Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • μέλισσα μέ-λισ-σα ουσ. (θηλ.) {μελισσ-ών} 1. ΖΩΟΛ. υμενόπτερο κοινωνικό έντομο (επιστ. ονομασ. Apis mellifera) που παράγει μέλι, κερί και βασιλικό πολτό: το κεντρί της ~ας. Αποικία/γύρη/κυψέλη/σμήνος ~ών. Η κοινωνία/ο χορός των ~ών. Οι ~ες βουίζουν. Βλ. αγριο~, βασίλισσα, εργάτρια, κηφήνας.|| (μτφ.) Είναι εργατική σαν ~. 2. {κ. στον πληθ.} ομαδικό παιδικό παιχνίδι με το χαρακτηριστικό τραγούδι "περνά περνά η μέλισσα". 3. ΒΟΤ. (σπάν.-λαϊκότ.) μελισσόχορτο. ● Υποκ.: μελισσάκι (το): κυρ. στη σημ. 1., μελισσούλα (η): μόνο στη σημ. 1. [< 1,2: αρχ. μέλισσα]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.