12. (προφ.) χειρουργώ: Τον ~ξαν.ανοίγεται: εκτείνεται, απλώνεται: Μπροστά μας ~ η θάλασσα.|| (μτφ.) ~ονται νέες δυνατότητες/ευκαιρίες/προοπτικές. Το κόμμα ~ στην κοινωνία (= κάνει άνοιγμα). ● Παθ.: ανοίγομαι 1. εξωτερικεύω τον ψυχικό μου κόσμο, εκδηλώνομαι: Δεν ~ εύκολα σε αγνώστους. Πβ. ανοίγω την καρδιά μου. 2. απομακρύνομαι από κάποιο χώρο: (από τη στεριά) Η βάρκα ~χτηκε στο πέλαγος. Μπήκαμε στο σκάφος και ~χτήκαμε στη θάλασσα. Πβ. βγαίνω στ' ανοιχτά, ξεμακραίνω.|| (για οδηγό:) ~χτηκε αριστερά, για να κάνει προσπέραση.|| (από τον χώρο της άμυνας στο ποδόσφαιρο:) Οι αντίπαλοι ~χτηκαν, αφήνοντας κενά στην αμυντική γραμμή. 3. διευρύνω, επεκτείνω τις δραστηριότητές μου, πνευματικές, οικονομικές· ξοδεύω υπέρμετρα, ξανοίγομαι: Χώρες που ~ονται στις νέες τεχνολογίες.|| (προφ.) Ας μην ~όμαστε (πολύ), έχουμε και έξοδα! ● Μτχ.: ανοιγόμενος , η, ο: που μπορεί να ανοίξει: ~η: οροφή (βλ. αίθριο). ~o: τραπέζι. Μηχανισμός αυτόματα/ηλεκτρικά/υδραυλικά ~. ~ καναπές που γίνεται κρεβάτι (: αναδιπλούμενος, πτυσσόμενος). Παράθυρα συρόμενα, ~α και ανακλινόμενα. ● ΦΡ.: ανοίγει η καρδιά/η ψυχή μου: χαίρομαι: ~ ~ όταν τον βλέπω!, ανοίγει η τύχη μου: βελτιώνεται πολύ η κατάστασή μου (ύστερα από απροσδόκητα θετικό συμβάν): Κέρδισε το λαχείο και ~ξε ~ του., ανοίγει ο κύκλος: αρχίζει να λαμβάνει χώρα μια σειρά δραστηριοτήτων (που αναμένονται να διαρκέσουν αρκετές ημέρες): ~ ~ των απολογιών/διαπραγματεύσεων/κινητοποιήσεων., ανοίγω (τον) δρόμο 1. (μτφ.) δημιουργώ τις προϋποθέσεις (για κάτι συνήθ. θετικό): Οι νέες τεχνολογίες ~ουν ~ προς τη/στη γνώση.|| ~ξε ο δρόμος για την προαγωγή του. 2. δημιουργώ πέρασμα: ~ξε ~ με τους αγκώνες του/ανάμεσα στο πλήθος., ανοίγω δουλειές (σε κάποιον) (προφ.): βάζω κάποιον σε μπελάδες, του προκαλώ προβλήματα: Μου έχεις ~ξει ~ με τα καμώματά σου!, ανοίγω ευκαιρίες: δημιουργώ νέες δυνατότητες: Σπουδές που ~ουν ~ στη (/για τη) ζωή.|| ~ουν/~ονται ~ που πρέπει να τις αξιοποιήσουμε (= παρουσιάζονται)., ανοίγω σπίτι (μτφ.-προφ.): παντρεύομαι: Είναι ώρα ν' ανοίξεις κι εσύ ~ (= να νοικοκυρευτείς)!, ανοίγω τα μάτια (κάποιου) (μτφ.): τον διαφωτίζω, τον αφυπνίζω: Μας ~ξε ~ και καταλάβαμε την απάτη. ΑΝΤ. κλείνω τα μάτια (κάποιου) (1), ανοίγω τα μάτια μου: ξυπνώ· κατ' επέκτ. ανακαλύπτω την αλήθεια: Με το που ~ξε ~ του ... || ~ξε ~ σου επιτέλους να δεις τι γίνεται (= ξεστραβώσου)!, ανοίγω την αγκαλιά μου 1. απλώνω τα χέρια μου για να αγκαλιάσω κάποιον: ~ξε ~ του και την έσφιξε στο στήθος του. 2. (μτφ.) υποδέχομαι κάποιον ζεστά, με στοργή: Ιατροί και νοσηλευτές ~ξαν ~ τους στα παιδιά., ανοίγω την καρδιά μου/την ψυχή μου (σε κάποιον): εξωτερικεύω, εκμυστηρεύομαι σε κάποιον κάτι που σκέφτομαι ή που με απασχολεί: (Μου) ~ξε ~ του και μου μίλησε για τα προβλήματά του (= μου ανοίχτηκε). Πβ. εξομολογούμαι, βγάζω τα (ε)σώψυχά μου., ανοίγω την όρεξη/(μου)ανοίγει η όρεξη: προκαλώ επιθυμία για φαγητό/έχω έντονη επιθυμία για κάτι: Γεύσεις/πιάτα που ~ουν ~.|| (μτφ.) Η ανοδική πορεία της οικονομίας έχει ανοίξει την ~ των εταιρειών για νέες (επενδυτικές) δραστηριότητες., ανοίγω το σκορ: σημειώνω το πρώτο γκολ ή καλάθι: Οι φιλοξενούμενοι ~ξαν ~.|| Το σκορ ~ει με δυνατό σουτ του ..., ανοίγω τον φάκελο (μτφ.): ξεκινώ τη διερεύνηση μιας υπόθεσης: Δημοσιογράφος που έχει αποφασίσει να ~ξει ~ της δολοφονίας.|| ~ξε ο φάκελος της διαφθοράς., ανοίγω/σπάω το κεφάλι (κάποιου) (μτφ.-προφ.): (απειλητ. ή ως έκφρ. δυσαρέσκειας) τον χτυπώ στο κεφάλι: Θα σου ~ξω/σπάσω το ~!, άνοιξαν οι ουρανοί: σε περιπτώσεις πολύ δυνατής βροχής: ~ ~ και άρχισε να βρέχει καταρρακτωδώς/ρίχνει καρεκλοπόδαρα., ν' ανοίξει/ν' άνοιγε η γη (και) να με καταπιεί (μτφ.): να εξαφανιστώ, να χαθώ από όλους και από όλα: Αισθάνθηκα τόσο άσχημα/ντράπηκα τόσο πολύ, που μακάρι ν' άνοιγε ~ ~!|| Αν λέω ψέματα, ν' ανοίξει ~ ~., ανοίγει (νέους) ορίζοντες βλ. ορίζοντας, ανοίγει νέους/καινούργιους δρόμους βλ. δρόμος, ανοίγει ο καιρός βλ. καιρός, ανοίγει ο ουρανός βλ. ουρανός, ανοίγει τις πύλες/τις πόρτες του/της βλ. πύλη, ανοίγει το κουτί της Πανδώρας βλ. Πανδώρα, ανοίγει τους ασκούς/τον ασκό του Αιόλου βλ. ασκός, ανοίγει/διευρύνει το μυαλό/το(ν) νου/τους πνευματικούς ορίζοντες βλ. μυαλό, ανοίγει/κλείνει το κεφάλαιο βλ. κλείνω, ανοίγει/ματώνει η μύτη μου βλ. μύτη, ανοίγει/ξύνει (παλιές) πληγές βλ. ξύνω, ανοιγμένα κεφάλια βλ. κεφάλι, ανοίγουν/κλείνουν οι κάλπες βλ. κάλπη, ανοίγω (ένα) παράθυρο βλ. παράθυρο, ανοίγω ιστορίες βλ. ιστορία, ανοίγω λογαριασμούς βλ. λογαριασμός, ανοίγω πανιά βλ. πανί, ανοίγω πυρ βλ. πυρ, ανοίγω σαμπάνιες βλ. σαμπάνια, ανοίγω τα στραβά μου βλ. στραβός, ανοίγω την πόρτα της εξόδου βλ. πόρτα, ανοίγω το βήμα/τον βηματισμό μου βλ. βήμα, ανοίγω το στόμα μου βλ. στόμα, ανοίγω τον χορό βλ. χορός, ανοίγω/απλώνω (τα) φτερά (μου) βλ. φτερό, ανοίγω/δείχνω/φανερώνω τα χαρτιά μου βλ. χαρτί, ανοίγω/κλείνω μέτωπα βλ. μέτωπο, ανοίγω/κλείνω τον αέρα βλ. αέρας, ανοίγω/τεντώνω/τσιτώνω τ' αυτιά μου/τ(ο) αυτί βλ. αυτί, άνοιξαν οι κρουνοί/καταρράκτες του ουρανού βλ. κρουνός, άνοιξε η γη και τον κατάπιε/λες και τον κατάπιε η γη/σαν να τον κατάπιε η γη βλ. καταπίνω, αφήνω ανοιχτό (ένα) παράθυρο βλ. παράθυρο, γυρίζω/ανοίγω (μια) νέα σελίδα βλ. σελίδα, δείχνω την πόρτα (της εξόδου) σε κάποιον βλ. πόρτα, δεν άνοιξε μύτη/ρουθούνι βλ. μύτη, κάνω/ανοίγω χώρο/τόπο βλ. κάνω, πιάνω/ανοίγω κουβέντα με/σε κάποιον βλ. κουβέντα, σηκώνει/ανεβάζει (την) αυλαία & ανοίγει/σηκώνεται η αυλαία βλ. σηκώνω, σκάβω/ανοίγω τον λάκκο (κάποιου) βλ. λάκκος, τρώγοντας ανοίγει/έρχεται η όρεξη βλ. τρώω [< αρχ. ἀνοίγω, αγγλ. open, γαλλ. ouvrir, γερμ. öffnen]

ανοιχτός

ανοιχτός, ή, ό [ἀνοιχτός] α-νοι-χτός επίθ. & ανοικτός 1. που επιτρέπει, κυρ. μετακινούμενος ή αφαιρούμενος, την πρόσβαση σε κάτι κλειστό ή την (οπτική) επαφή με το εσωτερικό του: ~ός: φάκελος. ~ή: πόρτα. ~ό: παράθυρο/στόμα/συρτάρι. Εξετάσεις με ~ά βιβλία. Πβ. ανοιγμένος, ολάνοιχτος. Βλ. μισάνοιχτος.|| (μτφ.) Το σπίτι του είναι πάντα ~ό στους/για τους φίλους του (= φιλόξενο). Όλοι οι δρόμοι είναι ~οί μπροστά σου (: δεν υπάρχουν εμπόδια, το μέλλον είναι ευοίωνο). Όσο έχω τα μάτια μου ~ά (= όσο ζω), θα του χρωστώ ευγνωμοσύνη.|| ~ή: μπλούζα. ~ό: πουκάμισο. Ρούχα ελαφριά, με ~ό λαιμό. ΣΥΝ. ξεκούμπωτος. ΑΝΤ. κουμπωμένος.|| (ξεσκέπαστος, μη στεγασμένος, ακάλυπτος:) ~ή: πισίνα. ~ό: αυτοκίνητο (= κάμπριο)/θέατρο/μπουκάλι/φρεάτιο. ~οί: χώροι άθλησης. ΑΝΤ. σκεπασμένος, σκεπαστός.|| ~ά: λουλούδια (= ανθισμένα). 2. ανεπούλωτος: (κυριολ. κ. μτφ.) ~ά: τραύματα (ΑΝΤ. επουλωμένα). 3. που δεν εμποδίζεται η είσοδος σε αυτόν ή που δεν είναι περικυκλωμένος από φυσικό ή τεχνητό εμπόδιο: ~ός: κόλπος. ~ή: κοιλάδα. Σπίτι με ~ή (= ανεμπόδιστη, ελεύθερη) θέα. Λιμάνι ~ό στα βορειοανατολικά. Ταξίδι στο ~ό πέλαγος. Πβ. ευρύς, πλατύς.|| ~ή: αυλή (= χωρίς περίφραξη). ~ά: σύνορα.|| (κατ' επέκτ.) ~ή: στροφή (= μεγάλης, αμβλείας γωνίας). ΑΝΤ. κλειστός (6) 4. απλωμένος, ξεδιπλωμένος: ~ή: ομπρέλα/παλάμη. Με ~ά (τα) πόδια/φτερά/χέρια (= τεντωμένα).|| Χορεύουν σε ~ό κύκλο. ΑΝΤ. κλειστός (7) 5. που επιτρέπει τη ροή ηλεκτρικού ρεύματος, υγρού ή αερίου και γενικότ. είναι σε λειτουργία: ~ός: διακόπτης. ~ό: μικρόφωνο/φως. Άφησε/ξέχασε το μάτι της κουζίνας ~ό/την τηλεόραση ~ή/τον υπολογιστή ~ό. (ΣΥΝ. αναμμένος. ΑΝΤ. σβηστός).|| ~ή: βαλβίδα.|| Είναι ~ά σήμερα τα μαγαζιά; ΑΝΤ. κλειστός (3) 6. (μτφ.) που διακρίνεται από ευρύτητα πνεύματος, δεκτικότητα ή εξωστρέφεια, κοινωνικότητα: (χωρίς προκαταλήψεις:) ~ή: κοινωνία/σκέψη. ~ό: μυαλό.|| (δεκτικός, διαθέσιμος:) ~ στον διάλογο/στην κριτική/σε προτάσεις/στη συνεργασία.|| (εξωστρεφής, κοινωνικός:) Φιλικός, προσιτός και ~ στους πάντες. ΑΝΤ. κλειστός (5) 7. φωτεινός: ~ός: τόνος. ~ή: απόχρωση/επιδερμίδα. ~ό: χρώμα (ματιών). ~ές: ανταύγειες. ~ά: μαλλιά. ΣΥΝ. ανοιχτόχρωμος ΑΝΤ. σκούρος 8. που δεν έχει (προ)καθοριστεί, προσδιοριστεί ή ρυθμιστεί ακόμα· εκκρεμής: ~ός: χρόνος αποπληρωμής. ~ό: συμβόλαιο (= χωρίς ορισμένη ημερομηνία λήξης). Ζήτημα ~ό (πβ. ανεπίλυτο).|| Αφήνω ~ό το ενδεχόμενο να ... (: δεν το αποκλείω, το θεωρώ πιθανό). 9. που επιτρέπει τη συμμετοχή ή την είσοδο όλων: ~ός: διαγωνισμός/διάλογος. ~ή: ακρόαση/διαδικασία/εκδήλωση/επικοινωνία/προκήρυξη/συζήτηση/συνέλευση. ~ό: σεμινάριο. ~ές: τεχνολογίες. Αίθουσα ~ή στο κοινό. Πβ. δημόσιος. ΑΝΤ. κλειστός (4) 10. που γίνεται φανερά και απροκάλυπτα, χωρίς προσπάθεια να κρατηθεί κρυφός: ~ή: αντιπαράθεση. Σε ~ή ρήξη.|| (σε χαρτοπαίγνιο:) ~ά φύλλα (= που μπορούν να τα δουν όλοι οι παίκτες). ● ΣΥΜΠΛ.: ανοιχτή άμυνα: ΑΘΛ. άμυνα που αφήνει στους αντιπάλους διόδους προς την εστία ή το καλάθι. ΑΝΤ. κλειστή άμυνα, ανοιχτή ατζέντα: που μπορεί να περιλάβει οποιοδήποτε θέμα προς συζήτηση: διαπραγματεύσεις/συνάντηση/συνεδρίαση με ~ ~., ανοιχτή εκπαίδευση: η δυνατότητα πρόσβασης κάθε πολίτη στην εκπαίδευση και ειδικότ. το δικαίωμα του κάθε φοιτητή να καθορίζει μόνος του τον τόπο, τον χρόνο και τον ρυθμό μελέτης του: ~ ~ με αρθρωτό/σπονδυλωτό σύστημα (: πρόγραμμα σπουδών που συνδυάζει θεματικές ενότητες). ~ ~ και εκπαίδευση εξ αποστάσεως/τηλεκπαίδευση. Βλ. Ανοικτό Πανεπιστήμιο, εκπαίδευση ενηλίκων. [< αγγλ. open education] , ανοιχτή ημερομηνία: που δεν έχει προκαθοριστεί: ~ ~ αναχώρησης/επιστροφής. Εισιτήρια ~ής ~ας. ΑΝΤ. κλειστή ημερομηνία, ανοιχτή οικονομία: ΟΙΚΟΝ. βασισμένη στο διεθνές εμπόριο: ελεύθερη ~ ~. Καθεστώς ~ής ~ας. Βλ. κλειστή οικονομία., ανοιχτή συλλαβή: ΓΛΩΣΣ. που λήγει σε φωνήεν. ΑΝΤ. κλειστή συλλαβή, ανοιχτή χορδή: ΜΟΥΣ. που πάλλεται, δεν είναι πατημένη (από κάποιο δάχτυλο). ΑΝΤ. κλειστή χορδή., ανοιχτό κύκλωμα: ΗΛΕΚΤΡ. που δεν είναι συνδεδεμένο, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή η διέλευση ηλεκτρικού ρεύματος: τάση ~ού ~ατος. Θερμοσίφωνες/λέβητες ~ού ~ατος. ΑΝΤ. κλειστό κύκλωμα. [< αγγλ. open circuit] , ανοιχτό παιχνίδι 1. ΑΘΛ. αγώνας χωρίς στενά μαρκαρίσματα μεταξύ των παικτών: ~ ~ με πολλά γκολ. ΑΝΤ. κλειστό παιχνίδι 2. με πιθανή κάθε έκβαση., ανοιχτός ορίζοντας 1. ανεμπόδιστος. 2. (μτφ.) ελεύθερος, που παρέχει απεριόριστες δυνατότητες: άνθρωπος/κοινωνία ~ών ~όντων. ΑΝΤ. κλειστός ορίζοντας (1), ανοικτές πωλήσεις βλ. πώληση, Ανοικτό Πανεπιστήμιο βλ. πανεπιστήμιο, ανοιχτή ακρόαση βλ. ακρόαση, ανοιχτή γραμμή (επικοινωνίας) βλ. γραμμή, ανοιχτή διακυβέρνηση βλ. διακυβέρνηση, ανοιχτή επιστολή βλ. επιστολή, ανοιχτή θάλασσα βλ. θάλασσα, ανοιχτή πίστωση βλ. πίστωση, ανοιχτή πληγή βλ. πληγή, ανοιχτό βιβλίο βλ. βιβλίο, ανοιχτό μέτωπο βλ. μέτωπο, ανοιχτό χαρτί βλ. χαρτί, ανοιχτοί λογαριασμοί βλ. λογαριασμός, ανοιχτός στίβος βλ. στίβος, εγχείρηση ανοιχτής/ανοικτής καρδιάς βλ. εγχείρηση, ελεύθερο/ανοιχτό λογισμικό βλ. λογισμικό, ερωτήσεις ανοιχτού τύπου/ανοιχτές ερωτήσεις βλ. ερώτηση, λευκή επιταγή βλ. επιταγή, πολιτική ανοιχτών θυρών βλ. θύρα, τρεχούμενος/ανοιχτός λογαριασμός βλ. λογαριασμός ● ΦΡ.: (στα) ανοιχτά (νερά): στο πέλαγος: κρουαζιέρα ~ ~. Το πλοίο βυθίστηκε ανοιχτά της νήσου ... (= κοντά στο νησί ...) Βγήκαν/ψαρεύουν ~ ~., έχω τ' αυτιά/τα μάτια μου ανοιχτά (μτφ.): εντείνω την προσοχή μου: Έχε τ' αυτιά σου ανοιχτά και άκουσε/πρόσεξε τι θα πουν!, αφήνω την πόρτα ανοιχτή για/σε κάτι βλ. πόρτα, με ανοιχτά χαρτιά βλ. χαρτί, με ανοιχτές αγκάλες βλ. αγκάλη, με ανοιχτό το στόμα/με το στόμα ανοιχτό βλ. στόμα, ο δρόμος είναι ανοιχτός και τα σκυλιά δεμένα βλ. δρόμος, παραβιάζω ανοιχτές θύρες/πόρτες βλ. παραβιάζω, το παράσημο/το βραβείο της ανοιχτής παλάμης βλ. παλάμη [< μτγν. ἀνοικτός, μεσν. ανοιχτός, γαλλ. ouvert, αγγλ. open, γερμ. offen]

αρίδα

αρίδα [ἀρίδα] α-ρί-δα ουσ. (θηλ.) 1. (λαϊκό) η γάμπα ή ολόκληρο το πόδι: Μάζεψε την ~/τις ~ες σου! ΣΥΝ. ποδάρα, ποδάρι 2. ΤΕΧΝΟΛ. τρυπάνι για ξυλουργικές συνήθ. εργασίες: περιστρεφόμενη/υδραυλική ~. ~ες διάτρησης δομικών υλικών/μετάλλου. ΣΥΝ. αρίδι ● ΦΡ.: απλώνω/τεντώνω την αρίδα/τις αρίδες μου (οικ.): κάθομαι άνετα και ιδ. αράζω, τεμπελιάζω: ~σαν ~ τους στον καναπέ/στο μπαλκόνι. ~ουν ~ τους και τα περιμένουν όλα έτοιμα. [< μεσν. αρίδα]

αστιγματισμός

αστιγματισμός [ἀστιγματισμός] α-στιγ-μα-τι-σμός ουσ. (αρσ.) 1. ΙΑΤΡ. διαταραχή της όρασης που οφείλεται συνήθ. σε ατελή σφαιρικότητα του κερατοειδούς, με αποτέλεσμα την ανομοιόμορφη διάθλαση των ακτίνων του φωτός: ανώμαλος/μυωπικός/υπερμετρωπικός ~. Γυαλιά/διόρθωση ~ού. Βλ. αμετρωπία. 2. ΦΥΣ. η αδυναμία ενός οπτικού οργάνου, φακού ή κατόπτρου, να απεικονίσει με ακρίβεια το είδωλο ενός σημείου. Βλ. -ισμός. [< γαλλ. astigmatisme, αγγλ. astigmatism]

βασιλεύω

βασιλεύω βα-σι-λεύ-ω ρ. (αμτβ.) {βασίλευ-σε κ. (προφ.) βασίλε-ψε, βασιλεύ-οντας, (σπάν.-λογοτ.) βασιλεμένος}: κατέχω το βασιλικό αξίωμα, ασκώ την εξουσία ως βασιλιάς. Βλ. συμ~.βασιλεύει (μτφ.) 1. κυριαρχεί, επικρατεί: Κοινωνία όπου ~ η αδικία/η τάξη και η ασφάλεια. Στην ψυχή της ~ η θλίψη. Εταιρεία που ~ στον χώρο της πληροφορικής. 2. (λογοτ.) δύει: Ο ήλιος ~ψε. ● ΣΥΜΠΛ.: βασιλευόμενη/βασιλευομένη δημοκρατία βλ. δημοκρατία ● ΦΡ.: διαίρει και βασίλευε 1. στρατηγική που αποσκοπεί στη διατήρηση της εξουσίας μέσω της πρόκλησης διχόνοιας ανάμεσα σ' αυτούς που διοικεί ή ελέγχει κάποιος, προκειμένου να μην ενωθούν εναντίον του. 2. ΠΛΗΡΟΦ. μέθοδος επίλυσης προβλήματος που βασίζεται στα αποτελέσματα της λύσης των μικρότερων προβλημάτων στα οποία αυτό έχει διαιρεθεί: αλγόριθμοι (του) ~ ~. [< 1: λατ. divide ut regnes] , ζει και βασιλεύει (και τον κόσμο κυριεύει) (επιτατ.): ακμάζει· (για πρόσ.) χαίρει άκρας υγείας: (αρνητ. συνυποδ.) Η διαπλοκή/η διαφθορά/η παρανομία ~ ~.|| -Πώς είναι ο παππούς; -Καλά! ~ ~!, τα μάτια βασίλεψαν/βασιλεμένα μάτια (σπάν.-λογοτ.): έκλεισαν τα μάτια (ενν. κάποιος αποκοιμήθηκε ή πέθανε):, στους τυφλούς/στους στραβούς βασιλεύει ο μονόφθαλμος βλ. μονόφθαλμος [< αρχ. βασιλεύω, γαλλ. régner]

βασκανία

βασκανία βα-σκα-νί-α ουσ. (θηλ.) & (λαϊκό) αβασκανία & βάσκαμα (το): η ενέργεια και το αποτέλεσμα του βασκαίνω, μάτιασμα: φυλαχτό για τη ~. Βλ. δεισιδαιμονία, κακό μάτι, μάγια, ξόρκι, πρόληψη. ΑΝΤ. ξεμάτιασμα [< αρχ. βασκανία]

βλαστός

βλαστός βλα-στός ουσ. (αρσ.) 1. ΒΟΤ. το ραβδόμορφο τμήμα του φυτού που βρίσκεται πάνω από την επιφάνεια του εδάφους και φέρει τα φύλλα και τα κλαδιά, συνδέοντάς τα με τις ρίζες: κυλινδρικός/λείος/λεπτός/υπόγειος (βλ. βολβός) ~. 2. ΒΟΤ. τρυφερό κλαδί, βλαστάρι. 3. (μτφ.-λόγ.) τέκνο, απόγονος: ο ~ της οικογένειας. Πβ. γόνος, παιδί. [< αρχ. βλαστός]

βλέπω

βλέπω βλέ-πω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {είδα (δω, προστ. δες, δείτε (λαϊκό) δέστε κ. ιδέστε, δει (λαϊκό) ιδεί, ειδωθήκαμε κ. ιδωθήκαμε, ιδωθεί, βλέποντας, ιδωμένος} 1. αντιλαμβάνομαι οπτικές παραστάσεις μέσω της όρασης, στρέφω το βλέμμα μου προς συγκεκριμένη κατεύθυνση: Δεν ~ει καθόλου (= είναι τυφλός)/καλά χωρίς γυαλιά (βλ. μυωπία, πρεσβυωπία). ~ει από το ένα μάτι. Βλ. αγγίζω, ακούω, γεύομαι, μυρίζω.|| (μτφ.) ~ει με τα μάτια της ψυχής.|| (Για) δες (= κοίτα) πάνω/πώς περπατάει/τι κάνει! Την είδε από μακριά/στο βάθος. Με το που τον ~ει, ... Τους είδαν να φεύγουν. Μη σε δει κανείς (= μη σε πάρει είδηση)! Δεν ~εις (= προσέχεις) πού πατάς; Δεν μπορούσαμε να δούμε (= διακρίνουμε) τίποτα από τον καπνό. Χαίρεσαι να τους ~εις μαζί (: ταιριάζουν). Θέλω να σε ~ (: να είσαι) χαρούμενη. (σε ευχή) Να τη δεις νυφούλα (πβ. καμαρώνω)!|| Το είδα στην εφημερίδα (= διάβασα). Βλ. δια~, ξανα~, παρα~, πρωτο~. 2. (μτφ.) διαμορφώνω άποψη, θεωρώ, κρίνω, αντιμετωπίζω με συγκεκριμένο τρόπο: Πώς ~εις (: αξιολογείς, βρίσκεις) την κατάσταση; Δες το σαν μια καλή ευκαιρία να ... Δεν το ~ σωστό να ... Αν συνεχίσεις έτσι, σε ~ (= προβλέπω) να μένεις στην ίδια τάξη! Δεν (μας) ~ να τα καταφέρνουμε (πβ. πιστεύω)!|| ~ει (= μαντεύει, προλέγει, προφητεύει) το μέλλον.|| Πώς ~εις (= φαντάζεσαι) τον εαυτό σου μετά από δέκα χρόνια;|| Σε ~ μόνο σαν φίλο (: όχι ερωτικά). ~ει τους πάντες και τα πάντα με καχυποψία (πβ. υπο~).|| Κοιμήσου τώρα και αύριο ~ουμε (= αποφασίζουμε) τι θα κάνουμε. 3. (μτφ.) διαπιστώνω, καταλαβαίνω, συνειδητοποιώ: Τώρα ~ ότι έκανα λάθος. ~εις πόσο κουράζομαι; Όπως θα είδατε κι οι ίδιοι, οι συνθήκες έχουν αλλάξει. Είδες που στα 'λεγα; Περιμένω να δω πού θα καταλήξει η συζήτηση. Δεν ~ τι νόημα έχουν όλα αυτά. Πβ. κατανοώ.|| (κατ' επέκτ.) Θα δεις (= θα μάθεις) πολλά εδώ που ήρθες. Δεν είδες τι έγινε (: δεν έμαθες); ΣΥΝ. αντιλαμβάνομαι (1) 4. (μτφ.) ελέγχω, προσέχω, ερευνώ: Δες (= τσέκαρε) αν υπάρχουν λάθη στο κείμενο.|| Πρέπει να σε δει (= εξετάσει) γιατρός. Ας δούμε το ζήτημα αναλυτικά.|| ~ το μωρό/το φαγητό/τη φωτιά (πβ. επιτηρώ).|| ~ουν (= ενδιαφέρονται, κοιτάζουν) μόνο το κέρδος/το συμφέρον τους. Πβ. απο~, προσ~. 5. επικοινωνώ με κάποιον, τον συναντώ ή τον επισκέπτομαι: Τον είδα χθες. Έλα να με δεις, όποτε θες. Ο διευθυντής θα σας δει (= δεχτεί) σε λίγο. Δεν θέλω να δω κανένα (: θέλω να μείνω μόνος). Είμαι σίγουρη, κάπου σ' έχω δει (πβ. γνωρίζω, ξέρω). 6. (για θεάματα) παρακολουθώ: Τι ~εις στην τηλεόραση; Πήγαν να δουν τον αγώνα (στο γήπεδο).βλέπε (συντομ. βλ.): ως παραπομπή: ~ σελ. ... Πβ. ιδέ., βλέπει (μτφ.): έχει θέα προς ορισμένο σημείο: Βεράντα που ~ προς τη θάλασσα. Το μπαλκόνι ~ ανατολικά. ΣΥΝ. αντικρίζει, βλεπόμαστε: συναντιόμαστε: Δεν ~ πια (: έχουμε χαθεί, δεν επικοινωνούμε). Ειδωθήκαμε πρόσφατα. Πόσο καιρό έχουμε να ιδωθούμε; ~ονται στα κρυφά (: για ερωτικές συναντήσεις)., έχω δει: έχω αρνητικά ή θετικά βιώματα: Μόνο λύπες έχει ~ στη ζωή της. Πβ. ζω. ● ΦΡ.: (βλέπω κάποιον/κάτι) με άλλο/διαφορετικό μάτι: αλλάζω στάση απέναντι σε κάποιον ή κάτι, αντιμετωπίζω πιο θετικά τους ανθρώπους ή/και τις καταστάσεις: Δείτε τον εαυτό σας ~ ~. Η ζωή ~ ~., (για) δες (εκεί)/(για) κοίτα/για φαντάσου/άκου/ακούς εκεί (προφ.-εμφατ.): για να δηλωθεί θαυμασμός, έκπληξη, αγανάκτηση, εκνευρισμός ή αποδοκιμασία: ~ ~ μεγαλεία/σύμπτωση! ~ ~ να με κατηγορεί κι από πάνω. Για δες/κοίτα που τα κατάφερε! Πβ. άκουσον, άκουσον! άκου πράγματα!, (για) να δεις/δει την υγειά σου/του: (για) να επανακτήσει(ς) τη σωματική και ψυχική σου/του υγεία: Κόψε το πολύ φαΐ, ~ ~ σου., (όπως) βλέπεις/βλέπετε (προφ.-παρενθετικά): συνήθ. για αιτιολόγηση των λεγομένων, έκφρ. απολογητικής ή ειρωνικής διάθεσης: Δεν θέλω, ~ ~, να γίνομαι βάρος. Παραιτήθηκε· δεν μπορεί, ~ ~, να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις. ~ ~, έχω δίκιο., ... να δουν τα μάτια σου! (προφ.-εμφατ.): για να τονιστεί μεγάλη ποσότητα, πλήθος: Λεφτά/νερά ~ ~!, άκου(σε)/κοίτα(ξε) (να δεις) & ακούστε (να δείτε)/κοιτάξτε (να δείτε) (στην αρχή του λόγου, προφ.) 1. άκουσέ με, πρόσεξε, για να καταλάβεις: ~ ~ πώς έχει η κατάσταση/τι θα κάνουμε. ~ ~, τα πράγματα δεν εξελίσσονται όπως περιμέναμε. (απειλητ.) ~ ~! Δεν θα τα πάμε καθόλου καλά! Βλ. παραγεμίσματα. ΣΥΝ. άκου (/κοίτα) να σου πω/ακούστε (κοιτάξτε) να σας πω! 2. για να δηλωθεί έκπληξη ή απαξίωση: ~ ~ πρά(γ)ματα! Πβ. (για) δες (εκεί)/(για) κοίτα/για φαντάσου/άκου/ακούς εκεί., βλέπει μακριά: (για πρόσωπο) είναι διορατικός, αντιλαμβάνεται τη μελλοντική εξέλιξη των πραγμάτων., βλέπεις/είδες που ...; (προφ.): για να τονίσει ο ομιλητής ότι τελικά είχε δίκιο για κάτι ή/και ότι η άποψη του συνομιλητή του δεν ισχύει: ~ ~ άδικα ανησύχησες/στα 'λεγα;, βλέποντας και κάνοντας (προφ.): ανάλογα με τις συνθήκες, την περίσταση: Η λογική/η πολιτική του ~ ~ (: κυρ. όταν δεν υπάρχει μακροπρόθεσμος σχεδιασμός)., βλέπω αστ(ε)ράκια/πουλάκια & τα μάτια μου βλέπουν/κάνουν αστ(ε)ράκια/πουλάκια (προφ.): ζαλίζομαι μετά από δυνατό χτύπημα (συνήθ. στο κεφάλι), πτώση ή κούραση: Του έριξε ένα χαστούκι και ακόμα ~ει ~. Βλέπω ~ από το διάβασμα., βλέπω κάποιον/κάτι στο όνειρό μου/στον ύπνο μου & βλέπω όνειρο 1. ονειρεύομαι: Χθες το βράδυ σε είδα στο όνειρό μου. Είδα στον ύπνο μου ότι ... Τι όνειρο είδες; 2. (μτφ.) φαντάζομαι ανυπόστατα πράγματα: Στο όνειρό σου/στον ύπνο σου το είδες; ~ει όνειρα και στον ξύπνιο του!, για να δούμε ... (προφ.): ως έκφραση επιφύλαξης ή συγκρατημένης αισιοδοξίας: -Θα έρθει σίγουρα! -~ ~ ... Πβ. θα δείξει, θα δούμε.|| ~ ~ τι θα δούμε/τι θα γίνει!, δεν βλέπεται: είναι πολύ άσχημος ή στερείται αισθητικής, ποιότητας., δεν βλέπω (τον λόγο) γιατί: δεν καταλαβαίνω την αιτία: ~ ~ να μην τα καταφέρουμε. ~ ~ τον κατηγορούν., δεν βλέπω την ώρα να ...: ανυπομονώ, λαχταρώ: ~ ~ γυρίσω/φύγω. Πβ. αδημονώ, πώς και πώς/τι. ΣΥΝ. μετράω τις μέρες/τις ώρες/τους μήνες, δεν βλέπω φως (μτφ.): δεν διαβλέπω θετική εξέλιξη: ~ ~ στην άκρη/στο βάθος του τούνελ., δεν με/σε/τον βλέπω καλά (προφ.): κρίνω ότι τα πράγματα δεν θα έχουν ευνοϊκή εξέλιξη: Πάω να κοιμηθώ, γιατί δεν με ~ ~ (: είμαι πολύ κουρασμένος). (ως προειδοποίηση ή απειλητ.) Πρόσεχε τι λες, γιατί δεν σε ~ ~., εγώ να δεις! (προφ.-εμφατ.): για να ενισχυθούν τα λεγόμενα του συνομιλητή: -Έχω περάσει τα πάνδεινα. -~ ~ τι έχω τραβήξει! (ειρων.) -Είμαι πολύ χαρούμενος που θα τον ξαναδώ. -~ ~!, είδα (κάποιον/κάτι) με τα ίδια μου τα μάτια/με τα μάτια μου: ήμουν αυτόπτης μάρτυρας (συμβάντος). || (ως έκφρ. επιφύλαξης) Αν δεν το δω ~ ~, δεν το πιστεύω! ΣΥΝ. ιδίοις όμμασι(ν), είδα κι έπαθα να ... (προφ.-εμφατ.): ταλαιπωρήθηκα πάρα πολύ: ~ ~ ξεμπλέξω/συνεννοηθώ. ~ ~ του το εξηγήσω/τον ξεφορτωθώ., εκεί/πού να δεις (προφ.-εμφατ.): για ενίσχυση των λεγομένων: Εκεί να δεις γέλια/τι έγινε! Πού να δείτε το σπίτι τους!, εμένα που με βλέπεις (προφ.-εμφατ.): εγώ: ~ ~, δεν έσκυψα κεφάλι!, έχω δει πολλά & έχουν δει πολλά τα μάτια μου: έχω αποκτήσει πολλές εμπειρίες, έχω ζήσει πολλά: Έχω γυρίσει όλο τον κόσμο κι ~ ~., θα δεις (τι θα πάθεις/κι εγώ)!: απειλητ. ή χιουμορ. Πβ. θα σου δείξω (εγώ)., θα δούμε/(αυτό) θα το δούμε (προφ.): ως έκφρ. αβεβαιότητας, επιφύλαξης ή αμφισβήτησης: -Θα πάμε εκδρομή; -~ ~ (= θα δείξει). Πβ. για να δούμε.|| -Θες δεν θες, θα πάω! -Αυτό θα το δούμε!, και τι να δω! (σε αφήγηση, εμφατ.-προφ.): για να κινητοποιηθεί το ενδιαφέρον του ακροατή: Κοιτάζω ~ ~! Τα πάντα άνω-κάτω!, κάνει πως δεν βλέπει: προσποιείται ότι δεν αντιλαμβάνεται κάτι. Πβ. εθελοτυφλώ. ΣΥΝ. κάνει την πάπια/το κορόιδο, κάνω τα στραβά μάτια, κάνω/παριστάνω τον ψόφιο κοριό, με βλέπεις καλά/με βλέπεις που σε βλέπω; (απειλητ.): για να δείξουμε σε κάποιον ότι δεν πρέπει να μας υποτιμά ή να μας περιφρονεί: ~ ~; Δεν θα μας κάνεις εσύ ό,τι θέλεις!, μην (τον) είδατε τον Πανα(γ)ή (λαϊκό-προφ.): όταν κάποιος εξαφανίζεται, χωρίς να εκπληρώσει τις υποσχέσεις ή τις υποχρεώσεις του: Μας έταζε λαγούς και πετραχήλια και μετά ~ ~! ΣΥΝ. μην τον είδατε, μην τον απαντήσατε, να δεις που (στο τέλος) θα ... (προφ.) 1. για να δηλωθεί διαίσθηση, βεβαιότητα ότι θα συμβεί κάτι, συνήθ. ανεπιθύμητο: ~ ~ βρεθούμε μπλεγμένοι! 2. ως έκφρ. ενθάρρυνσης, διαβεβαίωσης: ~ ~ κανείς δεν θα καταλάβει το λάθος σου!, να σε δω (προφ.) 1. να σε καμαρώσω: ~ ~, να σε χαρώ! 2. να σε προσέξω καλύτερα, να δω πώς φαίνεσαι: Γύρνα, ~ ~. 3. ως έκφρ. αμφιβολίας ή πρόκλησης: Τώρα ~ ~ στα δύσκολα!, όποιος έχει μάτια, βλέπει (προφ.): είναι ολοφάνερο, οπότε δεν χρειάζονται περαιτέρω εξηγήσεις: ~ ~ τη διαφορά. Πβ. ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω, ο νοών νοείτω., όπως σε βλέπω και με βλέπεις! (προφ.-εμφατ.): για να δηλωθεί απόλυτη βεβαιότητα: -Είσαι σίγουρος; -Ναι, σου λέω, ~ ~! Πβ. αλήθεια, ειλικρινά, πράγματι., ποιος είδε τον Θεό και δεν (τον) φοβήθηκε (προφ.): για τον φόβο που προκαλείται από το ξέσπασμα έντονου θυμού: Δύσκολα θυμώνει, όταν όμως γίνει αυτό, ~ ~!, πού (το) βλέπεις/είδες (κάτι); (προφ.): αγενής αμφισβήτηση της άποψης του συνομιλητή: ~ (τη) ~ την καθυστέρηση; ~ (το) ~ το πρόβλημα;, πού σε είδα, πού σε ξέρω & δεν σε είδα, δεν σε ξέρω (προφ.): για να δηλωθεί ότι κάποιος συμπεριφέρεται με αδιαφορία ή/και αγνωμοσύνη: Κάνει τον καλό, μέχρι να πετύχει αυτό που θέλει και μετά ~ ~!, πρέπει να σε δει/να σε κοιτάξει γιατρός! & δεν πας να/μήπως να σε δει (/κοιτάξει) κανένας γιατρός (καλύτερα); (προφ.-ειρων.): λέγεται για κάποιον που μιλά ή συμπεριφέρεται παράλογα, περίεργα: Δεν πας καλά, μου φαίνεται! ~ ~!, πώς την έχεις δει (τη δουλειά); & πώς το βλέπεις το πράγμα; (αργκό, ως έκφρ. δυσαρέσκειας): τι θέλεις, πού το πας;: Όλοι εδώ σου μιλάμε ευγενικά. Εσύ ~ ~;, τα βλέπει (όλα) ρόδινα: έχει θετική στάση, είναι αισιόδοξος. [< γαλλ. voir tout en rose] , τα βλέπω διπλά (προφ.): δεν διακρίνω κάποιον ή κάτι καθαρά, κυρ. λόγω μέθης., τα βλέπω σκούρα/(όλα) μαύρα/ζόρικα (μτφ.-προφ.): είμαι απαισιόδοξος, διαβλέπω εμπόδια και δυσκολίες. [< γαλλ. voir tout en noir] , τα είδα όλα! (προφ.) 1. εντυπωσιάστηκα, έμεινα έκπληκτος (ευχάριστα ή δυσάρεστα). 2. τρόμαξα πολύ. ΣΥΝ. είδα τον Χριστό φαντάρο!, τα χρειάστηκα, τα έχω δει όλα (αργκό): έχω περάσει πολλά, έχουν δει πολλά τα μάτια μου: ~ ~ σ' αυτή τη δουλειά., την έχει δει (κάπως) (αργκό): θεωρεί τον εαυτό του κάτι σπουδαίο: Την έχει δει αρχηγός/ντίβα., τι (είν' αυτό που) βλέπω/βλέπουν τα ματάκια μου! (προφ.): δηλωτικό ευχάριστης ή δυσάρεστης έκπληξης., τι έχουν να δουν/τι άλλο θα δουν τα μάτια/τα ματάκια μας & τι έχουμε να/τι άλλο θα δούμε (ακόμα) (προφ.): πόσα πολλά, συνήθ. αρνητικά, έχουμε ακόμη να ζήσουμε: Ένας Θεός ξέρει ~ ~!, τον βλέπει σαν μύγα/κουνούπι: του φέρεται υπεροπτικά, τον περιφρονεί. Πβ. αφ' υψηλού., (αυτό) πού το είδες (γραμμένο); βλ. γραμμένος, (αυτό) το έργο το έχω δει/ξαναδεί βλ. έργο, (βλέπε παραπάνω) βλ. παραπάνω, (βλέπω/κάνω) χαΐρι και προκοπή βλ. προκοπή, (βλέπω/κοιτώ κάποιον/κάτι) με μισό/στραβό μάτι βλ. μάτι, ακόμη δεν τον είδαμε (και) Γιάννη τον βαφτίσαμε/τον εβγάλαμε βλ. Γιάννης, άλλο να στο λέω, κι άλλο να τ' ακούς/να το βλέπεις βλ. λέω, βλέπει το δέντρο και χάνει το δάσος βλ. δέντρο, βλέπει το φως/έρχεται στο φως της δημοσιότητας βλ. δημοσιότητα, βλέπει/κοιτάζει τα ραδίκια/τα κυπαρίσσια ανάποδα βλ. ανάποδα, βλέπω Θεού/Κυρίου πρόσωπο βλ. πρόσωπο, βλέπω το ποτήρι μισοάδειο/το ποτήρι είναι μισοάδειο βλ. ποτήρι, βλέπω το ποτήρι μισογεμάτο/το ποτήρι είναι μισογεμάτο βλ. μισογεμάτος, βλέπω φαντάσματα βλ. φάντασμα, βλέπω/αντιμετωπίζω/παίρνω την κατάσταση/τα πράγματα όπως είναι βλ. πράγμα, βλέπω/καταλαβαίνω τη γλύκα βλ. γλύκα, βλέπω/κοιτάζω την καμπούρα κάποιου βλ. καμπούρα, βλέπω/κοιτάζω/προχωρώ μπροστά βλ. μπροστά, βλέπω/παίρνω (κάποιον/κάτι) με καλό/με κακό μάτι βλ. μάτι, δεν βλέπει πέρα από τη μύτη του βλ. μύτη, δεν βλέπω (ούτε) τη μύτη μου βλ. μύτη, δεν βλέπω μπροστά μου/δεν σε βλέπω από την πείνα βλ. πείνα, δεν έχω μάτια να δω βλ. μάτι, δεν θέλω να ξαναδώ κάποιον (στα μάτια μου/μπροστά μου)/δεν θέλω ούτε να ξέρω/να βλέπω κάποιον βλ. θέλω, είδα (κι) απόειδα βλ. απόειδα, είδα τον ουρανό/μου ήρθε/μου 'ρθε ο ουρανός σφοντύλι βλ. ουρανός, είδα τον χάρο με τα μάτια μου βλ. χάρος, είδα τον Χριστό φαντάρο! βλ. Χριστός, είδε το φως της (η)μέρας/του ήλιου βλ. φως, ήλθε, είδε και απήλθε βλ. απέρχομαι, κάνε παιδιά να δεις καλό/χαΐρι βλ. παιδί, κοίτα/δες/άκου ποιος μιλάει! βλ. κοιτάζω, μάτια που δεν βλέπονται, γρήγορα λησμονιούνται βλ. μάτι, μην τον είδατε, μην τον απαντήσατε βλ. απαντώ, να το δω και να μην το πιστέψω βλ. πιστεύω, όποιος πρόλαβε, τον Κύριον είδε βλ. προλαβαίνω, παίρνω (στα) ζεστά/βλέπω ζεστά κάτι βλ. ζεστός, παίρνω/βλέπω κάτι στραβά βλ. στραβός, στάσου/περίμενε/κάτσε και θα δεις! βλ. στέκομαι, στον ύπνο σου το είδες/έβλεπες/'βλεπες; βλ. ύπνος, τα είδα όλα κωλυόμενα βλ. κωλύω, τη βλέπω τη δουλειά βλ. δουλειά, την/το είδε αλλιώς βλ. αλλιώς, της νύχτας τα καμώματα/τα καμώματα της νύχτας τα βλέπει η μέρα και γελά βλ. κάμωμα, το(ν) βλέπει/χτυπά(ει) ο ήλιος βλ. ήλιος ● βλ. ιδωμένος [< αρχ. βλέπω, μεσν. είδα, γαλλ. voir, αγγλ. see, γερμ. sehen]

γαρίδα

γαρίδα γα-ρί-δα ουσ. (θηλ.): ΖΩΟΛ. μικρό εδώδιμο μαλακόστρακο (επιστ. ονομασ. Parapenaeus longirostris), με μακρύ κοκκινωπό ή γκρίζο σώμα με πολλές αρθρώσεις, πέντε ζεύγη ποδιών, μακριά ουρά, μακρόστενο κεφάλι με δύο μακριές και δύο μικρότερες κεραίες και εξογκωμένα μάτια: (ΜΑΓΕΙΡ.) αποφλοιωμένες/βρασμένες/κατεψυγμένες ~ες. ~ες κοκτέιλ/σαγανάκι/στα κάρβουνα. Μακαρονάδα με ~ες (= γαριδομακαρονάδα). Πβ. γάμπαρη. Βλ. αστακός, καραβίδα. ● Υποκ.: γαριδούλα (η) ● ΦΡ.: το μάτι μου γαρίδα 1. παρακολουθώ με μεγάλη προσοχή, προκειμένου να μη μου διαφύγει τίποτα: (Να έχεις) το ~ σου ~! Πβ. έχω τ' αυτιά/τα μάτια μου ανοιχτά. 2. έχω αϋπνία: Έπεσε για ύπνο, αλλά ~ του ~. [< μεσν. γαρίδα]

γδύνω

γδύνω γδύ-νω ρ. (μτβ.) {έγδυ-σα, γδύ-θηκα, -μένος, γδύν-οντας} 1. βγάζω τα ρούχα κάποιου. ΣΥΝ. γυμνώνω (1), ξεγυμνώνω (1), ξεντύνω, τσιτσιδώνω ΑΝΤ. ντύνω (1) 2. (μτφ.) κατακλέβω, καταληστεύω: Μπήκαν στο σπίτι και μας ~σαν. 3. (μτφ.) χρεώνω πολύ υψηλές τιμές: Η πόλη ήταν πανάκριβη. 'Οπου κι αν πήγαμε, μας ~σαν. Πβ. γδέρνω, μαδώ. ● Παθ.: γδύνομαι: βγάζω τα ρούχα μου. ΑΝΤ. ντύνομαι (1) ● ΦΡ.: γδύνω με τα μάτια: κοιτάζω κάποιον, κυρ. νεαρή γυναίκα, προκλητικά. Πβ. τρώω με τα μάτια/με το βλέμμα. [< μεσν. εγδύνω < αρχ. ἐκδύω]

γελώ

γελώ [γελῶ] γε-λώ ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {γελ-άς, -ά κ. -άει | γέλ-ασα, -ιέμαι, -άστηκα, -ώντας, -ασμένος} & γελάω 1. εκφράζω ευχάριστο συναίσθημα, χαρούμενη διάθεση με γέλιο, παράγοντας συνήθ. χαρακτηριστικό ήχο: ~ αυθόρμητα/δυνατά/νευρικά. ~ με το ανέκδοτο/τα αστεία του. ~ πολύ με αυτόν τον ηθοποιό. Με κάνεις να/και ~άω! Καιρό είχα να ~άσω έτσι/τόσο (πολύ). ~άει με το παραμικρό. Κρατήθηκα να μη ~άσω με αυτά που άκουγα. Πώς να μη ~άει κανείς με τα καμώματά του; Ακόμα ~ με το πάθημά μας! ~ούσε ολόκληρος (: ήταν πολύ χαρούμενος).|| (Μου/του) ~ασε με νόημα. ΣΥΝ. χαμο~.|| Ο κόσμος θέλει να ~άσει (= να διασκεδάσει).|| Δεν ~ (= αστειεύομαι), το θέμα είναι σοβαρό. Πβ. παίρνω στην πλάκα κάποιον/κάτι.|| ~ με κάποιον/εις(/σε) βάρος του. ~ από μέσα μου (: συνήθ. για χαιρέκακη, περιπαικτική διάθεση που δεν εκδηλώνεται φανερά. Πβ. περι~). Βλ. χαζο~. ΑΝΤ. κλαίω (1) 2. ξεγελώ, εξαπατώ, παραπλανώ: Είναι πολύ έξυπνος και δεν τον ~άς εύκολα. Το νου σου/πρόσεξε μη σε ~άσουν! (Φαίνεται να) σε απασχολεί κάτι, δε με ~άς εμένα. Πίστευα ότι θα μου δώσουν τη θέση, αλλά ~άστηκα.|| Αν νομίζεις ότι αυτό θα περάσει έτσι, ~άστηκες (= πέφτεις έξω, σφάλλεις). Αν πιστεύετε ότι θα υποχωρήσουμε, σας ~άσανε. Αν δεν ~ιέμαι, αυτός είναι ο ... (πβ. αν δεν κάνω λάθος). ● ΦΡ.: ας γελάσω (προφ.): ως ειρων. σχόλιο για κάτι: Αν έχω πολύ ελεύθερο χρόνο; ~ ~ (= δεν έχω καθόλου)!, ας μη γελιόμαστε (προφ.): ας μην έχουμε αυταπάτες, ας είμαστε ρεαλιστές: ~ ~, χρειάζεται πολλή δουλειά ακόμα για να πούμε πως πετύχαμε., γελάει καλύτερα όποιος γελάει τελευταίος (παροιμ.): στο τέλος φαίνεται ποιος είναι σε πλεονεκτική θέση. [< γερμ. Wer zuletzt lacht, lacht am besten] , γελάνε/γελούν και τ' αυτιά/και τα μουστάκια του: είναι εμφανώς πολύ χαρούμενος., γελάω με την καρδιά μου/με την ψυχή μου/μέχρι δακρύων (προφ.-εμφατ.): γελώ πάρα πολύ, ξεκαρδίζομαι., είναι να γελάς/να γελάει κανείς ... (προφ.): για κάτι γελοίο: ~ ~ με τις δικαιολογίες/την μεγαλομανία του., θα σε γελάσω (προφ.): για να δηλώσει κάποιος άγνοια ή αβεβαιότητα: Δεν είμαι σίγουρος σε ποιο δρόμο μένει, ~ ~., με γελούν τα αυτιά/τα μάτια μου (προφ.): για κάτι αξιοπερίεργο που ακούει ή βλέπει κάποιος, όμως δυσκολεύεται να το πιστέψει: Μη/μήπως ~ ~; Άκουσα/βλέπω καλά ή ~ ~; Αν δεν με ~ τα μάτια μου, αυτός είναι ο ..., μην το γελάς!/το γελάς; (προφ.): για κάτι που δεν είναι απίθανο να συμβαίνει ή να συμβεί: Μην το γελάς, αυτός είναι ικανός για τα πάντα!, αν δεν με απατά/γελά η μνήμη μου βλ. μνήμη, γαργάλησέ με να γελάσω βλ. γαργαλώ, γελάει κάτω από τα μουστάκια του βλ. μουστάκι, γελάνε και τα τσιμέντα βλ. τσιμέντο, γέλασε/έσκασε/χαμογέλασε το χειλάκι του βλ. χείλι, δεν είναι παίξε-γέλασε βλ. παίζω, η τύχη μού γελάει/μού χαμογελάει βλ. τύχη, θα γελάσει (κι) ο κάθε πικραμένος βλ. πικραμένος, θα γελάσει και το παρδαλό κατσίκι βλ. παρδαλός, θα γελάσουν και οι κότες βλ. κότα, να κλάψω ή να γελάσω; βλ. κλαίω, ούτε κλαίει ούτε γελάει βλ. κλαίω, της νύχτας τα καμώματα/τα καμώματα της νύχτας τα βλέπει η μέρα και γελά βλ. κάμωμα ● βλ. γελασμένος [< αρχ. γελῶ, γαλλ. rire, αγγλ. laugh]

γεμίζω

γεμίζω γε-μί-ζω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {γέμι-σα, γεμί-σει, γεμίζ-εται, -οντας, γεμι-σμένος} & (λαϊκό) γιομίζω 1. κάνω κάτι να είναι γεμάτο ή είμαι, γίνομαι πλήρης από κάτι: ~ το ποτήρι με νερό/το πιάτο με φαγητό. ~ το συρτάρι. ~ το ρεζερβουάρ με βενζίνη. ~ την κοιλιά μου (: τρώω πολύ, χορταίνω). ~ την μπαταρία (= φορτίζω). ~ το όπλο (= βάζω σφαίρες). Το δοχείο ~εται με λάδι. ~σε το ψυγείο με φαγητά.|| Η δεξαμενή/το στάδιο ~σε. Το αμφιθέατρο ~σε ασφυκτικά. Η πλατεία είχε ~σει (με) κόσμο/παιδιά. (ΜΑΓΕΙΡ.) Πατάτα/πιπεριά ~σμένη με τυρί (πβ. γεμιστός). Βλ. ξανα~.|| (μτφ.) ~ το κενό/τις σελίδες/το ταμείο/το χρόνο/τις ώρες μου. Το βουνό ~ει (με) δέος την ψυχή του επισκέπτη. Τα παιδιά ~ουν με φωνές τους δρόμους. ~σε (από) αισιοδοξία/αυτοπεποίθηση/πίκρα/υπερηφάνεια/χαρά. Με ~σε δώρα (: μου έκανε πολλά δώρα). Η είδηση τούς ~σε με αγωνία/ανησυχία. Δεν ξέρει τι να κάνει, για να ~σει τη ζωή του.|| ~σες σπυριά/ψίχουλα το πάτωμα!|| Το φεγγάρι ~σε (: έχει πανσέληνο). ΑΝΤ. αδειάζω (1), εκκενώνω (2) 2. (μτφ.) ικανοποιώ ψυχικά, δημιουργώ αίσθημα πληρότητας: Η δουλειά της/η ζωή στην πόλη την ~ει. Τίποτα δεν με ~ει. Η σχέση αυτή δεν με ~ει πια.|| Η αγάπη ~ει την καρδιά μου. Η μουσική ~ει τη ζωή μας.γεμίζει: (συνήθ. αρνητ. συνυποδ.) για κάτι που υπάρχει σε πλήθος, σε αφθονία: ~σε ο τόπος αυτοκίνητα/σκουπίδια. Οι δρόμοι ~σαν νερά (= πλημμύρισαν). Η παραλία ~σε με παράνομες διαφημιστικές πινακίδες. Τα παπούτσια μου ~σαν (= καλύφθηκαν από) λάσπες. ● ΦΡ.: γεμίζει/γέμισε το κεφάλι (με) ... (προφ.): σκέφτομαι έντονα, φέρνω στον νου μου, εστιάζω την προσοχή μου: ~ ~ μου (με) αναμνήσεις/αριθμούς/σκέψεις/στενοχώριες. Πβ. μπουχτίζω, πήζω.|| Κάποιος του γέμισε ~ μ' αυτές τις αηδίες (: του έβαλε ιδέες, τον έπεισε για κάτι)., γεμίζω τη μπάλα (προφ.): ΑΘΛ. (στο ποδόσφαιρο) κάνω μακρινή και ψηλοκρεμαστή μπαλιά προς την αντίπαλη περιοχή. Πβ. σεντράρω., δεν μου γεμίζει το μάτι (προφ.): δεν μου εμπνέει εμπιστοσύνη, δεν φαίνεται να έχει τα κατάλληλα προσόντα, χαρακτηριστικά: Από την αρχή δεν μου γέμισε ~. Με την πρώτη ματιά δεν σου γεμίζει ~, αλλά είναι πολύ χρήσιμη συσκευή., γεμίζω/φορτίζω τις μπαταρίες (μου) βλ. μπαταρία, το λέω και γεμίζει το στόμα μου βλ. στόμα, φασούλι το φασούλι γεμίζει το σακούλι βλ. φασούλι [< αρχ. γεμίζω]

γινάτι

γινάτι γι-νά-τι ουσ. (ουδ.) & ινάτι (λαϊκό): πείσμα, ισχυρογνωμοσύνη· συνεκδ. ανυποχώρητη συμπεριφορά: Τον έπιασε το ~ του (= πείσμωσε). Δεν θα περάσει έτσι εύκολα το ~ του. Πβ. εγωισμός, επιμονή, πίκα.|| Άσε τα ~ια (= καμώματα)! Πβ. καπρίτσιο, τσαλίμι. ● ΦΡ.: κρατάω (κάτι) γινάτι (μτφ.): περιμένω να εκδικηθώ κάποιον που με πρόσβαλε ή με έβλαψε: Δεν τη συγχώρεσε ποτέ, της το κρατάει ακόμα ~. Πβ. μνησικακώ. ΣΥΝ. το βαστάω (σε κάποιον), το κρατάω/φυλάω (μανιάτικο), το βάζω γινάτι: το βάζω πείσμα: Το ΄βαλε ~ (: θέλει σώνει και καλά) να πετύχει!, το γινάτι βγάζει μάτι (παροιμ.): το τυφλό πείσμα βλάπτει τελικά το ίδιο το πρόσωπο που εκδηλώνει τέτοια συμπεριφορά. [< τουρκ. inat]

γυαλίζω

γυαλίζω γυα-λί-ζω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {γυάλι-σα, -στηκε, γυαλίζ-οντας, -σμένος}: κάνω μια επιφάνεια να λάμπει, τρίβοντάς τη συνήθ. με την προσθήκη γυαλιστικού: ~ τα ασημικά (με σόδα)/τα παπούτσια (με βερνίκι)/το παρκέ (με παρκετίνη). Πβ. λουστράρω, στιλβώνω.γυαλίζει: λάμπει, αστράφτει: Τα μάρμαρα/πλακάκια/τζάμια ~ουν (από καθαριότητα/το τρίψιμο). Τα βότσαλα ~ζαν στον ήλιο.|| Πρόσωπο καθαρό που δεν ~ (: δεν είναι λιπαρό). ● ΦΡ.: γυαλίζει το μάτι του (μτφ.-προφ.): για κάποιον που δίνει την εντύπωση ατόμου επικίνδυνου, οργισμένου και έτοιμου να ξεσπάσει ή κυριευμένου από έντονη επιθυμία, πόθο: Τον φοβάμαι, ~ ~!, γυαλίζει/ζεσταίνει τον πάγκο (αθλητική αργκό-ειρων.): (για παίκτη ομάδας) είναι σε θέση αναπληρωματικού, δεν συμμετέχει στον αγώνα., του γυάλισε/του έχει γυαλίσει (αργκό, κυρ. με ερωτική συνυποδ.): του έχει προσελκύσει το ενδιαφέρον, του αρέσει: ~ ~ μια μικρούλα.|| Μου ~ το φόρεμα στη βιτρίνα (: το στάμπαρα). ● βλ. γυαλισμένος [< μεσν. γυαλίζω]

γυμνός

γυμνός, ή, ό γυ-μνός επίθ. 1. (για πρόσ.) που δεν φορά ρούχα ή είναι ελαφρά ντυμένος· (για μέρος του σώματος) που δεν καλύπτεται από αυτά: ~ό: μοντέλο. ~ από τη μέση και πάνω (βλ. ημί-, μισό-γυμνος). Πόζαρε/φωτογραφήθηκε ~ή. Βούτηξαν ~οί στο νερό. Πβ. γδυτός, τσίτσιδος. Βλ. θεό-, ολό-γυμνος.|| Μη βγεις έτσι ~, φόρα κάτι ζεστό πάνω σου.|| ~ή: πλάτη (βλ. εξώπλατος). ~ό: στήθος (βλ. γυμνόστηθος)/χέρι (: χωρίς γάντια). ~οί: ώμοι.|| (συνεκδ., που περιλαμβάνει γυμνό σώμα:) ~ή: σκηνή/φωτογραφία/φωτογράφιση. ~ό: εξώφυλλο. Αντιπολεμική ~ή διαμαρτυρία. 2. (μτφ.) που δεν καλύπτεται από κάτι: (χωρίς βλάστηση ή φύλλα:) ~ό: βουνό (πβ. φαλακρό)/κλαδί/νησί (πβ. άδενδρο, ξερονήσι. ΑΝΤ. κατάφυτο). ~ά: βράχια.|| (χωρίς διακόσμηση ή επίπλωση:) ~οί: τοίχοι. Το σπίτι φάνταζε άδειο και ~ό.|| (χωρίς προστασία, περίβλημα:) ~ή: φλόγα (: ακάλυπτη). ~ό: καλώδιο (: χωρίς μόνωση)/μέταλλο/(ηλεκτροφόρο) σύρμα.|| ~ό: σπαθί (: έξω από τη θήκη του).|| Οι νεοσσοί γεννιούνται ~οί (: χωρίς φτέρωμα). 3. (μτφ.) που δεν διαθέτει, στερείται κάτι: (χωρίς προσχήματα, ωραιοποιήσεις:) ~ή: αλήθεια (= απροκάλυπτη)/βία (= ωμή)/πραγματικότητα. ~ά: γεγονότα.|| Κείμενο ~ό από επιχειρήματα/νόημα/συναίσθημα (πβ. φτωχό). ● Ουσ.: γυμνό (το): αναπαράσταση στην τέχνη ή εμφάνιση (συνήθ. στην τηλεόραση ή σε έντυπα) του γυμνού ανθρώπινου σώματος: ανδρικό/γυναικείο/καθιστό ~. Το ~ στη φωτογραφία. Σπουδή ~ού (: για έργα ζωγραφικής).|| Σκηνές ~ού. Το ~ πουλάει. ● Υποκ.: γυμνούλης , α, -ικο/-ι ● ΦΡ.: με γυμνό μάτι/οφθαλμό & (λόγ.) διά γυμνού οφθαλμού 1. χωρίς χρήση οπτικού οργάνου (φακού, μικροσκοπίου, τηλεσκοπίου): πλανήτες ορατοί ~ ~. Οργανισμοί αόρατοι ~ ~. 2. (μτφ.) για κάτι ολοφάνερο, οφθαλμοφανές: Το αποτέλεσμα είναι ορατό ~ ~. [< γαλλ. (invisible) à l'œil nu] , ο βασιλιάς είναι γυμνός & η βασίλισσα είναι γυμνή: σε περιπτώσεις που αποκαλύπτεται η σαθρότητα, αδυναμία ισχυρού προσώπου ή θεσμού. [< αγγλ. the king is naked (Σαίξπηρ)] [< αρχ. γυμνός]

διασταυρώνω

διασταυρώνω δι-α-σταυ-ρώ-νω ρ. (μτβ.) {διασταύρω-σα, -σει, -θηκε, -θεί, -μένος, διασταυρών-οντας, διασταυρ-ούμενος} 1. ΒΙΟΛ. δημιουργώ μικτό είδος φυτού ή ζώου (με στόχο την καλλιέργεια, εκτροφή), τεχνητά ή φυσικά, μέσω του συνδυασμού των γονιδίων από διαφορετικές ποικιλίες ή ράτσες: ~ουμε διάφορα είδη καλαμποκιού/σιταριού.|| (μτφ.) Στο έργο του ~ει θέματα από τη λαϊκή παράδοση και την ιστορία. Πβ. διαπλέκω. 2. (μτφ.) επιβεβαιώνω, ελέγχω, συγκρίνω: ~ γεγονότα/ειδήσεις/στοιχεία. ~σε την ακρίβεια/αλήθεια όσων έμαθε. ~μένες: πηγές/πληροφορίες. 3. (σπάν.) τοποθετώ συνήθ. δύο αντικείμενα σε σχήμα σταυρού ή Χ: ~μένοι: ιμάντες. ~μένα: πόδια. ● Παθ.: διασταυρώνομαι: (για δρόμο, γραμμή) συναντιέται, τέμνεται σε κάποιο σημείο κάθετα ή διαγώνια: ~εται ισόπεδα με τη λεωφόρο. Οι γραμμές του μετρό ~ονται σε δύο σταθμούς.|| (συναντιέμαι με κάποιον ή κάτι, συνήθ. καθώς κινούμαστε προς διαφορετικές κατευθύνσεις:) ~θήκαμε στην είσοδο της πολυκατοικίας.|| (μτφ.) ~ονται οι ζωές/μοίρες/πορείες κάποιων. Στην περιοχή αυτή ~θηκαν ποικίλα πολιτιστικά ρεύματα. ● ΦΡ.: διασταυρώνονται τα βλέμματά μας & οι ματιές μας (μτφ.): κοιτάζει στιγμιαία ο ένας τον άλλο στα μάτια., διασταύρωσαν τα ξίφη τους & τα πυρά τους (μτφ.): (κυρ. σε πολιτική διαμάχη) ήρθαν σε οξεία αντιπαράθεση, σύγκρουση: Kυβέρνηση και αντιπολίτευση ~ ~ στη Bουλή για το μεταναστευτικό πρόβλημα. [< μτγν. διασταυρῶ ‘περιφράσσω με πασσάλους’, γαλλ. croiser]

δόντι

δόντι δό-ντι ουσ. (ουδ.) {δοντ-ιού | -ιών} 1. ΑΝΑΤ.-ΙΑΤΡ. καθένα από τα οστεοειδή όργανα, εμφυτευμένα στις φατνίες των γνάθων, τα οποία προορίζονται για τη μάσηση της τροφής και την άρθρωση των φθόγγων: κούφιο/σάπιο/στραβό/χαλασμένο/χρυσό ~. Η ρίζα, ο αυχένας και η μύλη του ~ιού (: τα τρία μέρη του). Ο πολφός του ~ιού (: οδοντική θηλή). Εξαγωγή/θήκη/στεφάνη/σφράγισμα ~ιού. Αραιά/ίσια/καλοσχηματισμένα/κοφτερά/τεχνητά ~ια. Αστραφτερά/λαμπερά ~ια (βλ. χαμόγελο). Τα τριανταδύο μόνιμα ~ια του ανθρώπου (: τέσσερις κοπτήρες, δύο κυνόδοντες, τέσσερις προγόμφιοι, έξι γομφίοι σε κάθε γνάθο). Η αδαμαντίνη/οδοντίνη/οστεΐνη των ~ιών. Τα ούλα των ~ιών. Νόσοι/φλεγμονές των ~ιών (: τερηδόνα, ουλίτιδα). Ανατολή/κιτρίνισμα των ~ιών. Υγιεινή/φροντίδα των ~ιών (: βούρτσισμα, καθαρισμός, λεύκανση, φθορίωση). Καθημερινή περιποίηση των ~ιών (με οδοντόκρεμα, οδοντικό νήμα, αντισηπτικό στόματος). Ασβέστιο για γερά ~ια. Πονάει το ~ μου (: έχω πονόδοντο). Του τρόχισε το ~ (: ο οδοντίατρος). Του λείπει ένα ~ (βλ. φαφούτης). Πλένω τα ~ια μου. Κόβω (κάτι) με τα ~ια (βλ. δαγκώνω, μασώ).|| (για παιδί:) Του κουνιέται το ~. Άλλαξε ~ια. Βλ. οδοντοστοιχία, τραπεζίτης, φρονιμίτης.|| (για ζώο) ~ια λύκου/σκύλου. Σαρκοφάγο ψάρι με ισχυρά ~ια. ΣΥΝ. οδούς 2. (κατ' επέκτ.) αιχμηρή προεξοχή αντικειμένου και γενικότ. καθετί που μοιάζει με δόντι: τα ~ια του τροχού/της τσατσάρας. Βλ. τόρμος. ● Υποκ.: δοντάκι (το) (οικ.): Το μωρό έβγαλε τα πρώτα του ~ια.|| Μαχαίρι/πριόνι με ~ια (= οδοντωτό). ● Μεγεθ.: δοντάρα (η), δοντάρες (οι) ● ΣΥΜΠΛ.: νεογιλά δόντια βλ. νεογιλός ● ΦΡ.: δείχνει τα δόντια/τα νύχια (του) (μτφ.): επιδεικνύει τη δύναμή του: ~ ~ απειλητικά. Η Επιτροπή έδειξε ~ της, επιβάλλοντας υψηλό πρόστιμο., δεν είναι για τα δόντια του (μτφ.-προφ.): για τις δυνατότητές του, για τις δυνάμεις του., έβγαλε το χρυσό δοντάκι (μτφ.-προφ.): (για μικρό συνήθ. παιδί) μετέλαβε, κοινώνησε., έχει (γερό/μεγάλο) δόντι (μτφ.-προφ.): έχει μέσον, γνωριμίες. Πβ. βύσμα, έχει άκρες, έχει (γερές) πλάτες., μέσα από τα δόντια (του) (μτφ.-προφ.): χωρίς να ακούγεται καθαρά τι λέει: Μουρμούρισε/ψέλλισε/ψιθύρισε κάτι ~ ~ (συνήθ. θυμωμένος)., μιλάω/τα λέω έξω από τα δόντια: με παρρησία, με απόλυτη ειλικρίνεια, χωρίς φόβο και περιστροφές: Είναι αποφασισμένος να τα πει/να μιλήσει ~ ~, ακόμα κι αν στενοχωρήσει μερικούς. Πβ. απερίφραστα, ορθά-κοφτά, σταράτα., πονάει δόντι, βγάζει μάτι (παροιμ.): σε περιπτώσεις που ο τρόπος αντιμετώπισης μιας προβληματικής κατάστασης είναι εντελώς ακατάλληλος: Προσπαθούν να λύσουν τα προβλήματα με τη μέθοδο του ~ ~., πονάει το δοντάκι του (μτφ.-προφ.): είναι ερωτευμένος., ακονίζω τα δόντια μου βλ. ακονίζω, γλίτωσα/σώθηκα/μ' έσωσε απ' του χάρου τα δόντια βλ. χάρος, ήλιος με δόντια βλ. ήλιος, με νύχια και με δόντια βλ. νύχι, οπλισμένος/αρματωμένος σαν αστακός βλ. αστακός, πονάει κεφάλι, κόβει κεφάλι & πονάει δόντι, βγάζει δόντι βλ. κεφάλι, σου χαρίζουν γάιδαρο και τον κοιτάς στα δόντια βλ. χαρίζω, σφίγγω το στόμα/τα δόντια/τα χείλη βλ. σφίγγω, τρίζω τα δόντια (σε κάποιον) βλ. τρίζω [< μεσν. δόντι(ο)ν]

θέλω

θέλω θέ-λω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {θέλ-εις (προφ.) θες, -ει, -ουμε (λαϊκό) θέμε, -ετε (λαϊκό) θέτε, -ουν(ε) (λαϊκό) θένε | θες κ. θέλε, θέλετε | ήθελα, θέλησα, να/θα θελήσω | ηθελημένος, θέλ-οντας} 1. έχω την επιθυμία, εκφράζω την πρόθεση για κάτι: ~ να σου πω κάτι. Θα μιλάω όπως ~ (πβ. γουστάρω)! Δεν ~ να με δει/να ενοχλώ/να θυμάμαι. Ό,τι θες/θελήσεις θα το 'χεις. Κάνε/πράξε ό,τι/όπως θες, δεν με νοιάζει. Φάε όσο ~εις/θες. Λέγε, τι θες; Όποιος ~ει, ας/μπορεί να έρθει. Παίρνει πάντα αυτό που ~ει. Ήθελα να φωνάξω, αλλά κρατήθηκα. ~ να πάω διακοπές/να φύγω. Αν ~εις/θες να είσαι σίγουρος, ρώτα. Κανέναν δεν πιέζουμε, αν δεν το ~ει. Αν ~ήσει να μιλήσει, θα μάθουμε αρκετά. Δεν ξεκουράζεται όσο θα ήθελε.|| (ως έκφρ. ευγενείας) Ένα ποτηράκι κρασί θα το ήθελα. Δεν θα ήθελα να μας δουν μαζί. Ήθελα να ξέρω (: αναρωτιέμαι), δεν κουράζεται ποτέ; Αν ~εις, ρίχνεις μια ματιά κι εδώ (: αν έχεις την καλοσύνη); ~ετε κάτι άλλο; Πώς ~ετε τον καφέ σας (= πώς τον προτιμάτε); Θα ~ατε κάτι; Τι θα ~ατε; Ποιος θα ήθελε να με βοηθήσει;|| (ευχετ.) Θα ήθελα να σε πιστέψω, αλλά .../να είχα γίνει γιατρός (: μακάρι). ΣΥΝ. επιθυμώ 2. προσπαθώ, επιδιώκω: Κάτι ~ει να κρύψει. ~ει τα λεφτά της, δεν την αγαπά. ~ει να πετύχει οπωσδήποτε/την επιτυχία (= έχει στόχο· βλ. προσβλέπω). Εγώ να βοηθήσω ήθελα μόνο. Δεν ήθελα να σε προσβάλω (= δεν είχα σκοπό). Τι ήθελε να πει μ' αυτό (= τι υπονοούσε); Τον έσπρωξα, χωρίς να το ~ (= άθελά μου, ακούσια). Θέλησαν (= επιχείρησαν) να τον απομακρύνουν, αλλά δεν τα κατάφεραν. Πβ. επιζητώ, σκοπεύω. 3. ζητώ ή απαιτώ: Το μόνο που ~ από σένα είναι αγάπη. Δεν ~ υπερβολές. Πβ. γυρεύω.|| (επιτατ.) ~ μια απάντηση/διαζύγιο/δουλειά/εκδίκηση. Πες μου την αλήθεια, ~ να ξέρω. Αν ~εις πόλεμο, θα τον έχεις. Η μόδα ~ει τις γυναίκες αδύνατες/με καμπύλες. Προβλήματα που ~ουν επειγόντως λύση. Πβ. αξιώνω. 4. έχω ανάγκη, χρειάζομαι: ~ αγάπη. ~εις λούσιμο. Τώρα ~εις ξεκούραση, για να γίνεις εντελώς καλά. Το φαγητό ~ει αλάτι. Το πράγμα δεν ~ει σκέψη. Τα ρούχα ~ουν πλύσιμο. Τα φυτά ~ουν φροντίδα. Αν θες βοήθεια, πες το.|| (απρόσ.) ~ει πολύ ακόμη, για να ξημερώσει. ~ει διάβασμα/δύναμη/θάρρος/καιρό/κόπο/κότσια/χρόνο (για) να ... (= απαιτείται). 5. αποδέχομαι: Αφού σου το εξήγησα, γιατί δεν θες να το καταλάβεις (= δεν λες); Δεν ~ει να το πιστέψει. Θα θελήσει να σου κάνει το χατίρι (: θα συναινέσει, θα συγκατατεθεί); Οι γονείς της δεν τον ήθελαν (ενν. για σύζυγο της κόρης τους).|| (μτφ.) Η μηχανή δεν ~ει να πάρει μπρος (πβ. δεν εννοεί να). 6. αναζητώ, ψάχνω κάποιον: Ποιον θα ~ατε/~ετε; Σας ~ουν στο γραφείο/τηλέφωνο (= σας ζητούν). 7. ποθώ: Σε ~ πολύ! Δεν σε ~ πια (= δεν σ' αγαπώ). 8. θεωρώ, ισχυρίζομαι ότι συμβαίνει κάτι, χωρίς αυτό να ισχύει στην πραγματικότητα: Δεν είμαι τόσο ανόητος, όσο με ~ουν κάποιοι.θέλει (προφ.): ευνοεί: Άμα σε ~ το ζάρι/η τύχη, δεν έχεις κανέναν ανάγκη (= σε πάει). Τη ~ το κοινό (: την αποδέχεται, την αγαπά). Τη ~ ο φακός (: έχει φωτογένεια). ● Ουσ.: θέλω (τα): οι επιθυμίες κάποιου: τα ~ της καρδιάς. Κάντε τα ~ σας πραγματικότητα! Βλ. πρέπει (τα). ● ΦΡ.: (αυτό/το άδικο) δεν το θέλει ούτε ο Θεός (προφ.): για πλήρη άρνηση, αποδοκιμασία μιας άδικης κατάστασης: Τέτοιον εξευτελισμό δεν τον θέλει ~., (δε) θες να ...; (προφ.): έκφρ. ανησυχίας ή φόβου: Πολύ αργεί, ~ ~ του συνέβη κάτι (= λες να, μήπως);, (και) τι θες να (σου) κάνω; (οικ.): για δήλωση αδιαφορίας ή αδυναμίας να βοηθήσουμε κάποιον: Έτσι είν' η ζωή, ~ ~;|| Αρρώστησες. Ωραία κι εγώ τι ~ ~;, (κι εγώ) πώς/πού θες να (το) ξέρω;: έκφρ. άγνοιας δηλωμένης με δυσαρέσκεια, πώς περιμένεις να το γνωρίζω: Αν αυτός ήταν άρρωστος, ~ ~;, ... δεν ήθελες; (ειρων.): σε κάποιον που υφίσταται τις δυσάρεστες συνέπειες της συνήθ. παράλογης επιθυμίας του ή των υψηλών προσδοκιών του: Μεγαλεία ~ ~, λούσου τα τώρα!, άλλο που δεν θέλει/δεν ήθελε! (συνήθ. ειρων.): προς δήλωση μεγάλης επιθυμίας· για κάτι που γίνεται δεκτό με μεγάλη χαρά, χωρίς αντίρρηση: Δέχτηκε αμέσως την πρόταση, ~ ~., αν θέλει ο Θεός: αν οι συνθήκες είναι ευνοϊκές: ~ ~, θα νικήσουμε/θα φύγουμε αύριο. ΣΥΝ. Θεού θέλοντος (και καιρού επιτρέποντος), αν θέλεις/θέλετε & (προφ.) αν θες: κειμενικός δείκτης που σχετικοποιεί ή επιτείνει τον ισχυρισμό του ομιλητή: Αυτό που λες είναι αυθαίρετο ή, ~ ~εις, παρακινδυνευμένο. Πρόκειται για λάθος, ή ~ ~, για γκάφα ολκής., αν θέλω λέει! & αν ήθελα λέει!: (προφ.-εμφατ.) για να δηλωθεί ενθουσιώδης αποδοχή πρότασης, με μεγάλη μου χαρά: -Θέλεις να έρθεις μαζί; -~ ~ (= ευχαρίστως)!, δε(ν) θέλει (και) πολύ (για) να (προφ.): για κάτι συνήθ. δυσάρεστο που μπορεί να συμβεί εύκολα, από τη μια στιγμή στην άλλη: ~ ~ γίνει το κακό!, δε(ν) με θέλει! (προφ.): είμαι άτυχος: Δεν είναι η μέρα μου, ~ ~ καθόλου/με τίποτα! Μου φαίνεται δεν σε ~ η τύχη σήμερα!, δεν (το) ήθελα: για δήλωση ακούσιας πρόκλησης βλάβης: Σας πάτησα; συγγνώμη ~ ~! Δεν ήθελα να σε πληγώσω., δεν θέλω να ξαναδώ κάποιον (στα μάτια μου/μπροστά μου)/δεν θέλω ούτε να ξέρω/να βλέπω κάποιον (προφ.): για να δηλωθεί αποστροφή, αγανάκτηση, οργή απέναντι σε κάποιον: Φύγε, ~ ~ να σε ξαναδώ! Δεν θέλει ούτε να τον βλέπει., δεν πα να λες ό,τι θες! (προφ.): προκλητικά ή οργισμένα για δήλωση ανυπακοής στις αντιρρήσεις κάποιου σχετικά με τη συμπεριφορά ή τις ενέργειές μας: Εγώ θα το κάνω, ~ ~ (εσύ)!, δεν υπάρχει δεν μπορώ, υπάρχει δεν θέλω (προφ.): ως προτροπή ή επίπληξη σε κάποιον που δείχνει απροθυμία ή προβάλλει δικαιολογία, προκειμένου να μην κάνει κάτι: Μην μου λες πως δεν μπορείς να κόψεις το κάπνισμα: ~ ~., εδώ σε θέλω κάβουρα, να περπατάς στα κάρβουνα/εδώ σε θέλω (μάστορα)!: προτρεπτικά σε κάποιον να αποδείξει τις ικανότητές του σε μια δύσκολη περίσταση: Τώρα πώς θα ξεμπλέξεις; ~ ~!, έλα που δεν ήθελες! (ειρων.): προς αμφισβήτηση της δήθεν απροθυμίας κάποιου να κάνει κάτι, που τελικά έκανε: ~ ~ να πας (= ήθελες και παραήθελες)! Πβ. τραβάτε με κι ας κλαίω!, έτσι το θέλησε η μοίρα/ο Θεός/η τύχη: για κάτι μοιραίο, υπεράνω των δυνάμεών μας· ήταν γραφτό να γίνει: Πέθανε νέος, ~ ~. Πβ. θέλημα (του) Θεού., θα (ή)θελες! (ειρων.): ως αρνητική απάντηση, αντίδραση σε κάτι που μας ενοχλεί ή με το οποίο διαφωνούμε: - Είμαι καλύτερος από σένα! - (Ναι,) ~ ~!, θέλεις να (μου/μας) πεις/πιστέψω πως/ότι ... (ειρων.): για δήλωση δυσπιστίας σχετικά με τα λεγόμενα κάποιου: ~ ~ δεν είχες καμία ανάμειξη/όλα αυτά ήταν τυχαία;, θέλεις/τα θες και τα λες (αυτά ή σου ξεφεύγουν); (ειρων.): σε κάποιον που μίλησε απερίσκεπτα., θέλοντας ή μη/και μη: ανεξάρτητα από τη βούληση κάποιου, είτε το θέλει είτε όχι: ~ ~ θα ζητήσεις συγγνώμη (: θα αναγκαστείς να ...). Πβ. εκών άκων, ηθελημένα ή μη/ή αθέλητα/ή άθελα, θες δεν θες., θέλω κάποιον/κάτι πίσω (προφ.) 1. επιθυμώ επανασύνδεση με ερωτικό σύντροφο: Με άφησε και τον ~ ~! 2. ζητώ, απαιτώ να επαναφέρω στη ζωή μου κάτι που έχασα ή νοστάλγησα: ~ πίσω τη ζωή μου/το σπίτι μου/την πόλη που αγάπησα., θέλω να πω (μ' αυτό) ότι/πως ... (προφ.): για διευκρίνιση των λεγομένων· εννοώ: Δεν μ' ενδιαφέρουν οι μεγάλες παρέες, ~ ~ πως θέλω λίγους φίλους και καλούς. Δεν ~ ~ ότι δεν μου φέρθηκαν ευγενικά, απλώς (ότι) ήταν κάπως ψυχροί., θέλω το καλό/το κακό κάποιου: επιθυμώ να ωφελήσω/να βλάψω κάποιον: Σε συμβουλεύω, γιατί ~ το καλό σου (= την ευτυχία σου). Μην τον εμπιστεύεσαι, ~ει το κακό σου., Θεού θέλοντος (και καιρού επιτρέποντος) (λόγ.): για να δηλωθεί ότι κάτι θα γίνει, εφόσον οι περιστάσεις είναι ευνοϊκές: ~ ~ αύριο θα ταξιδέψουμε. ΣΥΝ. αν θέλει ο Θεός, θες ... θες (προφ.): σε διαζευκτική σύνδεση προτάσεων για τη δήλωση αμφιβολίας ή αδιαφορίας ως προς το ποια πιθανότητα ισχύει: ~ η δουλειά, ~ τα παιδιά, δεν πήγα να τη δω. ΣΥΝ. είτε ... είτε, ή ... ή, πες ... πες., θες δε(ν) θες ... (προφ.): είτε το θέλεις είτε όχι· που θα συμβεί ανεξάρτητα από την επιθυμία κάποιου: Τα χρόνια περνάνε ~ ~. ~ ~ θα έρθω! Θα το κάνεις ~ ~ (= με το ζόρι, με το στανιό)! Σιγά σιγά, ~ ~ συνηθίζεις. Πβ. θέλοντας ή μη/και μη., θες να σου πω καμιά βαριά κουβέντα;: απειλητικά για αποτροπή απρεπούς συμπεριφοράς., και θέλω και δεν θέλω (προφ.): για να δηλώσουμε ότι δεν είμαστε σίγουροι για κάτι: ~ ~ να τον δω. Θέλεις να πας; ~ ~., και ό,τι ήθελε προκύψει: έκφραση που δηλώνει αβεβαιότητα σχετικά με την εξέλιξη μιας κατάστασης: Πάμε ~ ~ (: ας γίνει ό,τι θέλει)! Πβ. ό,τι βρέξει ας κατεβάσει!, κάνω κάποιον ό,τι θέλω (προφ.): κάνω κάποιον να υπακούει στις επιθυμίες και τις εντολές μου: Η γυναίκα/η κόρη του τον ~ει ό,τι ~ει. Πβ. είναι/τον έχω του χεριού μου, παίζω στα δάχτυλα., με το έτσι θέλω (προφ.): αυθαίρετα, χωρίς να δίνεται λογαριασμός σε κανένα: Τους επέβαλε τη θέλησή της/τις συνήθειές της ~ ~., ξέρει/δεν ξέρει τι θέλει: (για πρόσ.) έχει/δεν έχει σαφείς επιθυμίες, ξεκάθαρους στόχους: ~ει τι ~ει από τη ζωή της. Δεν ~εις τι ~εις, μου φαίνεται!, ό,τι θέλει ας γίνει/ας γίνει ό,τι θέλει (προφ.): για δήλωση αδιαφορίας, παθητικής αποδοχής αυτού που πρόκειται να συμβεί, ακόμα κι αν είναι αρνητικό: Έτσι όπως ήρθαν τα πράγματα, ~ ~ (= σκοτίστηκα). Θα της μιλήσω ανοιχτά κι ~ ~. ΣΥΝ. ό,τι βρέξει ας κατεβάσει, ό,τι θέλει λέει (προφ.): για να δηλωθεί ότι τα λόγια κάποιου χαρακτηρίζονται από απερισκεψία, έλλειψη λογικής: Τρελός είναι, ~ ~. Άστον να λέει ό,τι θέλει! Ό,τι θες λες, μου φαίνεται, πού να βρω τέτοια ώρα περίπτερο ανοιχτό;, όπως θες/θέλεις: συγκαταβατική αποδοχή της επιθυμίας κάποιου: - Θέλω να φύγουμε! - ~ ~. Πβ. με γεια σου, με χαρά σου.|| Όπως θέλετε (= αγαπάτε, προτιμάτε)., ποιος δεν θα ήθελε: για κάτι που αναμφισβήτητα θα το επιθυμούσε ο καθένας: ~ ~ ένα τόσο όμορφο σπίτι; ~ ~ ν' αγαπιέται από αυτόν που αγαπάει;, πολύ θα το ήθελα, αλλά ...: ως ευγενική απόρριψη πρόσκλησης ή πρότασης: -Θέλεις να με συνοδέψεις; -~ ~ πρέπει να διαβάσω., πώς θα ήθελα ...!: για έκφραση έντονης επιθυμίας· μακάρι: ~ ~ μία σοκολάτα/να είχα σπίτι στο βουνό!, πώς το θες; (οικ.-ειρων.): ως αρνητική απάντηση σε παράλογη, κατά τη γνώμη μας, απαίτηση ή πρόταση κάποιου να κάνουμε κάτι που δεν θέλουμε σε καμία περίπτωση: -Θα μπορούσες να πας αντί για μένα; -Ναι, αμέ, ~ ~ (: θες τίποτ' άλλο); Πβ. δε(ν) σφάξανε!, τα 'θελε και τα 'παθε & τα θέλει και τα παθαίνει & ήθελέ τα κι έπαθέ τα (προφ.): είναι υπεύθυνος για αυτό που του συνέβη: Μη στενοχωριέσαι γι' αυτόν, ~ ~., τα θέλει (μειωτ.): για άτομο, συνήθ. γυναίκα, που είναι δεκτικό σε ερωτοτροπίες και ερωτικές προτάσεις ή και τις επιδιώκει., τα 'θελες και τ' άκουσες (οικ.): εσύ φταις που σου μίλησαν άσχημα: -Γιατί θύμωσε; Απλώς του είπα ότι έχει παχύνει. -Ε κι εσύ ~ ~, δεν τα λένε αυτά., τι (το) (ή)θελα .../τι ήθελα (και/να) ...; (προφ.): μετανιώνω που είπα ή έκανα κάτι: Τι το 'θελα (και πήρα/να πάρω) το κινητό; Τώρα δεν με αφήνουν στιγμή ήσυχο! Τι (το) ήθελα και μίλησα/να μιλήσω;, τι άλλο θέλεις; (οικ.): προς δήλωση θαυμασμού για την τύχη κάποιου ή αγανάκτησης προς άτομο ανικανοποίητο: Άντε θα πας και στο εξωτερικό! ~ ~; ΣΥΝ. ποιος τη χάρη σου!|| ~ ~ να γίνει δηλαδή; ~ ~ πια, όλα σου τα 'χω δώσει., τι θέλει αυτός εδώ; (προφ.): για κάποιον που η εμφάνισή του προκαλεί έκπληξη ή δυσαρέσκεια: (Καλά) ~ ~; Πώς τον αφήσατε και μπήκε;, τι τα θες (τι τα γυρεύεις)! (προφ.): για δήλωση παραίτησης από κάποια υπόθεση που θεωρείται μάταιη ή αδιαφορίας, όπως και για εισαγωγή συμπεράσματος που το θεωρεί κάποιος αδιαμφισβήτητο: ~ ~, έτσι είν΄ η ζωή! Πβ. τι να πω., το θες πολύ; (οικ.-ειρων.): ως απάντηση σε εξωπραγματική απαίτηση., τώρα τι θες;: προς δήλωση εκνευρισμού, ενόχλησης από κουραστική συμπεριφορά ή επαναλαμβανόμενη απαίτηση ή προσπάθεια επαναπροσέγγισης: Ε, και ~ ~; Πες μου να καταλάβω κι εγώ. Μετά από τόσα χρόνια, ~ ~;, (θέλει) σώνει και καλά/ντε και καλά βλ. σώνω, άμα/όταν έχεις τέτοιους φίλους, τι τους θέλεις τους εχθρούς; βλ. φίλος, άντρα θέλω, τώρα τον(ε) θέλω βλ. άνδρας & άντρας, γυρεύει/θέλει τον μπελά του βλ. μπελάς, δεν ακούω/δεν δέχομαι/δεν θέλω/δεν σηκώνω/δεν παίρνω κουβέντα βλ. κουβέντα, είναι για/θέλει κρέμασμα (ανάποδα)/σκότωμα/γδάρσιμο βλ. κρέμασμα, έτσι σε θέλω βλ. έτσι, ζητά(ει)/θέλει/γυρεύει και τα ρέστα βλ. ρέστα, θέλει (και) ρώτημα; βλ. ρώτημα, θέλει βρεγμένο το παξιμάδι βλ. παξιμάδι, θέλει ζουρλομανδύα/του χρειάζεται ζουρλομανδύας βλ. ζουρλομανδύας, θέλει μια μπάλα μόνος του βλ. μπάλα, θέλει/παίρνει/τρώει ώρα/ώρες βλ. ώρα, και/κι ο άγιος φοβέρα θέλει βλ. άγιος, κάτι σηκώνει/θέλει/χρειάζεται/χωράει/παίρνει συζήτηση/κουβέντα βλ. συζήτηση, λέγε λέγε το κοπέλι, κάνει την κυρά/τη γριά και/να θέλει βλ. κοπέλι, λίγο έλειψε να .../λίγο ακόμα και θα .../λίγο ήθελε να (/και θα) ... βλ. λίγο, όποιος δεν θέλει/βαριέται να ζυμώσει, πέντε/δέκα μέρες κοσκινίζει βλ. ζυμώνω, όποιος θέλει/ψάχνει/ζητάει/γυρεύει τα πολλά χάνει και τα λίγα βλ. πολύς, πολλή, πολύ, ούτε (που) να τ' ακούσει/δεν θέλει ούτε να (τ') ακούσει βλ. ακούω, ποιος στραβός/τυφλός δεν θέλει το φως του; βλ. φως, τα θέλει όλα δικά του βλ. δικός, τα θέλει/τα τραβάει/τα σηκώνει ο οργανισμός του βλ. οργανισμός, τα θέλει/τον τρώει ο κώλος/πισινός/κωλαράκος του βλ. κώλος, τι γυρεύει/τι δουλειά έχει/τι ζητά/τι θέλει η αλεπού στο παζάρι; βλ. αλεπού, τι θέλει να πει/τι εννοεί ο ποιητής; βλ. ποιητής, ποιήτρια, το καλό που σου θέλω βλ. καλό, χωριό που φαίνεται, κολαούζο δε(ν) θέλει βλ. κολαούζος ● βλ. ηθελημένος [< αρχ. ἐθέλω, θέλω]

θολώνω

θολώνω θο-λώ-νω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {θόλω-σα, -σει, -θεί, -μένος, θολών-οντας} 1. γίνομαι θολός ή σπανιότ. κάνω κάτι θολό: Το νερό ~σε απ' το χώμα. Τα τζάμια ~σαν απ' τις ανάσες. Τα γυαλιά μου έχουν ~σει. ΣΥΝ. θαμπώνω.|| ~σε ο ουρανός (= μαύρισε, σκοτείνιασε).|| Τα μάτια της ~σαν από τα δάκρυα/το κλάμα (: δεν έβλεπε καθαρά).|| Η ζέστη ~ει τον ορίζοντα. Πάθηση που ~ει την όραση. ΑΝΤ. ξεθολώνω (1) 2. (μτφ.) χάνω την ψυχραιμία μου, ταράζομαι: ~σα και δεν ήξερα τι έκανα (= συγχύστηκα)! ~σε η κρίση του. Η ζήλια τον ~σε/του ~σε το μυαλό (/τον νου/τη σκέψη). ΑΝΤ. ξεθολώνω (2) 3. (μτφ.) κάνω κάτι συγκεχυμένο ή γίνομαι ασαφής: Δηλώσεις που ~ουν το πολιτικό τοπίο. ΑΝΤ. ξεκαθαρίζω.|| Αναμνήσεις που έχουν ~σει (: είναι αμυδρές). ● Μτχ.: θολωμένος , η, ο 1. που δεν είναι διαυγής ή δεν φαίνεται καθαρά: ~η: εικόνα. ~ο: νερό. ~α: παράθυρα. ΣΥΝ. θολός (1) ΑΝΤ. αθόλωτος 2. (μτφ.) αναστατωμένος, συγχυσμένος, με μειωμένη πνευματική διαύγεια: ~ος: νους. ~ από το πάθος/το ποτό. Πβ. μπερδεμένος. 3. ΙΑΤΡ. που σχετίζεται με τη θόλωση του φυσικού φακού του οφθαλμού: ~ος: κερατοειδής. ~η: μεμβράνη/όραση. ● ΦΡ.: θολώνει το μάτι μου (μτφ.): βρίσκομαι σε έντονη ψυχική κατάσταση από κάποιο συναίσθημα, επιθυμία ή ανάγκη: Θόλωσε ~ από τον θυμό/την πείνα., θολώνω τα νερά: συσκοτίζω τα πράγματα προς όφελός μου, παραπλανώ: Οι δηλώσεις αυτές ~σαν ~ στην παγκόσμια αγορά. Πβ. αμολώ/ρίχνω/αφήνω (πίσω μου) μελάνι. [< γαλλ. troubler les eaux] [< μεσν. θολώνω]

καλο- & καλό- & καλ-

καλο- & καλό- & καλ-: α’ συνθετικό λέξεων με τη σημασία του καλού, σωστού, επαρκούς ή εύκολου: καλό-πιστος/~τυχος. Καλ-αίσθητος.|| Καλο-γραμμένος/~δουλεμένος/~μαγειρεμένος.|| Καλο-εξετάζω/~ξημέρωσε (= ξημέρωσε για τα καλά)/~πληρώνω. (Δεν) καλο-βλέπω. Καλο-θρεμμένος. Βλ. παρα-, πολυ-.|| Kαλό-βολος/~πιοτος (πβ. γλυκό-).|| (συνήθ. με αρνητ. συνυποδ.) Καλο-μαθημένος. ΑΝΤ. κακο-

καρφί

καρφί καρ-φί ουσ. (ουδ.) {καρφ-ιού | -ιών} 1. εξάρτημα, συνήθ. μεταλλικό, σε σχήμα μικρής ράβδου, συχνά με επίπεδη στρογγυλή κεφαλή και αιχμηρή άκρη, που χρησιμοποιείται ως συνδετικό υλικό δύο επιφανειών ή για το κρέμασμα ενός αντικειμένου· κατ' επέκτ. καθετί με παρόμοιο σχήμα: σκουριασμένο/χοντρό ~. Ξύλινα/σιδερένια ~ιά. ~ με γάντζο/κρίκο. Η μύτη του ~ιού. Σανίδες ενωμένες με ~ιά. Βάζω ένα ~ στον τοίχο με σφυρί (βλ. καρφώνω). Βγάζω το ~ με λοστό/τανάλια. ΣΥΝ. ήλος. Πβ. πρόκα. Βλ. βίδα, καβίλια, καρφοβελόνα, μπετονόκαρφο, πινέζα, πριτσίνι, τζινέτι.|| Ελαστικά/(αθλητικά/ορειβατικά) παπούτσια με ~ιά (= τάπες). (ΜΑΓΕΙΡ.-ΖΑΧΑΡ.) ~ιά γαρίφαλο (βλ. μοσχοκάρφι). (ΙΑΤΡ., ορθοπαιδικό υλικό για την αντιμετώπιση καταγμάτων:) Έχει ~ιά στα πόδια (βλ. λάμα). 2. (μτφ.) οτιδήποτε ενοχλεί πάρα πολύ ή πληγώνει κάποιον: ~ στην καρδιά. 3. (μτφ.-προφ.-μειωτ.) καταδότης: Δεν τον εμπιστεύομαι, είναι μεγάλο ~. Πβ. προδότης, σπιούνος, χαφιές.|| (οικ.) Τι ~ που είσαι! Πβ. μαρτυριάρης. 4. (μτφ.-προφ.) υπονοούμενο: Πβ. ταβανόπροκα. ΣΥΝ. καρφωτή (2), μπηχτή, σπόντα (1), υπαινιγμός 5. ΑΘΛ. (συνήθ. στο βόλεϊ κ. στο τένις) δυνατό ευθύβολο χτύπημα της μπάλας, με κατεύθυνση προς το τερέν του αντιπάλου· συνεκδ. η αντίστοιχη ικανότητα παίκτη. Βλ. κάρφωμα, σερβίς.|| Έχει πολύ δυνατό ~. ● Υποκ.: καρφάκι (το): στη σημ. 1: (μτφ.) μαλλιά ~ια. ● Μεγεθ.: καρφάρα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: καρφιά ρόκα βλ. ρόκα1 ● ΦΡ.: δεν μου καίγεται καρφί & καρφί/καρφάκι δεν μου καίγεται: (προφ.) δεν μ' ενδιαφέρει καθόλου, αδιαφορώ πλήρως: Ας κάνει ό,τι θέλει· ~ ~! ~ ~ τι λένε οι άλλοι για μένα! ~ ~ γι' αυτόν πια! Πβ. ζαμανφού. ΣΥΝ. (δεν μου κάνει) ούτε κρύο ούτε ζέστη, είχα μια φαγούρα/καούρα/σκοτούρα/καΐλα, σκασίλα μου/είχα μια σκασίλα, το ίδιο είναι/(μου) κάνει, καρφί (ως επίρρ., μτφ.-προφ.): κατευθείαν: Πάμε ~ (= καρφωτοί) για πρωτιά! Πβ. ντουγρού., καρφί στο μάτι: αιτία φθόνου ή πρόξενος προβλημάτων. Πβ. αγκάθι., μια στο καρφί (και) μια στο πέταλο: εναλλαγή επίκρισης και επαίνου: Βαράει/χτυπάει ~ ~. Βλ. καρότο και μαστίγιο., αφήνω/πετάω/ρίχνω σπόντες/μπηχτές/καρφιά βλ. σπόντα, κάθομαι (πάνω) σε/σ' αναμμένα κάρβουνα βλ. κάρβουνο, τα κάνω γυαλιά καρφιά/λίμπα/λαμπόγυαλο/μπίλιες βλ. γυαλί, το τελευταίο καρφί στο φέρετρο βλ. φέρετρο [< μεσν. καρφί(ν) 5: αγγλ. smash]

κλείνω

κλείνω κλεί-νω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {έκλει-σα, κλεί-σει, -στηκα, -στεί, κλείν-οντας, (σπάν.) -όμενος, κλει-σμένος} 1. μετακινώ ή τοποθετώ κινητό τμήμα ενός αντικειμένου ή μιας κατασκευής με τρόπο ώστε να φράξω τη δίοδο ή να εμποδίσω την οπτική επαφή με εσωτερικό χώρο· τον καθιστώ μη προσβάσιμο: ~ τα παντζούρια/το παράθυρο/την πόρτα (με κλειδί = κλειδώνω)/το συρτάρι. Η εξώπορτα ~ει από μέσα/ερμητικά. (σε αυτοκίνητο) Οροφή που ανοίγει και ~ει (= ανοιγοκλείνει) αυτόματα. ~σα το καπάκι. Βλ. μισο~, ξανα~.|| ~ουμε (= σκεπάζουμε) τη χύτρα και βράζουμε για μιάμιση ώρα. Θήκες που ~ουν με φερμουάρ. Πβ. σφαλίζω. ΑΝΤ. ανοίγω (1) 2. μαζεύω ή διπλώνω κάτι ανοιχτό, απλωμένο ή ξεδιπλωμένο: ~ το βιβλίο. Κρεβάτι που ανοίγει και ~ει (= πτύσσεται) εύκολα. 3. (για συσκευή ή επιχείρηση, ίδρυμα) παύω τη λειτουργία, προσωρινά ή μόνιμα: ~ τον απορροφητήρα/τον εκτυπωτή/την οθόνη/τον υπολογιστή. Το μηχάνημα ~ει αυτόματα. Κλείσε τον ήχο/την τηλεόραση!|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ το σάιτ. Πατώντας το κουμπί ~ει το παράθυρο.|| Το κατάστημα ~ει στις τρεις. ~ουν τα θέατρα/τα σχολεία (ενν. για το καλοκαίρι). ~σε το εργοστάσιο (πβ. βάζει/μπαίνει λουκέτο). 4. τελειώνω, ολοκληρώνω κάτι (δραστηριότητα, χρονική περίοδο, προφορικό ή γραπτό κείμενο), το διευθετώ οριστικά· ειδικότ. συμπληρώνω: Η εταιρεία ~σε με επιτυχία τη χρονιά. ~σε τον λόγο/την ομιλία του με μια παράκληση. (ελλειπτ.) ~ με ένα σχόλιο. (σε τελική παράγραφο) ~οντας (= τέλος), θα ήθελα να ... Καθένα από τα κεφάλαια ~ει με ανακεφαλαίωση των βασικών θέσεων. ~ουν οι εκκρεμότητες (πβ. τακτοποιώ). Το θέμα/η ιστορία ~σε (= έληξε).|| (ΟΙΚΟΝ.) ~σε τον ισολογισμό/το ταμείο (: έκανε απολογισμό). Έχει ~σει ο προϋπολογισμός. (στο χρηματιστήριο) Ο Γενικός Δείκτης Τιμών ~σε (= οριστικοποιήθηκε) με απώλειες/στις ... μονάδες.|| Τα πόσα (ενν. χρόνια) ~ει; ~ει τα τριάντα. ~σε τρεις μήνες ζωής. ~σαν (= πέρασαν) ήδη δέκα χρόνια από την ίδρυση του συλλόγου. ΑΝΤ. ανοίγω (7) 5. σταματώ τη ροή ηλεκτρικού ρεύματος, υγρού ή αερίου: ~ τον διακόπτη της συσκευής. (ειδικότ.) ~σα (= έσβησα) το φως. Κλείσε τη βρύση! ~ει η βαλβίδα.|| (μτφ.) Θα ~σει η στρόφιγγα των επιχορηγήσεων. 6. διακόπτω τηλεφωνική συνομιλία: ~ το ακουστικό (= κατεβάζω)/το τηλέφωνο. (ελλειπτ.) Συγγνώμη, αλλά πρέπει να ~σω, χτυπάει το κουδούνι.|| ~σε (: έπεσε) η γραμμή. 7. δεσμεύω, κρατώ, εξασφαλίζω: ~ δωμάτιο σε ξενοδοχείο/θέση σε αεροπλάνο/τραπέζι σε εστιατόριο (= κάνω κράτηση). ~σαμε εισιτήρια για τη συναυλία. (προφ.) ~σα διακοπές στο ... 8. συνάπτω σύμβαση· έρχομαι σε συμφωνία (για κάτι): ~ουν δουλειές/παραγγελίες. Έχω ~σει ραντεβού με γιατρό. Έχει ~σει συμβόλαιο με ... ~στηκε (η) συνάντηση (πβ. ορίζω). ~σε η συμφωνία ανάμεσα στις δύο πλευρές. Πβ. συνομολογώ. 9. φράζω έναν χώρο, για να εμποδίσω τη δίοδο· δεν επιτρέπω σε κάποιον να περάσει: Μην ~εις τον διάδρομο/το πέρασμα! Ο δρόμος ~σε εξαιτίας κατολισθήσεων. ~σαν τα σύνορα. (στο ποδόσφαιρο ή το μπάσκετ) Ο παίκτης ~στηκε από δύο αμυντικούς. Πβ. αποκλείω, μπλοκάρω. 10. εγκλείω, περιορίζω: Τον συνέλαβαν και τον ~σαν στο κρατητήριο. ~στηκε σε άσυλο/στη φυλακή/σε ψυχιατρείο. 11. (συνήθ. μτφ.) μειώνω: ~ει η ψαλίδα μεταξύ των δύο υποψηφίων (στις δημοσκοπήσεις). ~σε τη διαφορά του από τον πρωτοπόρο της βαθμολογίας. 12. γράφω το δεύτερο από δύο σημεία στίξης που αποτελούν ζεύγος: ~ την αγκύλη. ~ουν τα εισαγωγικά.|| (κατ' επέκτ.-προφ.) ~ την παρένθεση κι επιστρέφω στο θέμα μας! ΑΝΤ. ανοίγω (11) ● κλείνει 1. (κυριολ. κ. μτφ.) θεραπεύεται, επουλώνεται: Πληγή/τραύμα βαθύ που δεν ~ (= δεν γιατρεύεται). 2. (μτφ.) περιέχει, περιλαμβάνει: Λεύκωμα που ~ μέσα του (= εμπεριέχει, εμπερικλείει) μια ολόκληρη εποχή. ● Παθ.: κλείνομαι 1. περιορίζομαι, απομονώνομαι ή εγκλωβίζομαι: ~στηκε μόνος στο γραφείο του. Έχω ~στεί μέσα τελευταία (: δεν βγαίνω από το σπίτι για διασκέδαση).|| ~στηκα στο ασανσέρ. 2. αποκλείομαι από κάπου: ~στηκα έξω (απ' το σπίτι). ● ΦΡ.: ανοίγει/κλείνει το κεφάλαιο & ένα κεφάλαιο (μτφ.): για ζήτημα ή χρονική περίοδο που ξεκινά ή ολοκληρώνεται, έρχεται σε πέρας: Κλείνει ένα κεφάλαιο της ζωής μου. ~ ~ των μεταρρυθμίσεων., κλείνει η μύτη μου: βουλώνει, συνήθ. λόγω ασθένειας: Έχει κλείσει ~ ~ από το συνάχι., κλείνει η φωνή μου & ο λαιμός μου: δεν μπορώ να μιλήσω ή βραχνιάζω: Κρύωσα και έκλεισε ~., κλείνομαι στον εαυτό μου: γίνομαι εσωστρεφής, λιγότερο κοινωνικός, εκδηλωτικός ή διαχυτικός: Έχει ~στεί ~ της.|| (κατ' επέκτ.) Χώρα που ~εται ~ της. Βλ. ενδοστρέφεια. ΣΥΝ. κλείνομαι στο καβούκι μου, κλείνουν τα μάτια μου: νυστάζω, μου έρχεται ύπνος: ~ ~ από τη νύστα., κλείνω στην αγκαλιά μου (κάποιον): τον αγκαλιάζω: Την ~σε ~ του και τη φίλησε.|| (μτφ.) Κόλπος που ~ει ~ του το νησάκι., κλείνω στην καρδιά μου (κάποιον/κάτι) (μτφ.): αγαπώ πολύ., κλείνω τα βιβλία: ΛΟΓΙΣΤ. κάνω ισολογισμό: ~ ~ και τους λογαριασμούς της εταιρείας., κλείνω τα μάτια (κάποιου) (μτφ.) 1. τον κρατώ σε άγνοια, τον παραπλανώ: Με την παραπληροφόρηση, προσπαθούν να ~σουν ~ των πολιτών. ΑΝΤ. ανοίγω τα μάτια (κάποιου) 2. φροντίζω κάποιον στις τελευταίες του στιγμές: Του ~σε τα μάτια., κλείνω τα μάτια (μου) (μτφ.-προφ.) 1. πεθαίνω, φεύγω από τη ζωή: Θέλω να κλείσω ~ ~ ευτυχισμένος. Πβ. αποβιώνω. 2. προσποιούμαι ότι δεν είδα ή δεν αντιλήφθηκα κάτι: ~ ~ στα προβλήματα. Πβ. εθελοτυφλώ., κλείνω το μάτι (σε κάποιον): κλείνω στιγμιαία το ένα μάτι, για να αφήσω κάποιο υπονοούμενο: Μου ~ει ~ με νόημα/πονηρά.|| (μτφ.) Ο σκηνοθέτης κλείνει ~ στους θεατές., κλείνω τον φάκελο/κλείνει ο φάκελος (μτφ.): παύω να εξετάζω/παύει να εξετάζεται ένα θέμα, μια υπόθεση: Η αστυνομία ~σε τον ~ο της δολοφονίας του ... Με την καταδίκη του, ~σε οριστικά ο ~ του σκανδάλου. Βλ. βρίσκεται/είναι/μπαίνει στο συρτάρι. ΑΝΤ. ανοίγω τον φάκελο, μου/μας έχει κλείσει το σπίτι (μτφ.-προφ.) 1. για πολύ μεγάλη καταστροφή, συμφορά: Μας ~σαν τα σπίτια μας, μας ρημάξανε. 2. (συνήθ. για γυναίκα) έγινε αιτία χωρισμού, μπήκε ανάμεσα σε ζευγάρι., ανοίγουν/κλείνουν οι κάλπες βλ. κάλπη, ανοίγω/κλείνω μέτωπα βλ. μέτωπο, ανοίγω/κλείνω τον αέρα βλ. αέρας, βουλώνω/κλείνω (τα) στόματα βλ. στόμα, δεν κλείνω μάτι βλ. μάτι, θα με στείλει/θα με κλείσει στο Δαφνί/στο Δρομοκαΐτειο βλ. Δαφνί, κλείνει τις πόρτες του βλ. πόρτα, κλείνει/πέφτει η αυλαία βλ. αυλαία, κλείνομαι στο καβούκι μου βλ. καβούκι, κλείνω τ' αυτιά μου βλ. αυτί, κλείνω την πόρτα (στα μούτρα/στη μούρη/κατάμουτρα) σε κάποιον βλ. πόρτα, κλείνω το τηλέφωνο στα μούτρα κάποιου βλ. μούτρο, κλείνω/βουλώνω το στόμα κάποιου βλ. στόμα, κλείνω/βουλώνω/μπαλώνω (τις) τρύπες βλ. τρύπα, κλείνω/φράζω/κόβω το(ν) δρόμο βλ. δρόμος, ο τελευταίος να κλείσει την πόρτα βλ. πόρτα, ράψε/βούλωσε/κλείσε το στόμα σου! βλ. στόμα, τον έβαλαν/έκλεισαν μέσα βλ. μέσα [< μεσν. κλείνω, κλείω γαλλ. fermer, αγγλ. close]

κλειστός

κλειστός, ή, ό κλει-στός επίθ. 1. που εμποδίζει την είσοδο σε κάποιον χώρο ή την έξοδο από αυτόν, που δεν επιτρέπει τη δίοδο, την πρόσβαση σε κάτι ή την οπτική επαφή με το εσωτερικό του: ~ός: φάκελος (βλ. εσώκλειστος). ~ή: ντουλάπα/πόρτα/πύλη/τρύπα. ~ό: γράμμα/δοχείο (= σφραγισμένο)/καπάκι/κιβώτιο/μπουκάλι/παράθυρο/συρτάρι/τζάμι. ~ά: διόδια/παντζούρια/ρολά (= κατεβασμένα)/σύνορα. Πουκάμισο με ~ό γιακά (: κουμπωμένο). ~οί δρόμοι λόγω κατολίσθησης. ~ά άνθη (: μπουμπούκια). Φορά ~ή μπλούζα (ΑΝΤ. έξωμη, εξώπλατη)/~ά παπούτσια (ΑΝΤ. πέδιλα). Διατηρείτε τη συσκευασία ερμητικά ~ή (πβ. θεό-, κατά-, ολό-κλειστος)! Μασώ με ~ό το στόμα. Πβ. κλεισμένος, σφαλιστός. Βλ. μισόκλειστος. ΑΝΤ. ανοιχτός (1) 2. (για χώρο) που έχει σκεπή, σκέπαστρο ή περιφράσσεται: ~ή: αγορά/αίθουσα/πισίνα. ~ό: γκαράζ/γυμναστήριο/θέατρο/κολυμβητήριο/προπονητήριο/στάδιο. Πβ. στεγασμένος. ΑΝΤ. υπαίθριος.|| (ειδικότ. για όχημα) ~ό: αμάξωμα/φορτηγό. Πβ. σκεπαστός. Βλ. περίκλειστος.|| ~ή: αυλή. Πβ. περίφρακτος. 3. που δεν λειτουργεί προσωρινά ή μόνιμα· που δεν επιτρέπει τη ροή ηλεκτρικού ρεύματος, υγρού ή αερίου: ~ός: εκτυπωτής/θερμοσίφωνας/υπολογιστής. ~ή: τηλεόραση. ~ά: κινητά (= απενεργοποιημένα)/τηλέφωνα (: κατεβασμένα). Πβ. εκτός λειτουργίας.|| ~ός: σταθμός. ~ό: αεροδρόμιο. ~ά: γραφεία/νοσοκομεία. Μνημείο ~ό στο κοινό. Το ξενοδοχείο θα παραμείνει ~ό λόγω ανακαίνισης. ~ά τα καταστήματα.|| ~ός: διακόπτης. ~ή: βαλβίδα. Με ~ό φως (= σβηστό). 4. που αποκλείει τη συμμετοχή όσων δεν ανήκουν σε ένα συγκεκριμένο σύνολο: ~ός: διαγωνισμός. ~ή: διαδικασία/εκδήλωση/λέσχη/λίστα/παρέα/πρόσκληση/συγκέντρωση/συζήτηση/συνάντηση/συνεδρία/σύνοδος/συντεχνία. ~ό: συνέδριο. ~ές: διαβουλεύσεις. Σε ~ό (οικογενειακό) κύκλο (ΣΥΝ. στενός). ~ό δίκτυο τηλεπικοινωνιών (: περιορισμένης πρόσβασης). ΑΝΤ. ανοιχτός (9) 5. για πρόσωπο που διακρίνεται από εσωστρέφεια ή στενότητα πνεύματος· (για ομάδα ανθρώπων) που είναι απομονωμένη, δεν θέλει ή δεν μπορεί να αποκτήσει νέα μέλη, δεν δέχεται επιρροές: ~ός: τύπος/χαρακτήρας. ~ και μοναχικός/ντροπαλός (πβ. αντικοινωνικός· βλ. διαχυτ-, εκδηλωτ-ικός, εξωστρεφής).|| ~ή: κοινωνία/νοοτροπία. ~ές: αντιλήψεις. ~ά: μυαλά (: με προκαταλήψεις). Πβ. συντηρητικός. ΑΝΤ. ανοιχτός (6) 6. (για φυσικό σχηματισμό ή κατασκευή) με μικρό (ή χωρίς) άνοιγμα, κενό· που σχηματίζει ή δημιουργεί οξεία γωνία: ~ός: κόλπος/όρμος (βλ. ημίκλειστος). ~ή: κοιλάδα/πεδιάδα (: στενή). ~ό: αγγείο (βλ. αμφορέας)/λιμάνι.|| (ΜΑΘ.) ~ή καμπύλη (: χωρίς άκρα).|| ~ή: στροφή/τροχιά. ΑΝΤ. ανοιχτός (3) 7. διπλωμένος: ~ή: ομπρέλα/παλάμη. ~ά: βιβλία. Με ~ά (τα) πόδια/φτερά/χέρια. ΑΝΤ. ανοιχτός (4) 8. ΟΙΚΟΝ. προθεσμιακός: ~ές: καταθέσεις. Έχει τα χρήματα σε ~ό λογαριασμό. 9. κρυφός, μυστικός: (σε χαρτοπαίγνιο) Μοιράζονται δύο ~ά φύλλα και ένα ανοιχτό. ● επίρρ.: κλειστά: (για κατάστημα) Είμαστε ~ λόγω διακοπών. ● ΣΥΜΠΛ.: κλειστά σύμφωνα: ΓΡΑΜΜ. που παράγονται με φραγμό σε κάποιο σημείο της στοματικής κοιλότητας (π, τ, κ, μπ, ντ, γκ). Βλ. άηχα, ηχηρά σύμφωνα., κλειστή αγροτική οικονομία: στην οποία δεν δημιουργούνται πλεονάσματα για εμπορική εκμετάλλευση και η κάθε αγροτική μονάδα παράγει και ταυτόχρονα καταναλώνει, επιδιώκοντας την αυτάρκειά της. Πβ. ανταλλακτικός. Βλ. εγχρήματος., κλειστή άμυνα: ΑΘΛ. που εμποδίζει τη δίοδο των αντιπάλων προς την εστία ή το καλάθι: ~ ~ ζώνης. Κατάφερε να (δια)σπάσει την ~ ~ των γηπεδούχων. ΑΝΤ. ανοιχτή άμυνα, κλειστή γωνία: (συνήθ. στο ποδόσφαιρο) η γωνία του τέρματος που φυλάσσεται από τον τερματοφύλακα: γκολ/σουτ στην ~ ~. , κλειστή ημερομηνία: προκαθορισμένη: ~ ~ αναχώρησης/επιστροφής. ΑΝΤ. ανοιχτή ημερομηνία, κλειστή οικονομία: ΟΙΚΟΝ. απομονωμένη από το διεθνές εμπόριο, χωρίς εμπορικούς δεσμούς. Βλ. ανοιχτή οικονομία. , κλειστή συλλαβή: ΓΛΩΣΣ. που λήγει σε σύμφωνο. ΑΝΤ. ανοιχτή συλλαβή, κλειστό κύκλωμα: ΗΛΕΚΤΡ. πλήρες ηλεκτρικό κύκλωμα που επιτρέπει τη δίοδο ρεύματος· (κυρ. ειδικότ.) τηλεοπτικό σύστημα με βιντεοκάμερες το σήμα των οποίων μεταφέρεται μέσω καλωδίων σε οθόνες περιορισμένου αριθμού: ~ ~ παρακολούθησης/τηλεόρασης. Ο χώρος ελέγχεται από ~ ~. Βλ. βιντεοεπιτήρηση. [< αγγλ. closed-circuit, 1949] , κλειστό παιχνίδι: ΑΘΛ. αγώνας στον οποίο οι ομάδες παίζουν αμυντικά: ~ ~ με λίγα γκολ. ΑΝΤ. ανοιχτό παιχνίδι (1), κλειστό σκορ: ΑΘΛ. με μικρή διαφορά μεταξύ των δύο ομάδων: ντέρμπι με ~ ~ και συναρπαστική εξέλιξη. , κλειστό συμβόλαιο: με προκαθορισμένη ημερομηνία λήξης: διετές ~ ~ συνεργασίας., κλειστός αυτοκινητόδρομος: που δεν διασταυρώνεται στο ίδιο επίπεδο με άλλη οδό, με σιδηροδρομική ή τροχιοδρομική γραμμή ή με λωρίδα για πεζούς, αλλά διαθέτει συγκεκριμένες εισόδους και εξόδους., κλειστός ορίζοντας 1. (μτφ.) που δεν παρέχει δυνατότητες, προοπτικές: οι ~οί ~ες της ανεργίας. Άτομα με ~ούς ~ες (: με παρωπίδες, στερεότυπα). 2. χωρίς ορατότητα., ερωτήσεις κλειστού τύπου/κλειστές ερωτήσεις βλ. ερώτηση, κλειστά επαγγέλματα βλ. επάγγελμα, κλειστή θάλασσα βλ. θάλασσα, κλειστή φυλακή βλ. φυλακή, κλειστός στίβος βλ. στίβος ● ΦΡ.: με κλειστά (τα) μάτια (μτφ.): ανεπιφύλακτα· κατ' επέκτ. με μεγάλη ευκολία ή δεξιοτεχνία: Κινητό που θα επέλεγα ~ ~.|| Χειρίζεται τον υπολογιστή ~ ~. , βρίσκει/βρήκε (όλες) τις πόρτες κλειστές/την πόρτα κλειστή βλ. πόρτα, έχω τα χάλια/τις μαύρες/τις κακές/τις κλειστές μου βλ. έχω, κρατά το στόμα του κλειστό βλ. στόμα, κρατώ κλειστά/κρύβω τα χαρτιά μου βλ. χαρτί [< μτγν. κλειστός, γαλλ. fermé, αγγλ. closed]

κοιτάζω

κοιτάζω κοι-τά-ζω ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {κοίτα-ζα, -ξα, κοιτά-ξω, -χτηκα, -γμένος, κοιτάζ-οντας} & κοιτώ & κοιτάω {κοιτ-άς ... | -ιέται, -ώντας} 1. βλέπω, στρέφω τα μάτια μου προς κάποιον/κάτι ή σε συγκεκριμένη κατεύθυνση: ~ αλλού/γύρω μου/δεξιά κι αριστερά/δίπλα/έξω/κάτω/μπροστά/πάνω/πίσω μου/προς το μέρος (κάποιου)/ψηλά. ~ βιαστικά/έντονα/επίμονα/προσεκτικά/στραβά (= στραβο~· βλ. αγριο~)/σχολαστικά. ~ώντας με απορία/μίσος/περιέργεια/φόβο. ~ από την κλειδαρότρυπα/το παράθυρο. Πού/τι ~άς; Σταμάτα να με ~άς έτσι! Κοίτα τι βρήκαμε! Κοίτα ντύσιμο! ~ζε συνέχεια το κινητό/ρολόι του. Με ~ξε από την κορυφή ως τα νύχια (: από πάνω μέχρι κάτω). Ούτε που γύρισε να με ~ξει. Πβ. θωρώ. Βλ. αντικρίζω, ατενίζω, κρυφο~, λοξο~, ξανα~, παρακολουθώ, παρατηρώ.|| ~άει άλλες γυναίκες (: ερωτικά). Βλ. γλυκο~, ξενο~.|| Η μπροστινή πλευρά του κτιρίου ~άει (: έχει θέα) στη θάλασσα.|| (μεσοπαθ.) Όλη την ώρα ~ιέται (: ~ει τον εαυτό του/της) στον καθρέφτη.|| (μεσοπαθ. στον πληθ. με αλληλοπάθεια:) ~ιόμαστε και συνεννοούμαστε. ~ζονταν με αγάπη/στα μάτια. 2. προσέχω, φροντίζω ή μεριμνώ για κάποιον/κάτι: ~ το μωρό/σπίτι (πβ. κρατώ, φυλάω). ~ει το συμφέρον του. Πολλοί ~ουν μόνο την εξωτερική τους εμφάνιση. Σε κάθε παιχνίδι ~ουμε (= στοχεύουμε) να κερδίσουμε. Είναι καιρός να ~ξεις τον εαυτό/τη ζωή σου. Θα ~ξω (= προσπαθήσω) να το στείλω αύριο. Πβ. ενδιαφέρ-, νοιάζ-ομαι.|| (προφ.) Κοίτα να είσαι ευγενικός μαζί τους. 3. ελέγχω, εξετάζω: ~ουμε διάφορες λύσεις για το συγκεκριμένο πρόβλημα. ~ κατάματα (: αντιμετωπίζω με θάρρος) την πραγματικότητα. Πριν φύγεις, κοίταξε αν τα παράθυρα είναι κλειστά. ~ξα (= έψαξα) παντού. Πότε ~ξες για τελευταία φορά την μπαταρία του αυτοκινήτου; Θα το ~ξω προσεκτικά το θέμα σου. Κοίταξέ το με την ησυχία σου. ~ξα (σ)το λεξικό, αλλά δεν βρήκα τη λέξη. ~ξες καλά; Στην ιστοσελίδα που σου είπα ~ξες;|| (ειδικότ. για ασθενή) Να ~ξεις τη χοληστερίνη σου. ● ΦΡ.: (για) κοίτα/κοιτάξτε έναν ... & φάε/φάτε έναν ... (προφ.-ειρων.): ως έκφραση αποδοκιμασίας: ~ έναν μάγκα/πατριώτη!, δεν κοιτάς/κοίτα τα χάλια σου! (μειωτ.): δες τα δικά σου ελαττώματα και όχι των άλλων: Άσε την κριτική και κοίτα ~!, κοίτα με να σε κοιτώ να περνούμε τον καιρό: για οκνηρούς, τεμπέληδες ανθρώπους., κοίτα/δες/άκου ποιος μιλάει!: σε περιπτώσεις που κάποιος θεωρείται ακατάλληλος να πει κάτι: ~ ~ για σπατάλη, αυτός που έδωσε τόσα λέφτα για ένα παντελόνι!, κοιτάζω πίσω (μτφ., συνήθ. με άρνηση): αναλογίζομαι, αναπολώ το παρελθόν: Φύγε και μην ~ξεις ~., τον/την κοιτάει στα μάτια (μτφ.): του/της είναι αφοσιωμένη/ος., (βλέπω/κοιτώ κάποιον/κάτι) με μισό/στραβό μάτι βλ. μάτι, (για) δες (εκεί)/(για) κοίτα/για φαντάσου/άκου/ακούς εκεί βλ. βλέπω, (για) πρόσεξε/κοίταξε καλά! βλ. προσέχω, άκου(σε)/κοίτα(ξε) (να δεις) βλ. βλέπω, βλέπει/κοιτάζει τα ραδίκια/τα κυπαρίσσια ανάποδα βλ. ανάποδα, βλέπω/κοιτάζω την καμπούρα κάποιου βλ. καμπούρα, βλέπω/κοιτάζω/προχωρώ μπροστά βλ. μπροστά, κοίτα το πουλάκι! βλ. πουλάκι, κοιτάει (μόνο) την τσέπη του βλ. τσέπη, ο έρως/έρωτας χρόνια δεν κοιτά βλ. έρως, πρέπει να σε δει/να σε κοιτάξει γιατρός! βλ. βλέπω, σου χαρίζουν γάιδαρο και τον κοιτάς στα δόντια βλ. χαρίζω [< μεσν. κοιτάζω. Παλαιότ. ορθογρ. κυττάζω]

κολάζ

κολάζ κο-λάζ ουσ. (ουδ.) 1. ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. καλλιτεχνική σύνθεση που δημιουργείται από την επικόλληση σε επιφάνεια κομματιών από υλικά όπως χαρτί ή ύφασμα διαφορετικού συνήθ. χρώματος, σχεδίου ή σχήματος και κατ' επέκτ. η αντίστοιχη τεχνοτροπία: φωτογραφικό ~ (= φωτο~). ~ σε καμβά. Βλ. χαρτοκολλητική. 2. (μτφ.) συνδυασμός, συνύπαρξη ετερόκλιτων στοιχείων: ~ θεμάτων/ιστοριών. Βλ. ανακάτεμα. [< γαλλ. collage]

κόρακας

κόρακας κό-ρα-κας ουσ. (αρσ.) {-α (προφ.) -άκου}: ΟΡΝΙΘ. κοράκι: αυτοκρατορικός/μαύρος ~. Η κραυγή/φωλιά του ~α. Βλ. θαλασσο~, νυχτο~, φαλακρο~. ● ΦΡ.: άι/άντε στον κόρακα! & (σπάν.) άι στον λύκο! (υβριστ.): εξαφανίσου, χάσου. Πβ. άι/α/άντε στο διά(β)ολο!, κακού κόρακος, κακόν ωόν (λόγ. παροιμ.): ο κακός δάσκαλος βγάζει κακούς μαθητές., κόρακας κοράκου μάτι δε(ν) βγάζει (παροιμ.): για να δηλωθεί ότι υπάρχει αλληλεγγύη μεταξύ ανθρώπων διεφθαρμένων ή/και με κοινά συμφέροντα., κοράκου χρώμα: για κάτι κατάμαυρο: μαλλιά ~ ~., όταν ασπρίσει ο κόρακας και γίνει περιστέρι (παροιμ.): για κάτι αδύνατο, ανέφικτο. [< μεσν. κόρακας]

κουμπότρυπα

κουμπότρυπα κου-μπό-τρυ-πα ουσ. (θηλ.): σχισμή στην επιφάνεια ρούχων, μέσα από την οποία περνά το κουμπί κατά το κούμπωμα και το ξεκούμπωμα: οι ~ες του πουκάμισου.|| Αυτόματη ~ (: που ανοίγεται με ραπτομηχανή). Πβ. μπουτονιέρα. ● ΣΥΜΠΛ.: μάτια κουμπότρυπες (προφ.): μικρά και σχιστά.

κυκλώνας

κυκλώνας κυ-κλώ-νας ουσ. (αρσ.) 1. ΜΕΤΕΩΡ. σφοδρή ανεμοθύελλα και ειδικότ. σύστημα ανέμων με ατμοσφαιρική πίεση χαμηλότερη σε σχέση με τη γύρω περιοχή, οι οποίοι κινούνται ελικοειδώς (με δεξιόστροφη φορά στο Νότιο ημισφαίριο και αριστερόστροφη στο Βόρειο): μεσογειακός/τροπικός ~ (= τυφώνας).|| Ο καταστροφικός/φονικός ~. Βλ. ανεμοστρόβιλος, μετεωρολογική βόμβα. ΣΥΝ. χαμηλό βαρομετρικό (1) ΑΝΤ. αντικυκλώνας 2. (μτφ.) αναστάτωση, αναταραχή: πολιτικός ~. Πβ. λαίλαπα. ΣΥΝ. τυφώνας (2) 3. ΤΕΧΝΟΛ. περιστρεφόμενο σύστημα καθαρισμού, το οποίο χρησιμοποιεί τη φυγόκεντρο δύναμη, προκειμένου να επιτευχθεί ο διαχωρισμός συνήθ. σωματιδίων από αέριο. Βλ. πλυντρίδα, τουρμπίνα. ● ΣΥΜΠΛ.: μάτι του κυκλώνα: ΜΕΤΕΩΡ. περιοχή απόλυτης νηνεμίας στο κέντρο τροπικού κυκλώνα. [< γαλλ. l'oeil du cyclone] ● ΦΡ.: στο μάτι/στη δίνη του κυκλώνα (μτφ.): στο επίκεντρο δυσμενούς, κρίσιμης ή δύσκολης κατάστασης. [< γαλλ. dans l'oeil du cyclone] [< γαλλ.-αγγλ. cyclone < αρχ. κύκλωμα ‘τροχός’]

μάτι

μάτι μά-τι ουσ. (ουδ.) {ματ-ιού | -ιών} 1. ΑΝΑΤ. το αισθητήριο όργανο της όρασης: γαλάζια (= γαλανά· πβ. μπλε)/καστανά/μαύρα/πράσινα ~ια. Αμυγδαλωτά/βουρκωμένα/κατακόκκινα/μεγάλα/ορθάνοιχτα/σχιστά ~ια. Μαυρισμένο ~ (από μπουνιά). Ανοιγοκλείσιμο/κινήσεις του ~ιού. Βάφει τα ~ια της. Κρέμα/μακιγιάζ/μολύβι/σκιές ~ιών. Το περίγραμμα των ~ιών. Με δεμένα (τα) ~ια. Μαύροι κύκλοι/σακούλες κάτω από τα ~ια. Έχασε την όρασή του από το αριστερό/δεξί ~. Μπήκε ένα σκουπιδάκι στο ~. Τσούζουν τα ~ια μου από τον καπνό. Σιγά, θα μου βγάλεις κανένα ~/το ~ με την ομπρέλα! Κοίτα με στα ~ια. Κουράστηκαν τα ~ια μου. Τρέχουν δάκρυα από τα ~ια. Τα ~ια βγήκαν κόκκινα στη φωτογραφία.|| Σύνθετα ~ια μέλισσας/μύγας. Προεξέχοντα ~ια.|| (ΑΝΑΤ.) Αγγεία/βλέφαρα/βολβός/βυθός/ίριδα/κανθός/κόγχη/κόρη/μύες/φακός/(αμφιβληστροειδής/κερατοειδής) χιτώνας του ~ιού. Πίεση στα ~ια. Γυάλινο ~. Βιονικό/τεχνητό ~ για τυφλούς. Μόλυνση/φλεγμονή του ~ιού. Βλ. αστιγματισμός, γλαύκωμα, δαλτονισμός, καταρράκτης, στραβισμός, αμβλυ-, αμετρ-, μυ-, πρεσβυ-, υπερμετρ-ωπία, α-, δυσ-χρωματοψία, βλεφαρ-, επιπεφυκ-, κερατ-ίτιδα, ωχρά/ωχρή κηλίδα. ΣΥΝ. οφθαλμός (1) 2. η ιδιότητα, η ικανότητα της όρασης: αόρατο στο ~. Έχει γερό/δυνατό ~ (: βλέπει πολύ καλά). Έχει χάσει τα ~ια του (: έχει τυφλωθεί). Τι βλέπουν τα ~ια μου! Χαρά των ~ιών (: ευχάριστο να το βλέπει κάποιος). Μέχρι εκεί που φτάνει το ~ (: μέχρι εκεί που μπορεί να δει κάποιος).|| (μτφ.) Τα βλέπει όλα, λες κι έχει ~ια στην πλάτη. 3. το βλέμμα και γενικότ. η έκφραση του προσώπου, όταν κοιτάζει κάποιος κάτι: γλυκά/ζεστά/λαμπερά/τσακίρικα/ψυχρά ~ια. Τα αδιάκριτα ~ια των περαστικών. Η εντυπωσιακή εμφάνιση τραβάει το ~. Έχει τα ~ια του πατέρα της (πβ. ματιά). Η γλώσσα των ~ιών. Συνεννοούμαι με τα ~ια. Γουρλώνω/κατεβάζω/σηκώνω/στρέφω/χαμηλώνω τα ~ια. Έχω τα ~ια μου καρφωμένα στη γη/κάτω. Δεν ξεκολλούσε τα ~ια του από πάνω της. Τον κοίταξε κατευθείαν στα/(ίσια) μέσα στα ~ια (ενν. με ειλικρίνεια). Τον παρακολουθούσα με την άκρη του ~ιού μου. Γύρισα τα ~ια μου αλλού. Πού έχεις τα ~ια σου (: πού κοιτάς); Τα ~ια είναι ο καθρέφτης της ψυχής. Ο τρόμος ήταν ζωγραφισμένος στα ~ια του. 4. (μτφ.) ο τρόπος αντιμετώπισης μιας κατάστασης: με το/μέσα από το ~ του αναγνώστη/ειδικού/επιστήμονα/θεατή. Η ζωή μέσα από τα ~ια ενός παιδιού. Η εικόνα της χώρας στα ~ια των ξένων. Αντιμετωπίζω/βλέπω/εξετάζω τα πράγματα με έμπειρο/θετικό/κριτικό ~. Βλέπει το μέλλον με καλύτερο ~. Βλέπουν τον κόσμο με τα ίδια ~ια. Ήταν η καλύτερη ταινία στα ~ια (: κατά την εκτίμηση) όλων. Πβ. οπτική γωνία, σκοπιά.|| Mε το ~/τα ~ια (: ενδιαφέρον) στραμμένο/α στο μέλλον.|| Το άγρυπνο ~ (: επίβλεψη) της Αστυνομίας/του Νόμου. 5. καθετί που μοιάζει με μάτι: ηλεκτρονικό ~. Το ~ της πόρτας (= ματάκι)/της φωτογραφικής μηχανής. Το ~ του τυφώνα (: το κέντρο). ~ διχτυού (: καθεμία από τις τρύπες, πβ. θηλιά). (παλαιότ.) ~ της θάλασσας (= δίνη). Αβγά ~ια (: τηγανισμένα ώστε ο κρόκος να ξεχωρίζει από το ασπράδι). Περνάω την κλωστή από το ~ (: τρύπα στην κορυφή) της βελόνας.|| (εστία κουζίνας:) Ηλεκτρικό/μεγάλο/μεσαίο/μικρό ~. Ανάβω/σβήνω το ~. Ξέχασα ανοιχτό το ~. 6. (λαϊκό) κακό μάτι· σπανιότ. ματόχαντρο: σκόρδο/(μπλε) χάντρα για το ~. Πιστεύει στο ~.|| Φόρα ένα ~! 7. ΒΟΤ. (κοινό) οφθαλμός. Πβ. κόμπος, ρόζος. Βλ. βλαστός, φύτρα. ΣΥΝ. μπουμπούκι (2) ● Μεγεθ.: ματάρες (οι): (ως οικ. προσφών.) ~ μου όμορφες! ● ΣΥΜΠΛ.: κακό μάτι: βλέμμα που θεωρείται ότι μπορεί να προκαλέσει βλάβη σε κάποιον: Έχει ~ ~! Πρόσεχε το ~ ~! Βλ. βασκανία, μάτιασμα., μάτια γάτας: ανακλαστήρες οδοστρώματος: διαχωρισμός των κατευθύνσεων/οριοθέτηση των λεωφορειόδρομων με ~ ~ (κίτρινου χρώματος). [< αγγλ. cat's-eyes, 1940] , μάτι της τίγρης/του τίγρη βλ. τίγρη, μάτι του κυκλώνα βλ. κυκλώνας, μάτια κουμπότρυπες βλ. κουμπότρυπα, τρίτο μάτι βλ. τρίτος ● ΦΡ.: (βλέπω/κοιτώ κάποιον/κάτι) με μισό/στραβό μάτι & με λοξό μάτι (μτφ.): με αντιπάθεια, κακία, μίσος ή καχύποπτα: Δεν με χωνεύει καθόλου και με κοιτάει ~ ~. Με πήρε απ' την αρχή με στραβό ~., (πρόσεχε/έχε κάποιον/κάτι) σαν τα μάτια σου: για κάτι που το θεωρούμε πολύτιμο: Προσέχει/έχει/φυλάει το καινούργιο αμάξι ~ ~ του., ... και τα μάτια σου! (εμφατ.): πρόσεχε πολύ, έχε το νου σου: Το παιδί ~ ~!, άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας (παροιμ.): για ποιοτική διαφοροποίηση φαινομενικά όμοιων πραγμάτων: Πολλοί αντέγραψαν το αρχικό σχέδιο, όμως ~ ~., βάζω/έχω (κάποιον/κάτι) στο μάτι: εποφθαλμιώ· σταμπάρω, επιβουλεύομαι: ~ ~ το πορτοφόλι/τα χρήματα κάποιου. Έχει βάλει ~ (= στοχεύει) την πρώτη θέση. Έχω βάλει ~ ένα φόρεμα (: θέλω να το αποκτήσω· πβ. μπανίζω).|| Τον έχουν βάλει ~ και δεν τον αφήνουν σε ησυχία., βγάζει μάτι/χτυπάει στο μάτι: προκαλεί πολύ μεγάλη εντύπωση: Οι ανορθόγραφες λέξεις/τα κόκκινα παπούτσια βγάζουν ~/χτυπάνε ~., βγάζω τα μάτια (σε κάτι) (σπάν.-προφ.): του καταστρέφω τον μηχανισμό., βγάζω τα μάτια μου (μτφ.) 1. κουράζονται τα μάτια μου με κάτι: Έβγαλα ~ να καταλάβω τι γράφει. 2. τσακώνομαι πολύ έντονα: Αν τους αφήσεις μόνους, θα βγάλουν ~ τους. 3. (αργκό) κάνω σεξ., βλέπω/παίρνω (κάποιον/κάτι) με καλό/με κακό μάτι: έχω ευνοϊκή/δυσμενή διάθεση απέναντι σε πρόσωπο ή κατάσταση: Αν δεν το δεις με καλό μάτι, δεν θα πετύχεις. Από την αρχή με πήρε με κακό μάτι. Βλ. καλο-, κακο-βλέπω., για τα μάτια του κόσμου (προφ.): για κάτι που γίνεται για τα προσχήματα, ώστε να αποφευχθεί η κοινωνική επίκριση: φιλανθρωπίες ~ ~. Πβ. ξεκάρφωμα. Βλ. για την τιμή των όπλων, κατ' επίφαση. ΣΥΝ. για το θεαθήναι, για τους τύπους, για τα ωραία/τα μαύρα μάτια (κάποιου): για την ομορφιά του και γενικότ. για το χατίρι του: Τσακώθηκαν ~ ~ της μάτια (ή για τα μάτια μιας γυναίκας).|| (συνήθ. ειρων.) Δεν είναι μαζί σου ~ ~ σου μάτια, αλλά για τα λεφτά σου., δεν αφήνω κάποιον/κάτι από τα μάτια μου: δεν παύω να παρακολουθώ, να επιτηρώ: Στιγμή δεν τους άφησε ~ της., δεν έχω μάτια (γι' άλλον): δεν ενδιαφέρομαι, δεν προσέχω κάποιον άλλο: Ορκίζεται ότι με αγαπάει και πως δεν έχει ~ γι΄ άλλη. Είναι τόσο ερωτευμένοι, που δεν έχουν ~ παρά μόνο ο ένας για τον άλλον., δεν έχω μάτια να δω 1. (κάποιον): τον ντρέπομαι: Μετά την παρεξήγηση δεν είχε ~ να τον δει. 2. (κάτι): δεν μπορώ να καταλάβω, συνήθ. γιατί είμαι στενόμυαλος, κοντόφθαλμος: Δεν έχουν ~ να δουν τι συμβαίνει;, δεν κλείνω μάτι (εμφατ.): δεν μπορώ να κοιμηθώ: Δεν έκλεισα ~ όλη (τη) νύχτα από τον βήχα/τη στεναχώρια., δεν τον/το πιάνει το μάτι σου: δεν αντιλαμβάνεσαι από την αρχή την πραγματική του αξία, τον χαρακτήρα, την κατάστασή του: Είναι ένα μικρό μαγαζάκι που δεν το ~ ~., ένα τρίτο μάτι: μια άλλη άποψη που θεωρείται συνήθ. αντικειμενική· (κυρ. γενικότ.) κάποιος άλλος: ~ ~ μπορεί να εντοπίσει στο κείμενο λάθη που ξέφυγαν., έπεσε στα μάτια (κάποιου) (μτφ.) 1. έπαψε να έχει την εκτίμησή του: Με την προκλητική του συμπεριφορά έπεσε ~ μας. Πβ. ξεπέφτω. ΑΝΤ. ανεβαίνει στην εκτίμηση/στα μάτια κάποιου 2. είδα, βρήκα τυχαία: Ψάχνοντας ~ ~ μου το βιβλίο αυτό., έχω τα μάτια μου δεκατέσσερα/τέσσερα: έχω τεταμένη την προσοχή μου, προσέχω πάρα πολύ: (συνήθ. ως προτροπή) Τα μάτια σου ~, κακομοίρη μου (= πρόσεχε)! Πρέπει συνεχώς να ~ ~, μην τυχόν και μου τη φέρουν., θα σου βγάλω τα μάτια: ως απειλητική έκφραση: ~ ~, αν με κοροϊδέψεις!, καλύτερα/κάλλιο να σου βγει το μάτι παρά το όνομα (παροιμ.): για να τονιστεί το πόσο κακό είναι να αποκτήσει κάποιος κακή φήμη., καλώς τα μάτια μου τα δυο (οικ.-συχνά ειρων.): ως καλωσόρισμα., κάνω τα γλυκά μάτια (σε κάποιον): προσπαθώ να τον προσελκύσω, συνήθ. ερωτικά: Της έκανε ~ και την έριξε (πβ. φλερτάρω). Του κάνει ~, για να τον καλοπιάσει. [< γαλλ. faire les yeux doux] , κάνω τα στραβά μάτια: κάνω πως δεν αντιλαμβάνομαι κάτι αρνητικό, παραβλέπω: Όλο του φωνάζεις, κάνε και λίγο τα ~ ~!, κόβει το μάτι (του) & έχει μάτι (μτφ.): έχει (μεγάλη) αντίληψη, είναι έξυπνος, παρατηρητικός: Βλέπω, ~ ~ σου! Δεν μπορείς να πεις, ~ ~ μου/έχω ~!, μάτια που δεν βλέπονται, γρήγορα λησμονιούνται (παροιμ.): για ανθρώπους, συνήθ. φίλους ή συγγενείς, που ξεχνούν ο ένας τον άλλον όταν δεν συναντιούνται συχνά, που παύουν να έχουν τα ίδια έντονα συναισθήματα όταν βρίσκονται μακριά., μάτια/ματάκια μου: (ως οικ. προσφών.) Τι κάνεις ~ ~;, μαύρα μάτια κάναμε (να σε δούμε) (προφ.): για να δηλωθεί ότι έχουμε πολύ καιρό να δούμε κάποιον ή κάτι: Άντε βρε παιδί μου, ~ ~! ~ ~ να δούμε ποιοτική εκπομπή!, με άλλα/διαφορετικά/καινούργια/νέα μάτια: για διαφορετική προσέγγιση, αντιμετώπιση ενός θέματος: Μετά τον τραυματισμό είδε τον κόσμο με άλλα ~. Ηρέμησε και θα δεις τα πράγματα με διαφορετικό μάτι. Πβ. ματιά., με πιάνει το μάτι: ματιάζομαι εύκολα: Φοράει σταυρό, για να μην τον ~ ~., με το μάτι: χωρίς ακριβή μέτρηση, ζύγιση, κατά προσέγγιση: Υπολογίζω ~ ~ (την ποσότητα). Ρίχνω αλάτι στο φαγητό ~ ~., μπροστά/μπρος/μες στα μάτια μου (επιτατ.): για κάτι που συμβαίνει ή βρίσκεται μπροστά μου: Το ατύχημα διαδραματίστηκε/έγινε μπροστά ~ ~ (πβ. ενώπιον). Το πορτοφόλι ήταν μπρος/μες ~ ~ κι εγώ δεν το έβλεπα.|| (μτφ.) Μας κοροϊδεύει μπροστά ~ ~ μας!|| Μπροστά στα μάτια των περαστικών (= μπροστά στον κόσμο)., να χαρείς τα μάτια σου (οικ.): σε περιπτώσεις που ζητείται ευγενικά από κάποιον να κάνει κάτι: Έλα λίγο εδώ, ~ ~!, παίζει το μάτι του & το μάτι του παίζει (μτφ.): παρατηρεί με ερωτικό κυρ. ενδιαφέρον τους άλλους, ερωτοτροπεί: Αν και ~ ~ του, της είναι πιστός. ~ ~ της από 'δω και από 'κει/δεξιά-αριστερά., παίζει/πετάει το μάτι μου: σε περιπτώσεις που γίνονται αυτόνομες συσπάσεις των μυών του ματιού, συνήθ. από άγχος και νευρικότητα. Πβ. τρεμοπαίζει., παίρνει το μάτι μου (κάποιον/κάτι): βλέπω κάποιον/κάτι τυχαία, φευγαλέα ή από μακριά: Εκεί που καθόμουνα, πήρε ~ μια γνωστή φυσιογνωμία. Κάπου το(ν) πήρε ~., παίρνω/κάνω μάτι: κοιτάζω κρυφά, κυρ. ηδονοβλεπτικά: Τον έπιασα να ~ει ~ την ώρα που ντυνόμουν. Πβ. μπανίζω., πέφτει το μάτι/η ματιά/το βλέμμα μου (κάπου) & το μάτι/βλέμμα πήγε (κάπου) (οικ.): βλέπω κάτι/κάποιον τυχαία: Ξεφυλλίζοντας την εφημερίδα, το μάτι μου έπεσε σε ένα ενδιαφέρον άρθρο. Κοιτούσε το πλήθος και το βλέμμα του έπεσε πάνω της., του μπαίνω στο μάτι: γίνομαι στόχος κάποιου: Τους μπήκα ~, επειδή δεν συμφώνησα μαζί τους. Η περιουσία του μπήκε ~ των απατεώνων., χάνω κάποιον/κάτι από τα μάτια μου: παύω να έχω οπτική επαφή με αυτό(ν): Ένα λεπτό να τον χάσω ~ και την έκανε τη ζημιά. Μπήκε βιαστικά στο βαγόνι και τον έχασα ~.|| Δεν τη ~ει ~ του (: την παρακολουθεί συνεχώς)., ... να δουν τα μάτια σου! βλ. βλέπω, α/ου να (μου) χαθείς & χάσου από μπροστά μου/από τα μάτια μου & άι χάσου! βλ. χάνω, ακολουθώ κάποιον/κάτι με το βλέμμα/με τα μάτια βλ. ακολουθώ, ανεβαίνει στην εκτίμηση/στα μάτια κάποιου βλ. ανεβαίνω, ανοίγω τα μάτια (κάποιου) βλ. ανοίγω, ανοίγω τα μάτια μου βλ. ανοίγω, βάζω τα χεράκια μου και βγάζω τα ματάκια/μάτια μου βλ. χεράκι, βλέπω αστ(ε)ράκια/πουλάκια βλ. βλέπω, γδύνω με τα μάτια βλ. γδύνω, γυαλίζει το μάτι του βλ. γυαλίζω, δεν θέλω να ξαναδώ κάποιον (στα μάτια μου/μπροστά μου)/δεν θέλω ούτε να ξέρω/να βλέπω κάποιον βλ. θέλω, δεν μου γεμίζει το μάτι βλ. γεμίζω, δεν παίρνω τα μάτια μου από (πάνω) ... βλ. παίρνω, δεν πιστεύω στα μάτια/στ' αυτιά μου βλ. πιστεύω, είδα (κάποιον/κάτι) με τα ίδια μου τα μάτια/με τα μάτια μου βλ. βλέπω, είδα τον χάρο με τα μάτια μου βλ. χάρος, έχει φοβηθεί το μάτι μου βλ. φοβάμαι, έχω δει πολλά & έχουν δει πολλά τα μάτια μου βλ. βλέπω, έχω τ' αυτιά/τα μάτια μου ανοιχτά βλ. ανοιχτός, θολώνει το μάτι μου βλ. θολώνω, καρφί στο μάτι βλ. καρφί, κλείνουν τα μάτια μου βλ. κλείνω, κλείνω τα μάτια (κάποιου) βλ. κλείνω, κλείνω τα μάτια (μου) βλ. κλείνω, κλείνω το μάτι (σε κάποιον) βλ. κλείνω, κόρακας κοράκου μάτι δε(ν) βγάζει βλ. κόρακας, μάτια που βγάζουν/πετούν σπίθες/φλόγες/φωτιές βλ. σπίθα, με γελούν τα αυτιά/τα μάτια μου βλ. γελώ, με γυμνό μάτι/οφθαλμό βλ. γυμνός, με κλειστά (τα) μάτια βλ. κλειστός, με την τσίμπλα στο μάτι βλ. τσίμπλα, μου πετάχτηκαν/μας πέταξε τα μάτια έξω βλ. πετώ, όποιος έχει μάτια, βλέπει βλ. βλέπω, περνώ (κάτι) από την τρύπα/το μάτι της βελόνας βλ. τρύπα, πήζει το μάτι βλ. πήζω, πήρε των ομματιών του/τα μάτια του βλ. ομμάτιον, πονάει δόντι, βγάζει μάτι βλ. δόντι, ρίχνω στάχτη στα μάτια βλ. στάχτη, στέγνωσαν/στέρεψαν τα μάτια/τα δάκρυά μου βλ. στεγνώνω, στο μάτι/στη δίνη του κυκλώνα βλ. κυκλώνας, τα μάτια βασίλεψαν/βασιλεμένα μάτια βλ. βασιλεύω, της Παναγιάς τα μάτια βλ. Παναγία, τι έχουν να δουν/τι άλλο θα δουν τα μάτια/τα ματάκια μας βλ. βλέπω, το βλέμμα/μάτι μου σταμάτησε (σε ...) βλ. σταματώ, το γινάτι βγάζει μάτι βλ. γινάτι, το μάτι μου γαρίδα βλ. γαρίδα, το μάτι σου τ΄αλλήθωρο (που τρέχει στον κατήφορο) βλ. αλλήθωρος, τον κοροϊδεύει μες στα μούτρα του/μπροστά στα μάτια του/κατάμουτρα βλ. μούτρο, τον/την κοιτάει στα μάτια βλ. κοιτάζω, τρίβω τα μάτια μου βλ. τρίβω, τρώω με τα μάτια/με το βλέμμα βλ. τρώω, φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο βλ. τρώω [< μεσν. μάτιν, γαλλ. œil, yeux, αγγλ. eye]

μούτρο

μούτρο [μοῦτρο] μού-τρο ουσ. (ουδ.) (προφ.) 1. {συνηθέστ. στον πληθ.} το πρόσωπο του ανθρώπου και κατ' επέκτ. η αντίστοιχη έκφραση: Ρίξτου νερό στα ~α να συνέλθει! Έπεσε κάτω με τα ~α. Δεν έχω όρεξη να βλέπω τα ~α του κάθε πρωί.|| (μτφ.) Δεν μου αρέσουν τα ~α του (: δεν τον συμπαθώ, δεν τον εμπιστεύομαι). Κοίτα πρώτα τα ~α σου στον καθρέφτη κι έπειτα μίλα (: μην κάνεις κριτική, γιατί δεν είσαι καλύτερος). Ξύπνησε με κάτι ~α μέχρι το πάτωμα (: ήταν κακόκεφος). Τι ~α είναι αυτά; (: ως επίπληξη σε άνθρωπο θυμωμένο ή κατσούφη). Έπρεπε να δεις τα ~α του, όταν του το είπα. ΣΥΝ. μούρη (1), φάτσα (1) 2. {χωρ. πληθ.} (μτφ.-υβριστ.) πονηρός, κατεργάρης, απατεώνας: Είναι μεγάλο ~. Πβ. κάθαρμα, καθίκι, τομάρι, τσογλάνι. ● Υποκ.: μουτράκι (το): στη σημ. 1. ● Μεγεθ.: μουτράκλα (η) ● ΦΡ.: αρπάζω/πιάνω κάποιον απ' τα μούτρα (προφ.): του επιτίθεμαι φραστικά και απρόσμενα: Μια κουβέντα είπα και αμέσως με άρπαξε ~., δεν είναι/δεν κάνει για τα μούτρα σου: είναι ανώτερος/ανώτερη, καλύτερος/καλύτερη από εσένα, δεν σου αξίζει., θα σου/του σπάσω τα μούτρα (απειλητ.): θα σε/τον χτυπήσω άσχημα στο πρόσωπο: Αν τον αγγίξεις, θα σου ~! ΣΥΝ. χαλάω τη μόστρα/τα μούτρα (2), κλείνω το τηλέφωνο στα μούτρα κάποιου: διακόπτω απότομα την επικοινωνία, κλείνοντας το τηλέφωνο: Θύμωσε και μου έκλεισε ~., κρατάω/κάνω μούτρα σε κάποιον: δείχνω παρεξηγημένος, θυμωμένος, δυσαρεστημένος μαζί του: Μη μου κρατάς ~, δεν φταίω εγώ! Μου έκανε ~, επειδή δεν την κάλεσα στο πάρτι., λέω κάτι στα μούτρα (κάποιου): ευθέως, χωρίς περιστροφές ή απότομα: Του το είπε ~ (= κατάμουτρα)., με τι/ποια μούτρα/(δεν) έχω μούτρα ... (+ να/θα): για να δηλωθεί ντροπή, αμηχανία ή ενοχή για κάτι: ~ ~ θα την αντικρίσω/θα βγω στην κοινωνία; Μετά απ' όσα έκανες, έχεις τα μούτρα να μιλάς κι από πάνω; ΣΥΝ. με τι/ποιο πρόσωπο θα .../(δεν) έχω πρόσωπο να ..., μου πέφτουν τα μούτρα: γίνομαι ρεζίλι, εξευτελίζομαι, ντροπιάζομαι: Δεν ήξερα πώς να δικαιολογηθώ, μου έπεσαν ~! Βλ. ρίχνω τα μούτρα μου., ξινίζω/κρεμάω/κατεβάζω/στραβώνω τα μούτρα μου: εκδηλώνω δυσαρέσκεια, θυμό με την έκφρασή μου, κατσουφιάζω: Ξίνισε ~ του, αλλά το δέχτηκε. Έλα, μην κατεβάζεις τα μούτρα σου, μια κουβέντα είπαμε! Με υποδέχτηκε με κατεβασμένα τα μούτρα. ΣΥΝ. μουτρώνω, στραβομουτσουνιάζω, παίρνω τα μούτρα μου και ... 1. αποχωρώ ντροπιασμένος: Μόλις άκουσα τέτοια προσβολή, πήρα ~ κι έφυγα. 2. τολμώ να: Επιτέλους πήρε ~ του και ήρθε να σου ζητήσει να βγείτε., πετάω κάτι στα μούτρα κάποιου 1. ρίχνω επιθετικά κάτι στο πρόσωπό του και κατ' επέκτ. απορρίπτω, περιφρονώ μια προσφορά: Της πέταξε ~ το φαγητό.|| Τους πέταξε ~ το βραβείο. 2. (μτφ.) για απότομο ή αγενή τρόπο έκφρασης: Μου πέταξε ~ ένα γεια κι έφυγε., πέφτω/ρίχνομαι με τα μούτρα σε κάτι: ασχολούμαι με κάτι αποκλειστικά και με ένταση, αφοσιώνομαι: ~ ~ στο διάβασμα/στη δουλειά/στη σχέση. Πβ. με τα μπούνια.|| Έπεσε ~ στο φαΐ (: άρχισε να τρώει γρήγορα)., ρίχνω τα μούτρα μου: δείχνω την αδυναμία μου, ταπεινώνομαι: Έριξε ~ του και ζήτησε βοήθεια/μου μίλησε/τηλεφώνησε. Βλ. μου πέφτουν τα μούτρα., σκατά στα μούτρα σου! (υβριστ.): για να εκφραστεί οργή, αγανάκτηση., τα/τον κάνω σαν τα μούτρα μου (μειωτ.): καταστρέφω, χαλώ κάτι ή κάποιον: Έτσι που τα έκανες ~ σου, δεν διορθώνονται!|| Δεν θα σας αφήσω να κάνετε τον γιο μου σαν τα ~ σας!, τον κοροϊδεύει μες στα μούτρα του/μπροστά στα μάτια του/κατάμουτρα (προφ.): για περιπτώσεις ολοφάνερης εξαπάτησης: Μας κορόιδευε ~ μας και δεν το πήραμε είδηση!, τρώω/σπάω τα μούτρα μου (προφ.) 1. τραυματίζομαι άσχημα, κυρ. στο πρόσωπο, μετά από πτώση. Βλ. έφαγε σαβούρα/σούπα/χύμα. 2. (μτφ.) αποτυγχάνω παταγωδώς: Τρώει συνεχώς τα ~ του, αλλά δεν το βάζει κάτω. Ήθελε να το παίξει έξυπνη κι έφαγε ~ της. Χτύπησε πολλές πόρτες κι έσπασε ~ του., όποιος κοροϊδεύει τους άλλους, κοροϊδεύει τα μούτρα του βλ. κοροϊδεύω, του έκανε τα μούτρα/τη μούρη κρέας βλ. κρέας, τρίβω κάτι στα μούτρα/στη μούρη κάποιου βλ. τρίβω, χαλάω τη μόστρα/τα μούτρα βλ. μόστρα [< μεσν. μούτρο(ν)]

ομμάτιον

ομμάτιον [ὀμμάτιον] ομ-μά-τι-ον ουσ. (ουδ.) {ομματιών} (αρχαιοπρ.): μάτι. Μόνο στις ● ΦΡ.: πήρε των ομματιών του/τα μάτια του: έφυγε μακριά απογοητευμένος: Μη μπορώντας να βρει δουλειά, ~ ~ και πήγε στο εξωτερικό. [< αρχ. ὀμμάτιον ‘μικρό μάτι’]

παίρνω

παίρνω παίρ-νω ρ. (μτβ.) {πήρα, πάρει, πάρ-θηκε, -θεί, -μένος, παίρν-οντας} 1. πιάνω κάτι με το χέρι ή τα χέρια μου, για να το χρησιμοποιήσω, να το έχω πάνω μου και να το μεταφέρω, να το μετακινήσω από ένα σημείο σε άλλο ή να το κρατήσω: ~ετε τη ζύμη και την κόβετε σε μικρά κομμάτια. Του πήρε την μπάλα μέσα από τα χέρια.|| Πήρε το παλτό της και έφυγε. Πάρε τα απολύτως απαραίτητα. Μην ξεχάσεις να πάρεις (μαζί σου) τη φωτογραφική (πβ. φέρνω).|| Πάρε το χέρι σου από τον ώμο μου. Πάρε τον σκύλο από εδώ (= απομάκρυνέ τον).|| Πάρε το αρχείο από τον φάκελο (π.χ. του σκληρού δίσκου).|| (κάνω ανάληψη:) Πήρα από την τράπεζα ... χιλιάδες ευρώ.|| (για πρόσ.) Πήρε το μωρό στην αγκαλιά της. Την πήρε αγκαλιά (= την αγκάλιασε). Με πήρε από το μπράτσο/το χέρι.|| (μτφ.) Πήρα δουλειά για το σπίτι. Οι πληροφορίες/τα στοιχεία ~θηκαν (= αντλήθηκαν) από την ηλεκτρονική εγκυκλοπαίδεια ... 2. ως απολεξικοποιημένο ρήμα: ~ απαλλαγή (= απαλλάσσομαι)/αποζημίωση (= αποζημιώνομαι)/απόσπαση (= αποσπώμαι)/απόφαση (= αποφασίζω)/άριστα (= αριστεύω)/μετεγγραφή (= μετεγγράφομαι)/τη νίκη (= νικώ)/πόζα (= ποζάρω)/προαγωγή (= προάγομαι)/προφυλάξεις (= προφυλάσσομαι)/σύνταξη (= συνταξιοδοτούμαι)/φωτογραφία (= φωτογραφίζω). Η δίκη πήρε αναβολή για τις ... (= αναβλήθηκε). Η ταινία πήρε βραβείο για... (= βραβεύτηκε). Αργά ή γρήγορα θα πάρω την εκδίκησή μου (= θα εκδικηθώ). Η αγωνία πήρε τέλος (= τελείωσε). Το φαγητό πήρε βράση (= έβρασε).|| Πήραμε μεγάλη χαρά (= χαρήκαμε)/μια στενοχώρια (= στενοχωρηθήκαμε)/μια τρομάρα (= τρομάξαμε)!|| (με αντικείμενο ουσ. που εκφράζει ασθένεια:) Πήρα ένα κρύωμα (= κρύωσα). Πήρε το μικρόβιο (= μολύνθηκε).|| ~ αποτελέσματα (από εξετάσεις)/δείγμα/κλήση/το προβάδισμα/πρωτοβουλία να .../την πτήση για .../έναν υπνάκο/ψήφους. Του πήρε αίμα/τα αποτυπώματα/κατάθεση/συνέντευξη. 3. αγοράζω ή ενοικιάζω· δανείζομαι: Πάρε ένα πακέτο τσίχλες. Πήρα ένα καινούργιο ζευγάρι γυαλιά. Πήρες τα εισιτήρια; Δεν πήραμε τίποτα. Ό,τι πάρετε ... ευρώ. Ό,τι πληρώσεις ~εις. Διαλέγετε και ~ετε.|| (για δώρο:) Του/της πήρα ένα βιβλίο για την πρωτοχρονιά.|| Πήρα μια ταινία από το βιντεοκλάμπ.|| Να πάρω λίγο το στιλό σου; 4. αποκτώ, γίνομαι κάτοχος, μου παραχωρείται: ~ άδεια/δίπλωμα (οδήγησης)/εξιτήριο/επίδομα/πιστοποίηση/πόντους/υποτροφία. Πήρε την επάρκεια στα Αγγλικά. Πήρε πτυχίο. Πήρε τον βαθμό της ισοπαλίας.|| (για πρόσ.) Τον πήραν, όταν ήταν μωρό ακόμη (: τον υιοθέτησαν).|| Το ταλέντο του στη μουσική το πήρε από τον πατέρα του. Πβ. κληρονομώ.|| Πήραμε ρεύμα από την μπαταρία του αυτοκινήτου. ΣΥΝ. λαμβάνω (1) 5. οικειοποιούμαι κάτι, κλέβω· καταλαμβάνω, κατακτώ: Της πήρε (= άρπαξε) την τσάντα. Τους πήραν σχεδόν τα πάντα από το σπίτι. (για πρόσ.) Του/της πήρε τη γυναίκα/τον άνδρα.|| Πήρε την εξουσία (: νόμιμα ή με τη βία). Τους πήραν τα σπίτια (πβ. επιτάσσω, κατάσχω). Ο στρατός πήρε το ύψωμα (πβ. κυριεύω). 6. παραλαμβάνω· δέχομαι: ~ μια επιστολή/ένα μήνυμα/μια πρόσκληση. Ήταν το ωραιότερο δώρο που πήρα ποτέ. Δεν πήραμε καμία απάντηση.|| Αποφάσισα να μην πάρω τη δουλειά. Δεν ~ εντολές από κανέναν. ΣΥΝ. λαμβάνω (1) 7. (προφ.) τηλεφωνώ: ~ κάποιον από κινητό/σταθερό (τηλέφωνο). Τους πήρα, για να τους ευχαριστήσω. Πήρα να δω τι κάνεις. Πήρα να σου πω ... Πάρε με ό,τι ώρα θέλεις. 8. (για πρόσ.) μεταφέρω ή απομακρύνω κάποιον: Πάρε με μακριά. Τον πήρε παράμερα, για να του μιλήσει.|| (ενν. με όχημα:) Θα με πάρετε μαζί σας; Θα περάσω να σε πάρω από τη δουλειά. Το ταξί πήρε την ηλικιωμένη κυρία. Ανέπνεε ακόμη, όταν την πήρε το ασθενοφόρο.|| (μτφ.) Ο Θεός τον πήρε κοντά του (: για κάποιον που πέθανε). 9. χρησιμοποιώ ως μεταφορικό μέσο, μετακινούμαι με: ~ (σπάνια/τακτικά) λεωφορείο/μετρό/ταξί/τρόλεϊ. Πάρε το αυτοκίνητο και πάμε βόλτα.|| Πάρτε εσείς το ασανσέρ κι εγώ ανεβαίνω από τις σκάλες. 10. κερδίζω, νικώ: ~ το κύπελλο/την πρόκριση/το πρωτάθλημα/τον τίτλο/το χρυσό. Η Εθνική πήρε το πρώτο παιχνίδι. Πήρε το όσκαρ πρώτου ανδρικού ρόλου.|| Πήραν την έβδομη θέση (= κατέλαβαν)/την ισοπαλία/την πρωτιά. Αισιοδοξούμε να πάρουμε ένα καλό αποτέλεσμα. 11. εισάγω στον οργανισμό μου· καταναλώνω: ~ αντιβίωση/βιταμίνες/σίδηρο/συμπληρώματα διατροφής/φάρμακα/χάπια. Έχει πάρει απαγορευμένες ουσίες/ναρκωτικά.|| Από τις τροφές ~ουμε ενέργεια.|| Δεν αισθάνομαι καλά, θέλω να πάρω λίγο αέρα.|| (τρώω ή πίνω:) Πάρε όση τούρτα θέλεις. -Θέλετε λίγο γλυκό; - Όχι ευχαριστώ, δεν θα πάρω. Τι θα πάρετε; (: τυπική ερώτηση σερβιτόρου· πβ. παραγγέλνω). Πήρε πρωινό. 12. (για χρήματα) αμείβομαι, κερδίζω: ~ (= βγάζω) ... ευρώ το(ν) μήνα. ~ει περισσότερα από σένα.|| Πόσα σου πήρε ο γιατρός; Δεν ~ει πολλά. 13. (προφ.) για διάρκεια, χρόνο που απαιτείται, για να γίνει κάτι: Μου πήρε πέντε χρόνια (για) να ... Του πήρε (= χρειάστηκε) μια ώρα να το φτιάξει.|| Δεν με ~ει ο χρόνος για να ... (: δεν μου αρκεί). Ξεκινάμε τώρα, διαφορετικά δεν θα μας πάρει η ώρα (: δεν θα προλάβουμε).|| Δεν σε πήραν τα χρόνια ακόμη (: δεν γέρασες)! 14. προσλαμβάνω: Δεν θα πάρουμε άλλο προσωπικό. Η ομάδα θα πάρει δύο νέους παίκτες. 15. (προφ.) εκλαμβάνω, θεωρώ: Συγγνώμη, σε πήρα (= σε πέρασα) για άλλη (: νόμισα ότι ήσουν άλλη)! Τον πήραν για χαζό.|| Μην ~εις στα σοβαρά όσα λέει. Το ~ ως κομπλιμέντο. Βλ. παρα~. 16. επιλέγω και παρακολουθώ ένα μάθημα: Στο τρίτο εξάμηνο μπορείς να πάρεις νεότερη ευρωπαϊκή ιστορία. 17. ακολουθώ: Πάρε τον πρώτο δρόμο αριστερά.|| (σε συζητήσεις) Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. 18. αναλαμβάνω: ~ το βάρος της ευθύνης. 19. βγάζω, εξάγω, παράγω: Το μαζούτ και η βενζίνη είναι υγρά καύσιμα που ~ουμε με κατεργασία. 20. μετρώ με ειδικό όργανο: ~ τη θερμοκρασία/την πίεση/τον σφυγμό κάποιου. 21. αποσπώ, αφαιρώ: Του πήραν τις πινακίδες. Ο αέρας πήρε τη σκεπή/την ομπρέλα.|| (μτφ.) ~ τη ζωή κάποιου (= τον σκοτώνω). 22. (προφ.) κάνω έρωτα σε κάποιον. 23. (προφ.) παντρεύομαι: Πήρε καλή/καλό σύζυγο. 24. βιντεοσκοπώ, κινηματογραφώ: Χαμογέλασε, μας ~ει η κάμερα. ~ ένα κοντινό πλάνο. 25. (μτφ.-προφ.) πετυχαίνω, χτυπώ κάποιον: Τα θραύσματα τον πήραν ξώφαλτσα.παίρνει (προφ.) 1. (για μηχανές, συσκευές) χρησιμοποιεί, για να λειτουργήσει: Το αυτοκίνητό μου ~ αμόλυβδη. Το κινητό ~ μπαταρία λιθίου. 2. επιδέχεται, σηκώνει: Το ζήτημα/η υπόθεση δεν ~ αναβολή. 3. χωρά: Η αίθουσα ~ πάνω από χίλια άτομα. ● ΦΡ.: βάζω/παίρνω κιλά/βάρος: παχαίνω: Πήρα τρία κιλά. ~ πολύ εύκολα βάρος., δεν παίρνω τα μάτια μου από (πάνω) ...: δεν σταματώ να κοιτάζω, να προσέχω ή να διαβάζω: Δεν μπορώ να πάρω ~ ~ από πάνω της ούτε λεπτό. Η πλοκή δεν σε αφήνει να πάρεις ~ ~ σου από το βιβλίο/την οθόνη., έδωσε πήρε (προφ.): για επίμονη προσπάθεια: Επέμεινε, ~ ~, και τελικά τα κατάφερε., θα τον πάρει (ο διάβολος) και θα τον σηκώσει (προφ.-απειλητ.): για να δηλωθεί αγανάκτηση, οργή: Μη μου πηγαίνεις κόντρα, γιατί θα σε ~ και θα σε ~ (= την έβαψες)., μας πήρε (το) μεσημέρι/μας πήρε το βράδυ (προφ.): αργήσαμε, καθυστερήσαμε: ~ ~, αλλά τα προλάβαμε όλα!, με παίρνει (προφ.): μπορώ, έχω τη δυνατότητα να: Δεν μας ~ να κάνουμε λάθος., με παίρνει/πιάνει (ο) ύπνος (προφ.): αποκοιμιέμαι: Δεν ~ ~ με τίποτα (= δεν μπορώ να κοιμηθώ). Τον πήρε ο ~ διαβάζοντας/στο σινεμά., με πήρε και με σήκωσε (προφ.): για ισχυρό άνεμο· μου επιτέθηκε φραστικά: Μας ~ και μας ~ ο αέρας σήμερα.|| (μτφ.) Μια κουβέντα είπα και ~ ~., όσο δεν παίρνει (άλλο) & μέχρι/ως εκεί που δεν παίρνει (άλλο): όσο είναι δυνατόν, στον ανώτερο βαθμό: Είμαστε αποφασισμένοι ~ ~. Έχει καβαλήσει το καλάμι ~ ~., παίρνει μορφή 1. υλοποιείται: Το νέο αθλητικό κέντρο ~ ~. Οι καλλιτεχνικές της ευαισθησίες πήραν ~ πάνω στο ξύλο. 2. (μτφ.) εξελίσσεται, παίρνει διαστάσεις: Οι καταγγελίες έχουν πάρει (τη) ~ χιονοστιβάδας. Το πρόβλημα έχει πάρει ~ επιδημίας., παίρνω άφεση (αμαρτιών): συγχωρούμαι: Από μένα έχεις πάρει ~ ~., παίρνω δύναμη/δυνάμεις: αποκτώ ψυχική δύναμη, θάρρος: ~ουμε ~ ο ένας από τον άλλο. Με τη χθεσινή μας νίκη πήραμε ~ για τη συνέχεια., παίρνω ιδέες: εμπνέομαι από ξένα πρότυπα, συμπεριφορές, απόψεις και τις χρησιμοποιώ δημιουργικά: Άλλο είναι να ~εις ~ και άλλο να αντιγράφεις. Πάρτε ~ για τη διακόσμηση του σπιτιού., παίρνω κάποιον με τις λεμονόκουπες/τις ντομάτες/τα γιαούρτια/τ' αβγά (προφ.): τον αποδοκιμάζω έντονα, τον γιουχάρω: Δεν πρόλαβε να μιλήσει και τον πήραν ~ ~. Πβ. θα μας κυνηγήσουν., παίρνω κάποιον στο ψιλό & (σπάν.) στον μεζέ: κοροϊδεύω, χλευάζω κάποιον: Σοβαρευτείτε, γιατί σας πήραν ~ ~! Πβ. του κρέμασαν κουδούνια. Βλ. μας δουλεύει ψιλό γαζί., παίρνω κάτι στα χέρια μου (μτφ.): έχω υπό τον έλεγχό μου, στην ευθύνη μου: Είναι καιρός να πάρεις τη ζωή σου/την κατάσταση στα χέρια σου. Πβ. αναλαμβάνω, επωμίζομαι., παίρνω λόγια (από κάποιον) (προφ.): μαθαίνω, συνήθ. με έμμεσο ή πονηρό τρόπο, κάτι: Δεν του ~εις εύκολα λόγια., παίρνω τηλέφωνο: τηλεφωνώ: Την πήρα ~, αλλά δεν το σηκώνει. Δεν άντεξα και την/τον πήρα ~., παίρνω χαμπάρι/είδηση/πρέφα/μυρωδιά (μτφ.-προφ.): αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω: Μας έχουν πάρει ~! Έχετε πάρει ~ ότι ...; Δεν έχουν πάρει πρέφα τι γίνεται. Πβ. μυρίζομαι., πάρ' τον/την κάτω (προφ.): για κάποιον που πέφτει: Σκόνταψε στο χαλί και ~ ~., πάρε τον ένα(ν) (και) χτύπα τον άλλον (μτφ.): για ανθρώπους ανάξιους, άχρηστους: Είναι και οι δύο ~ ~. Ήταν ο μόνος που άξιζε, όλοι οι άλλοι ήταν ~ ~., πήρα να/και: αρχίζω ή άρχισα: Πήρα να διαβάζω. Ο αέρας πήρε να κοπάζει. Πήρε και βραδιάζει., τα παίρνει χοντρά (αργκό): αμείβεται αδρά ή δωροδοκείται: ~ ~ από το κανάλι. Τους τα πήρε ~.|| Λένε ότι τα πήρε ~, για να πουλήσει το ματς. Πβ. χρηματίζομαι, τα πιάνει. Βλ. κάτω από το τραπέζι., τα παίρνω (στο κρανίο/στην κράνα/χοντρά) (αργκό): εκνευρίζομαι, εξοργίζομαι: Μην τα ~εις! Τα έχω πάρει ~ με όσα γράφτηκαν για μένα!, το παίρνω πίσω: αναιρώ, συνήθ. προηγούμενο λόγο μου, υπόσχεση: Αν σε πείραξε/αν είναι έτσι, τότε ~ ~., τον παίρνεις! (αργκό-υβριστ.): για δήλωση αγανάκτησης ή έντονης δυσαρέσκειας προς κάποιον., τον πήρα (προφ.): ενν. τον ύπνο· αποκοιμήθηκα: ~ ~ για λίγο., (αγοράζω/παίρνω) γουρούνι στο σακί βλ. γουρούνι, (λαμβάνω/παίρνω) το βάπτισμα του πυρός βλ. βάπτισμα, (παίρνω κάποιον) κάτω από τις φτερούγες μου βλ. φτερούγα, (παίρνω τον) κακό/στραβό δρόμο βλ. δρόμος, (παίρνω) τον πούλο βλ. πούλος, (που) να πάρει η ευχή! βλ. ευχή, (που) να πάρει η οργή! βλ. οργή, (το) παίρνω απόφαση βλ. απόφαση, αναλαμβάνω/λαμβάνω/παίρνω τα ηνία βλ. αναλαμβάνω, αναλαμβάνω/παίρνω την ευθύνη βλ. αναλαμβάνω, από το στόμα μου το πήρες! βλ. στόμα, ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά βλ. πράγμα, βγάζω/παίρνω/πιάνω χαρτί και μολύβι βλ. χαρτί, βλέπω/αντιμετωπίζω/παίρνω την κατάσταση/τα πράγματα όπως είναι βλ. πράγμα, βλέπω/παίρνω (κάποιον/κάτι) με καλό/με κακό μάτι βλ. μάτι, δεν (τα) παίρνει τα γράμματα βλ. γράμμα, δεν ακούω/δεν δέχομαι/δεν θέλω/δεν σηκώνω/δεν παίρνω κουβέντα βλ. κουβέντα, δεν μπορώ να πάρω/σύρω τα πόδια μου βλ. πόδι, δεν παίρνει από λόγια βλ. λόγια, δεν παίρνω από αστεία βλ. αστείο, δεν παίρνω λέξη πίσω βλ. λέξη, δεν του παίρνεις λέξη/κουβέντα βλ. κουβέντα, δίνει και παίρνει βλ. δίνω, δίνω/παίρνω στο χέρι βλ. χέρι, δίνω/παίρνω/ζητώ αύξηση βλ. αύξηση, δίνω/παίρνω/τρώω πόδι βλ. πόδι, δρόμο παίρνω, δρόμο αφήνω βλ. δρόμος, δώσ' του (κάτι) και πάρ' του την ψυχή βλ. ψυχή, εκεί που μας χρωστούσαν/χρωστάγανε (μας πήραν και το βόδι) βλ. χρωστώ, έχει πάρει (ή αναλάβει) εργολαβία/εργολαβικά βλ. εργολαβία, έχει πάρει/πήρε (πολύ) αέρα βλ. αέρας, έχουν πάρει/πήραν τα μυαλά του αέρα βλ. αέρας, θέλει/παίρνει/τρώει ώρα/ώρες βλ. ώρα, κάτι πήρε/έπιασε τ' αυτί μου βλ. αυτί, κάτι σηκώνει/θέλει/χρειάζεται/χωράει/παίρνει συζήτηση/κουβέντα βλ. συζήτηση, κι όποιον πάρει ο χάρος! βλ. χάρος, κυνηγάω/παίρνω κάποιον με το σκουπόξυλο βλ. σκουπόξυλο, λαμβάνει/παίρνει σάρκα και οστά βλ. οστό, λαμβάνω/παίρνω μέρος σε κάτι βλ. μέρος, λαμβάνω/παίρνω μέτρα βλ. μέτρο, λαμβάνω/παίρνω τα μέτρα μου βλ. μέτρο, λαμβάνω/παίρνω υπόψη βλ. λαμβάνω, ληγμένα παίρνεις/πίνεις; βλ. ληγμένος, μαζεύω/παίρνω τα μπογαλάκια μου βλ. μπογαλάκι, μας πήρε το κεφάλι βλ. κεφάλι, μας πήρε/μας έπιασε/μας βρήκε η νύχτα/το βράδυ βλ. νύχτα, με παίρνει από κάτω/αποκάτω βλ. κάτω, με παίρνει η μπάλα βλ. μπάλα, με παίρνουν τα ζουμιά βλ. ζουμί, με πήραν τα αίματα βλ. αίμα, με πήραν τα δάκρυα/κλάματα βλ. δάκρυ, με πήραν τα σιρόπια βλ. σιρόπι, με πήραν τα σκάγια βλ. σκάγι, με πήρε το ποτάμι βλ. ποτάμι, με πιάνει/με παίρνει το παράπονο βλ. παράπονο, μου παίρνει/ζαλίζει τ' αυτιά βλ. αυτί, μου πήρε το μυαλό/τα μυαλά/το(ν) νου βλ. μυαλό, να το πάρει το ποτάμι; βλ. ποτάμι, νύχτα (το) πήρες το δίπλωμα; βλ. νύχτα, όποιον πάρει η μπάλα βλ. μπάλα, παίρνει μπρος/μπροστά βλ. εμπρός, παίρνει σειρά βλ. σειρά, παίρνει στροφές βλ. στροφή, παίρνει στροφές/το μυαλό του παίρνει στροφές βλ. στροφή, παίρνει την ανιούσα βλ. ανιών, παίρνει την κατιούσα βλ. κατιών, παίρνει την κάτω βόλτα βλ. βόλτα, παίρνει την πάνω βόλτα βλ. βόλτα, παίρνει το μάτι μου (κάποιον/κάτι) βλ. μάτι, παίρνει ύφος βλ. λάσπη, παίρνει/λαμβάνει/προσλαμβάνει διαστάσεις βλ. διάσταση, παίρνει/τρώει χρόνο βλ. χρόνος, παίρνουν (κάποιον) τα χρόνια βλ. χρόνος, παίρνω (και) τα σώβρακα (κάποιου) βλ. σώβρακο, παίρνω (κάποιον) από πίσω/από κοντά βλ. πίσω, παίρνω (κάποιον) στο κατόπι βλ. κατόπι, παίρνω (κάποιον) στο λαιμό μου βλ. λαιμός, παίρνω (κάποιον) φαλάγγι βλ. φαλάγγι, παίρνω (κάτι) επί πόνου βλ. πόνος, παίρνω (κάτι) τοις μετρητοίς βλ. μετρητοίς, παίρνω (μια) ανάσα βλ. ανάσα, παίρνω (στα) ζεστά/βλέπω ζεστά κάτι βλ. ζεστός, παίρνω άδεια από τη σημαία βλ. σημαία, παίρνω αέρα/τον αέρα μου βλ. αέρας, παίρνω αμπάριζα βλ. αμπάριζα, παίρνω αμπάριζα και βγαίνω βλ. αμπάριζα, παίρνω ανάποδες (στροφές) βλ. ανάποδος, παίρνω ανοιχτά τη στροφή βλ. ανοιχτά, παίρνω από το χέρι βλ. χέρι, παίρνω απουσίες βλ. απουσία, παίρνω γραμμή βλ. γραμμή, παίρνω δρόμο βλ. δρόμος, παίρνω θέση για/σε κάτι βλ. θέση, παίρνω κάποιον με το μέρος μου βλ. μέρος, παίρνω κάποιον/κάτι από φόβο βλ. φόβος, παίρνω κάποιον/κάτι γραμμή βλ. γραμμή, παίρνω κάτι (ε)πάνω μου βλ. πάνω & επάνω, παίρνω κεφάλι βλ. κεφάλι, παίρνω όρκο βλ. όρκος, παίρνω πάνω μου την αμαρτία βλ. αμαρτία, παίρνω παραμάζωμα βλ. παραμάζωμα, παίρνω πίσω βλ. πίσω, παίρνω σβάρνα βλ. σβάρνα, παίρνω στην πλάκα κάποιον/κάτι βλ. πλάκα, παίρνω στο κυνήγι (κάποιον) βλ. κυνήγι, παίρνω τα (όρη και τα) βουνά βλ. βουνό, παίρνω τα μέτρα (κάποιου) βλ. μέτρο, παίρνω τα μούτρα μου και ... βλ. μούτρο, παίρνω τα πάνω μου βλ. πάνω & επάνω, παίρνω την παρθενιά βλ. παρθενιά, παίρνω το αίμα μου πίσω/πίσω το αίμα μου βλ. αίμα, παίρνω το δισάκι μου (στον ώμο) βλ. δισάκι, παίρνω το καπελάκι/το καπέλο μου και φεύγω βλ. καπέλο, παίρνω το κεφάλι (κάποιου)/κεφάλια βλ. κεφάλι, παίρνω το κολάι βλ. κολάι, παίρνω το μέρος & πηγαίνω/είμαι με το μέρος (κάποιου) βλ. μέρος, παίρνω το(ν) δρόμο βλ. δρόμος, παίρνω τον αέρα κάποιου βλ. αέρας, παίρνω τον καλό δρόμο βλ. δρόμος, παίρνω τους δρόμους βλ. δρόμος, παίρνω ύψος βλ. ύψος, παίρνω φόρα βλ. φόρα1, παίρνω χρήματα βλ. χρήμα, παίρνω χρώμα βλ. χρώμα, παίρνω/αναλαμβάνω (το) ρίσκο/(τα) ρίσκα βλ. ρίσκο, παίρνω/αρπάζω/κλέβω την μπουκιά (μέσα) από το στόμα κάποιου βλ. μπουκιά, παίρνω/βλέπω κάτι στραβά βλ. στραβός, παίρνω/κάνω μάτι βλ. μάτι, παίρνω/κρατώ/τηρώ (τις) αποστάσεις βλ. απόσταση, παίρνω/λαμβάνω τον λόγο βλ. λόγος, παίρνω/παντρεύομαι κάποιον με παπά και με κουμπάρο βλ. κουμπάρος, κουμπάρα, παίρνω/πιάνω κάποιον μονότερμα βλ. μονότερμα, παίρνω/πιάνω τα όπλα βλ. όπλο, παίρνω/ρίχνω/σηκώνω/πετάω μπόι βλ. μπόι, παίρνω/τρώω την (πρώτη) κρυάδα βλ. κρυάδα, πάρ' τα (να μη στα χρωστάω)! βλ. χρωστώ, πάρ' τον στον γάμο σου να σου πει «και του χρόνου» βλ. γάμος, πήρε των ομματιών του/τα μάτια του βλ. ομμάτιον, πιάνω/παίρνω το μήνυμα (κάποιου) βλ. μήνυμα, πιάνω/παίρνω φωτιά βλ. φωτιά, τα πράγματα πήραν το(ν) δρόμο τους βλ. δρόμος, το παίρνω πατριωτικά βλ. πατριωτικός, το πήρε αλλιώς βλ. αλλιώς, το πήρε ανάποδα/από την ανάποδη βλ. ανάποδα, το πήρε άσχημα βλ. άσχημος, το πήρε βαριά βλ. βαρύς, το πήρε ελαφριά βλ. ελαφρύς, το πήρε καλά βλ. καλά, το πήρε κατάκαρδα βλ. κατάκαρδα, το πήρε προσωπικά βλ. προσωπικός, τον παίρνει/πιάνει (ο) πόνος για κάτι/κάποιον βλ. πόνος, τον πάνε/τον παίρνουν τέσσερις βλ. τέσσερις, του πήρε την ταυτότητα βλ. ταυτότητα, τραβάει/παίρνει τον ανήφορο/την ανηφόρα βλ. ανήφορος, ύπνε που παίρνεις τα παιδιά (έλα πάρε και τούτο) βλ. ύπνος [< μεσν. παίρνω, γαλλ. prendre, αγγλ. take]

Παναγία

Παναγία Πα-να-γί-α ουσ. (θηλ.) & (προφ.) Παναγιά 1. ΕΚΚΛΗΣ. η συνηθέστερη προσωνυμία της Παρθένου Μαρίας, μητέρας του Ιησού· μετωνυμ. ναός ή Μονή με το όνομά Της, απεικόνισή Της (στην αγιογραφία, τη ζωγραφική ή τη γλυπτική) ή τοπωνύμιο: εμφανίσεις και θαύματα της ~ας. Η Αγία/Τιμία Ζώνη της ~ας. Τροπάρια της ~ας (βλ. Άξιον Εστί, θεοτοκίο). Παράκληση/προσευχή/τάμα/ύμνος (βλ. Ακάθιστος Ύμνος) στην ~. Πβ. Θεοτόκος. Βλ. Αειπάρθενος, Γιάτρισσα, Δέσποινα, Ζωοδόχος Πηγή, Θεομήτωρ, Κεχαριτωμένη, Μεγαλόχαρη, Παμμακάριστος, Πάναγνος, Πανάχραντος, Παντάνασσα, Πλατυτέρα, Ρόδο (το) Αμάραντο.|| (προφ.) Της ~ας (= τον Δεκαπενταύγουστο). (ευχετ.) Η ~ιά μαζί σου! Καλή ~ιά! (για την εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, ‘το Πάσχα του καλοκαιριού’). || (εκκλησία ή μοναστήρι της ~ας:) Η ~ (η) Εκατονταπυλιανή/Σουμελά/της Τήνου/(η) Φανερωμένη. Προσκύνημα στην ~.|| (ΚΑΛ. ΤΕΧΝ., ως εικονογραφικός τύπος:) ~ (η) Βρεφοκρατούσα/Γλυκοφιλούσα/Ελεούσα/Οδηγήτρια/Παραμυθία. Βλ. μαντόνα, μαφόριο, πιετά.|| (χωριό:) Άνω/Κάτω ~ιά. 2. (συνήθ. ειρων.) πρόσωπο που δείχνει εντελώς αθώο, ήσυχο, σεμνό: Μόλις με βλέπει, γίνεται/κάθεται ~ (πβ. σαν την οσία Μαρία)! Το παίζει ~. Μη μου κάνεις/παριστάνεις την ~ εμένα, σε ξέρω καλά! ● Υποκ.: Παναγίτσα & (λαϊκό) Παναΐτσα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: αλογάκι της Παναγίας βλ. αλογάκι, τα Εισόδια της Θεοτόκου/της Παναγίας βλ. Εισόδια ● ΦΡ.: μα την Παναγία! (προφ.): ως όρκος: ~ ~, λέω αλήθεια! ΣΥΝ. μάρτυς μου ο Θεός.|| (απειλητ.) Αν το ξανακάνεις, ~ ~, θα γίνει χαμός!|| (έκπληξη:) ~ ~, δεν έχω ξαναδεί κάτι τέτοιο! ~ ~, δεν μπορούσα να το φανταστώ. ΣΥΝ. μα τον Άγιο, Παναγία/Παναγιά/Παναγίτσα μου! (ως επιφών.): για να δηλωθεί: (παράκληση:) ~ ~, κάνε το θαύμα σου! Βόηθα/λυπήσου μας, ~ ~! Πβ. Βαγγελίστρα.|| (έκπληξη:) ~ ~/Χριστέ και Παναγία μου, τι ήταν αυτό που μας βρήκε!|| (αποδοκιμασία:) Τι άλλο θ' ακούσω, ~ ~! Έλα, ~ ~/Χριστέ και ~! Τι είναι πάλι αυτό;|| (φόβος:) ~ ~ (= μαμά μου)! ΣΥΝ. Θεέ μου!, Χριστέ μου/Χριστούλη μου!, της Παναγιάς τα μάτια (μτφ.-εμφατ.): για να δηλωθεί μεγάλη ποσότητα ή/και ποικιλία: Ξόδεψα ~ ~! (για κατάστημα) Έχει ~ ~ (πβ. και του πουλιού το γάλα)., (ο) Χριστός κι (ο) Απόστολος/κι (η) Παναγία! βλ. Χριστός, αμήν Παναγία/Παναγιά μου! βλ. αμήν, για (τ') όνομα του Θεού/της Παναγίας/του Χριστού (και της Παναγίας)! βλ. όνομα, ήμαρτον Παναγία μου/Θεέ μου/Χριστέ μου/Κύριε! βλ. ήμαρτον, Θε(έ)/Παναγιά/Xριστέ μου φύλαγε βλ. φυλάω, μου βγαίνει η πίστη/η Παναγία/η ψυχή/το λάδι βλ. βγαίνω, στην ευχή του Θεού (και της Παναγίας) βλ. ευχή, το ζωνάρι της Παναγίας βλ. ζωνάρι [< μτγν. Παναγία]

πετώ

πετώ [πετῶ] πε-τώ ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {πετ-άς ..., -ώντας | πέτ-αξα, -άγομαι (προφ.) -ιέμαι, -άχτηκα (λόγ.) -άχθηκα, -α(γ)μένος} & πετάω 1. (για πτηνό) κινούμαι στον αέρα με φτερά ή (για ιπτάμενο μέσο) με μηχανή· ειδικότ. ταξιδεύω αεροπορικώς: Ο αετός ~ούσε (ψηλά) στον ουρανό. Οι νεοσσοί μεγάλωσαν και ~αξαν από τη φωλιά. Οι μέλισσες/πεταλούδες ~ούν από λουλούδι σε λουλούδι (πβ. πεταρίζει, φτερουγίζει).|| Το αεροσκάφος ~ούσε σε χαμηλό ύψος/στα ... χιλιάδες πόδια. Πβ. ίπταται.|| ~ τον χαρταετό (πβ. αμολώ).|| ~ αύριο για Παρίσι. ~ με αερόστατο/ελικόπτερο. Βλ. απογειώνομαι.|| (μτφ.) Άσε τη φαντασία σου να ~άξει! 2. ρίχνω ένα αντικείμενο με δύναμη στον αέρα, συνήθ. προς συγκεκριμένο στόχο: ~αξε το ακόντιο (στα ... μέτρα)/την μπάλα (στο καλάθι)/τη φωτοβολίδα. ~αξαν προκηρύξεις/φυλλάδια (πβ. διασκορπίζω). Άγνωστοι ~ούσαν (= επιτέθηκαν με) πέτρες στους ... (πβ. πετροβολώ). Του ~αξε (= του έφερε) ένα βάζο στο κεφάλι. Πβ. εκσφενδονίζω, εκτοξεύω.|| Με μια απρόσεκτη κίνηση τα ~ξε όλα κάτω.|| Τον ~αξε (= κόλλησε) στον τοίχο. 3. απαλλάσσομαι από κάτι που δεν το χρειάζομαι· ειδικότ. ρίχνω στα σκουπίδια: ~αξε τα άχρηστα αντικείμενα/τα παλιά ρούχα (πβ. ξεφορτώνομαι). Τα μπάζα ~άχτηκαν στο ρέμα.|| (μτφ.) ~αξε τη στολή του αξιωματικού (= τα παράτησε)/τα χειμωνιάτικα (= τα έβγαλε, άρχισε να φοράει τα καλοκαιρινά). Μην ~άξεις την ευκαιρία (= μην την αφήσεις ανεκμετάλλευτη). Πρόταση που ~άχτηκε (= κατέληξε) στα αζήτητα/στον κάλαθο των αχρήστων. Βλ. παρα~. 4. (μτφ.-προφ.) μεταφέρω με αυτοκίνητο ή μηχανή: Θέλεις να σε ~άξω μέχρι το μετρό; 5. (μτφ.-προφ.) θριαμβεύω, σαρώνω, σκίζω: ~άει στα μαθηματικά (πβ. διαπρέπω). ~άει το αμάξι (πβ. φυσάει). 6. (μτφ.) σκορπίζω, σπαταλώ: ~άει (άσκοπα) τα χρήματά του (σε άχρηστα πράγματα). 7. (μτφ.-προφ.) λέω κάτι ελεύθερα και απρόσμενα: ~άει αστειάκια/εξυπνάδες/κοτσάνες (πβ. την πέταξε). ~αξε μια κουβέντα και έφυγε. ~αξε (πάλι) την κακία της. Ποιος ~αξε την ιδέα να ...; 8. (μτφ.-προφ.) διώχνω, αποπέμπω: Τον ~αξαν (= απέλυσαν) από την εταιρεία. 9. (μτφ.-επιτατ.) χαίρομαι πάρα πολύ, ενθουσιάζομαι: Τα λόγια σου με κάνουν και ~ από ευτυχία.πετάει (μτφ.-προφ.) 1. βγάζει, εμφανίζει: Το δέντρο ~αξε νέα φύλλα (= έχει βλαστήσει)/ρίζες.|| ~αξε γένια/σπυράκια. 2. προεξέχει: Ίσιωσε τα μαλλιά σου, γιατί ~άνε. ~άνε τα τσουλούφια του., πέταξε (μτφ.-προφ.): σταμάτησε να υπάρχει· έσβησε, χάθηκε: Τώρα πάει, ~ η ευκαιρία! ~αν οι ελπίδες! ● ΦΡ.: μου πετάχτηκαν/μας πέταξε τα μάτια έξω (αργκό): για να δηλωθεί έντονη έκπληξη, θαυμασμός, αναστάτωση, απορία, κυρ. για κάτι που είδε κάποιος. ΣΥΝ. μου 'φυγε/μου 'πεσε η μασέλα, μου 'χει φύγει το μυαλό/το καφάσι/το κεφάλι/ο νους/το τσερβέλο, πετάει/ζει/βρίσκεται στα σύννεφα (προφ.-ειρων.): για κάποιον που δεν αντιμετωπίζει τις καταστάσεις με ρεαλισμό, δεν έχει επαφή με την πραγματικότητα. ΑΝΤ. πατάω (γερά) στη γη, ρίχνω/πετάω λάσπη (μτφ.-προφ.): συκοφαντώ: Μας ρίχνουν ~ συνεχώς. Πετάνε ~ κι όπου πιάσει. Ρίχνουν/πετούν ~ εναντίον ... ΣΥΝ. λασπολογώ, την πέταξε (αργκό): είπε βλακεία: ~ ~ες πάλι. Βλ. την άκουσα., τον πέταξε έξω/έδιωξε (κακήν κακώς/με τις κλοτσιές): για βίαιη απομάκρυνση προσώπου: Ο ιδιοκτήτης μάς πέταξε ~ (: μάς έκανε έξωση). Ο δάσκαλος τον πέταξε έξω από την τάξη (πβ. αποβάλλω). Τον πέταξαν με τις κλοτσιές από το κόμμα (πβ. διαγράφω)., (πάει,) πέταξε το πουλάκι/πουλί! βλ. πουλάκι, αφήνω/πετάω/ρίχνω σπόντες/μπηχτές/καρφιά βλ. σπόντα, βρίσκομαι/πετώ στα σύννεφα/στα ουράνια βλ. σύννεφο, μάτια που βγάζουν/πετούν σπίθες/φλόγες/φωτιές βλ. σπίθα, παίζει/πετάει το μάτι μου βλ. μάτι, παίρνω/ρίχνω/σηκώνω/πετάω μπόι βλ. μπόι, πετάει η ομάδα βλ. ομάδα, πετάει ο γάιδαρος; πετάει! βλ. γάιδαρος, πετάω κάτι στα μούτρα κάποιου βλ. μούτρο, πετάω φωτιές/φωτιά βλ. φωτιά, πετάω/ρίχνω μπανανόφλουδα σε κάποιον βλ. μπανανόφλουδα, πετάω/ρίχνω το γάντι σε κάποιον βλ. γάντι, πετώ κάποιον σαν στυμμένη λεμονόκουπα βλ. λεμονόκουπα, πετώ κάποιον στο(ν) δρόμο βλ. δρόμος, πετώ κάτι απ' το παράθυρο βλ. παράθυρο, πετώ κάτι στον δρόμο βλ. δρόμος, πετώ με τα δικά μου φτερά βλ. φτερό, πετώ στα ύψη βλ. ύψος, πετώ τα λεφτά/τα χρήματά μου απ' το παράθυρο/στον αέρα βλ. παράθυρο, πετώ τη σκούφια μου (για κάτι) βλ. σκούφια, πετώ/πηδώ απ' τη χαρά μου/από χαρά βλ. χαρά, πετώ/ρίχνω σε κάποιον το μπαλάκι βλ. μπαλάκι, πετώ/ρίχνω/βάζω (τη) λάσπη στον ανεμιστήρα βλ. λάσπη, ρίχνω/πετάω/οδηγώ (κάποιον) στον Καιάδα βλ. Καιάδας ● βλ. πετάγομαι, πεταμένος [< μεσν. πετώ < αρχ. πετῶ ‘πετάω, τρέχω γρήγορα’]

πήζω

πήζω πή-ζω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {έπηξα, πηγμένος} (μτφ.-προφ.): (+ σε) πνίγομαι, ασφυκτιώ, μπουχτίζω: ~ στο γραφείο/στο διάβασμα/στη δουλειά. Πήξαμε στην κίνηση. Αυτόν τον καιρό είμαι πολύ πηγμένος (: έχω πολλή δουλειά).|| Μας έχει πήξει στο ψέμα.πήζει 1. (για υγρό) στερεοποιείται: ~ το γάλα/τσιμέντο. Το νερό ~ (= παγώνει) στους μηδέν βαθμούς Κελσίου. Πηγμένο αίμα. 2. (κατ΄επέκτ.) γίνεται παχύρρευστο: Έπηξε η κρέμα/μπεσαμέλ/σάλτσα (= έδεσε· ΑΝΤ. αραιώνει, νερουλιάζει). Ανακατεύουμε, μέχρι το μείγμα να πήξει (ελαφρά/καλά). 3. (μτφ.-προφ., + σε/από) έχει γεμίσει ασφυκτικά, είναι πήχτρα: Δρόμοι πηγμένοι από/στα αυτοκίνητα. ● ΦΡ.: πήζει το μάτι: για κάτι ορατό που υπάρχει σε υπερβολικό βαθμό: Έχει πήξει ~ μας από κτίρια (= έχει γεμίσει ο τόπος)/στο χιόνι (= χιονίζει πολύ)., πήζει το μυαλό μου: κατασταλάζω, ωριμάζω: Δεν έχει πήξει ακόμη το ~ της και δεν ξέρει τι θέλει. [< αρχ. πήγνυμι 'στερεώνω']

πιστεύω

πιστεύω πι-στεύ-ω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {πίστ-ευα, -εψα, πιστ-έψω, πιστεύ-τηκε (λόγ.) -θηκε, -τεί (λόγ.) -θεί, -οντας} 1. αποδέχομαι ότι κάτι ισχύει πραγματικά: Δεν έχω κανένα λόγο να μην το ~έψω. Δεν ~ (ούτε) λέξη/τίποτα απ' όσα λες. Μην ~εις όλα αυτά που γράφονται κατά καιρούς. Δεν μπορώ να ~έψω (= να δώσω βάση) (σε) κάτι που δεν έχει αποδειχθεί. Δυσκολεύομαι/μου είναι αδύνατο να ~έψω ότι έκανε κάτι τέτοιο. Πίστεψέ με, λέω την αλήθεια! Αντίθετα απ' ό,τι αρχικά ~όταν, ...|| ~εις στα ζώδια/στα θαύματα/στη μετά θάνατον ζωή/στη μοίρα/στα όνειρα; 2. (ειδικότ.) έχω πίστη στον Θεό ή σε συγκεκριμένο θρησκευτικό δόγμα: ~ει στον Χριστό.|| ~ει στον Αλλάχ/στον Βούδα/στο δωδεκάθεο.|| Δεν ~ει (= είναι άθεος). Βλ. αλλαξοπιστώ.|| Δεν μπορώ να καταλάβω σε τι θεό ~ει (= τι πρεσβεύει). 3. νομίζω: ~ ότι/πως θα τα καταφέρουμε. Τα πράγματα είναι πολύ πιο άσχημα απ' ό,τι ~ευα. Πβ. φρονώ.|| ~ (= ελπίζω) να καταλαβαίνεις τι θέλω να πω. Θέλω να ~ ότι σύντομα θα βρεθεί λύση.|| Δεν ~ (= δεν φαντάζομαι να) να με παρεξήγησες/να μην έρθεις.|| ~εται (= θεωρείται) ότι το ποσοστό αποχής θα είναι μεγάλο. Βλ. εικάζεται. 4. είμαι βέβαιος, σίγουρος για κάτι: Το ~ ακράδαντα/απόλυτα/βαθιά. ~ουν στη νίκη της ομάδας τους. 5. έχω εμπιστοσύνη, θεωρώ σημαντικό: ~εψαν στην αξία/στις δυνατότητές/στο ταλέντο του. Πρέπει να ~έψεις στον εαυτό σου (= να έχεις αυτοπεποίθηση).|| ~ στον διάλογο/στην ειρηνική επίλυση του προβλήματος/στη συλλογική προσπάθεια. ● Ουσ.: πιστεύω (τα): οι αρχές και αξίες ενός προσώπου: Αγωνίζομαι για/αλλάζω/προδίδω τα ~ μου. Σέβομαι τα θρησκευτικά/ιδεολογικά/πολιτικά ~ των άλλων. Διώχτηκε/εξορίστηκε για τα ~ του (= φρονήματα). Πβ. ιδεολογία. ΣΥΝ. πεποιθήσεις, Πιστεύω (το) (προφ.): ΕΚΚΛΗΣ. το Σύμβολο της Πίστεως. Βλ. Πάτερ ημών. ● ΦΡ.: δεν πιστεύω στα μάτια/στ' αυτιά μου: για κάτι απρόσμενο και απίστευτο: ~ ~ με αυτά που βλέπω/ακούω. [< γαλλ. ne pas en croire mes yeux /oreilles] , δεν το πιστεύω! (προφ.): για να δηλωθεί έκπληξη: Έγινε κάτι τέτοιο; (Έλα,) ~ ~!, να το δω και να μην το πιστέψω: εκφράζω επιφυλάξεις για το αν πραγματικά θα συμβεί κάτι: Είπε ότι θα έρθει στην ώρα του. ~ ~!, πίστευε και μη ερεύνα βλ. ερευνώ, ποιος (θα/να) το περίμενε/έλεγε/φανταζόταν βλ. περιμένω [< αρχ. πιστεύω]

πρώτος

πρώτος, η, ο [πρῶτος] πρώ-τος αριθμητ. τακτ. (σύμβ. 1ος, Α' ή α', Ι) 1. που γίνεται, συμβαίνει, εμφανίζεται πριν από όλους τους άλλους: ~ος: αγώνας/γάμος/γύρος/δίσκος (συγκροτήματος)/μήνας (του χρόνου)/τόμος/ύπνος (= το αρχικό στάδιο)/χορός. ~η: αντίδραση/απόπειρα/άφιξη (πλοίου)/έκδοση/εκδοχή/επαφή/εργασία/νίκη/παράσταση/προσπάθεια/τιμή (= αρχική). ~ο: αεροπλάνο/ημίχρονο/ραντεβού/σχέδιο (βλ. προσχέδιο)/φιλί. ~α: άνθη. Ο ~ παγκόσμιος πόλεμος. Η ~η μέρα της εβδομάδας (= η Κυριακή)/του έτους (= πρωτοχρονιά)/του μήνα (= πρωτομηνιά). Κέρδισε την ~η παρτίδα. Ολοκληρώθηκε η ~η φάση του έργου. Η ~η νύχτα του γάμου. Απέκτησαν το ~ο τους παιδί. Το ~ο λεπτό της ώρας/τέταρτο της Σελήνης/φως της ημέρας (πβ. λυκαυγές). Περιμένω το ~ο λεωφορείο/τρένο. Είναι στο ~ο έτος της Ιατρικής. Η αμεσότητα της ~ης εντύπωσης. Οι ~οι έρωτες της εφηβείας. Τα ~α χρόνια της ζωής/των σπουδών του. Τα ~α τεύχη του περιοδικού. ΑΝΤ. τελευταίος (1) 2. που βρίσκεται στην αρχή μιας σειράς, ακολουθίας: ~ος: στίχος. ~η: διαφάνεια/πρόταση/σελίδα/στροφή. ~ο: θρανίο/πάτωμα/σπίτι. Άρθρο ~ο. Το ~ο κεφάλαιο/μέρος ενός βιβλίου. Ο ~ αριθμός/το ~ο όνομα στον κατάλογο. Το ~ο στοιχείο του περιοδικού πίνακα είναι το υδρογόνο. Θα στρίψετε στον ~ο δρόμο δεξιά. ~ο γραφείο/~η πόρτα/~ο κτίριο αριστερά.|| (για πρόσ.) Είναι ~ στην ουρά. Βγήκε ~η από το σινεμά. Έφτασε/μίλησε ~.|| (ΓΡΑΜΜ.) ~ο: πρόσωπο. ~η: κλίση.|| ~ο (Α'/1ο) Γυμνάσιο/Ενιαίο Λύκειο (μιας πόλης). 3. που προηγείται όλων των άλλων ως προς την αξία, τη σημασία, την ποιότητα, την ποσότητα, τη συχνότητα, το αξίωμα· κατ' επέκτ. βασικός, πρωταρχικός, αναγκαίος, στοιχειώδης: (για πρόσ.) ~ος: σκόρερ/(ΙΣΤ.) ύπατος (αρμοστής).|| ~ος: τουριστικός προορισμός. ~η: δύναμη/ομάδα/χώρα. ~ο: βραβείο/καθήκον/μέλημα. Η ~η σημασία μιας λέξης (= η πιο συχνή, βασική). Η ~η κατοικία (σε αντίθεση με την εξοχική). Ο ~ πολίτης της χώρας (= ο αρχηγός του κράτους). Ο ~ δημότης (= ο δήμαρχος). (λόγ.) ~ τη τάξει. Ο ~ λαχνός. Είναι ο ~ μαθητής στην τάξη. ~ στόχος της κυβέρνησης είναι ... Είναι/έρχεται ~ στις προτιμήσεις του κοινού. Μπήκε/πέρασε ~ στη σχολή. Τερμάτισε ~η. Αναδείχτηκε ~η στον διαγωνισμό. Η εταιρεία είναι ~η στον κόσμο σε πωλήσεις. Είναι η ~η επιλογή των καταναλωτών. Κρασί ~ης ποιότητας. Εστιατόριο/ξενοδοχείο ~ης κατηγορίας. Παρέχω στο νεογέννητο τις ~ες φροντίδες. Τα ~α γράμματα.|| (ΦΙΛΟΣ.) ~η: αιτία/αλήθεια/ουσία. Το νερό ως ~η αρχή. 4. που δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμη, πρόχειρος: μια ~η προσέγγιση του θέματος. Μια ~η ματιά στα γεγονότα. Έγινε μια ~η αποτίμηση/εκτίμηση των αποτελεσμάτων. Πήρα μια ~η γεύση από το βιβλίο. ● Ουσ.: πρώτη (η) 1. (κ. με κεφαλ. Π) ενν. τάξη σχολικής βαθμίδας (σύμβ. Α΄): Πάει (στην)/τελείωσε την ~ Δημοτικού/Γυμνασίου/Λυκείου. 2. η ταχύτητα με την οποία αρχίζει να κινείται ένα όχημα: Βάζω ~. 3. πρεμιέρα: επίσημη/παγκόσμια ~. 4. η ημέρα με την οποία αρχίζει ο μήνας: ~ Μαΐου (= Πρωτομαγιά)/Ιουνίου., πρώτο (το) 1. το λεπτό της ώρας: Τερμάτισε με χρόνο έξι ~α και τριάντα δεύτερα. 2. ΦΥΣ.-ΧΗΜ. πρωτόνιο., πρώτος (ο) 1. το πρόσωπο που προηγείται σε μια σειρά: Ας περάσει ο ~ (ενν. στην ουρά). Ήταν ο ~ που αντιστάθηκε. Είναι μεταξύ των ~ων. Ο ~ των ~ων. 2. (προφ.) ο πρώτος όροφος κτιρίου: Μένει στον ~ο. 3. (συνήθ. στη γεν., σε ανάγνωση ημερομηνίας γραμμένης με αριθμούς) ενν. μήνας, ο Ιανουάριος: στις 5/01/... (: πέντε ~ου). 4. ο ανώτερος ιεραρχικά καπετάνιος ή μηχανικός του πλοίου. 5. ΕΚΚΛΗΣ. ο μοναχός που προεδρεύει στις συνάξεις ή βρίσκεται στην ιεραρχία μετά τον ηγούμενο. ● ΣΥΜΠΛ.: πρώτη ηλικία: η βρεφική και νηπιακή ηλικία· συνεκδ. τα νήπια., πρώτη θέση 1. αυτή που προηγείται όλων των άλλων σε βαθμολογική κυρ. κατάταξη: Διατήρησε/διεκδικεί/εξασφάλισε/κατέκτησε/κατέλαβε/κέρδισε/πήρε την ~ ~. Ανέβηκε/βρέθηκε/επανήλθε/κατατάσσεται/παραμένει/τερμάτισε στην ~ ~.|| Έχει την ~ ~ στη ζωή μου. 2. η πιο ακριβή θέση σε μέσο μεταφοράς: Ταξιδεύει (στην) ~ ~. Καμπίνα/σαλόνι ~ης ~ης. Πβ. διακεκριμένη θέση., πρώτη φωνή: ΜΟΥΣ. η βασική, η κύρια φωνή. Πβ. πρίμο., πρώτο χέρι: για προϊόν που αγοράζεται ολοκαίνουργιο ή για χειρωνακτική εργασία (κυρ. βάψιμο) που αποτελεί τη βάση για τις επόμενες: (σε αγγελία:) Πωλείται αυτοκίνητο σε άριστη κατάσταση, ~ ~.|| Στέγνωσε το ~ ~. Βλ. δεύτερο χέρι., πρώτος (αριθμός): ΜΑΘ. φυσικός αριθμός, διάφορος της μονάδας, που διαιρείται μόνο με τον εαυτό του και τη μονάδα: Το 2 είναι ο μοναδικός ζυγός ~ ~., έκτακτης/άμεσης/πρώτης ανάγκης βλ. ανάγκη, μητρική/πρώτη γλώσσα βλ. γλώσσα, πρώτες βοήθειες βλ. βοήθεια, πρώτη Ανάσταση βλ. ανάσταση, πρώτη γραμμή βλ. γραμμή, πρώτη κυρία βλ. κυρία, πρώτη μούρη βλ. μούρη, πρώτη νιότη/νεότητα βλ. νιότη, πρώτη προτεραιότητα βλ. προτεραιότητα, πρώτη ύλη βλ. ύλη, πρώτης (Α')/δεύτερης (Β')/τρίτης (Γ')/τελευταίας διαλογής βλ. διαλογή, πρώτης γραμμής βλ. γραμμή, πρώτο μπόι βλ. μπόι, πρώτο/δεύτερο βιολί βλ. βιολί, πρώτος μεσημβρινός βλ. μεσημβρινός, πρώτος χορευτής βλ. χορευτής, χορεύτρια, πρώτου/δευτέρου/τρίτου βαθμού βλ. βαθμός, σε πρώτο/δεύτερο πλάνο βλ. πλάνο, ταινίες α'/β' προβολής βλ. προβολή ● ΦΡ.: (είσαι/είναι) και ο πρώτος/η πρώτη! (εμφατ.-προφ.): ως έκφραση έντονης επιδοκιμασίας, για να δηλωθεί ότι κάποιος είναι ο καλύτερος: Μεγάλε/μπράβο, είσαι ~ ~! Και το πρώτο παιδί!, από πρώτο χέρι (προφ.): άμεσα, από αξιόπιστη πηγή: Ενημερωθείτε ~ ~. Ξέρουμε ~ ~ τα προβλήματα. Πληροφορίες ~ ~. Έμαθε από ~ ~ τι συνέβη. Βλ. από δεύτερο χέρι. [< γαλλ. de première main] , από τον πρώτο ως τον τελευταίο: όλοι ανεξαιρέτως: Όλοι μας, ~ ~, έχουμε ευθύνη., για πρώτη φορά: για να δηλωθεί ότι κάτι δεν έχει ξαναγίνει, ξανασυμβεί: Κάνω κάτι/πηγαίνω κάπου ~ ~., εν πρώτοις/κατά πρώτον (λόγ.): καταρχάς, προπάντων: Πρέπει να σημειωθεί ~ ~ ότι ... Πβ. πρώτα απ' όλα., έχει τον πρώτο (και τον τελευταίο) λόγο (μτφ.): έχει κυρίαρχο και αποφασιστικό ρόλο: Θέλει να ~ ~ στις εξελίξεις., με την πρώτη ματιά: αμέσως: έρωτας ~ ~ (= κεραυνοβόλος). Την αντιπάθησε/θα σας γοητεύσει/σε κερδίζει ~ ~. Δεν είναι εύκολο να τα δει κανείς όλα ~ ~. [< γερμ. auf den ersten Blick] , με την πρώτη/με το πρώτο: αμέσως: Μπήκε ~ ~ στα βαθιά. Τον αναγνώρισε/τα κατάφερε/πέτυχε ~ ~., οι τα πρώτα φέροντες (αρχαιοπρ.): αυτοί που κατέχουν υψηλές θέσεις: ~ ~ (= οι κορυφαίοι) υπουργοί. Πβ. υψηλά ιστάμενος., παίζει τον πρώτο ρόλο (μτφ.): αποτελεί τον βασικότερο, τον κυρίαρχο παράγοντα: Σε όλες τις ανθρώπινες σχέσεις η εμπιστοσύνη ~ ~. Tα αγνά υλικά ~ουν ~ στην παρασκευή των εδεσμάτων., πρώτης τάξεως/τάξης: πολύ καλός, εξαιρετικός: ~ ~ διαφήμιση/υπηρεσία. Του δίνεται/παρέχεται μια ~ ~ ευκαιρία να αποδείξει την αξία του. ΣΥΝ. πρώτης γραμμής, πρώτος και καλύτερος (συχνά ειρων.): για κάποιον που πρωτοστατεί ή κατέχει την πρώτη θέση σε μια κατάταξη: όπου επεισόδια, αυτός ~ ~! Όλοι, με ~ο και ~ο εσένα, τον κατηγορούσατε!|| ~οι και ~οι στη λίστα των καλεσμένων θα είναι ..., πρώτου μεγέθους: πολύ μεγάλος ή σοβαρός, σπουδαίος, πρωτοφανής: είδηση/έκπληξη/σκάνδαλο ~ ~. Πρόβλημα ~ ~ (: μεγάλων διαστάσεων).|| (για πρόσ.) Εξελίχθηκε σε αστέρι ~ ~., (ο) πρώτος διδάξας/(η) πρώτη διδάξασα βλ. διδάξας, διδάξασα, δεν είναι/είσαι ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος που ... βλ. τελευταίος, είδη/αγαθά πρώτης ανάγκης βλ. ανάγκη, είναι η πρώτη και η τελευταία φορά που ... βλ. τελευταίος, εκ πρώτης όψεως/όψης βλ. όψη, κάλλιο/καλύτερα πρώτος στο χωριό, παρά δεύτερος στην πόλη βλ. χωριό, κάνει τα πρώτα (του) βήματα βλ. βήμα, κάνω το πρώτο βήμα βλ. βήμα, κατά κύριο/πρώτο/μείζονα λόγο βλ. κύριος, με την πρώτη/σε πρώτη ευκαιρία βλ. ευκαιρία, με το πρώτο φύσημα (του αέρα/ανέμου) βλ. φύσημα, ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω βλ. αναμάρτητος, ο πρώτος τυχών/τυχόντας βλ. τυχών, οι έσχατοι έσονται πρώτοι (και οι πρώτοι έσχατοι) βλ. έσχατος, πρώτο τραπέζι πίστα βλ. τραπέζι, πρώτος μεταξύ ίσων βλ. ίσος, πρώτος/καλύτερος (και) με διαφορά βλ. διαφορά, σε πρώτη ζήτηση βλ. ζήτηση, τα στερνά τιμούν τα πρώτα βλ. στερνός ● βλ. πρώτα, πρώτον [< αρχ. πρῶτος, γαλλ. premier]

ρίχνω

ρίχνω ρί-χνω ρ. (μτβ.) {έρι-ξα, ρί-ξω, ρίχν-εται, ρίχ-τηκε (λόγ.) -θηκε, ριγ-μένος, ρίχν-οντας} 1. κάνω ή αφήνω κάτι να πέσει κάτω ή χαμηλότερα, βάζω: ~ξα τον δίσκο με τα πιάτα. Το δέντρο ~ξε (= έχασε) τα φύλλα του.|| ~ουμε το λάδι στην κατσαρόλα/τη ζάχαρη (πβ. προσθέτω). ~ κέρμα (σε μηχάνημα). 2. προκαλώ πτώση· γκρεμίζω: Ο ισχυρός άνεμος ~ξε την κεραία. ~ξαν το εχθρικό αεροπλάνο (ενν. με πυρά ή πυραύλους· πβ. καταρρίπτω).|| ~ξαν το (παλιό) σπίτι/τον τοίχο. Πβ. κατεδαφίζω.|| Τον έσπρωξα και τον ~ξα κάτω. 3. πετώ κάτι μακριά, εκσφενδονίζω: ~ξε το ακόντιο. ~ξαν βόμβα/σφαίρες/χειροβομβίδα. ~ξαν φωτοβολίδες για να βρουν τους ναυαγούς (πβ. εκτοξεύω).|| ~ βότσαλα/πέτρες στη θάλασσα. ~ τα σκουπίδια (στο καλάθι των απορριμμάτων). ~ ρύζι (στον γαμπρό/στη νύφη· πβ. ραίνω). Ρίξε μου την μπάλα!|| Αεροπλάνα που ~ουν προκηρύξεις. Πβ. σκορπίζω. 4. (προφ.) προωθώ: ~ νέα μοντέλα/προϊόντα στην αγορά. Πβ. κυκλοφορώ. Βλ. φέρνω. 5. (μτφ.) οδηγώ, εξωθώ κάποιον σε κάτι αρνητικό· παραπετώ: Ο χωρισμός τον ~ξε στο αλκοόλ. ~ουν στην ανεργία και την εξαθλίωση χιλιάδες εργαζομένους.|| (προφ.) Τον ~ξαν σε ένα γραφείο χωρίς ενημέρωση για τα νέα του καθήκοντα. 6. (μτφ.) μειώνω, περιορίζω: ~ξαν το επίπεδο/(τα) στάνταρ (= κατέβασαν, υποβίβασαν). Αν δεν ~ξεις τις προσδοκίες σου, δεν θα βρεις εύκολα δουλειά. Πρέπει να ~ξουν την αξία (των ακινήτων)/τους μισθούς/τις τιμές (= ελαττώνω, χαμηλώνω). Ο ιδρώτας ~ει τη θερμοκρασία του σώματος. ΑΝΤ. ανεβάζω (2), αυξάνω 7. (μτφ.-προφ.) αδικώ ή εξαπατώ κάποιον για δικό μου όφελος· τον πείθω να ενδώσει στις επιθυμίες μου: Τον ~ξαν στα κληρονομικά/στη μοιρασιά. Νιώθει ~μένος.|| Τους ~ξε με γλυκόλογα/πονηριά/ψέματα. Πβ. καταφέρνω, ξεγελώ.|| ~ει τους άλλους με την ομορφιά της. Πβ. κατακτώ, τουμπάρω, τυλίγω, ψήνω. 8. (μτφ.-προφ.) (για τιμωρία, ποινή, πρόστιμο) επιβάλλω: Ο διοικητής μου ~ξε δύο μέρες κράτηση. Το δικαστήριο του ~ξε δέκα μήνες φυλάκιση. Πβ. κοπανώ. 9. (μτφ.-προφ.) αποδίδω, επιρρίπτω: Μου ~ξαν όλο το βάρος/την ευθύνη/το φταίξιμο. Οι παίκτες ~ξαν την ήττα στον προπονητή. Πβ. καταλογίζω, προσάπτω, φορτώνω, χρεώνω. 10. (μτφ.-προφ.) ασχολούμαι με ζήλο ή υπερβολικά, αφοσιώνομαι: ~ξε πολύ διάβασμα (για να πάρει το πτυχίο του)/δουλειά. ~τηκε (= στρώθηκε) στη μελέτη. 11. (μτφ.) ανατρέπω από θέση εξουσίας, καθαιρώ: Ο λαός ~ξε την κυβέρνηση.|| Ήττα που ~ξε την ομάδα στην τρίτη θέση της βαθμολογίας. 12. (μτφ.-προφ.) σε φράσεις που δηλώνουν ανωτερότητα ή υπεροχή, κυρ. σε ηλικία ή ύψος: Σου ~ ... χρόνια (: είμαι μεγαλύτερός σου). Μου ~εις ... πόντους (: είσαι ψηλότερος).|| Του ~ει σε ποιότητα (: είναι καλύτερο). 13. ως απολεξικοποιημένο ρήμα: ~ γέλιο (= γελώ πολύ)/ξύλο (= δέρνω)/τροφή (στα ζώα· βλ. ταΐζω). Τον ~ξαν στα σίδερα/στη φυλακή (= τον έβαλαν στη φυλακή, τον φυλάκισαν). Θέλω να ~ξω έναν υπνάκο (: να κοιμηθώ λίγο). ~ξε πολύ κλάμα (: έκλαψε πολύ). Δεν ~ξα ούτε ένα δάκρυ (: δεν έκλαψα καθόλου). Του ~ξα μια γροθιά (= τον γρονθοκόπησα)/μια κλοτσιά (= τον κλότσησα)/σφαλιάρα (= τον σφαλιάρισα)/ένα χαστούκι (= τον χαστούκισα). Δεν ξέρω πού να ~ξω την ψήφο μου (: τι να ψηφίσω). ~ξαν τα θεμέλια της εταιρείας (= θεμελίωσαν)/πυροβολισμούς (= πυροβόλησαν). Μόλις ~ξε μια (: ένα χτύπημα) στο μηχάνημα, άρχισε να λειτουργεί (πβ. δίνω, τραβώ)! ~ει χιόνι (= χιονίζει). ρίχνει (προφ.): βρέχει: ~ ασταμάτητα από χθες το βράδυ. ~ καρέκλες/παπάδες (: βρέχει καταρρακτωδώς). ● Παθ.: ρίχνομαι 1. κινούμαι εναντίον κάποιου ορμητικά, επιτίθεμαι: ~τηκαν στη μάχη. Το ζώο ~τηκε στο θήραμά του. ~τηκαν κατά πάνω τους. Πβ. ξεχύνομαι, ορμώ.|| (προφ., με ερωτικούς σκοπούς:) Της ~τηκε (: την παρενόχλησε σεξουαλικά). 2. πέφτω: ~ στον γκρεμό/στη θάλασσα (πβ. βουτώ, πηδώ).|| ~τηκε στην αγκαλιά του. ● ΦΡ.: ρίχνω ένα βλέμμα/μια ματιά σε κάποιον (προφ.) 1. τον κοιτάζω για λίγο: Της ~ξα ένα απειλητικό/υποτιμητικό βλέμμα. Μου ~ξε μια άγρια ματιά και τον φοβήθηκα. Μου ~ξε ένα βλέμμα απορίας/γεμάτο φαρμάκι.|| ~ξε μια ματιά γύρω του. 2. του δίνω σημασία: Μου ~ξε ~ όλο νόημα. Δεν του ~ξε ούτε ~., ρίχνω μια ματιά σε κάτι (προφ.) & (σπάν.-αργκό) ένα βλέφαρο: το κοιτάζω βιαστικά, στα γρήγορα: Ρίξε ~ στο άρθρο/στο βιβλίο/στην εφημερίδα. ~ξα ένα βλέφαρο στο περιοδικό, αλλά δεν το αγόρασα., ρίχνω την ιδέα/την πρόταση (προφ.): προτείνω κάτι: ~ξα την ιδέα να πάμε εκδρομή. ~ξε την πρόταση και όλοι συμφωνήσαμε., βγάζω/ρίχνω χολή/δηλητήριο/φαρμάκι & (σπάν.) χύνω (προφ.): λέω κακίες, εκφράζομαι με κακεντρέχεια: Το ~ξε/έχυσε και πάλι το δηλητήριό της! ~ξε χολή εναντίον των αντιπάλων του., τα ρίχνω (προφ.): προσεγγίζω κάποιον με ερωτικό σκοπό: Της ~ ~ξε, αλλά έφαγε χυλόπιτα. ΣΥΝ. καμακώνω (1), την πέφτω (2), το ρίχνω (προφ.): αρχίζω να κάνω κάτι συστηματικά και έντονα, επιδίδομαι: ~ ~ξαν στο διάβασμα/στη δουλειά. Στην αρχή δεν τους πήραμε σοβαρά και ~ ~ξαμε στην πλάκα., αμολώ/ρίχνω/αφήνω (πίσω μου) μελάνι βλ. μελάνι, αν βρέξει/ρίξει ο Μάρτης δυο νερά κι ο Απρίλης άλλο ένα, χαρά σ΄εκείνον τον ζευγά που 'χει πολλά σπαρμένα βλ. βρέχω, αφήνω/πετάω/ρίχνω σπόντες/μπηχτές/καρφιά βλ. σπόντα, βάζω/ρίχνω κάτι πάνω μου βλ. πάνω & επάνω, βάζω/ρίχνω λεφτά/χρήματα βλ. χρήμα, βάζω/ρίχνω τόγκα βλ. τόγκα, βαράει/ρίχνει/σκάει κανόνι βλ. κανόνι, δίνω/ρίχνω (ιδιαίτερο/μεγάλο/όλο μου το/πολύ) βάρος (σε κάτι) βλ. βάρος, έριξε έξω βλ. έξω, κάνε το καλό και ρίξ' το στο γιαλό βλ. γιαλός, κατεβάζω/ρίχνω καντήλια βλ. καντήλι, κατεβάζω/ρίχνω χριστοπαναγίες βλ. χριστοπαναγίες, κλείνει/πέφτει η αυλαία βλ. αυλαία, με περνά ένα κεφάλι βλ. κεφάλι, με χαλάει/ρίχνει βλ. χαλώ, μιλώ/τα λέω(/τα ρίχνω) χύμα και τσουβαλάτα/σταράτα/τσεκουράτα βλ. χύμα, οι πολλοί καπεταναίοι ρίχνουν έξω το καράβι βλ. καράβι, παίρνω/ρίχνω/σηκώνω/πετάω μπόι βλ. μπόι, πετάω/ρίχνω το γάντι σε κάποιον βλ. γάντι, πετώ/ρίχνω/βάζω (τη) λάσπη στον ανεμιστήρα βλ. λάσπη, πέφτουν/χαμηλώνουν/κατεβαίνουν οι τόνοι & ρίχνω/χαμηλώνω/κατεβάζω τους τόνους βλ. τόνος1, πέφτω (και) στη φωτιά βλ. πέφτω, πέφτω/μπαίνω/βάζω το κεφάλι μου στο στόμα του λύκου βλ. λύκος, πέφτω/ρίχνομαι με τα μούτρα σε κάτι βλ. μούτρο, ρίχνει (νερό)/πέφτει νερό με το τουλούμι βλ. τουλούμι, ρίχνει τη σκιά του βλ. σκιά, ρίχνομαι/πέφτω/σέρνομαι στα πόδια (κάποιου) βλ. πόδι, ρίχνω αγκίστρι/αγκίστρια βλ. αγκίστρι, ρίχνω άγκυρα βλ. άγκυρα, ρίχνω άδεια (για) να πιάσω γεμάτα βλ. άδειος, ρίχνω κάποιον από τον θρόνο του βλ. θρόνος, ρίχνω κλήρο βλ. κλήρος, ρίχνω λάδι στη φωτιά βλ. λάδι, ρίχνω μαύρη πέτρα (πίσω μου) βλ. πέτρα, ρίχνω σε κάποιον/κάτι το ανάθεμα/το(ν) λίθο του αναθέματος βλ. ανάθεμα, ρίχνω στ' αυτιά βλ. αυτί, ρίχνω στάχτη στα μάτια βλ. στάχτη, ρίχνω στο κρεβάτι βλ. κρεβάτι, ρίχνω στον αέρα βλ. αέρας, ρίχνω τα μούτρα μου βλ. μούτρο, ρίχνω το παιδί βλ. παιδί, ρίχνω φως βλ. φως, ρίχνω/κατεβάζω/πέφτουν τ' αυτιά μου βλ. αυτί, ρίχνω/πετάω λάσπη βλ. λάσπη, βλ. πετώ, ρίχνω/πετάω/οδηγώ (κάποιον) στον Καιάδα βλ. Καιάδας, ρίχνω/χύνεται/πέφτει άπλετο φως βλ. άπλετος, ρίχνω/ψηφίζω (μαύρο) δαγκωτό βλ. δαγκωτός, το ρίχνω έξω βλ. έξω, το ρίχνω στην παλαβή βλ. παλαβός, το ρίχνω στο σορολόπ βλ. σορολόπ, φέρνει/ρίχνει τις βόλτες του βλ. βόλτα, φέρνω/ρίχνω κάποιον στο φιλότιμο βλ. φιλότιμο, χτυπώ/βαρώ/ρίχνω/πυροβολώ στο ψαχνό βλ. ψαχνό ● βλ. ριγμένος [< μεσν. ρίχνω < αρχ. ῥίπτω]

σπίθα

σπίθα σπί-θα ουσ. (θηλ.) 1. διάπυρο μόριο καιόμενης ύλης που απομακρύνεται με δύναμη είτε από φωτιά είτε από το σημείο τριβής ή σύγκρουσης δύο σωμάτων· ειδικότ. αναλαμπή ή φως που παράγεται από ηλεκτρική εκκένωση: Η πυρκαγιά προκλήθηκε από ~. Πυροτεχνήματα που βγάζουν ~ες.|| Ηλεκτρική ~. ΣΥΝ. σπινθήρας (1) 2. (μτφ.) οτιδήποτε αποτελεί απαρχή ή κίνητρο, ερέθισμα για κάτι: η ~ της αντίστασης/της εξέγερσης/της επανάστασης/του έρωτα/του πολέμου. Πβ. σπόρος. Βλ. αιτία, ξεκίνημα.|| ~ δημιουργίας/έμπνευσης/σκέψης. 3. (+ γεν. ουσ.) (μτφ.-επιτατ.) κάθε ελάχιστο στοιχείο που συντελεί στη διατήρηση συναισθήματος, ιδέας, ιδιότητας: ~ ζωής. Κράτησαν αναμμένη/ζωντανή τη ~ της αγάπης/ελευθερίας. Αναζωπυρώθηκε η ~ της ελπίδας. Διατηρεί μια ~ αισιοδοξίας. 4. (σπάν.-μτφ.) πανέξυπνος άνθρωπος: Είναι σκέτη ~! Πβ. αετός, ξυράφι, σπίρτο, τετραπέρατος. ● ΦΡ.: μάτια που βγάζουν/πετούν σπίθες/φλόγες/φωτιές (μτφ.): που φανερώνουν μεγάλη ψυχική ένταση ή ευστροφία. Βλ. γυαλίζει το μάτι του. [< μεσν. σπίθα < σπιθίζω]

σταματώ

σταματώ [σταματῶ] στα-μα-τώ ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {σταματ-άς ... προστ. σταμάτησε (προφ.) σταμάτα, σταματ-ήσει, -ημένος, -ώντας} & σταματάω 1. παύω, διακόπτω (δραστηριότητα, λειτουργία, διαδικασία ή ειδικότ. ομιλία): ~ησε τις διαπραγματεύσεις/τη δουλειά/τη θεραπεία/τα μαθήματα/τα ναρκωτικά/τον πρωταθλητισμό. Έχω ~ήσει το κάπνισμα (πβ. κόβω). ~ησε (= εγκατέλειψε) τις σπουδές του, δεν πήρε πτυχίο. Μη ~άς την προσπάθεια! Η Βουλή/εταιρεία ~ησε τις εργασίες της. Σταμάτα να ελπίζεις/κλαις/μιλάς/το σκέφτεσαι! Δεν έχει ~ήσει να μελετά από το πρωί. ~ησε να βρέχει/χιονίζει.|| ~ησε στις δυο προσπάθειες (: για αθλητή). Δούλευε συνεχώς, δεν ~ησε ούτε μια μέρα. Σταμάτα πια, σε βαρέθηκα! ~ησε για λίγο (ενν. να μιλά). Η ζωή δεν ~ά (= τελειώνει) εδώ. ~ησε αιφνιδιαστικά η κυκλοφορία της εφημερίδας. Να ~ήσουν οι διώξεις! Η καρδιά/ο σφυγμός του ~ησε. Το μυαλό μου ~ησε, δεν μπορώ να σκεφτώ. Το ρολόι ~ησε. Ο αέρας/ο θόρυβος/η καταιγίδα ~ησε (πβ. κοπάζω). Η αφήγηση/ο δρόμος ~ά (= φτάνει ως) εδώ. ΑΝΤ. αρχίζω, εξακολουθώ, ξεκινώ (1), συνεχίζω (1) 2. (ειδικότ.) ανακόπτω την πορεία, εξέλιξη, αναχαιτίζω: H κακοκαιρία δεν τους ~ησε. Μπορούμε να ~ήσουμε τη μόλυνση του περιβάλλοντος.|| ~ησε η προέλαση του εχθρού.|| Η αιμορραγία δεν λέει να ~ήσει. 3. ακινητοποιώ ή ακινητοποιούμαι: Τη ~ησε, για να της μιλήσει/και τη ρώτησε πού πάει. Τους ~ησε η αστυνομία.|| Το αυτοκίνητο ~ησε στη μέση του δρόμου. Το σταμάτα-ξεκίνα (κυρ. σε μποτιλιάρισμα). Το ασανσέρ ~ησε μεταξύ πρώτου και δευτέρου ορόφου. ~ημένο: όχημα.|| (μτφ.) Ο χρόνος ~ησε. 4. στέκομαι: ~ησε για βενζίνη/στην άκρη του δρόμου/και την κοίταξε. Η πομπή ~ησε στο ηρώο. ~ησα στα μισά, να πάρω ανάσα. ~ησα (για) να τους ρωτήσω αν θέλουν βοήθεια. Σταμάτα λιγάκι, δεν σε προλαβαίνω (= κάτσε, περίμενε, στάσου, πβ. στοπ)! ● ΦΡ.: μη σταματάς (σε κάτι) (προφ.): μην επιμένεις, μην κολλάς: ~ ~ στις λεπτομέρειες, κοίτα την ουσία., σταματά ο νους του ανθρώπου (μτφ.): εκπλήσσεται τόσο, που δεν μπορεί να σκεφτεί, να αντιδράσει: ~ ~ μπροστά στο μεγαλείο της φύσης/όταν αναλογιστεί το μέγεθος της συμφοράς., τίποτα δεν μας σταματά/δεν μπορεί να μας σταματήσει (προφ.-εμφατ.): για να δηλωθεί η αποφασιστικότητα κάποιου: Αν πιστέψουμε στον εαυτό μας, ~ ~!, το βλέμμα/μάτι μου σταμάτησε (σε ...): κάποιος ή κάτι μου κίνησε την προσοχή: ~ ~ σε μια βιτρίνα. [< μεσν. σταματώ]

στάχτη

στάχτη στά-χτη ουσ. (θηλ.) 1. λεπτόκοκκη ουσία που απομένει μετά την καύση αντικειμένων: η ~ του τσιγάρου. Κάρβουνα καλυμμένα από ~. ΣΥΝ. τέφρα 2. ό,τι μένει από την αποτέφρωση πτώματος· σποδός: Σκόρπισε τη ~ του νεκρού στον άνεμο. 3. (μτφ.) για ολοκληρωτική καταστροφή, ιδ. για τα απομεινάρια της: οι ~ες του παρελθόντος. Αναγεννιέται μέσα από τις ~ες του (: αναβιώνει, ξαναζωντανεύει). ● ΣΥΜΠΛ.: ηφαιστειακή τέφρα/στάχτη βλ. τέφρα ● ΦΡ.: κάνω (κάτι)/(κάτι) γίνεται στάχτη: για ολοσχερή καταστροφή από φωτιά: Η πυρκαγιά έκανε ~/μετέτρεψε σε ~ εξακόσια στρέμματα πευκοδάσους. (μτφ.) Απειλούν να κάνουν ~ όλη την περιοχή.|| ~ έγιναν χίλια έλατα. Δεν κάηκε απλώς, έγινε ~! Πβ. παρανάλωμα του πυρός/της φωτιάς., ρίχνω στάχτη στα μάτια (μτφ.-προφ.): εξαπατώ κάποιον, συγκαλύπτοντας μια δυσάρεστη κατάσταση: Εξαγγέλλουν μέτρα, για να ρίξουν ~ ~ του κόσμου., στάχτες/στάχτη κι αποκαΐδια βλ. αποκαΐδι, στάχτη και μπούρμπερη/μπούλμπερη/πούλβερη (να γίνουν όλα!) βλ. μπούρμπερη [< μεσν. στάκτη < μτγν. στακτὴ (κονία) < αρχ. στακτός < στάζω]

στεγνώνω

στεγνώνω στε-γνώ-νω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {στέγνω-σα, -μένος, στεγνών-οντας} 1. αφαιρώ την υγρασία από κάτι, ώστε να γίνει στεγνό ή παύω να είμαι υγρός, βρεγμένος: ~ τα μαλλιά μου με το πιστολάκι. ~ τα ρούχα στην απλώστρα/στο στεγνωτήριο. ~ τα ποτήρια με την πετσέτα (πβ. σκουπίζω, σφουγγίζω). Ο αέρας/το αλκοόλ ~ει την επιδερμίδα (πβ. αφυδατώνω). Με ένα μαντίλι ~σε τα δάκρυά του.|| Βερνίκι/κόλλα/μπογιά/ύφασμα/χρώμα που ~ει γρήγορα. Περίμενε να ~σει εντελώς/καλά το πάτωμα, προτού πατήσεις. Άπλωσε τον τραχανά να ~σει (πβ. αποξηραίνω, ξεραίνω). Έτρεχα μέσα στη ζέστη και ~σα (= δίψασα). Η γη/η λίμνη/ο ποταμός ~ει.|| Έχει ~σει από την πολλή γυμναστική (: αδυνάτισε και απέκτησε γράμμωση). ΑΝΤ. βρέχω (1), μουσκεύω, νοτίζω, υγραίνω 2. (μτφ.) εξαντλώ ή στερεύω από ζωτικά στοιχεία: Η ακρίβεια ~ει τα νοικοκυριά. Άδειασα, ~σα (ενν. συναισθηματικά, ψυχικά), δεν αντέχω άλλο. Η αγορά ~σε από εμπορεύματα/καύσιμα/ρευστό. ~σαν οι αντλίες (ενν. από βενζίνη)/τα βενζινάδικα. Τα ασφαλιστικά ταμεία έχουν ~σει (από εισφορές). ● ΦΡ.: στέγνωσαν/στέρεψαν τα μάτια/τα δάκρυά μου (μτφ.-επιτατ.): έχω κλάψει τόσο πολύ που δεν έχω άλλα δάκρυα., στέγνωσε το σάλιο/η γλώσσα/ο λαιμός/το λαρύγγι μου & ξεράθηκε το στόμα μου 1. για έλλειψη φυσιολογικών υγρών, ξηρότητα, κυρ. στη στοματική κοιλότητα, από φυσικά ή συναισθηματικά αίτια: Στάσου να πιω λίγο νερό, γιατί ~ ~ (βλ. διψώ, ξηροστομία). Βλ. καταπιόνας. 2. (μτφ.) για κάποιον που έχει απαυδήσει, επαναλαμβάνοντας το ίδιο πράγμα χωρίς να εισακούεται: ~ ~ για να τον πείσω, αλλά μάταια., πριν στεγνώσει η μελάνη/το μελάνι ... βλ. μελάνι, στεγνώνω τα δάκρυα κάποιου βλ. δάκρυ [< πβ. μτγν. στεγνῶ ‘φράζω’, γαλλ. sécher, αγγλ. dry (up)]

τίγρη

τίγρη τί-γρη ουσ. (θηλ.) {τίγρ-εις, -εων} & τίγρης (ο/η) & (λόγ.) τίγρις (η) {τίγρ-εως} 1. ΖΩΟΛ. μεγάλο σαρκοβόρο θηλαστικό (επιστ. ονομασ. Panthera tigris) της οικογένειας των αιλουροειδών, συνήθ. με καφέ-κίτρινο τρίχωμα και μαύρες λωρίδες, που ζει απομονωμένο στα δάση κυρ. της Ασίας και της Σιβηρίας: ασιατική/κινέζικη/σπάνια λευκή ~. Ζωολογικό πάρκο με λιοντάρια, ~εις και άλλα (άγρια) ζώα της ζούγκλας.|| Βαλσαμωμένη ~. Πβ. καπλάνι. || Λύκος/τίγρης της Τασμανίας. || (κατ' επέκτ.) Δυνατός σαν ~. Όρμησε σαν ~. Βλ. ταύρος. 2. (μτφ.) άτομο αποφασιστικό, δυναμικό, φιλόδοξο ή με ιδιαίτερες σεξουαλικές επιδόσεις. ● Υποκ.: τιγράκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: μάτι της τίγρης/του τίγρη: ΟΡΥΚΤ. χαλαζίας καφέ χρώματος με γραμμωτούς ιριδισμούς. [< αγγλ. tiger('s)-eye] , χάρτινη τίγρη (μτφ.): (κυρ. για πρόσωπο ή χώρα) που δείχνει εξωτερικά ισχυρό/ή και δυναμικό/ή αλλά στην πραγματικότητα είναι ανίσχυρο/η: Ο φοβερός αντίπαλος αποδείχτηκε ~ ~. Βλ. πήλινα/ξύλινα/γυάλινα πόδια. [< αγγλ. paper tiger, 1952] , κουνούπι-τίγρης βλ. κουνούπι [< αρχ. τίγρις, γαλλ. tigre, αγγλ.tiger]

τρίβω

τρίβω τρί-βω ρ. (μτβ.) {έτρι-ψα, τρί-ψει, τρί-φτηκα, -φτεί, τρίβ-οντας, -όμενος, τριμ-μένος κ. τετριμμένος} 1. κινώ ή σύρω πολλές φορές ένα σώμα πάνω σε άλλο, ασκώντας πίεση: ~ψε τα μάρμαρα. Η επιφάνεια ~φτηκε με σκληρό σφουγγάρι/με συρματόβουρτσα. Το ξύλο ~φτηκε με γυαλόχαρτο. Βλ. λειαίνω.|| (σε συνταγές) ~ετε το κρέας με λεμόνι.|| Έτριβε τα μάτια του από τη νύστα. Έτριβε τα χέρια του για να ζεσταθεί. ~φτηκε με την πετσέτα.|| Τρίψτε το λεκέ απαλά/ελαφρά με ένα πανί. ~ το νεροχύτη/τα πλακάκια του μπάνιου/τα ρούχα (: καθαρίζω).|| ~ τα ασημικά/το παρκέ (: γυαλίζω). 2. μετατρέπω σε τρίμματα ή σκόνη: ~ το κρεμμύδι/τον πάγο/το πιπέρι. ~ετε τα κολοκυθάκια/το τυρί στον τρίφτη. ~μένη: ντομάτα/σοκολάτα. ~μένο: ψωμί. ~μένα: αμύγδαλα/καρότα. Πβ. ψιλοκόβω.|| ~μένη: κανέλα/φρυγανιά. ~μένο: κύμινο. Βλ. αλέθω. 3. πιέζω με τα χέρια μου, μαλάζω: ~ετε το αλεύρι με το βούτυρο/λάδι. 4. κάνω εντριβή: Αρρώστησε και την ~ψε με οινόπνευμα. Του ~ψε την πλάτη, γιατί ήταν πιασμένος. ● Παθ.: τρίβομαι 1. φθείρομαι, λιώνω από τη χρήση: Το παλτό έχει ~φτεί στους αγκώνες/στα μανίκια. ~μένο: τζιν. ~μένα: παπούτσια/ρούχα. 2. χαϊδεύομαι: Η γάτα ~εται στα πόδια του.|| ~όταν πάνω του. Βλ. κωλο~. 3. (μτφ.-προφ.) αποκτώ εμπειρία σε κάτι ύστερα από μακροχρόνια ενασχόληση: ~φτηκε στη δουλειά από μικρός.|| Έχει ~φτεί στη ζωή (: πέρασε πολλά). 4. {στο γ' πρόσ.} (συνήθ. για γλυκό) γίνεται μικρά κομμάτια πολύ εύκολα, θρυμματίζεται: Το μπισκότο ~εται. ● ΣΥΜΠΛ.: τριβόμενα σύμφωνα: ΓΡΑΜΜ. που παράγονται με στένεμα στη φωνητική οδό και ταυτόχρονη παραγωγή τριβής κατά τη δίοδο του αέρα: Στα ~ ~ ανήκουν τα [v], [s], [z]. [< αγγλ. fricative consonant, γαλλ. consonne fricative] ● ΦΡ.: τρίβω κάτι στα μούτρα/στη μούρη κάποιου 1. για επιδεικτική χρήση αποδεικτικών στοιχείων, όταν έχει προηγηθεί αμφισβήτηση των δυνατοτήτων ή της ειλικρίνειας: Όταν πάρω το πτυχίο, θα τους το ~ψω ~! 2. για προσβλητική απόρριψη προσφοράς: Τους ~ψαν την πρόταση ~., τρίβω τα μάτια μου (μτφ.): για κάτι απίστευτο ή αναπάντεχο: Θα δεις πόσο έχω αδυνατίσει και θα τρίβεις ~ σου!, ξύνεται/τρίβεται στη γκλίτσα του τσοπάνη/τσοπάνου βλ. γκλίτσα, τρίβω τα χέρια μου βλ. χέρι ● βλ. τετριμμένος [< 1, 2: αρχ. τρίβω]

τρίτος

τρίτος, η, ο τρί-τος αριθμητ. τακτ. (σύμβ. 3ος, Γ' ή γ', ΙII) 1. που αντιπροσωπεύει τον αριθμό τρία (3) σε μια ακολουθία ή σειρά: ~ος: γύρος/λόγος/τόμος/χρόνος. ~η: άσκηση/έκδοση (βιβλίου)/σύνοδος/φάση/φορά. ~ο: βήμα/έτος/κεφάλαιο/μέρος/στάδιο/συνέδριο/τεύχος. Είναι Ελληνίδα ~ης γενιάς. Περιμένουν το ~ο τους παιδί.|| Η ~η εξουσία (: η δικαστική).|| Αλέξανδρος ο ~ (Γ') ο Μακεδών (= ο Μέγας). 2. που βρίσκεται αμέσως μετά τον δεύτερο σε μια ιεραρχική κλίμακα: ~ο: βραβείο.|| (μειωτ.) Προϊόντα ~ης διαλογής. Βιβλία/ξενοδοχεία/πολίτες ~ης κατηγορίας.|| (ΓΡΑΜΜ.) ~ο: πρόσωπο. ~η: κλίση. 3. που συνδέεται με τρίτο βαθμό συγγένειας: ~ος: ξάδελφος. 4. εναλλακτικός, άλλος: μια ~η ανάγνωση/εκδοχή/ερμηνεία/θεώρηση/λύση (πβ. ενδιάμεσος)/ματιά.|| (επίσ.) Υπήκοοι ~ων χωρών (: εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης). ● Ουσ.: τρίτη (η) 1. (κ. με κεφαλ. το αρχικό Τ) ενν. τάξη σχολικής βαθμίδας (σύμβ. Γ'). 2. ταχύτητα οχήματος: Έβαλε ~. 3. ΜΑΘ. ενν. δύναμη αριθμού: 2 στην ~ (23 = 2 × 2 × 2). Υψώνουμε τον αριθμό στην ~. ΣΥΝ. κύβος (3) 4. ΜΟΥΣ. διάστημα τριών φθόγγων που περιέχει δύο τόνους ή έναν τόνο και ένα ημιτόνιο., τρίτο (το): καθένα από τα τρία ίσα μέρη συνόλου: το ένα ~ του πληθυσμού. Τα δύο ~α της επιφάνειας. Πβ. τριτημόριο., τρίτος (ο) 1. ενν. όροφος: Ανέβηκε/μένει στον ~ο. 2. (συνήθ. στη γεν., σε ανάγνωση ημερομηνίας γραμμένης με αριθμούς) ενν. μήνας, ο Mάρτιος: Γεννήθηκε στις 28/3/... (εικοσιοκτώ ~ου). 3. πρόσωπο ή φορέας που δεν συμμετέχει σε σχέση ή ζήτημα μεταξύ δύο πλευρών· πρόσωπο άσχετο με ορισμένη υπόθεση ή συγκεκριμένη ομάδα ανθρώπων: (επίσ.) αστική ευθύνη/οφειλές/υπηρεσίες/χρέη προς ~ους. Εισφορές/φόροι υπέρ ~ων. Πωλήσεις για λογαριασμό ~ων. Τα στοιχεία δεν γνωστοποιούνται σε ~ους.|| Ένας ~ θα μπουρούσε να δώσει λύση. Δεν υπολογίζει τα σχόλια (των) ~ων. Έμαθε τα νέα από ~ους/μέσω ~ων. 4. ΝΑΥΤ. ο τρίτος στην ιεραρχία καπετάνιος ή μηχανικός. Βλ. ανθυποπλοίαρχος. ● επίρρ.: τρίτον (λόγ.): στην τρίτη θέση σε απαρίθμηση, επιχειρηματολογία: (κατά) πρώτον ..., (κατά) δεύτερον ... και (κατά) ~ ... Βλ. -ον2. ● ΣΥΜΠΛ.: τρίτη θέση: οικονομική θέση στο κατάστρωμα πλοίου: Ταξιδεύει (στην) ~ ~., τρίτο μάτι: διαίσθηση: Τίποτα δεν μπορεί να ξεφύγει από το ~ του ~. Πβ. διόραση, έκτη αίσθηση, ενόραση. [< αγγλ. third eye] , Τρίτος Κόσμος: οι αναπτυσσόμενες χώρες της Αφρικής, της Ασίας και της Λατινικής Αμερικής: τα παιδιά/τα προβλήματα του ~ου ~ου. Οικονομική βοήθεια προς τα κράτη του ~ου ~ου. Βλ. ανεπτυγμένες/αναπτυγμένες χώρες, Τέταρτος Κόσμος, υπανάπτυκτες χώρες. [< γαλλ. Tiers-Monde, 1952] , η τρίτη διάσταση βλ. διάσταση, πρώτου/δευτέρου/τρίτου βαθμού βλ. βαθμός, το Τρίτο Ράιχ βλ. ράιχ, το τρίτο φύλο βλ. φύλο, τρίτη ηλικία βλ. ηλικία ● ΦΡ.: ανάκριση τρίτου βαθμού βλ. ανάκριση, ένα τρίτο μάτι βλ. μάτι, ο τρίτος δρόμος βλ. δρόμος, στενές επαφές τρίτου τύπου βλ. επαφή, στους δύο τρίτος δεν χωρεί/χωρά(ει) βλ. χωρώ, τελευταίος (/δεύτερος/τρίτος) και καταϊδρωμένος βλ. καταϊδρωμένος, τρίτη και φαρμακερή βλ. φαρμακερός [< αρχ. τρίτος, γαλλ. tiers, αγγλ. third]

τρύπα

τρύπα [τρῦπα] τρύ-πα ουσ. (θηλ.) 1. άνοιγμα κυκλικού σχήματος σε επιφάνεια: διαμπερής/τυφλή ~. ~ στην εξάτμιση/στο οδόστρωμα/στη σκεπή/στον τοίχο. Δημιουργία/διάνοιξη ~ας. Βουλώνω/κλείνω/μπαλώνω/φράζω μια ~. Τα παπούτσια του είχαν ~ες. Πέρασαν μέσα από την ~ του φράχτη.|| H ~ της κλειδαριάς (= κλειδαρότρυπα). Κόσκινο με μεγάλες ~ες. Τυρί με ~ες.|| Έκανε ~ στο αυτί/στον αφαλό/στη μύτη/στο φρύδι (: έβαλε σκουλαρίκι). ΣΥΝ. οπή (1) 2. κοιλότητα: υπόγεια ~. ~ του βράχου. Άνοιξαν μια ~ στο έδαφος.|| Ο λαγός/το ποντίκι βγήκε από την ~ του (: φωλιά).|| (μτφ.-προφ.) Μετά από τέτοιο διασυρμό έψαχνε ~, για να κρυφτεί. Βρήκε ~ (πβ. ευκαιρία) και μπήκε στην εταιρεία (: τον προσέλαβαν). || (λ. ταμπού): γυναικείο αιδοίο ή πρωκτός. 3. (μτφ.) κενό, έλλειψη: ~ στον νόμο. Η άμυνα της ομάδας είχε ~ες (πβ. αδυναμίες).|| Προσπαθούν να κλείσουν την ~ του ελλείμματος.|| Το λειτουργικό σύστημα είναι γεμάτο ~ες (= διάτρητο). Μια νέα ~ ασφαλείας εντοπίστηκε στην εφαρμογή. 4. (μτφ.-μειωτ.) πολύ στενός, περιορισμένος χώρος: Δουλεύει/μένει σε μια ~. ● Υποκ.: τρυπίτσα, τρυπούλα (η) ● Μεγεθ.: τρυπάρα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: άσπρη τρύπα 1. ΑΣΤΡΟΝ. & λευκή οπή: υποθετική περιοχή στο Διάστημα από την οποία μπορεί να διαφύγει ύλη και φως. 2. (μτφ.) πλεόνασμα δημοσίων οργανισμών και ταμείων κοινωνικής ασφάλισης. [< 1: αγγλ. white hole, 1971] , μαύρη τρύπα 1. ΑΣΤΡΟΝ. & μελανή οπή: συγκέντρωση σημαντικά μεγάλης μάζας στο Διάστημα με ισχυρή βαρυτική έλξη, ώστε να μην επιτρέπει ούτε στο φως να ξεφεύγει από αυτή: ~ ~ στο κέντρο του γαλαξία. Βλ. σκουληκότρυπα. 2. (μτφ.) έλλειμμα: ~ ~ στα έσοδα/στον προϋπολογισμό. 3. αδιέξοδη κατάσταση: η ~ ~ της κατάθλιψης/της κρίσης/της πανδημίας. [< 1: αγγλ. black hole, 1964] , τρύπα του όζοντος βλ. όζον ● ΦΡ.: κάνω μια τρύπα στο νερό (προφ.): προσπαθώ μάταια, χωρίς αποτέλεσμα: Παρά την επιμονή του, έκανε μια ~ ~. Και τελικά τι κατάφερες; Μια ~ ~., κλείνω/βουλώνω/μπαλώνω (τις) τρύπες (μτφ.): καλύπτω ποικίλα κενά, συνήθ. με πρόχειρο τρόπο: Τρέχω να ~σω τις ~ που άνοιξαν με τα χρέη., περνώ (κάτι) από την τρύπα/το μάτι της βελόνας (μτφ.-εμφατ.): περνώ από πολύ στενή δίοδο και κατ' επέκτ. επιτυγχάνω κάτι πολύ δύσκολο: Ο διεθνής άσος πέρασε την μπάλα ~ ~ και έβαλε γκολ., βγάζω το φίδι απ' την τρύπα βλ. φίδι, η τελευταία τρύπα του ζουρνά βλ. ζουρνάς1 [< 1,2: μτγν. τρῦπα]

τρώω

τρώω τρώ-ω ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {τρως, τρώ-ει, -με, -τε, -ν(ε), προστ. τρώ(γ)ε, τρώτε, τρώγ-οντας | παρατ. έτρωγα, αόρ. έφαγα (να/θα φάω, φας…, προστ. φάε, φάτο < φά(γ)ε το), φαγώ-θηκε, -θεί, -μένος} & (λόγ.) τρώγω 1. βάζω τροφή, συνήθ. στερεή, στο στόμα μου, τη μασώ και την καταπίνω· γενικότ. γευματίζω ή καταναλώνω τροφή: ~ δημητριακά/κοτόπουλο/κρέας/λαχανικά/όσπρια/παγωτό/φρούτα/χόρτα/ψάρι/ψωμί. ~ μια μπουκιά. ~ βιαστικά/γρήγορα/λαίμαργα/πρόχειρα/σωστά. ~ με το πιρούνι/με τα χέρια. ~ με μέτρο/όρεξη. ~ μέχρι να χορτάσω. ~ για ευχαρίστηση. ~ για δύο (= διπλή μερίδα). ~ σαν βόδι/γουρούνι/ζώο/κτήνος (= πάρα πολύ). Πίνουμε και ~με καλά. Φάε, να έχεις δυνάμεις/να καρδαμώσεις. Βοηθάω κάποιον να φάει (πβ. ταΐζω).|| ~ (για) βραδινό (πβ. δειπνώ)/μεσημεριανό/πρωινό. ~ τρεις φορές την ημέρα. ~ έξω/σε εστιατόριο/(στο) σπίτι. Έλα να φάμε μαζί/παρέα (πβ. συντρώγω). Έχω ήδη φάει.|| ~ γλυκά. Οι χορτοφάγοι δεν ~νε κρεατικά. (σε νηστεία:) ~ με λάδι/θαλασσινά (βλ. αρταίνομαι, νηστεύω).|| (για ζώο) Η γάτα ~ει ποντίκια. Ζώα που ~νε χορτάρι (= βόσκουν). 2. (μτφ.-προφ.) ξοδεύω, δαπανώ, σπαταλώ: Έφαγε την περιουσία των γονιών του. Έφαγαν τα κονδύλια, χωρίς να ολοκληρώσουν τα έργα.|| ~ τον χρόνο μου άσκοπα. Έφαγα τα καλύτερά μου χρόνια/τα νιάτα μου στην ξενιτιά. Έφαγα τη ζωή μου στα χωράφια. Μου έφαγε (= πήρε) είκοσι λεπτά, για να βγάλω άκρη (πβ. απαιτώ).|| Το αυτοκίνητο ~ει πολλή βενζίνη. Βλ. κατα~. 3. (μτφ.-προφ.) κλέβω, οικειοποιούμαι: Του έφαγε τη γυναίκα/τη θέση/την πρωτιά/τη σειρά. Μου (τα) φάγανε τα λεφτά (πβ. καταχρώμαι, υπεξαιρώ). Πβ. βουτώ.|| (ειδικότ., για συσκευή με κερματοδέκτη) Μηχάνημα που ~ει τα κέρματα (λόγω ελαττωματικής λειτουργίας). 4. (μτφ.-αργκό) δέχομαι κάτι άκριτα, χωρίς αμφισβήτηση: Δεν τα ~ εγώ αυτά (= δεν τα πιστεύω, δεν ξεγελιέμαι, δεν εξαπατώμαι). ΣΥΝ. μασώ (3), χάφτω (1) 5. (μτφ.-προφ.) ταλαιπωρώ, κουράζω σωματικά ή ψυχικά: Με ~ει το παράπονο/το σαράκι. Με έφαγε με την γκρίνια της. Με έφαγαν οι δουλειές/οι δρόμοι/οι έγνοιες/τα ξενύχτια/οι τύψεις/οι υποχρεώσεις/τα χρέη. Τον έχει φάει ο έρωτας/το ποτό. Πβ. βασανίζω, κατα-βάλλω, -πονώ, τυραννώ. 6. (μτφ.-προφ., ως απολεξικοποιημένο ρ.) υφίσταμαι κάτι: ~ ανάποδη/κλοτσιά/κράξιμο/μούντζα/μπουνιά/χαστούκι. Έφαγα ένα μποτιλιάρισμα/μια τούμπα. Έφαγα όλη τη βροχή (στο κεφάλι). Θα φάει φυλακή (= θα φυλακιστεί). 7. (μτφ.-προφ.) δέχομαι: Τερματοφύλακας που δύσκολα ~ει γκολ. Η ομάδα έφαγε μια τεσσάρα.|| ~ καμπάνα/κλήση (για παράνομη στάθμευση)/ποινή (πβ. τιμωρούμαι). Ο ποδοσφαιριστής έφαγε κόκκινη κάρτα. 8. (μτφ.-προφ.) παραλείπω: ~ γράμματα (: δεν προφέρω καθαρά)/τις λέξεις διαβάζοντας (πβ. πηδώ). 9. (μτφ.-λαϊκό) σκοτώνω· διώχνω· νικώ: Τον έφαγαν τα ναρκωτικά. Πάει, τον φάγανε τον άνθρωπο (πβ. βγάζω από τη μέση, ξεπαστρεύω). (ως απειλή) Αν κουνηθείς, σε έφαγα.|| Τον έφαγαν από γραμματέα.|| Σε έφαγα σε ταχύτητα (πβ. κερδίζω).τρώει 1. (για έντομο) τσιμπά· (για ζώο) δαγκώνει ή κατασπαράζει: Με έφαγαν τα κουνούπια/οι μύγες/οι σκνίπες.|| Ο σκύλος όρμησε να με φάει. Τον έφαγε καρχαρίας. 2. (μτφ.-προφ.) διαβρώνει, φθείρει ή καταστρέφει (ένα υλικό): Η σκουριά ~ το μέταλλο. Τα γρανάζια/τα λάστιχα/οι τροχοί έχουν ~θεί από τη χρήση. ~θηκαν τα παπούτσια. 3. (μτφ.-προφ.) κόβει: Η μηχανή του κιμά τού έφαγε το δάχτυλο. Πβ. συνθλίβω. ● Παθ.: τρώγεται: για κάτι που μπορεί να αποτελέσει τροφή· για τροφή που μπορεί να καταναλωθεί, να φαγωθεί: Ανάλατο/άνοστο/ξαναζεσταμένο φαγητό που δεν ~. Το ρύζι ήθελε λίγο βράσιμο ακόμη, αλλά ~., τρώγομαι (μτφ.-προφ.) 1. μαλώνω, καβγαδίζω, τσακώνομαι: ~ονται μεταξύ τους για την προεδρία (= ανταγωνίζονται, διεκδικούν). ~ονται σαν τα κοκόρια/σαν τα σκυλιά. Πβ. σκυλο~. 2. δυσανασχετώ, γκρινιάζω: Όλη την ώρα ~εται, δεν τον αντέχω πια. Πβ. κλαψουρίζω, μεμψιμοιρώ. 3. επιθυμώ έντονα ή απαιτώ επίμονα κάτι: ~εται (= ξύνεται) για καβγά. Φαγώθηκε να με συναντήσει. 4. (συνήθ. με άρνηση) είμαι συμπαθής: Δεν ~εται με τίποτα αυτός (: είναι αντιπαθής, ανυπόφορος). ● ΦΡ.: έφαγα τον κόσμο (μτφ.-προφ.): έψαξα παντού, πολύ: ~ ~ να σε βρω. , έχεις μαχαίρι, τρως πεπόνι (μτφ.-προφ.): αν έχεις τα απαιτούμενα μέσα ή την εξουσία, εξασφαλίζεις και τα ανάλογα αγαθά., θα σε φάει (μτφ.-προφ.): (κάτι αρνητικό) θα σου κάνει κακό: Το πείσμα/η περιέργειά σου ~ ~. , θα σε φάω: ως απειλή: Αν με μαρτυρήσεις, ~ ~.|| (χαϊδευτ.) Άτιμο, ~ ~., θα φάμε καλά (προφ.): θα καταναλώσουμε πολύ και καλό φαγητό και κατ' επέκτ. θα καλοπεράσουμε. , θα φας καλά! (ειρων.-χιουμορ.): θα καλοπεράσεις., μαύρο φίδι που σ' έφαγε/θα σε φάει: ως απειλή: ~ ~, όταν καταλάβουν τι ζημιά έχεις κάνει. Πβ. αλίμονό σου., ό,τι φάμε κι ό,τι πιούμε (κι ό,τι αρπάξει ο κώλος μας) (προφ.): για την αξία που αποδίδουν μερικοί στις εφήμερες απολαύσεις., τις τρώω (μτφ.-προφ.): με δέρνουν: Τις έφαγα και χωρίς να φταίω. (απειλητ.) Θα τις φας, για να μάθεις (πβ. θα σου τις βρέξω). ΣΥΝ. τις αρπάζω, τρώω ξύλο, το τρώει το φαΐ του/της (προφ.-ειρων.): είναι παχύς/παχιά., τρώγοντας ανοίγει/έρχεται η όρεξη (παροιμ.-συνήθ. μτφ.): όσο ικανοποιείται μια επιθυμία, τόσο πιο πολύ αυξάνεται. [< γαλλ. l'appétit vient en mangeant] , τρώω με τα μάτια/με το βλέμμα (μτφ.-προφ.): κοιτάζω επίμονα, συνήθ. ερωτικά. Πβ. γδύνω με τα μάτια., τρώω τη σκόνη (κάποιου) (αργκό): χάνω σε αναμέτρηση, μένω πίσω: Καλή ομάδα, αλλά τελικά έφαγε ~ του αουτσάιντερ! Νόμιζες ότι θα κέρδιζες, τώρα φάε ~ μου!, φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο (παροιμ.): σε περιπτώσεις που κάποιος δεν μπορεί να έχει κάτι που επιθυμεί πολύ και αρκείται μόνο να το βλέπει: Με τις τιμές που πήραν τα λαχανικά στις λαϊκές, ~ ~!, (για) κοίτα/κοιτάξτε έναν ... βλ. κοιτάζω, (το) έφαγε το κεφάλι του βλ. κεφάλι, από πίτα που δεν τρως, τι σε νοιάζει/μέλει κι αν καεί βλ. πίτα, από τα μετρημένα τρώει ο λύκος βλ. μετρημένος, δεν δαγκώνω/δεν τρώω! βλ. δαγκώνω, δεν έχει ψωμί να φάει βλ. ψωμί, δεν τρώω άχυρα/σανό βλ. άχυρο, δίνω/τρώω φύσημα βλ. δίνω, δούλεψε να φας και κλέψε να ’χεις βλ. δουλεύω, έφαγα ήττα βλ. ήττα, έφαγα πακέτο βλ. πακέτο, έφαγε σαβούρα/σούπα/χύμα βλ. σαβούρα, έχει φάει/έφαγε τα λυσσακά του βλ. λυσσακά, έχω φάει/έφαγα τη θάλασσα με το κουτάλι βλ. θάλασσα, ζω με/τρώω αέρα κοπανιστό βλ. αέρας, η εκδίκηση είναι ένα πιάτο/φαγητό που τρώγεται κρύο βλ. εκδίκηση, η πολλή δουλειά τρώει τον αφέντη βλ. αφέντης, αφέντρα, η φτήνια τρώει τον παρά βλ. φτήνια, θα του φάω/κόψω το λαρύγγι/τ' αυτί βλ. λαρύγγι, θα φάει η μύγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι βλ. μύγα, θα φάει/έχει να φάει πολλά ψωμιά/καρβέλια ακόμα βλ. ψωμί, θα φάμε κόλλυβα βλ. κόλλυβα, θα φάμε κουφέτα βλ. κουφέτο, θέλει/παίρνει/τρώει ώρα/ώρες βλ. ώρα, θρέψε λύκο τον χειμώνα, να σε φάει το καλοκαίρι βλ. λύκος, μασάω/τρώω σίδερα βλ. σίδερο, με τρώει η γλώσσα μου βλ. γλώσσα, με τρώει η μύτη μου βλ. μύτη, με τρώει η περιέργεια βλ. περιέργεια, με τρώει το μαράζι βλ. μαράζι, με τρώει το χέρι μου βλ. χέρι, μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλη κουβέντα/μεγάλο λόγο μην λες/πεις βλ. μπουκιά, μη φας, έχουμε γλάρο/γλαρόσουπα βλ. γλαρόσουπα, μου έφαγε/μου 'φαγε τ' αυτιά βλ. αυτί, μου καίει/τρώει τα σωθικά βλ. σωθικά, μου τρώει τα συκώτια/το συκώτι βλ. συκώτι, να τρώει η μάνα και του παιδιού να μη δίνει βλ. μάνα, να φαν κι/φάνε και οι κότες βλ. κότα, όποιος ανακατεύεται/μπλέκει με τα πίτουρα, τον τρών(ε) οι κότες βλ. ανακατεύω, όποιος φεύγει/όποιο πρόβατο βγαίνει απ' το μαντρί/κοπάδι, το(ν) τρώει ο λύκος βλ. μαντρί, παθαίνω/τρώω (μεγάλο/χοντρό) τράκο βλ. τράκο, παίρνει/τρώει χρόνο βλ. χρόνος, πεινώ/τρώω σαν λύκος βλ. λύκος, πέσε πίτα να σε φάω βλ. πίτα, πήγε/έπεσε να με φάει βλ. πηγαίνω & πάω, ροκανίζω τον χρόνο βλ. ροκανίζω, ρουφάει/πίνει το αίμα/το μεδούλι κάποιου βλ. ρουφώ, σκάω από τη ζήλια μου/με τρώει η ζήλια βλ. ζήλια, τα θέλει/τον τρώει ο κώλος/πισινός/κωλαράκος του βλ. κώλος, τα λόγια σου με χόρτασαν/ο λόγος σου με χόρτασε και το ψωμί σου φάτο βλ. χορταίνω, το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό βλ. ψάρι, τον έφαγε το μαύρο σκοτάδι βλ. σκοτάδι, τον/το τρώει η μαρμάγκα βλ. μαρμάγκα, τραβάω/τρώω ζόρι/ζόρια βλ. ζόρι, τρώγεται με τα ρούχα του βλ. ρούχο, τρώει με δέκα/με χρυσές μασέλες βλ. μασέλα, τρώει με χρυσά κουτάλια βλ. χρυσός, τρώει σαν πουλάκι βλ. πουλάκι, τρώει τα νύχια του για καβγά βλ. νύχι, τρώνε τα μουστάκια τους βλ. μουστάκι, τρώμε τις σάρκες μας βλ. σάρκα, τρώω (κάποιον) λάχανο βλ. λάχανο, τρώω κάτι με το κουτάλι βλ. κουτάλι, τρώω ξύλο βλ. ξύλο, τρώω πόρτα βλ. πόρτα, τρώω σκατά βλ. σκατό, τρώω σουτ βλ. σουτ1, τρώω στη μάπα/στη μούρη βλ. μάπα, τρώω τα σίδερα βλ. σίδερο, τρώω τάπα/ρίχνω σε κάποιον τάπα βλ. τάπα1, τρώω τη/χάνω τη/πηγαίνει χαμένη η μέρα μου βλ. μέρα, τρώω του σκασμού/μέχρι σκασμού/το(ν) σκασμό βλ. σκασμός, τρώω φρίκη βλ. φρίκη, τρώω χώμα βλ. χώμα, τρώω ψωμί (από κάποιον) βλ. ψωμί, τρώω/έχω φάει τρελό/μεγάλο/χοντρό/τεράστιο κόλλημα βλ. κόλλημα, τρώω/καταβροχθίζω/πίνω/κατεβάζω τον αγλέο(υ)ρα/το καταπέτασμα/τ' άντερά μου/τον άμπακα/τον αβλέμονα βλ. αγλέουρας, τρώω/καταβροχθίζω/ρουφάω ένα βιβλίο βλ. βιβλίο, τρώω/κατεβάζω τον περίδρομο βλ. περίδρομος, τρώω/μασάω κουτόχορτο βλ. κουτόχορτο, τρώω/μασάω το παραμύθι (κάποιου) βλ. παραμύθι, τρώω/ξοδεύω από τα έτοιμα βλ. έτοιμος, τρώω/σπάω τα μούτρα μου βλ. μούτρο, φάγαμε τον γάιδαρο/το βόδι κι έμεινε η ουρά βλ. γάιδαρος, φάγαμε ψωμί κι αλάτι βλ. αλάτι, φάε την κρέμα/την κρεμούλα σου βλ. κρέμα, φάε/δάγκωσε/κατάπιε τη γλώσσα σου! βλ. γλώσσα [< μτγν. τρώγω, μεσν. τρώω]

τσίμπλα

τσίμπλα τσί-μπλα ουσ. (θηλ.) 1. παχύρρευστο οφθαλμικό έκκριμα που αποξηραίνεται στις γωνίες των ματιών: Μόλις ξύπνησε και είναι γεμάτος ~ες. Έκλεισαν τα μάτια του από τις ~ες (: λόγω επιπεφυκίτιδας). ΣΥΝ. λήμη 2. (μτφ.-προφ.) καθετί που εμποδίζει κάποιον να βλέπει καθαρά, αντικειμενικά, αμερόληπτα: Βγάλε τις ~ες και δες την πραγματικότητα. ● ΦΡ.: με την τσίμπλα στο μάτι (προφ.): αγουροξυπνημένος: Έφυγε βιαστικά για τη δουλειά ~ ~. [< μεσν. τσίμπλα]

φοβάμαι

φοβάμαι [φοβᾶμαι] φο-βά-μαι ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {φοβ-ήθηκα, -ηθώ, -ούμενος} & φοβούμαι 1. αισθάνομαι φόβο για κάτι ή κάποιον: ~άται να κοιμηθεί μόνη της/μην πάθει κανένα κακό. Δεν ~όμαστε κανέναν. (ειρων.) Σιγά μη σε ~ηθούμε κιόλας!|| Δεν ~ήθηκα ούτε στιγμή. ~ηθήκαμε και φύγαμε αμέσως. Πβ. αγριεύομαι, δειλιάζω, τρομάζω. Βλ. ψιλο~.|| ~ για το μέλλον των παιδιών μας/μήπως σε χάσω/ότι δεν θα τα καταφέρω. ~άται την απόρριψη/τα γηρατειά/τις ευθύνες (βλ. ευθυνόφοβος)/την κριτική/τις λέξεις (= να μιλήσει ανοιχτά)/τη μοναξιά/τις συνέπειες/τα χειρότερα. ~άται να παραδεχτεί την αλήθεια. Συνέβη αυτό ακριβώς που ~όμουν. Δεν έχεις να ~ηθείς τίποτα. Είναι καλός μαθητής, δεν τον ~ (: θα τα πάει καλά). ~άται για μένα. Πβ. αγωνιώ, ανησυχώ, τρέμω. 2. (προφ.) διαισθάνομαι, υποπτεύομαι: Τράκαρε; ~ πως ναι. ~ (= έχω την αίσθηση, υποψιάζομαι) ότι δεν κατάλαβες τι ήθελα να πω. Γύρισε πίσω ~ούμενος (= προαισθανόμενος) ότι θα γίνει κάτι κακό. ● ΦΡ.: έχει φοβηθεί το μάτι μου (προφ.-εμφατ.): έχω ανησυχήσει: Με τόσα που ακούω/έχω δει, ~ ~. Σε φοβήθηκε ~ έτσι που φώναζες., μη φοβού (Μαριάμ)! (ΚΔ) (λόγ.-συνήθ. ειρων.): ως ενθάρρυνση· μη φοβάσαι!, είδε ο τρελός τον μεθυσμένο και φοβήθηκε βλ. τρελός, η δε γυνή ίνα φοβήται τον άνδρα βλ. γυνή, καθαρός ουρανός αστραπές δεν φοβάται βλ. αστραπή, ο βρεγμένος (τη) βροχή δεν (τη) φοβάται βλ. βρέχω, ποιος είδε τον Θεό και δεν (τον) φοβήθηκε βλ. βλέπω, σκυλί/σκύλος που γαβγίζει, δεν δαγκώνει βλ. γαβγίζει, φοβάται ο Γιάννης το θεριό και το θεριό το Γιάννη βλ. θεριό, φοβάται/τρέμει (και) τον ίσκιο/τη σκιά του βλ. ίσκιος, φοβού τους Δαναούς και δώρα φέροντας βλ. Δαναοί [< μεσν. φοβάμαι, αρχ. φοβοῦμαι]

χάνω

χάνω χά-νω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {έχα-σα, χά-σει, -θηκα, -θεί, χάν-οντας, σπάν. -όμενος, χα-μένος} 1. παύω να έχω πια κάτι στην ιδιοκτησία, στη διάθεσή μου ή υπό την κυριαρχία μου: ~σε όλη του την περιουσία (: πτώχευσε, φαλίρισε, χρεοκόπησε)/το σπίτι του.|| Το κόμμα ~σε δύο έδρες (στις εκλογές). ~σαν την εκτίμηση/εμπιστοσύνη/υποστήριξη του λαού. Έχει ~σει την αξιοπιστία/τη δημοτικότητά του. Φοβάται μη ~σει τη δουλειά του. Πβ. στερούμαι. 2. δεν μπορώ πια να βρω κάτι: ~σα τα κλειδιά/το πορτοφόλι/την ταυτότητά μου. Μου ~σαν τον φάκελό μου (: ευθύνονται για την απώλεια).|| Έφυγε ο σελιδοδείκτης κι ~σα τη σελίδα. Έχω ~σει τις μέρες (: δεν ξέρω τι μέρα είναι).|| Έχω ~σει τον προσανατολισμό μου (= έχω αποπροσανατολιστεί). 3. έχω ζημία, ζημιώνομαι: ~σε πολλά (λεφτά) από λάθος κινήσεις.|| Άκου με και δεν θα ~σεις. Τι έχω να ~σω;|| Έλα να δεις! ~εις! ~σες που δεν ήρθες. Δεν ~σες και τίποτα. 4. παύω να έχω: ~ει τα μαλλιά του (= του πέφτουν). Στην έκρηξη, ~σε το χέρι του (= ακρωτηριάστηκε). Θέλει να ~σει βάρος (= να αδυνατίσει).|| Το φθινόπωρο τα δέντρα ~ουν (= ρίχνουν) τα φύλλα τους.|| ~σε τις αισθήσεις (= λιποθύμησε)/την ακοή (= κουφάθηκε)/τη ζωή (= σκοτώθηκε, πέθανε)/τη μνήμη/την όρασή (= τυφλώθηκε) του. 5. δεν αποκτώ, δεν πετυχαίνω κάτι που επιδίωκα, ηττώμαι: ~σε το βραβείο/τη δίκη. ~σαν (σ)τις εκλογές/τον πόλεμο. Βλ. αποτυγχάνω.|| (ΑΘΛ.) ~σαν τον αγώνα/την πρόκριση/το πρωτάθλημα. ~σαν από τους γηπεδούχους. ΑΝΤ. κερδίζω (1), νικώ (1) 6. παύω να έχω μια ιδιότητα ή ικανότητα ή να βρίσκομαι σε μια κατάσταση: ~ την υπομονή/ψυχραιμία μου (ΑΝΤ. διατηρώ, κρατώ). ~σε την ισορροπία (: ζαλίστηκε)/το χρώμα (= χλόμιασε) του. Έχω ~σει την ησυχία/τον ύπνο μου μ' αυτή την υπόθεση. Μη ~εις την αισιοδοξία/το θάρρος/το κέφι/την πίστη σου!|| Κάτι ~ει την αξία/τη γοητεία/το ενδιαφέρον/το νόημα/τη σημασία του. Έχει ~θεί κάθε ελπίδα/το μέτρο. 7. παύω να διακρίνω: ~θηκε μέσα στη νύχτα.|| Ο ήλιος ~όταν σιγά-σιγά (: έδυε). 8. στερούμαι κάποιον λόγω θανάτου ή απομάκρυνσης, χωρισμού: ~σε τους γονείς της/το μωρό (= απέβαλε). ~θηκαν άδικα τόσες ζωές.|| Φοβάται μην την ~σει (: μην του φύγει).|| Έχει ~σει πολλούς πελάτες. 9. δεν προλαβαίνω· δεν συμμετέχω κάπου: ~σε το αεροπλάνο/λεωφορείο/πλοίο/τρένο. ~σαν την αρχή της παράστασης/προθεσμία.|| Δεν ~ λέξη/συλλαβή απ' όσα λέει. Δεν πρόσεχα κι ~σα τη συνέχεια της ιστορίας. Έχω ~σει δυο επεισόδια της σειράς. Να πας να το δεις οπωσδήποτε! Μην το ~σεις!|| Δεν ~ει γιορτή για γιορτή (: πηγαίνει σε όλες). Τραυματίστηκε κι ~σε την τελευταία αγωνιστική. 10. δεν αξιοποιώ σωστά, κάνω κακή χρήση, σπαταλώ: Άδικα ~εις το σάλιο σου μαζί του, δεν βάζει μυαλό (πβ. ~ τα λόγια μου). Δεν ~σε καιρό, το διέδωσε αμέσως. Πβ. χαραμίζω. Βλ. γλιτώνω. ~σε την τάξη/τη χρονιά του (= έμεινε στην ίδια τάξη). 11. παρουσιάζω απώλεια, διαρροή: Ο τραυματίας έχανε αίμα (= αιμορραγούσε). Το μωρό ~ει βάρος. Ο οργανισμός ~ει (= αποβάλλει. ΑΝΤ. κατακρατεί) νερό από τα ούρα και την εφίδρωση.|| Το μηχάνημα ~ει λάδια. Το λάστιχο ~ει αέρα. 12. (ειρων.-μειωτ.) δεν σκέφτομαι σωστά, είμαι χαζός: Αυτό το παιδί από κάπου ~ει. Καλά, ~εις;χάνει (μτφ.-προφ.) 1. μειονεκτεί, υστερεί: Καλή ομάδα/ταινία, αλλά ~ στις λεπτομέρειες/στα σημεία. Η ποίηση ~ στη μετάφραση. Ο επεξεργαστής/κινητήρας άρχισε να ~ σε απόδοση (: να χαλάει). Είναι φτηνό, ~ βέβαια σε ποιότητα. Συσκευή υψηλών προδιαγραφών που ~ σε εμφάνιση/ομορφιά. ΑΝΤ. κερδίζει (1) 2. λειτουργεί με καθυστέρηση: Το ρολόι ~ (= πάει πίσω) πέντε λεπτά. 3. δεν αναδεικνύεται, ζημιώνεται: Η φωτογραφία θα ~σει πολύ, αν τη σκουρύνεις. ΑΝΤ. κερδίζει (2) ● Παθ.: χάνεται 1. παύει να υπάρχει ή να γίνεται αντιληπτός: Το σήμα ~. Γλώσσες/πολιτισμοί που ~ονται. ~θηκε ο ενθουσιασμός/η μαγεία. ~μένες: αξίες.|| Δεν ~ονται εύκολα τα περιττά κιλά.|| (ΓΡΑΜΜ.) Το τελικό ν ~ (= αποβάλλεται, φεύγει), όταν ...|| ~θηκε (= εξαφανίστηκε) μες στο πλήθος. Το καράβι ~θηκε (: δεν φαινόταν πια) στον ορίζοντα. 2. καταλήγει σε ήττα: ~θηκε το ματς/ο πόλεμος. 3. κυριεύεται: ~θηκε (= έπεσε, υποδουλώθηκε) η Πόλη., χάνομαι 1. αποπροσανατολίζομαι· αγνοείται: ~θηκα στα στενά.|| ~θηκε σκυλάκι χρώματος ... 2. χαραμίζομαι, δεν αξιοποιούμαι κατάλληλα ή σύμφωνα με τις δυνατότητές μου: Πρέπει να αναπληρώσουμε τον χρόνο που ~θηκε.|| ~εται το εξάμηνο λόγω της κατάληψης (= δεν θα γίνει εξεταστική).|| Είναι κρίμα να ~εται τόσο νερό. ΑΝΤ. εξοικονομείται.|| Τέτοιο ταλέντο ~εται σ' αυτή τη δουλειά! Ο καλός δεν ~εται (= αναγνωρίζεται η αξία του). Πβ. πάει χαράμι. 3. παύω να έχω επικοινωνία: Eλπίζω να μην ~θούμε. Και να μη ~όμαστε!|| Έχω ~θεί λόγω δουλειάς. Έχει ~θεί από τον κόσμο/όλους/την παρέα/προσώπου γης (= κανείς δεν τον συναντά). Πού έχεις ~θεί/~θηκες; Πβ. χάνω επαφή, χάνω τα ίχνη. 4. (μτφ.) πελαγοδρομώ· αφαιρούμαι: Δεν βγάζεις άκρη, ~εσαι μέσα στις λεπτομέρειες. Πβ. μπερδεύομαι, πελαγώνω.|| Η μουσική αυτή με κάνει να ~ (= με μαγεύει). Ώρες ώρες ~εται στις σκέψεις του. Έχει ~θεί στον κόσμο του θεάτρου/της τέχνης. Πβ. απορροφώμαι, βυθίζομαι, ξεχνιέμαι. 5. καταστρέφομαι: ~θηκαν όλα, όλα τέλειωσαν. Τίποτε δεν έχει ~θεί.|| Αν μας πιάσουν ~θήκαμε! Πβ. τη βάψαμε, την κάτσαμε.|| Μη φοβάσαι, δεν θα ~θώ, θα τα καταφέρω. 6. λιποθυμώ· πεθαίνω: Λίγο νερό, ~, σβήνω!|| ~θηκε πολύ νέος (= έφυγε, σκοτώθηκε). ● ΦΡ.: ..., γιατί χανόμαστε! (εμφατ.): μετά από προτροπή, για να αιτιολογηθεί η σοβαρότητα της κατάστασης: Ξυπνάτε/ψηφίστε ~ ~!, α/ου να (μου) χαθείς & χάσου από μπροστά μου/από τα μάτια μου & άι χάσου! (υβριστ.): φύγε να μην σε βλέπω, εξαφανίσου: ~ ~, παλιοτόμαρο! Πβ. γκρεμίσου, ξεκουμπίσου, στρίβε, τσακίσου., έχασε τα νερά του: βρίσκεται σε κατάσταση σύγχυσης και αμηχανίας, λόγω αλλαγής περιβάλλοντος ή συνθηκών: Άλλαξε σχολείο κι ~ ~ του το παιδί. Πβ. έξω από τα νερά μου., τα έχασα: σάστισα, δεν ξέρω τι να κάνω: Μόλις την είδα, ~ ~!|| Μην τα ~εις, μείνε ψύχραιμος. Πβ. αποσβολώνομαι, τα 'χω χαμένα., το 'χει χαμένο/το 'χασε τελείως(/εντελώς)/το 'χει χάσει: έχει χάσει τα λογικά του, έχει τρελαθεί. ΣΥΝ. του 'στριψε/του λασκάρισε/του 'φυγε η/καμιά βίδα, τρελαίνομαι (1), χάνω επαφή: παύω να επικοινωνώ: Άρχισαν να ακούγονται παράσιτα από τον ασύρματο και χάσαμε ~.|| Κάναμε πολλή παρέα αλλά με τον καιρό χάσαμε ~ (: χαθήκαμε). Πβ. χάνω τα ίχνη (κάποιου).|| (κατ' επέκτ.) Παρακολουθεί σεμινάρια, για να μην ~ει ~ με το αντικείμενο. (μτφ.) Έχει χάσει ~ με τον έξω κόσμο/το περιβάλλον/την πραγματικότητα., χάνω το δίκιο μου: λέγεται σε περιπτώσεις που δεν αναγνωρίζεται το δίκιο κάποιου λόγω κακής συμπεριφοράς του: Όταν θυμώνω, φωνάζω τόσο πολύ που ~ ~., χάνω τον καιρό μου/το(ν) χρόνο μου/την ώρα μου: αναλώνομαι: ~ ~ άδικα/άσκοπα/τζάμπα. ~ ~ μαζί σου. Χάνεις ~ σου με/σε ανώφελες συζητήσεις. Πβ. χρονοτριβώ. Βλ. κερδίζω χρόνο. [< γαλλ. perdre mon temps] , (μου) κόβεται η όρεξη/χάνω την όρεξή μου βλ. όρεξη, βλέπει το δέντρο και χάνει το δάσος βλ. δέντρο, δεν αφήνω/δεν χάνω ευκαιρία για/να ... βλ. ευκαιρία, δεν έχω τίποτα να χάσω βλ. τίποτα, δεν θα χάσει/σιγά μη χάσει η Βενετιά βελόνι βλ. βελόνι, δε(ν) χάθηκε/δε(ν) χάλασε/δε(ν) θα χαλάσει (κι) ο κόσμος βλ. χαλώ, εδώ καράβια χάνονται/πνίγονται, βαρκούλες αρμενίζουν βλ. καράβι, εδώ ο κόσμος καίγεται/χάνεται και η γριά/το μουνί χτενίζεται βλ. χτενίζω, έπαιξα κι έχασα βλ. παίζω, έπεσε από τον θρόνο βλ. θρόνος, έχασε τ' αβγά και τα καλάθια/τα πασχάλια βλ. αβγό & αυγό, έχασε τη μάχη για/με τη ζωή/με το(ν) θάνατο βλ. μάχη, έχασε τη μιλιά/τη λαλιά του βλ. μιλιά, έχασε/κέρδισε το στοίχημα βλ. στοίχημα, έχω χάσει το μέτρημα βλ. μέτρημα, η γη/το έδαφος χάνεται/φεύγει/υποχωρεί/γλιστράει/τρίζει κάτω από τα πόδια μου βλ. έδαφος, όποιος θέλει/ψάχνει/ζητάει/γυρεύει τα πολλά χάνει και τα λίγα βλ. πολύς, πολλή, πολύ, όποιος χάνει στα χαρτιά, κερδίζει στην αγάπη βλ. χαρτί, πού τον χάνεις, πού τον βρίσκεις βλ. πού, τι είχαμε, τι χάσαμε βλ. έχω, τρώω τη/χάνω τη/πηγαίνει χαμένη η μέρα μου βλ. μέρα, χάνει έδαφος βλ. έδαφος, χάνει η μάνα το παιδί (και το παιδί τη μάνα) βλ. μάνα, χάνει λάδια βλ. λάδι, χάνει στροφές βλ. στροφή, χάνεται στους αιώνες βλ. αιώνας, χάνω επεισόδια βλ. επεισόδιο, χάνω κάποιον/κάτι από τα μάτια μου βλ. μάτι, χάνω πάσα ιδέα βλ. ιδέα, χάνω τα ίχνη (κάποιου) βλ. ίχνος, χάνω τα λόγια μου βλ. λόγια, χάνω τη(ν) μπάλα/το τόπι βλ. μπάλα, χάνω το μυαλό/τα μυαλά/το τσερβέλο μου βλ. μυαλό, χάνω το παιχνίδι βλ. παιχνίδι, χάνω το τρένο βλ. τρένο, χάνω το(ν) δρόμο (μου) βλ. δρόμος, χάνω το(ν) λογαριασμό βλ. λογαριασμός, χάνω τον έλεγχο βλ. έλεγχος, χάνω τον μπούσουλα βλ. μπούσουλας, χάνω ύψος βλ. ύψος, χάνω/ξεφεύγει μέσα από τα χέρια μου βλ. χέρι ● βλ. χαμένος [< μεσν. χάνω]

χάρος

χάρος χά-ρος ουσ. (αρσ.): (συνήθ. με κεφαλ. Χ, στη λαϊκή παράδοση) ο θάνατος προσωποποιημένος: (προφ.) Τι κάθεσαι/στέκεσαι από πάνω μου σαν τον ~ο; Βλ. δρεπάνι, θεριστής. ΣΥΝ. χάροντας (1) ● ΦΡ.: γλίτωσα/σώθηκα/μ' έσωσε απ' του χάρου τα δόντια (μτφ.-προφ.): ξέφυγα ή βοήθησα κάποιον να ξεφύγει από θανάσιμο κίνδυνο ή γενικότ. από πολύ επικίνδυνη κατάσταση: ~ ~ την τελευταία στιγμή. Ο άρρωστος γλίτωσε κυριολεκτικά ~ ~. Πβ. γλίτωσα/σώθηκα απ' το στόμα του λύκου., είδα τον χάρο με τα μάτια μου (μτφ.-προφ.): παραλίγο να σκοτωθώ, φοβήθηκα ότι θα πεθάνω: Τον χάρο με τα μάτια του είδε οδηγός ΙΧ, όταν ... Πβ. είδα τον Χριστό φαντάρο!, τα είδα όλα!, κι όποιον πάρει ο χάρος! (προφ.): για κάποιον που αδιαφορεί για τις συνέπειες των πράξεών του, που συνήθ. απειλούν τη ζωή των άλλων: Άρχισε να πυροβολεί, ~ ~! Οδηγούν μεθυσμένοι, ~ ~!|| Λέει ό,τι του κατέβει στο κεφάλι, ~ ~! Πβ. όποιον πάρει η μπάλα., παλεύει με τον θάνατο/τον Χάρο βλ. παλεύω, τον βρήκε ο χάρος/ο θάνατος βλ. βρίσκω, τον ξέχασε ο Χάρος/ο Θεός βλ. ξεχνώ [< αρχ. Χάρων, αγγλ. Charon]

χεράκι

χεράκι χε-ρά-κι ουσ. (ουδ.) 1. (οικ.) χέρι: Γλυκό από τα χρυσά ~ια της μαμάς.|| (μτφ.) ~ φαγούρας (πβ. ξυστήρι πλάτης). 2. χειρολαβή: τσάντες με εύκαμπτο πλαστικό ~. ΣΥΝ. χερούλι 3. η σπάλα του αρνιού ή του κατσικιού. 4. {κυρ. στον πληθ.} μικρό μαξιλαράκι, ανατομικά σχεδιασμένο για την εκγύμναση των χεριών κατά την προπόνηση των κολυμβητών: ~ια κολύμβησης. 5. ΠΛΗΡΟΦ. (στην οθόνη του υπολογιστή) ο κέρσορας με τη μορφή λευκού χεριού που δείχνει κάτι. Βλ. βέλος. ● ΣΥΜΠΛ.: χείρα βοηθείας βλ. βοήθεια ● ΦΡ.: βάζω τα χεράκια μου και βγάζω τα ματάκια/μάτια μου (προφ.): ζημιώνομαι από δικό μου λάθος: Δεν είμαι τρελός να βάλω ~ ~ (και) να βγάλω ~ ~., τα λέω ένα χεράκι (προφ.) 1. & τα ψέλνω ένα χεράκι: επιπλήττω, μαλώνω: Τα είπα/έψαλα ~ στους αρμόδιους και το φχαριστήθηκα. ΣΥΝ. τα ψέλνω/τα ψάλλω σε κάποιον 2. συζητώ με κάποιον, συχνά σε έντονο τόνο: Ήρθε απ' το σπίτι και τα είπαμε ~., βάζω και εγώ το χέρι/το χεράκι μου βλ. χέρι, δίνω/βάζω ένα χέρι/χεράκι βλ. δίνω, χέρι-χέρι/χέρι με χέρι βλ. χέρι [< 5: αγγλ. hand (cursor)]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.