μέρισμα μέ-ρι-σμα ουσ. (ουδ.) {μερίσμ-ατος | -ατα}: ΟΙΚΟΝ. ποσό που διανέμεται, συνήθ. ετησίως, από τα κέρδη ανώνυμης εταιρείας στους μετόχους της: αυξημένο/έκτακτο/πληρωτέο/προνομιούχο/πρόσθετο/προσωρινό/συμπληρωματικό/σωρευτικό/τελικό ~. Καταβολή/πληρωμή ~ατος. Βλ. προ~. || Κοινωνικό ~. ● ΣΥΜΠΛ.: ψηφιακό μέρισμα: ΤΗΛΕΠ. φάσμα συχνοτήτων το οποίο απελευθερώνεται κατά την πλήρη μετάβαση από την αναλογική στην ψηφιακή μετάδοση και μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε καινοτόμες εφαρμογές. [< αγγλ. digital dividend] [< μτγν. μέρισμα ‘τμήμα, μερίδα’, γαλλ. dividende]
μερισματαπόδειξη με-ρι-σμα-τα-πό-δει-ξη ουσ. (θηλ.) {συνήθ. στον πληθ.}: ΟΙΚΟΝ. απόδειξη με βάση την οποία καταβάλλεται το μέρισμα στον δικαιούχο: ~είξεις μετοχών. Εξαργύρωση ~είξεων. Βλ. τοκομερίδιο. ΣΥΝ. μερισματόγραφα
μερισματικός , ή, ό με-ρι-σμα-τι-κός επίθ.: ΟΙΚΟΝ. που σχετίζεται με το μέρισμα: ~ή: πολιτική (εταιρείας/τράπεζας). ~ά: έσοδα. ● ΣΥΜΠΛ.: μερισματική απόδοση: το μέρισμα ως ποσοστό της τρέχουσας χρηματιστηριακής τιμής ανά μετοχή για συγκεκριμένη χρονική περίοδο: μετοχές με υψηλές ~ές ~όσεις. ΣΥΝ. μερισματαπόδοση [< αγγλ. dividend yield]
μερισματούχος [μερισματοῦχος] με-ρι-σμα-τού-χος ουσ. (αρσ. + θηλ.): ΟΙΚΟΝ. πρόσωπο που δικαιούται να λάβει μέρισμα: ~οι του ΜΤΠΥ. Πβ. μέτοχος. Βλ. -ούχος1.
-ούχος1
-ούχος1 (λόγ.): επίθημα αρσενικών και θηλυκών ουσιαστικών∙ δηλώνει αυτόν που (κατ)έχει ό,τι εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: εκατομμυρι~/κεφαλαι~/οικοπεδ~. Συνταξι~.|| Aδει~/δικαι~.
τοκομερίδιο
τοκομερίδιο το-κο-με-ρί-δι-ο ουσ. (ουδ.): ΟΙΚΟΝ. έγγραφο που δίνει το δικαίωμα στον κάτοχό του να εισπράξει τον τόκο της ονομαστικής αξίας χρεογράφου για συγκεκριμένη χρονική περίοδο: ετήσιο/μηδενικό ~. ~ σταθερού ή κυμαινόμενου επιτοκίου. Ληγμένα ~α προς είσπραξη. [< γαλλ. coupon d'intérêt]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.