Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • μάχιμος , η, ο μά-χι-μος επίθ. 1. (μτφ.) που δραστηριοποιείται σε έναν τομέα· ενεργός: ~ος: δικηγόρος/εκπαιδευτικός/πολιτικός. ~ο: μέλος/προσωπικό/στέλεχος. Παραμένει ~.|| ~η: δημοσιογραφία/ομάδα/υπηρεσία. 2. ΣΤΡΑΤ. ικανός για στρατιωτική επιχείρηση ή θητεία: ~ος: αξιωματικός (: που ανήκει σε μάχιμο σώμα)/στρατιώτης. Πβ. αξιόμαχος.|| (κατ' επέκτ.) ~ο: όπλο. [< αρχ. μάχιμος ‘που σχετίζεται με τη μάχη, φιλοπόλεμος, βίαιος’]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.