Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • μέλαθρον μέ-λα-θρον ουσ. (ουδ.) {μελάθρ-ου} & μέλαθρο (αρχαιοπρ., συνήθ. με κεφαλ. Μ): μεγάλο και πολυτελές οικοδόμημα ιδιωτικής ή δημόσιας χρήσης: Ιλίου ~. Θέμιδος ~ (βλ. Άρειος Πάγος). Πβ. ανάκτορο, μέγαρο. [< αρχ. μέλαθρον]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.