Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 9 εγγραφές  [0-9]


  • μέρα μέ-ρα ουσ. (θηλ.) {μερών} (προφ.) : ημέρα. ● Υποκ.: μερούλες (οι) {σπάν. στον εν. μερούλα} (προφ.): για να δηλωθεί σύντομο χρονικό διάστημα, μικρή διάρκεια: Κάνε αίτηση και σε δυο/λίγες ~ (το πολύ) θα το 'χεις στα χέρια. ● ΣΥΜΠΛ.: άγιες μέρες & Άγιες ημέρες: για σημαντικές γιορτές, συνήθ. η περίοδος των Χριστουγέννων και του Πάσχα: Έρχονται ~ ~. Πού θα περάσετε τις ~ ~;, επόμενη μέρα: η μέρα ή κυρ. η περίοδος που ακολουθεί ένα σημαντικό ή καταστροφικό γεγονός ως προς τις συνέπειες που αυτό συνεπάγεται για την κοινωνία ή την ανθρωπότητα: η ~ ~ των εκλογών/μετά τον σεισμό., αλκυονίδες (μέρες) βλ. αλκυονίδες, αποφράδα μέρα βλ. αποφράδα, άσπρη μέρα βλ. άσπρος, γιορτάρες μέρες βλ. γιορτάρης, η (η)μέρα της μαρμότας βλ. μαρμότα, χάπι της επόμενης μέρας βλ. χάπι, χρονιάρες μέρες βλ. χρονιάρης ● ΦΡ.: από μέρα σε μέρα: μέσα στις επόμενες μέρες, σύντομα: Θα έρθει/τον περιμένω ~ ~., από τη μια στιγμή/μέρα στην άλλη & (σπάν.) από τη μια ώρα στην άλλη: σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, ξαφνικά: Μπορεί να καταφτάσει ~ ~ (πβ. όπου να 'ναι). Το κακό μπορεί να συμβεί ~ ~. [< γαλλ. d'un moment/jour à l'autre] , βρήκες τη μέρα/μέρα που βρήκες να ...! (προφ.): για ακατάλληλη μέρα: ~ ~ να λείπεις ...!, βρίσκω/πετυχαίνω κάποιον σε καλή/κακή μέρα ή είμαι σε καλή/κακή μέρα: για καλή/κακή διάθεση ή απόδοση κάποιου (μια συγκεκριμένη μέρα): Με βρήκες/με πέτυχες σε κακή μέρα (= δεν είναι η μέρα μου σήμερα)., για μια μέρα: (για ισχύ, φήμη) όσο διαρκεί μια μέρα: δωρεάν μετακίνηση/ήρωας ~ ~., δεν είναι η μέρα μου (σήμερα)!: δεν είμαι σε καλή ψυχική διάθεση ή αντιμετωπίζω αναποδιές (σήμερα): Πβ. δε(ν) με θέλει.|| (με κατάφαση) Είναι η μέρα μου (σήμερα) (= μου πάνε όλα καλά, έχω επιτυχίες)!, είμαι στις μέρες μου: είμαι ετοιμόγεννη., έχω (όλη/ολόκληρη) τη μέρα δική μου: έχω τη συγκεκριμένη μέρα ελεύθερη (μη εργάσιμη), ώστε να τη διαθέσω όπως θέλω., έχω (όλη/ολόκληρη) τη μέρα μπροστά μου: έχω πολύ χρόνο ακόμα μέχρι να βραδιάσει, επομένως μπορώ να κάνω κάτι χωρίς βιασύνη: Πρέπει να ξεκινήσουμε νωρίς, για να έχουμε ~ μας!, η καλή μέρα από το πρωί φαίνεται (παροιμ.): η καλή εξέλιξη φαίνεται από την αρχή., η μέρα με τη νύχτα: για να δηλωθεί η (απόλυτη) αντίθεση ή διαφορά ανάμεσα σε πρόσωπα ή καταστάσεις, απόψεις: Διαφέρουν όσο ~ ~., κάθε μέρα και καλύτερα: για σταδιακή, διαρκή βελτίωση: Αισθάνομαι/πηγαίνω ~ ~ (= καλυτερεύω, βελτιώνομαι)., κάθε χρόνο τέτοια μέρα: για κάτι που επαναλαμβάνεται κάθε χρόνο την ίδια μέρα: Μας θυμούνται ~ ~., κι αύριο μέρα (του Θεού) είναι: μπορούμε και αύριο να κάνουμε κάτι που δεν προλάβαμε ή δεν μπορέσαμε σήμερα: Δεν βαριέσαι! ~ ~!, μέρα με τη μέρα & μέρα με την ημέρα: καθώς περνά ο καιρός, σταθερά: Η κατάστασή του βελτιώνεται/επιδεινώνεται ~ ~., μέρα παρά μέρα: ανά δύο εικοσιτετράωρα: Ξεσκονίζει ~ ~., μέρα που είναι/που 'ναι: σε μια τόσο σημαντική μέρα: Έλα τώρα, ~ ~, μην είσαι στενοχωρημένος!, μέρα-νύχτα & νύχτα-μέρα: διαρκώς, αδιάκοπα, ακατάπαυστα: Διαβάζει/δουλεύει ~ ~. ΣΥΝ. μερόνυχτα, νυχθημερόν, μου φτιάχνει/μου χαλάει τη μέρα: με κάνει να νιώθω ωραία/να στενοχωρηθώ: Μου 'φτιαξες τη ~ με τα αστεία/με το χαμόγελό σου!, οι μέρες του είναι λίγες/μετρημένες: για πρόσωπο που πρόκειται να πεθάνει σύντομα ή κυρ. να αποπεμφθεί ή να αντικατασταθεί ή για κάτι που δεν έχει μέλλον, που θα πάψει να υφίσταται: ~ ~ στη δουλειά/στην ομάδα., πηγαίνει καλά η μέρα (μου): συμβαίνουν ευχάριστα γεγονότα εντός του εικοσιτετραώρου: Το πρωί ακούει λίγη μουσική, για να πάει ~ της., σαν να μην πέρασε μια μέρα: για κάποιον ή κάτι που παραμένει αμετάβλητο(ς), αναλλοίωτο(ς) στο πέρασμα του χρόνου: ~ ~ από την τελευταία φορά που την είχα δει., σώθηκαν οι μέρες του: πέθανε ή είναι ετοιμοθάνατος. ΣΥΝ. έσβησε το καντήλι του, τελείωσαν/τέλειωσαν οι μέρες του 1. (για πρόσ.) πέθανε. 2. (για πράγμα) δεν μπορεί πια να χρησιμοποιηθεί, είναι άχρηστο. Πβ. τα έφαγε (τα 'φαγε)/είναι λίγα/είναι μετρημένα/τέλειωσαν τα ψωμιά του., την κακή (και την ψυχρή) σου μέρα! (υβριστ.): ως κατάρα. ΣΥΝ. τον κακό σου τον καιρό/τον φλάρο!, τρώω τη/χάνω τη/πηγαίνει χαμένη η μέρα μου: ξοδεύω τον χρόνο μου χωρίς ικανοποιητικό αποτέλεσμα: Έφαγα/έχασα τη μέρα μου, προσπαθώντας να βρω τα κλειδιά μου/για να τακτοποιήσω το σπίτι. Άδικα πήγε η μέρα μου!, δεν είναι κάθε μέρα τ' Άι-Γιαννιού/Πασχαλιά/Κυριακή/γιορτή βλ. Πασχαλιά2, έγινε η νύχτα μέρα/έκαναν τη(ν) νύχτα μέρα βλ. νύχτα, έκανε/έχει κάνει τη νύχτα μέρα βλ. νύχτα, μέρα μεσημέρι βλ. μεσημέρι, μετράω μέρες/ώρες/εβδομάδες βλ. μετρώ, μετράω τις μέρες/τις ώρες/τους μήνες βλ. μετρώ, μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη, τρεις και η κακή του μέρα/ώρα/τρεις και τον τσακώσανε βλ. κλέφτης, οι καιροί είναι πονηροί/οι μέρες είναι πονηρές βλ. πονηρός, της νύχτας τα καμώματα/τα καμώματα της νύχτας τα βλέπει η μέρα και γελά βλ. κάμωμα, τι μέρα (μου) ξημερώνει! βλ. ξημερώνω [< μεσν. μέρα]
  • μεράκι με-ρά-κι ουσ. (ουδ.) (προφ.) 1. αγάπη, ζήλος, όρεξη: σπίτι φτιαγμένο με γούστο και ~. Η μαγειρική θέλει ~ (= τέχνη). 2. πολύ δυνατή επιθυμία, λαχτάρα· (συνεκδ. στον πληθ.) ο επακόλουθος καημός, σε περίπτωση που μείνει απραγματοποίητη: Έχει ~ για ό,τι κάνει. Το 'χει ~ να ασχοληθεί με το θέατρο. Πβ. καΐλα, όνειρο, πάθος.|| Πιάσε ένα ποτό, να μας φύγουν τα ~ια! Πβ. μαράζι, νταλκάς, ντέρντι. [< τουρκ. merak]
  • μερακλής, μερακλού με-ρα-κλής επίθ./ουσ. (προφ.): πρόσωπο που απολαμβάνει κάτι πάρα πολύ, που προτιμά π.χ. το καλαίσθητο, το εύγευστο ή που κάνει κάτι με αγάπη, ζήλο: μεζεδάκια για ~ήδες.|| ~ μάστορας/τεχνίτης. Βλ. -λής. [< τουρκ. meraklι]
  • μερακλίδικος , η, ο με-ρα-κλί-δι-κος επίθ. (προφ.): που είναι φτιαγμένος με μεράκι, ώστε να προκαλεί απόλαυση, κέφι: ~ος: καφές/μεζές (πβ. απολαυστικός). ~η: δουλειά (πβ. προσεγμένη). ~ο: τραγούδι/φαγητό (: νόστιμο). Βλ. -ίδικος. ● επίρρ.: μερακλίδικα
  • μεράκλωμα με-ρά-κλω-μα ουσ. (ουδ.) (προφ.): το να έρχεται κάποιος σε κέφι ή σπανιότ. το να μεθάει.
  • μερακλώνω με-ρα-κλώ-νω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {μεράκλω-σα, μερακλώ-σω, -θηκα, -μένος} (προφ.): έρχομαι σε ή προκαλώ κέφι, ευθυμία ή (σπανιότ.) μεθύσι: ~ με τα τραγούδια του. ~θηκε/~σε και σηκώθηκε να χορέψει ζεϊμπέκικο. Τον ~σε η μουσική και άρχισε να τραγουδά.
  • μεραρχία με-ραρ-χί-α ουσ. (θηλ.): ΣΤΡΑΤ. βασικός σχηματισμός του Στρατού Ξηράς, μικρότερος από το σώμα και μεγαλύτερος από την ταξιαρχία, που συνδυάζει μονάδες όπλων και σωμάτων και έχει τη δυνατότητα διεξαγωγής μεγάλων σε έκταση επιθετικών ή αμυντικών πολεμικών επιχειρήσεων: αερομεταφερόμενη/μηχανοκίνητη/τεθωρακισμένη ~. ~ αλπινιστών/πεζικού/πυροβολικού. Διοικητής ~ας (= μέραρχος). Βλ. -αρχία. [< μτγν. μεραρχία ‘στρατιωτική μονάδα 2048 ανδρών’]
  • μεραρχιακός , ή, ό με-ραρ-χι-α-κός επίθ.: ΣΤΡΑΤ. που σχετίζεται με τη μεραρχία: ~ή: μονάδα αναγνωρίσεως. ~ό: πεζικό/πυροβολικό.
  • μέραρχος μέ-ραρ-χος ουσ. (αρσ.): ΣΤΡΑΤ. ανώτατος αξιωματικός που διοικεί μεραρχία, συνήθ. υποστράτηγος. Βλ. -αρχος, ταξίαρχος. [< πβ. μτγν. μεράρχης ‘διοικητής μονάδας 2048 ανδρών’]

αλκυονίδες

αλκυονίδες [ἀλκυονίδες] αλ-κυ-ο-νί-δες ουσ. (θηλ.) (οι): κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: αλκυονίδες (μέρες): αίθριες ημέρες με ασθενείς ανέμους και σχετικά καλές θερμοκρασίες στην καρδιά του χειμώνα, συνήθ. το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Ιανουαρίου: ηλιόλουστες ~ ~.|| (μτφ.) ~ ~ έφερε η αλλαγή προέδρου στο κόμμα. Πβ. μικρό καλοκαιράκι. [< μτγν. ἀλκυονίδες]

αποφράδα

αποφράδα [ἀποφράδα] α-πο-φρά-δα ως επίθ. (θηλ.) & (λόγ.) αποφράς (αρχαιοπρ.): που ανακαλεί στη μνήμη ένα εξαιρετικά δυσάρεστο γεγονός ή συνδέεται με αυτό: ~ νύχτα/χρονιά/ώρα. Πβ. δυσοίωνος, επάρατος, καταραμένος. Συνήθ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: αποφράδα μέρα & ημέρα: κατα την οποία συνέβη κάποιο τραγικό γεγονός: η ~ ~ της άλωσης της Πόλης. Οι ~ες ~ες του Γένους.|| ~ ~ για την Πολεμική Αεροπορία (: για πτώση πολεμικού αεροσκάφους). [< αρχ. ἀποφράς (ἡμέρα) ‘για την οποία δεν επιτρέπεται κανείς να μιλά, δυσοίωνη, απαίσια’]

-αρχία

-αρχία επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει 1. τρόπο διακυβέρνησης, διοίκησης και γενικότ. εξουσία: αν~/απολυτ~/ολιγ~/μητρι~/μον~/φεουδ~.|| Ιερ~/πειθ~/φιλ~. 2. άσκηση εξουσίας σε τμήμα κράτους ή σώμα στρατού· συνεκδ. το κτίριο όπου στεγάζονται οι αντίστοιχες υπηρεσίες ή το ίδιο το στρατιωτικό σώμα: δημ~/(ΕΚΚΛΗΣ.) εξ~/επ~/νομ~.|| (ΣΤΡΑΤ.) Μερ~/μοιρ~/σμην~/ταξι~. 3. (αφηρ.) φιλοσοφικό σύστημα, θεωρία: βουλησι~/δυ~ (πβ. δυ-ισμός)/νοησι~.

-αρχος

-αρχος {-άρχου (σπανιότ.) -αρχου} επίθημα αρσενικών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. τον διοικητή, τον επικεφαλής: (ως αξίωμα:) μοίρ~/ναύ~/πλοί~/φύλ~.|| Δήμ~. 2. τον προϊστάμενο υπηρεσίας: ληξί~.

άσπρος

άσπρος, η, ο [ἄσπρος] ά-σπρος επίθ. 1. λευκός: ~ος: κρίνος/κύκνος/τοίχος. ~η: άμμος/ζάχαρη/ζώνη (: με την οποία ξεκινούν οι αρχάριοι στις πολεμικές τέχνες)/οθόνη/σάλτσα (: χωρίς ντομάτα). ~ο: περιστέρι (: σύμβολο της ειρήνης)/πιπέρι/πουκάμισο/ρύζι/φόντο/φως/ψάρι (: με λευκή σάρκα)/ψωμί (: πολυτελείας). ~ες: τρίχες. ~α: γένια/δόντια (: που δεν έχουν κιτρινίσει)/μαλλιά/σεντόνια/σύννεφα/φασόλια. ~ σαν το γάλα/το χιόνι. Βάφω κάτι ~ο. Βλ. κάτ-, μαυρό-, ολό-ασπρος.|| (με κεφαλ. Α) ~η: θάλασσα (: παλαιότ. ονομασ. του Αιγαίου Πελάγους, κατ' αντιδιαστολή προς τη Μαύρη Θάλασσα). ΑΝΤ. μαύρος (1) 2. (συνεκδ.) χλομός, ωχρός: ~ από τρόμο/φόβο. ~ σαν το πανί. ● Ουσ.: άσπρο (το) 1. το λευκό χρώμα: εκτυφλωτικό/λαμπερό ~.|| (στον πληθ.) Σου πάνε τα ~α (ενν. ρούχα). (μτφ.) Η πόλη ντύθηκε στα ~α (: χιόνισε). ΑΝΤ. μαύρο (1) 2. (προφ.) το άσπρο τμήμα κάποιου πράγματος: το ~ του αβγού/του ματιού (= ασπράδι). Το μπλε και το ~ της ελληνικής σημαίας (: γαλανόλευκο). [< μεσν. άσπρο(ν)] ● Υποκ.: ασπρούλης , α, -ικο/-ι ● ΣΥΜΠΛ.: άσπρη μέρα (μτφ.): ευτυχία, εύνοια, και γενικότ. θετικές εξελίξεις, συνήθ. ύστερα από δυσάρεστη περίοδο: Επιτέλους ήρθε/ξημέρωσε ~ ~ και για μας! Πού να δεις ~ ~, με τόσες σπατάλες; Πβ. (δεν) βλέπω Θεού/Κυρίου πρόσωπο., άσπρη/λευκή μπλούζα (προφ.): η λευκή ποδιά που φορούν οι γιατροί και οι υπόλοιποι επιστήμονες υγείας., άσπρο-μαύρο & μαύρο-άσπρο (αρνητ. συνυποδ.): κατάσταση η οποία χαρακτηρίζεται από στοιχεία, επιλογές που αλληλοαποκλείονται: η λογική του ~ου-~ου., άσπρη βούλα βλ. βούλα, άσπρη τρύπα βλ. τρύπα, άσπρη/λευκή γραμμή βλ. γραμμή, λευκός νάνος βλ. νάνος ● ΦΡ.: κάνει το άσπρο μαύρο & κάνει το μαύρο άσπρο (μτφ.): διαστρεβλώνει πλήρως την αλήθεια, την πραγματικότητα: Προπαγάνδα που ~ ~. Μπορεί να σου ~ ~ και να σε πείσει., άσπρο πάτο! βλ. πάτος, άσπρος σκύλος, μαύρος σκύλος, όλοι οι σκύλοι μια γενιά βλ. σκύλος, ντύνομαι στα λευκά βλ. ντύνω [< μτγν. ἄσπρος]

γιορτάρης

γιορτάρης, α, ικο γιορ-τά-ρης επίθ. (λαϊκό): κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: γιορτάρες μέρες: χρονιάρες μέρες.

-ίδικος

-ίδικος, η, ο (προφ.): επίθημα που δηλώνει χαρακτηριστικό, ιδιότητα: ατζαμ~/γουρλ~/μερακλ~. Βλ. -τζίδικος.

κάμωμα

κάμωμα κά-μω-μα ουσ. (ουδ.) (λαϊκό): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του κάνω. Πβ. φτιάξιμο. Κυρ.καμώματα (τα) (προφ.): ασυνήθιστη, πεισματική ή θεατρινίστικη συμπεριφορά: αστεία/κωμικά/νεανικά (: τρέλες)/παιδιάστικα ~ (= φερσίματα).|| Γυναικεία/ερωτικά ~ (= καπρίτσια, τερτίπια). Του κάνει ~ (= κόλπα, κόνξες, κορδελάκια, νάζια, σκέρτσα, τζιριτζάντζουλες, τσακίσματα, τσαλίμια). Άσε, επιτέλους, τα ~ (= γινάτια, πείσματα)!|| (ειρων.) Έλα να θαυμάσεις τα ~ (= άθλους, κατορθώματα) του γιου σου! Όλοι γελάνε με τα ~ά τους.|| (μτφ.) Τα ~ της μοίρας (= γυρίσματα, παιχνίδια). ● ΦΡ.: της νύχτας τα καμώματα/τα καμώματα της νύχτας τα βλέπει η μέρα και γελά (παροιμ.): εργασίες που γίνονται τη νύχτα, κυρ. λεπτεπίλεπτες, ιδ. παλαιότερα, παρουσιάζουν ατέλειες. [< μεσν. κάμωμα]

κλέφτης

κλέφτης κλέ-φτης ουσ. (αρσ.) {κλεφτ-ών} & κλέπτης, κλέφτρα (η) 1. πρόσωπο που κλέβει: επαγγελματίας ~. ~ αυτοκινήτων/έργων τέχνης/κινητών. Κύκλωμα/συμμορία ~ών. Πιάστηκε/συνελήφθη ο ~. Μπήκαν ~ες στο μαγαζί/σπίτι. Πβ. διαρρήκτης, ληστής. Βλ. αρχι~, ζωο~.|| Προσέξτε μη σας γελάσουν, είναι ~ες (= απατεώνες, λωποδύτες)!|| (μτφ.) ~ της καρδιάς (βλ. καρδιοκλέφτρα). 2. ΙΣΤ. {συνήθ. στον πληθ.} μέλος ανυπότακτων ορεσίβιων ομάδων που αποτέλεσαν τον πυρήνα της αντίστασης κατά των Τούρκων: ~ες κι αρματολοί. Το λημέρι των ~ών. Βλ. πρωτο~. 3. ΒΟΤ. σπόρος με λεπτά και λευκά νημάτια που μεταφέρεται σε μεγάλη απόσταση από τον αέρα. ● Υποκ.: κλεφταράκος & κλεφτάκος (ο) ● Μεγεθ.: κλεφταράς & (σπάν.) κλέφταρος (ο) (επιτατ.) ● ΦΡ.: αγαπά ο Θεός τον κλέφτη, αγαπά και τον νοικοκύρη (παροιμ.): αυτός που έχει αδικηθεί, θα βρει τελικά το δίκιο του., κλέφτες κι αστυνόμοι: παιδικό ομαδικό παιχνίδι, κυνηγητό., μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη, τρεις και η κακή του μέρα/ώρα/τρεις και τον τσακώσανε (παροιμ.): έρχεται η στιγμή που οι απατεωνιές, οι κλεψιές κάποιου αποκαλύπτονται., ο κλέφτης και ο ψεύτης τον πρώτο χρόνο χαίρονται (παροιμ.): όποιος κλέβει ή λέει ψέματα, πολύ σύντομα αποκαλύπτεται., σαν τον κλέφτη/σαν κλέφτης (προφ.): αθόρυβα, χωρίς να τον πάρουν είδηση, κρυφά: Έφυγε ~ ~. Πβ. στα κλεφτά., φωνάζει ο κλέφτης, να φοβηθεί/για να φύγει ο νοικοκύρης (παροιμ.): για κάποιον που, ενώ φταίει, προσπαθεί να ρίξει τις ευθύνες σε όσους υφίστανται τις πράξεις του., κλειδώνω (κι) αμπαρώνω και ο κλέφτης είναι μέσα/τον κλέφτη βρίσκω μέσα βλ. αμπαρώνω [< μεσν. κλέφτης]

-λής & -αλής, -λού & -αλού

-λής & -αλής, -λού & -αλού {-λήδες κ. -αλήδες | -λούδες κ. -αλούδες} (λαϊκό): επίθημα για τη δήλωση χαρακτηριστικού ή ιδιότητας: μερακ-λής (βλ. -ίδικος). Μπεσ-αλής/-αλού.

μαρμότα

μαρμότα μαρ-μό-τα ουσ. (θηλ.): ΖΩΟΛ. είδος μεγαλόσωμου σκίουρου (γένος Arctomys) με στρογγυλό κεφάλι, μικρά αυτιά, παχιά ουρά και πλούσιο καστανοκόκκινο τρίχωμα, το οποίο πέφτει σε χειμερία νάρκη και θηρεύεται κυρ. για τη γούνα του. ● ΣΥΜΠΛ.: η (η)μέρα της μαρμότας: για εμπειρία που επαναλαμβάνεται. [< γαλλ. marmotte]

μεσημέρι

μεσημέρι με-ση-μέ-ρι ουσ. (ουδ.) {μεσημερ-ιού}: η δωδέκατη ώρα της ημέρας και συνεκδ. το χρονικό διάστημα μεταξύ πρωινού και απογεύματος: καλοκαιρινό ~. Η ζέστη/ο ήλιος/το φως του ~ιού. Μετά το/πριν από το/ως το ~. Πήγε ~ (= μεσημέριασε) κι ακόμα να ξυπνήσει! Βλ. βράδυ. ΣΥΝ. γιόμα2 (1), μεσημβρία (1) ● Υποκ.: μεσημεράκι (το): Θα έρθω κατά το ~. ● ΦΡ.: μέρα μεσημέρι: λέγεται για να δηλωθεί με έμφαση ότι κάτι παράνομο ή αξιοπερίεργο έγινε φανερά, μπροστά στα μάτια των περαστικών: εν ψυχρώ δολοφονία ~ ~. Την απήγαγαν ~ ~., μας πήρε (το) μεσημέρι/μας πήρε το βράδυ βλ. παίρνω, ντάλα μεσημέρι βλ. ντάλα [< μεσν. μεσημέρι(ν)]

μετρώ

μετρώ [μετρῶ] με-τρώ ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {μετρ-ά κ. -άει ... | μέτρ-ησα, -ήσει, -ιέται (σπανιότ.) -άται κ. -είται ..., -ήθηκε, -ηθεί, -ημένος, -ώντας} & μετράω 1. καθορίζω, υπολογίζω τον συνολικό αριθμό: ~ τις απουσίες/τα κέρδη/τον πληθυσμό (πβ. απογράφω)/τα ρέστα/τους τραυματίες/τα φύλλα της τράπουλας/τα χρήματα/τις ψήφους. ~ ένα-ένα/με τα δάχτυλα/λάθος/σωστά. ~ησα σαράντα άτομα. Να ~ηθούμε να δούμε πόσοι είμαστε. Πβ. κατα~.|| (μτφ.) Είκοσι χρόνια ~άει στο τραγούδι ο γνωστός τραγουδοποιός. ~ούν τέσσερις συνεχόμενες εντός έδρας νίκες. Το συγκρότημα ~άει (= απαριθμεί) πολλές επιτυχίες. Πβ. αριθμώ. 2. υπολογίζω το μέγεθος, την ποσότητα, τον βαθμό, συνήθ. με ειδικό όργανο ή βάσει κάποιας μονάδας μέτρησης: ~ (με ακρίβεια) την απόσταση (μεταξύ δύο σημείων)/το βάρος/τις διαστάσεις (του χώρου)/την ένταση του ήχου/τη θερμοκρασία/την ισχύ/τη μάζα/τον όγκο/την τάση/την ταχύτητα/την υγρασία/το ύψος. ~ με τη μεζούρα. ~ τους σφυγμούς/τους χτύπους της καρδιάς. Ο χρυσός ~ιέται σε καράτια. Οι γωνίες ~ούνται με/σε μοίρες. ~ήθηκαν τα επίπεδα λιπιδίων του αίματος. (προφ.) Με ~ησε ο γιατρός και έχω πίεση (= μου ~ησε, μου πήρε την πίεση).|| Τεστ που ~ά τη νοημοσύνη.|| Ο χρόνος ~άει από τώρα. Κάθε καλάθι ~άει για (= ισοδυναμεί με) δύο πόντους (πβ. πιάνεται). Η ψήφος του προέδρου ~άει διπλά.|| ~ήθηκα (= ζυγίστηκα) και είμαι 62 κιλά. 3. λέω αριθμούς στη σειρά: ~ από το ένα ως το εκατό. Μέτρα ως το δέκα. ~ ανάποδα/αντίστροφα. 4. εξετάζω, εκτιμώ, σταθμίζω: ~ την απόδοση/τις απώλειες/τις δυνάμεις (μου)/τα λάθη μου/τα οφέλη/τις πληγές. Δεν μπορείς να ~άς την αξία κάποιου με οικονομικά κριτήρια.|| ~ιέται η αγάπη; Η συμβολή της στη λογοτεχνία δεν μπορεί να ~ηθεί (= είναι ανεκτίμητη). Πβ. αποτιμώ, ελέγχω, ζυγιάζω, ζυγίζω, λογαριάζω. 5. (μτφ.) αξίζω, θεωρούμαι ή αποδεικνύομαι σημαντικός: Η γνώμη σου/ο λόγος του ~άει πολύ για μένα. Δεν ~άει μόνο η ηλικία στο ... Η κίνηση/σκέψη ~άει και όχι η τιμή του δώρου. Το αποτέλεσμα/η προσπάθεια ~άει. Ξεπέρασε τον κίνδυνο κι αυτό είναι που ~άει. Κάθε λεπτό ~άει. ~ησε η εμπειρία και η καλή άμυνα της ομάδας μας. Τι ~ησε για τη/στη λήψη αυτής της απόφασης; 6. συμπεριλαμβάνω κάποιον ή κάτι σε ένα σύνολο ή συνυπολογίζομαι: ~ησες και τον φίλο μου στους καλεσμένους; Πβ. προσ~, συγκαταλέγω.|| Η εργασία είναι προαιρετική και ~ά θετικά στον τελικό βαθμό. ~ησε ο βαθμός πτυχίου στον διορισμό του.μετράει: είναι έγκυρο: Το γκολ/ρεκόρ/τρίποντο δεν ~ησε (= ακυρώθηκε). Η πρώτη προσπάθεια δεν ~άει. ● Παθ.: μετριέμαι: ανταγωνίζομαι, συναγωνίζομαι ή συγκρίνομαι με κάποιον ως προς κάτι: ~ηθήκαμε στα ίσια. Έλα να ~θούμε, αν τολμάς! Πβ. ανα~, παραβγαίνω.|| Η χαρά της δημιουργίας δεν ~ιέται με τίποτα άλλο. ● ΦΡ.: μετράω μέρες/ώρες/εβδομάδες 1. (συνήθ. σε περιπτώσεις απόλυσης ή αποπομπής από ένα αξίωμα, θέση ή ολοκλήρωσης μιας θητείας) περιμένω να συμβεί κάτι σύντομα: ~άει ώρες στον πάγκο της Εθνικής/στον προεδρικό θώκο/στον στρατό. 2. (κυρ. για θανατοποινίτη) {στο γ' πρόσ.} πρόκειται να πεθάνει σε μικρό χρονικό διάστημα., μετράω σε κάποιον κάτι (παλαιότ.-προφ., συνήθ. για χρηματικό ποσό): δίνω σε κάποιον ένα σύνολο ομοειδών πραγμάτων, υπολογίζοντας το πλήθος τους επακριβώς ενώπιόν του: Ο αγοραστής τού μέτρησε (: πλήρωσε τοις μετρητοίς) τρεις χιλιάδες ευρώ., μετράω τα λόγια μου (μτφ.): μιλώ συνετά, προσέχω τι λέω: Να ~άς (= μετρημένα) ~ σου. Έχει ευγένεια, ήθος και πάντα ~άει ~ του. Βλ. λίγα λόγια και καλά., μετράω τα σκαλιά/σκαλοπάτια (προφ.): κατρακυλώ σε σκάλα: Γλίστρησε και ~ησε ~., μετράω τις μέρες/τις ώρες/τους μήνες: ανυπομονώ να περάσει ο καιρός: ~ει ~ (μέχρι) να βγει από τη φυλακή/να επιστρέψει/να την ξαναδεί. Πβ. αδημονώ. ΣΥΝ. δεν βλέπω την ώρα να ..., μετράω το κόστος (μτφ.): λαμβάνω υπόψη μου τις συνέπειες: ~ ~ των πράξεών μου., (μετρώ) με τη μεζούρα/με το υποδεκάμετρο βλ. μεζούρα, μετράω προβατάκια/πρόβατα βλ. προβατάκι, μετριούνται/είναι μετρημένοι στα δάχτυλα (του ενός χεριού) βλ. δάχτυλο [< αρχ. μετρῶ]

νύχτα

νύχτα νύ-χτα ουσ. (θηλ.) & (λόγ.) νύκτα & (λαϊκό-λογοτ.) νυχτιά & (αρχαιοπρ.) νυξ {νυκτός, νυκτί} 1. η χρονική διάρκεια ανάμεσα στη δύση και την ανατολή του ήλιου, κατά την οποία επικρατεί σκοτάδι, επειδή στον συγκεκριμένο γεωγραφικό τόπο δεν φτάνουν οι ηλιακές ακτίνες: βαθιά/έναστρη/ζεστή/κρύα/μαύρη ~. ~ με πανσέληνο/χωρίς φεγγάρι. Έχει παγωνιά τη ~. Η ~ της Πρωτοχρονιάς. Κρέμα ~ας/νυκτός. Πουλί της ~ας (= νυχτοπούλι). Μετά/πριν τις έντεκα τη ~. Η ~ (= το σκοτάδι) έπεσε/σκέπασε την πόλη. Ήρθε (αργά) τη ~. Ξύπνησε μες στην (άγρια) ~ (= τα μεσάνυχτα). Δεν μπόρεσε να κλείσει μάτι όλη (τη) ~. (ως επίρρ.) Σηκώνεται ~ (= ξημερώματα), για να πάει στη δουλειά. Μην οδηγήσεις ~! Το νομοσχέδιο πέρασε ~ (: γρήγορα και ξαφνικά, για να αποφευχθούν αντιδράσεις). Πβ. βράδυ. ΑΝΤ. ημέρα (1) 2. (κατ' επέκτ.) το αντίστοιχο χρονικό διάστημα, οι ώρες του βραδινού ύπνου ή ό,τι γίνεται κατά τη διάρκειά του: μοιραία ~. ~ αγωνίας/βομβαρδισμών/τρόμου. Μια ~ στην εξοχή/του χειμώνα. ~ες κεφιού/μοναξιάς (πβ. βραδιά). Είχα ανήσυχη/άσχημη ~ χθες. Η πρώτη ~ του γάμου ~. Καλή σου ~ (= καληνύχτα)! Δεν μπορώ να κοιμηθώ τη ~, έχω αϋπνίες. Πέρασε μια/τη ~ άγρυπνος/στο κρατητήριο. Μεγάλη ~ η χθεσινή (: συνέβησαν κρίσιμα, σημαντικά γεγονότα)! Άνθρωπος της ~ας. Οι νονοί της ~ας. Δουλεύει στη ~. 3. (μτφ.) περίοδος οπισθοδρόμησης, απαισιοδοξίας, θλίψης: η ~ της Κατοχής/του Μεσαίωνα. Πβ. ζοφερότητα, σκοτάδι. ● ΣΥΜΠΛ.: Άγια Νύχτα: η νύχτα των Χριστουγέννων· κατ' επέκτ. το αντίστοιχο χριστουγεννιάτικο τραγούδι., η νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου: για περιπτώσεις που έλαβε ή πρόκειται να λάβει χώρα ένα αποτρόπαιο, φρικαλέο ή συνταρακτικό συμβάν: Θα γίνει ~ ~! [< γαλλ. la nuit de la Saint Barthélémy] , λευκές νύχτες: που οφείλονται στο φαινόμενο του ήλιου του μεσονυχτίου, είναι ορατές στις περιοχές που βρίσκονται ελάχιστα εκτός των ορίων των αρκτικών κύκλων και χαρακτηρίζονται από την ύπαρξη φωτός στον ουρανό, ακόμα και μετά τη δύση του ήλιου: οι ~ ~ της Αγίας Πετρούπολης., λευκή νύχτα 1. βράδυ αϋπνίας: ~ ~ σε ευρωπαϊκές πρωτεύουσες (: όταν τα μπαρ, τα μουσεία, τα εστιατόρια, τα μαγαζιά μένουν ανοιχτά μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες). 2. (κυρ. για συζύγους) χωρίς σεξουαλική επαφή. [< γαλλ. nuit blanche] , δοχείο νυκτός βλ. δοχείο, μαύρα/βαθιά/άγρια μεσάνυχτα βλ. μεσάνυχτα, πεταλούδα/πεταλουδίτσα της νύχτας βλ. πεταλούδα ● ΦΡ.: (μέσα) σε μια νύχτα: μέσα σε ένα βράδυ, δηλ. πολύ γρήγορα, με συνοπτικές διαδικασίες: Έγινε πλούσιος ~ ~. Πβ. μέσα σε μια στιγμή, στο άψε σβήσε. ΣΥΝ. εν μία νυκτί, διά νυκτός (λόγ.): κατά τη διάρκεια της νύχτας: φυγή ~ ~., έγινε η νύχτα μέρα/έκαναν τη(ν) νύχτα μέρα: φωτίστηκε/φώτισαν πολύ το μέρος (σαν να ήταν μέρα): Έγινε ~ με τα πυροτεχνήματα. Οι φωτοβολίδες έκαναν ~., έκανε/έχει κάνει τη νύχτα μέρα (προφ.) 1. κοιμάται τη μέρα και εργάζεται ή διασκεδάζει τη νύχτα. 2. εργάζεται ακατάπαυστα πρωί βράδυ. , εν μία νυκτί (λόγ.): μέσα σε μια νύχτα, ξαφνικά., εν τω μέσω της νυκτός (λόγ.): κατά τη διάρκεια της νύχτας, μέσα στη νύχτα: ληστεία ~ ~., η νύχτα βγάζει επίσκοπο κι η αυγή μητροπολίτη (παροιμ.): για μη αναμενόμενη εξέλιξη σε χρονοβόρες παρασκηνιακές ενέργειες ανάδειξης προσώπων σε αξιώματα., θα φύγει/έφυγε νύχτα (αργκό): θα αποχωρήσει κακήν κακώς. Πβ. σαν τον κλέφτη/σαν κλέφτης., μας πήρε/μας έπιασε/μας βρήκε η νύχτα/το βράδυ & το πρωί/το ξημέρωμα: νύχτωσε, βράδιασε· για δήλωση πολύωρης διάρκειας ή καθυστέρησης: Θα μας βρει/πάρει ~ μέχρι να φτάσουμε (: θα πέσει το σκοτάδι). Με πήρε ~ διαβάζοντας.|| (ως έκφρ. δυσαρέσκειας) Μας πήρε ~ μέχρι να ετοιμαστεί (= βραδιάσαμε, νυχτώσαμε)!, μαύρη είναι η νύχτα στα βουνά (μαύρη σαν καλιακούδα) (προφ.) 1. για να δηλωθεί η πλήρης άγνοια κάποιου σε έναν τομέα: Του ζήτησα βοήθεια, αλλά ~ ~! 2. για δήλωση απαισιοδοξίας: -Πώς πάνε τα πράγματα; -~ ~! 3. σε περιπτώσεις που επικρατεί το μαύρο χρώμα ή σκοτάδι. Πβ. μαύρη (/πολλή) μαυρίλα πλάκωσε, μαύρη σαν καλιακούδα., νύχτα (το) πήρες το δίπλωμα; (ειρων.): προς κάποιον που αποδεικνύεται ανάξιος κάτοχος ενός διπλώματος, συνήθ. οδήγησης., ο κόσμος της νύχτας: άνθρωποι που δραστηριοποιούνται στον χώρο της νυχτερινής διασκέδασης (π.χ. τραγουδιστές, ιδιοκτήτες νυχτερινών κέντρων και οι εργαζόμενοι σε αυτά) ή/και ασχολούνται με παράνομες δραστηριότητες (π.χ. προστασία, εμπόριο ναρκωτικών): ο επικίνδυνος/σκληρός ~ ~. Κυκλώματα που σχετίζονται με τον ~ο ~., όποιος νύχτα περπατεί, λάσπες και σκατά πατεί (παροιμ.): όποιος κινείται σε ύποπτους χώρους ή εμπλέκεται σε επικίνδυνες υποθέσεις, υφίσταται τις συνέπειες., από/απ' το πρωί ως/μέχρι το βράδυ βλ. βράδυ, η μέρα με τη νύχτα βλ. μέρα, η νύχτα των κρυστάλλων βλ. κρύσταλλο, μέρα-νύχτα βλ. μέρα, όνειρο θερινής νυκτός βλ. όνειρο, της νύχτας τα καμώματα/τα καμώματα της νύχτας τα βλέπει η μέρα και γελά βλ. κάμωμα, χίλιες και μια νύχτες βλ. χίλιοι [< μεσν. νύχτα < αρχ. νύξ, γαλλ. nuit, αγγλ. night, γερμ. Nacht]

ξημερώνω

ξημερώνω ξη-με-ρώ-νω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {ξημέρω-σα, -θηκα, -μένος, ξημερών-οντας}: {κυρ. μεσοπαθ.} μένω ξάγρυπνος μέχρι να βγει το φως του ήλιου, να έρθει η αυγή: ~θηκα (= με βρήκε το ξημέρωμα) γράφοντας. ~θηκε με έναν τρομερό πονόδοντο (: πονούσε και δεν μπορούσε να κοιμηθεί). Πβ. ξαγρυπνώ, ξενυχτώ.|| (κ. ως όρκος ή κατάρα) Να μην ~θώ, αν ... Να μην ~θείς!|| (μτφ.-εμφατ.) Βιάσου, γιατί μας ~σες (= καθυστέρησες). ~θήκαμε να σας περιμένουμε.ξημερώνει: φαίνεται το πρώτο φως της μέρας: ~ μια (σημαντική) μέρα. ~ουν Χριστούγεννα. Θα φύγουμε μόλις/πριν ~σει (= φέξει). ~σε για τα καλά. Βλ. βραδιάζει.|| (μτφ.) ~ καινούργια μέρα. ΣΥΝ. χαράζει ● ΦΡ.: τι μέρα (μου) ξημερώνει!: για να δηλωθεί άγνοια, φόβος για το αύριο ή/και για την επόμενη στιγμή: Για να δούμε, ~ θα μας ~σει (: τι μας επιφυλάσσει το μέλλον); Δεν ξέρει τι μέρα ξημερώνει.|| Ποιος ξέρει τι μας ~ει/τι θα μας ~σει (ο Θεός)., όπου λαλούν πολλοί κοκόροι/πολλά κοκόρια, αργεί να ξημερώσει βλ. κόκορας [< μεσν. (ἐ)ξημερώνω]

Πασχαλιά2

Πασχαλιά2 Πα-σχα-λιά ουσ. (θηλ.) (λαϊκό): Πάσχα. Πβ. Λαμπρή. ● ΦΡ.: δεν είναι κάθε μέρα τ' Άι-Γιαννιού/Πασχαλιά/Κυριακή/γιορτή (παροιμ.): δεν μπορούμε να έχουμε κάθε μέρα επιτυχίες ή ευχάριστα γεγονότα. [< μεσν. πασχαλία]

πονηρός

πονηρός, ή, ό πο-νη-ρός επίθ. 1. που σκέφτεται ή/και ενεργεί με δόλιο τρόπο και κακία, με σκοπό την εξαπάτηση ή/και το προσωπικό όφελος· επιτήδειος και συνήθ. πανέξυπνος: Είναι πολύ ~, δεν πιάνεται εύκολα κορόιδο (πβ. καχύποπτος, ΑΝΤ. αφελής, εύπιστος)/να τον προσέχεις (βλ. διαβολεμένος, μουλωχτός, μπαμπέσης, ύπουλος). Πβ. πανούργος. Βλ. κουτο-, παμ-πόνηρος.|| ~ή: πρόταση. ~ό: σχέδιο/τέχνασμα. Προσπαθούν να του αποσπάσουν χρήματα με ~ούς τρόπους/~ά μέσα.|| (χαϊδευτ.) ~ό: θηλυκό (πβ. καπάτσα, κατεργάρα). ~ή: γάτα.|| ~ό: βλέμμα/μυαλό/χαμόγελο. ~ά: μάτια.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) ~ά: δαιμόνια/πνεύματα (= κακά). (ως ουσ.) Έργα του ~ού (= διαβόλου). ΑΝΤ. αγαθός (1) 2. ερωτικού περιεχομένου, σεξουαλικός: ~ές: διαθέσεις/επιθυμίες/ερωτήσεις/σκέψεις. ~ά: ανέκδοτα/ραντεβού/σχόλια/υπονοούμενα. Έχει ~ούς σκοπούς. Πβ. άσεμνος.|| (ως ουσ.) Μην πάει το μυαλό/ο νους σας στο ~ό (= ανήθικο, κακό)! Βλ. -ηρός. ● Υποκ.: πονηρούλης, πονηρούλα (ο/η), πονηρούτσικος , η/ια, ο ● επίρρ.: πονηρά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: πονηρή αλεπού (προφ.): παμπόνηρος άνθρωπος. ● ΦΡ.: εκ του πονηρού (λόγ.): με δόλιο σκοπό: δημοσιεύματα/διαδόσεις ~ ~. , οι καιροί είναι πονηροί/οι μέρες είναι πονηρές: για περιστάσεις που ενέχουν κινδύνους, παγίδες: ~ ~ και πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί., πονηρός ο βλάχος! βλ. βλάχος, βλάχα [< 1: αρχ. πονηρός ‘κοπιαστικός, πανούργος’]

χάπι

χάπι χά-πι ουσ. (ουδ.) {χαπ-ιού | -ιών} ΦΑΡΜΑΚ. 1. στερεό φαρμακευτικό παρασκεύασμα μικρού μεγέθους και συνήθ. κυκλικού ή κυλινδρικού σχήματος, το οποίο λαμβάνεται από το στόμα: αγχολυτικά/αντιαλλεργικά/αντικαταθλιπτικά/ηρεμιστικά/συνταγογραφούμενα ~ια. ~ια βιταμινών (= πολυβιταμίνες)/για την πίεση/κατά του άσθματος/κορτιζόνης. Εθισμένος στα υπνωτικά ~ια. Παίρνει ένα ~ ανά ... ώρες. (για αλόγιστη κατανάλωση:) Καταπίνει τα ~ια με τις χούφτες. Πβ. δισκίο, κάψουλα. Βλ. πολυ~, υπογλώσσιο, υπόθετο.|| Λιποδιαλυτικά/λιποτροπικά ~ια. ~ια αδυνατίσματος/διαίτης. ~ια στεροειδών (βλ. αναβολικά).|| (μτφ.) Αναζητώντας το (θαυματουργό) ~ της ευτυχίας. Βλ. ελιξίριο, μυστικό, φίλτρο2. 2. (ειδικότ.-προφ.) αντισυλληπτικό χάπι. ● χάπια (τα) (προφ.): παραισθησιογόνα χάπια. ● Υποκ.: χαπάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: μπλε χάπι (προφ.): βιάγκρα. [< αγγλ. (little) blue pill] , χάπι της επόμενης μέρας: που το παίρνει γυναίκα μετά από σεξουαλική επαφή κατά την οποία δεν λήφθηκαν ή απέτυχαν οι μέθοδοι προφύλαξης· επείγουσα αντισύλληψη. [< αγγλ. morning-after pill, 1966] , αντισυλληπτικό χάπι βλ. αντισυλληπτικός ● ΦΡ.: πίνω το πικρό ποτήρι βλ. ποτήρι, χρυσώνω το χάπι βλ. χρυσώνω [< τουρκ. hap]

χρονιάρης

χρονιάρης, α, ικο χρο-νιά-ρης επίθ. (λαϊκό): χρονιάρικος. Κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: χρονιάρες μέρες (προφ.): (συνήθ. για έκφραση δυσαρέσκειας προς κάτι αταίριαστο με την περίσταση) μέρες μεγάλης θρησκευτικής γιορτής που γιορτάζονται μία φορά τον χρόνο: Μη μιλάς έτσι, έρχονται/πλησιάζουν και ~ ~! Δεν ντρέπεστε να μαλώνετε ~α ~α (βλ. χριστουγεννιάτικα); ΣΥΝ. γιορτάρες μέρες

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.