Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • μέδουσα μέ-δου-σα ουσ. (θηλ.) 1. ΖΩΟΛ. ασπόνδυλο θαλάσσιο ζώο (ομοταξία Κοιλεντερωτά) του οποίου το σώμα έχει ζελατινώδη υφή, σχήμα ομπρέλας, συνήθ. με πλοκάμια, και το τσίμπημά του προκαλεί στο δέρμα ερεθισμό και κνησμό. Βλ. πολύποδας, τσούχτρα. || μοβ ~ (επιστ. ονομασ. Pelagia noctiluca). 2. ΜΥΘ. (με κεφαλ. Μ) μία από τις τρεις Γοργόνες, τέρας με φίδια για μαλλιά. [< 1: γαλλ. méduse, αγγλ. Medusa 2: αρχ. Mέδουσα]

πολύποδας

πολύποδας πο-λύ-πο-δας ουσ. (αρσ.) & (σπάν.-λόγ.) πολύπους {πολύποδος} 1. ΙΑΤΡ. όγκος, συνήθ. καλοήθης, που αναπτύσσεται σε βλεννογόνο: ενδομήτριος ~. Αφαίρεση ~α. 2. ΖΩΟΛ. υδρόβιο ασπόνδυλο με κυλινδρικό σώμα, το οποίο έχει αγκαθωτούς πλοκάμους που ξεκινούν γύρω από το στόμα και συνήθ. περιβάλλεται από κεραίες. Βλ. θαλάσσια ανεμώνη, κοράλλι, μέδουσα, ύδρα, υδρόζωα. 3. ΖΩΟΛ. χταπόδι. ● Ουσ.: πολύποδα (τα): ΖΩΟΛ. κατηγορία εντόμων με πολλά πόδια. [< αρχ. πολύπους, αγγλ. polyp, γαλλ. polype]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.