μέδουσα μέ-δου-σα ουσ. (θηλ.) 1. ΖΩΟΛ. ασπόνδυλο θαλάσσιο ζώο (ομοταξία Κοιλεντερωτά) του οποίου το σώμα έχει ζελατινώδη υφή, σχήμα ομπρέλας, συνήθ. με πλοκάμια, και το τσίμπημά του προκαλεί στο δέρμα ερεθισμό και κνησμό. Βλ. πολύποδας, τσούχτρα. || μοβ ~ (επιστ. ονομασ.Pelagia noctiluca). 2. ΜΥΘ. (με κεφαλ. Μ) μία από τις τρεις Γοργόνες, τέρας με φίδια για μαλλιά. [< 1: γαλλ. méduse, αγγλ. Medusa 2: αρχ. Mέδουσα]
πολύποδας
πολύποδας πο-λύ-πο-δας ουσ. (αρσ.) & (σπάν.-λόγ.) πολύπους {πολύποδος} 1. ΙΑΤΡ. όγκος, συνήθ. καλοήθης, που αναπτύσσεται σε βλεννογόνο: ενδομήτριος ~. Αφαίρεση ~α.2. ΖΩΟΛ. υδρόβιο ασπόνδυλο με κυλινδρικό σώμα, το οποίο έχει αγκαθωτούς πλοκάμους που ξεκινούν γύρω από το στόμα και συνήθ. περιβάλλεται από κεραίες. Βλ. θαλάσσια ανεμώνη, κοράλλι, μέδουσα, ύδρα, υδρόζωα.3. ΖΩΟΛ. χταπόδι. ● Ουσ.: πολύποδα (τα): ΖΩΟΛ. κατηγορία εντόμων με πολλά πόδια. [< αρχ. πολύπους, αγγλ. polyp, γαλλ. polype]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.