άρμα [ἅρμα] άρ-μα ουσ. (ουδ.) 1. ανοιχτό ρυμουλκούμενο όχημα που στολίζεται και χρησιμοποιείται σε εορταστικές παρελάσεις, συνήθ. αποκριάτικες: καρναβαλικά ~ατα. 2. ΑΡΧ. ξύλινο όχημα που το έσερναν άλογα και χρησιμοποιούνταν κυρ. στον πόλεμο ή σε αθλητικούς αγώνες: δίτροχο/τετράτροχο/δρεπανηφόρο ~. Βλ. συνωρίδα, τέθριππο. ● ΣΥΜΠΛ.: άρμα Θέσπιδος: ΑΡΧ. θίασος που έκανε περιοδείες· έκφραση προερχόμενη από την πληροφορία ότι ο ποιητής Θέσπις παρουσίαζε τα έργα του πάνω σε άρμα, με το οποίο περιόδευε στους δήμους της Αττικής., άρμα μάχης & (προφ.) άρμα: ΣΤΡΑΤ. τανκ: βαρύ/ελαφρύ/μέσο ~ ~. Το πλήρωμα του ~ατος ~ης (π.χ. οδηγός, πυροβολητής-ασυρματιστής). Επιλαρχία/φάλαγγα ~άτων ~.|| Άρμα περισυλλογής (: για ρυμούλκηση μηχανημάτων). ΣΥΝ. τεθωρακισμένο [< γαλλ. char de combat] ● ΦΡ.: δένομαι/προσδένομαι/σέρνομαι πίσω από το/στο άρμα (κάποιου) (αρνητ. συνυποδ.): εξαρτώμαι απόλυτα από κάποιον: Δεν (προσ)δέθηκε ~ ~ κανενός κομματικού μηχανισμού. ● βλ. άρματα [< 1: γαλλ. char 2: αρχ. ἅρμα]
έκτος, η, ο [ἕκτος] έ-κτος αριθμητ. τακτ. (σύμβ. 6ος, ΣΤ' ή στ' ή ς', λατ. VI): που αντιπροσωπεύει τον αριθμό έξι (6) σε μια ακολουθία ή σειρά: ~ος: γύρος/τόμος. ~η: επέτειος. ~ο: κεφάλαιο. (σε φωτογραφία) ~ από δεξιά. Τον ~ο αιώνα π.Χ. Για ~η συνεχόμενη μέρα/φορά. Δέκατη ~η. Το ~ο έτος της ηλικίας. Βγήκε/τερμάτισε ~.|| (ως ουσ.) Ο αγώνας ήταν ο ~ της χρονιάς. ● επίρρ.: έκτον (λόγ.): για να δηλωθεί ότι το αναφερόμενο στοιχείο βρίσκεται στην έκτη θέση σε μια απαρίθμηση, επιχειρηματολογία: πρώτον, ...· (...)· πέμπτον, ...· ~, ...· έβδομον, ... Βλ. -ον2. ● Ουσ.: έκτη (η) 1. (κ. με κεφαλ. Ε) ενν. τάξη δημοτικού σχολείου (σύμβ. ΣΤ'). 2. ενν. μέρα του μήνα: την ~η (: 6η) Απριλίου. 3. ΜΑΘ. ενν. δύναμη αριθμού. 4. ΜΟΥΣ. διάστημα έξι φθόγγων., έκτο (το): καθένα από τα έξι ίσα μέρη ενός συνόλου: το ένα ~ (: 1/6)., έκτος (ο) 1. ενν. όροφος: Μένω στον ~ο. 2. (συνήθ. στη γεν., σε ανάγνωση ημερομηνίας γραμμένης με αριθμούς) ενν. μήνας, ο Ιούνιος: στις 5/6 (: πέντε ~ου). ● ΣΥΜΠΛ.: έκτη αίσθηση βλ. αίσθηση [< αρχ. ἕκτος]
έρως [ἔρως] έ-ρως ουσ. (αρσ.) {έρωτ-ος, -α | -ες, -ώτων} (λόγ.): έρωτας. ● ΦΡ.: έρως ανίκατε μάχαν (συχνά ειρων.): (για να δηλωθεί η δύναμη του έρωτα) έρωτα, ανίκητε στη μάχη., ο έρως/έρωτας χρόνια δεν κοιτά (παροιμ.): η μεγάλη ηλικία των συντρόφων ή η ηλικιακή διαφορά τους δεν εμποδίζει τον έρωτα. [< αρχ. ἔρως]
μητέρα μη-τέ-ρα ουσ. (θηλ.) & (αρχαιοπρ.) μήτηρ {μητρ-ός} 1. γυναίκα που έχει γεννήσει ή υιοθετήσει παιδί ή παιδιά: άγαμη/ανύπαντρη/θετή/θηλάζουσα/εργαζόμενη/μέλλουσα/πολύτεκνη/στοργική/χωρισμένη ~. ~ ανήλικων παιδιών/διδύμων. Το γάλα της ~ας. Η γιορτή της ~ας. Ο δεσμός/η σχέση ~ας-γιου/κόρης. Ορφανός από ~. Αδέρφια από την ίδια ~ (= ομομήτρια). Η ~ του γαμπρού/της νύφης. Ονοματεπώνυμο ~ας/~ός. Ωράριο ~ων. Έγινε ~ σε ηλικία είκοσι ετών. Την έχω σαν (δεύτερη) ~ μου. Η ~ της ~ας μου (= γιαγιά). Πβ. μαμά, μάνα.|| (ως προσφών. σε πεθερά) ~, τι να σας φέρω;|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Η ~ του Θεού/Χριστού (: η Παναγία).|| Η ~ των θεών (: διαφορετική για κάθε πολυθεϊστική θρησκεία, π.χ. στην ελληνική μυθολογία η Ρέα). Βλ. πατέρας. 2. θηλυκό ζώο που έχει γεννήσει. 3. (μτφ.) πηγή δημιουργίας, προέλευσης, γενεσιουργός παράγοντας: η ~ γη/φύση. Η αδικία είναι η ~ της βίας. ● Υποκ.: μητερούλα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: βιολογική μητέρα 1. η γυναίκα που δανείζει τη μήτρα της και γεννά το εμφυτευμένο έμβρυο. 2. εκείνη που γέννησε ένα παιδί, συνήθ. σε αντίθεση με εκείνη που το μεγάλωσε. ΣΥΝ. φυσική. ΑΝΤ. θετή., κοινωνική μητέρα: αυτή που ανατρέφει το παιδί., μητέρα (όλων) των μαχών (μτφ.): η καθοριστική, σημαντικότερη μάχη: Ο αποψινός αγώνας αποτελεί τη ~ ~ για την εθνική μας ομάδα. Η ~ ~ θα κρίνει τον πρωταθλητή., μητέρα γλώσσα: ΓΛΩΣΣ. αυτή από την οποία προήλθαν εξελικτικά άλλες γλώσσες, η κοινή γλωσσική τους πρόγονος: αναγωγή των ευρωπαϊκών γλωσσών σε μια κοινή ~ ~., παρένθετη/φέρουσα/υποκατάστατη μητέρα: αυτή που κυοφορεί γονιμοποιημένο ωάριο άλλης γυναίκας ή γενικότ. γυναίκα που κυοφορεί έμβρυο, το οποίο, όταν γεννήσει, δεν θα το αναθρέψει η ίδια. Βλ. παρένθετη μητρότητα. [< αγγλ. surrogate mother, 1978, γαλλ. mère porteuse/d’emprunt/de substitution, 1984] , πνευματική μητέρα: η νονά· η Εκκλησία ή η Παναγία., τεκμαιρόμενη μητέρα: αυτή που αποκτά παιδί μέσω παρένθετης μητέρας., φυσική μητέρα: εκείνη που κυοφορεί και γεννά το έμβρυο., η μαμά/η μητέρα πατρίδα βλ. μαμά ● ΦΡ.: αργία μήτηρ πάσης κακίας βλ. αργία, η επανάληψη είναι μητέρα της μάθησης/μαθήσεως βλ. μάθηση [< μεσν. μητέρα < αρχ. μήτηρ]
παράταξη πα-ρά-τα-ξη ουσ. (θηλ.) 1. οργανωμένη ομάδα με κοινές ιδεολογικές ή/και πολιτικές αρχές· ειδικότ. πολιτικό κόμμα: ανεξάρτητη/αριστερή/δεξιά/δημοκρατική/προοδευτική/συντηρητική/φιλελεύθερη ~. Η διοικούσα/κυβερνώσα (ή κυβερνητική)/πλειοψηφούσα ~. Ιστορική ~. Δημοτικές/κομματικές/συνδικαλιστικές/φοιτητικές ~άξεις. Αντιμαχόμενες/αντίπαλες ~άξεις. Ο αρχηγός/ο ιδρυτής/τα μέλη/η νεολαία/οι οπαδοί/το ψηφοδέλτιο (βλ. συνδυασμός)/οι ψηφοφόροι μιας ~ης. Συνεργασία ~άξεων (πβ. σύμπραξη, συνασπισμός). Πρόσκειμαι σε μια ~ (πβ. στρατόπεδο). Αποχώρησε (βλ. αποσκιρτώ, αποσχίζομαι, αυτομολώ)/διαγράφηκε από την ~. Ανήκουν σε διαφορετικές ~άξεις. Πβ. μερίδα. Βλ. συμ~. 2. διάταξη, τοποθέτηση προσώπων ή πραγμάτων το ένα δίπλα στο άλλο ή πίσω από το άλλο· (ΣΤΡΑΤ.) σχηματισμός κατά τον οποίο το στράτευμα είναι παραταγμένο σε στοίχους και ζυγούς· συνεκδ. παραταγμένοι στρατιώτες: αυτοκίνητα σε ~ (= γραμμή, σειρά· βλ. αράδα, καραβάνι, κονβόι).|| Μετωπική/πυκνή ~ (ΣΥΝ. τάξη). Στολή ~άξεων-παρελάσεων. (κ. μτφ.) Σε ~ μάχης. Βλ. ζύγιση, στοίχιση.|| Ένοπλες ~άξεις. Πβ. φάλαγγα. Βλ. αντι~, μέτωπο. 3. ΓΛΩΣΣ. τρόπος σύνδεσης κατά τον οποίο συντακτικά ισοδύναμοι όροι (π.χ. υποκείμενα) ή όμοιες προτάσεις (δηλ. κύριες ή δευτερεύουσες) ενώνονται με παρατακτικούς συνδέσμους: π.χ. Ήρθαν νέοι και παιδιά. Ούτε ξέρω ούτε θέλω να μάθω.|| Σύνταξη κατά ~. Βλ. συγκολλητικές γλώσσες, υπόταξη. ● ΦΡ.: μάχη εκ παρατάξεως: ΣΤΡΑΤ. στην οποία τα αντίπαλα στρατεύματα είναι παραταγμένα το ένα απέναντι στο άλλο., εν πομπή (και παρατάξει) βλ. πομπή [< 1,2: αρχ. παράταξις 3: γαλλ. parataxe, αγγλ. parataxis, γερμ. Parataxe, Parataxis]
πεδίο πε-δί-ο ουσ. (ουδ.) 1. χώρος, περιοχή όπου αναπτύσσεται συγκεκριμένη δραστηριότητα ή που παρουσιάζει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά: αναρριχητικό/στρατιωτικό ~. Το ~ της μάχης (πβ. μέτωπο).|| (ΦΥΣ.) Βαρυτικό/δυναμικό/ηλεκτρικό/ηλεκτροστατικό/(ηλεκτρο)μαγνητικό ~. Κβαντική Θεωρία ~ου.|| (ΓΕΩΦ.) Γεωθερμικό ~.|| (ΜΑΘ.) Διακριτό/διανυσματικό/τανυστικό ~. Το ~ ορισμού μιας συνάρτησης.|| (ΓΛΩΣΣ.) Λεξιλογικό/σημασιολογικό ~ (: ομάδα σημασιολογικά συγγενών λέξεων). 2. τομέας ανθρώπινης δραστηριότητας: γεωπολιτικό/ιατρικό ~. Κατάταξη Σχολών σε επιστημονικά ~α (: 1ο: ανθρωπιστικές, νομικές και κοινωνικές επιστήμες. 2ο: θετικές και τεχνολογικές επιστήμες. 3ο: επιστήμες υγείας και ζωής. 4ο: επιστήμες της εκπαίδευσης. 5ο: επιστήμες Οικονομίας και πληροφορική). Εξελίξεις στο διπλωματικό ~. Γνωστικά (= κλάδοι· π.χ. φυσική, ιστορία, μαθηματικά)/θεματικά ~α (= κατηγορίες). Έχει (ένα) ευρύ/περιορισμένο ~ (= σφαίρα) ενδιαφερόντων. Θέματα που καλύπτουν (ένα) τεράστιο ~ (= φάσμα) έρευνας/εφαρμογής. 3. ΠΛΗΡΟΦ. οριοθετημένο τμήμα πίνακα ή σελίδας όπου γίνεται εγγραφή στοιχείων: εισαγωγή/προσθήκη νέου ~ου. Προαιρετικά/υποχρεωτικά (συνήθ. με αστερίσκο) ~α (: ως προς τη συμπλήρωσή τους). Αυτόματη ενημέρωση ~ων. Στο ~ "Όνομα" γράφετε το επώνυμό σας. Βλ. κελί, στήλη. 4. (σπάν.-λόγ.) πεδιάδα. ● ΣΥΜΠΛ.: έρευνα/μελέτη πεδίου: ΣΤΑΤΙΣΤ. που διεξάγεται σε φυσικό περιβάλλον, υπό πραγματικές συνθήκες και με προσωπικές συνεντεύξεις (σε αντιδιαστολή με την έρευνα που γίνεται στα εργαστήρια): ~ ~ με ερωτηματολόγιο., οπτικό πεδίο: ΟΠΤ. το εύρος του χώρου το οποίο μπορεί να δει κάποιος με γυμνό μάτι ή με οπτικό όργανο και το οποίο υπολογίζεται σε μοίρες: περιορισμένο ~ ~. Το ~ ~ κάμερας/τηλεσκοπίου/φακού.|| (προφ.) Μην μπαίνεις μπροστά, γιατί μου κλείνεις/περιορίζεις το ~ ~ (= δεν μπορώ να δω). [< γαλλ. champ visuel] , πεδίο ασκήσεων: ΣΤΡΑΤ. περιοχή όπου ασκούνται ή εκπαιδεύονται στρατιωτικές μονάδες., πεδίο βολής: ΣΤΡΑΤ. αυστηρά οριοθετημένη περιοχή στην οποία εκτελούνται βολές. [< γαλλ. champ de tir] , πεδίο δοκιμών: περιοχή κατάλληλη για τη διεξαγωγή δοκιμών, πειραμάτων, για παρατήρηση ή άσκηση: ~ ~ νέων όπλων/τεχνολογιών., πεδίο δράσης: τομέας, χώρος δραστηριοποίησης: Επεκτείνεται συνέχεια το ~ ~ του. [< γαλλ. champ d'action] , πεδίο μάχης: χώρος όπου εκτυλίσσονται συγκρούσεις ή έντονες αντιπαραθέσεις μεταξύ (ομάδων) ατόμων: Το κέντρο της πόλης θύμιζε ~ ~. Οι δρόμοι μετατράπηκαν σε ~ ~ κατά τη διάρκεια της πορείας. Πβ. ρινγκ. [< γαλλ. champ de bataille] , βάθος πεδίου βλ. βάθος, δυναμικό πεδίο βλ. δυναμικός, ηλεκτρικό πεδίο βλ. ηλεκτρικός, Ηλύσια Πεδία βλ. ηλύσιος, πρόσφορο/γόνιμο/εύφορο έδαφος/κλίμα/πεδίο βλ. έδαφος ● ΦΡ.: (αφήνω/μένει) το πεδίο/το έδαφος ελεύθερο βλ. ελεύθερος, ιδού πεδίον δόξης λαμπρόν βλ. ιδού [< 1,2: γαλλ. champ 3: αγγλ. field, 1946, 4: αρχ. πεδίον]
χαράκωμα2 χα-ρά-κω-μα ουσ. (ουδ.) 1. ΣΤΡΑΤ. {συνήθ. στον πληθ.} (κυρ. στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο) τεχνητό άνοιγμα στην πρώτη γραμμή του μετώπου, τάφρος που προστατεύει τους στρατιώτες από τις βολές των εχθρών: το ~ της εμπόλεμης ζώνης/του πεδίου μάχης.|| (συνεκδ., η γραμμή του πυρός) Στα ~ατα και στα μετόπισθεν. 2. {συνήθ. στον πληθ.} (μτφ.) πεδίο μάχης όπου υπερασπίζεται κανείς τις θέσεις του: κομματικά ~ατα. Γονείς και εκπαιδευτικοί στρατευμένοι στο ίδιο ~ για θέματα παιδείας. Βρίσκονται στα δικαστικά ~ατα (: στα δικαστήρια). 3. (στην αρχαιότητα) στρατόπεδο οχυρωμένο με πασσάλους ή ορύγματα. ● ΣΥΜΠΛ.: πόλεμος/μάχη χαρακωμάτων: επίμονη διαμάχη μεταξύ δύο πλευρών και προσπάθεια πρόκλησης φθοράς, η οποία συνήθ. γίνεται συγκαλυμμένα με έμμεσες δηλώσεις ή τακτικές: διπλωματικός/κομματικός πόλεμος ~. Η κόντρα τους εξελίσσεται/τείνει να μετατραπεί σε μάχη ~. [< αρχ. χαράκωμα]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ