αηδία[ἀηδία] α-η-δί-α ουσ. (θηλ.): (συν)αίσθημα έντονης δυσαρέσκειας, αποστροφής και συνεκδ. καθετί που την προκαλεί: γκριμάτσα/έκφραση ~ας. Κοιτάζω με/νιώθω/με πιάνει/μου έρχεται ~. Κάνω εμετό από (την) ~. Η εμφάνισή/η στάση/η συμπεριφορά του μου προκαλεί ~. Τα γαλακτοκομικά τού φέρνουν ~ (= αναγούλα). Πβ. απέχθεια, βδελυγμία, σιχαμάρα, σιχασιά.|| Το έργο/το ντύσιμο/το φαγητό είναι (σκέτη) ~/μια ~ (και μισή). Πώς μπορείς και τρως αυτή την ~; ● αηδίες (οι) (προφ.): ανόητα λόγια ή σπανιότ. πράξεις: Όλο ~ (= βλακείες) λες. Τι ~ (= κουταμάρες, σαχλαμάρες) είναι αυτές που κάνετε! Δεν θέλω ν' ακούω ~ (= χαζομάρες)! Ποιος διαδίδει τέτοιες ~ (= συκοφαντίες, ψέματα); ~ και ξεράσματα. (απαξιωτικά) -Υποσχέθηκε να μας δώσει αύξηση. -~! ● ΦΡ.: καταντά(ει) αηδία (προφ.): γίνεται ανυπόφορος, ενοχλητικός: Από κάποιο σημείο και έπειτα ~ ~, να λέει όλη την ώρα το ίδιο πράγμα. Φίλε, κατάντησες ~., μέχρι αηδίας & μέχρις αηδίας (εμφατ.): υπερβολικά, υπέρμετρα: Είναι σοβαρός/τυπικός ~ ~. Βλέπει τηλεόραση ~ ~. [< αρχ. ἀηδία, γαλλ. dégoût]
αίμα[αἷμα] αί-μα ουσ. (ουδ.) {αίμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. ΙΑΤΡ. το κόκκινο υγρό που κυκλοφορεί στην καρδιά, τις αρτηρίες, τις φλέβες και τα τριχοειδή αγγεία του ανθρώπου και των άλλων σπονδυλωτών ζώων και κατ' επέκτ. των ασπόνδυλων, μεταφέροντας οξυγόνο και τις αναγκαίες για τον οργανισμό ουσίες και απομακρύνοντας τις άχρηστες: αναλυτής/απώλεια/δείγμα/θρόμβος/ίχνη/καλλιέργεια/κηλίδες/ορός/προσφορά/ροή/χορήγηση/φιάλη ~ατος. Οι λειτουργίες/τα λιπίδια/οξυγόνωση/πηκτικότητα/παράγωγα/το πλάσμα/σάκχαρο/συστατικά του ~ατος. Ασθένειες του ~ατος (βλ. αν-, λευχ-, σηψ-, υπερ-αιμία). Λεκές από ~. Ανιχνεύτηκαν υψηλά επίπεδα χοληστερόλης στο ~. Έκθεση σε μολυσμένο ~. Έδωσε/πρόσφερε ~ (: έγινε αιμοδότης). Χρειάζεται επειγόντως ~. Βγήκε/έτρεξε ~ από τη μύτη του/την πληγή. Του πήραν ~ (για εξέταση). Εμφάνισε ~ στα ούρα. Έχει πολύ ~ (: κατά την έμμηνο ρύση). Τα χέρια του γέμισαν ~/~ατα. (εμφατ.) Το κουνούπι τού ήπιε/ρούφηξε το ~. Βλ. αιμο-πετάλιο, -σφαίρια.|| (στον πληθ., για δήλωση μεγάλης ποσότητας) Τον είδε μες στα ~ατα.|| (μτφ.) Το καρπούζι είναι/στάζει ~ (: είναι πολύ κόκκινο, ζουμερό). 2. (μτφ.) ζωτική δύναμη, το ίδιο το άτομο, η ζωή του: Αυτό το σπίτι είναι το ~ του (: ο ιδρώτας, ο κόπος, ο μόχθος του). Σου έδωσα το ~ μου (: την ψυχή)/το ~ της καρδιάς μου! 3. (μτφ.) καταγωγή, συγγένεια και συνεκδ. ο συγγενής: Έχει/κυλάει αριστοκρατικό/βασιλικό/ελληνικό/τσιγγάνικο ~ στις φλέβες του. Είμαστε ένα/το ίδιο ~ (πβ. όμαιμος). (επίσ.) Εξ ~ατος διαδοχή/καταγωγή.|| (συνεκδ.) Ό, τι κι αν κάνει, είναι ~ μου και δεν μπορώ να του κρατήσω κακία. Τον πρόδωσε το ίδιο του το ~. 4. (μτφ.) φόνος: ταινίες με πολύ ~. Ζητά εκδίκηση για το ~ αθώων. Διψά για ~. (προτρεπτικά) ~ στο ~ (: ο φόνος πρέπει να πληρωθεί με φόνο, βλ. βεντέτα). Θυσίες/ποτάμι ~ατος (: για αιματοχυσία).|| Το πρώτο ~ (: οι πρώτοι νεκροί του αγώνα/πολέμου). Το ~ των ηρώων/μαρτύρων (= η θυσία). ● ΣΥΜΠΛ.: ακάθαρτο αίμα: το αίμα που περιέχει ουσίες τις οποίες αποβάλλει ο οργανισμός: Από την καρδιά το ~ ~ οδηγείται στους πνεύμονες., γαλάζιο αίμα: αριστοκρατική καταγωγή: Έχει ~ ~ (: είναι γαλαζοαίματος). Στις φλέβες του κυλά/ρέει ~ ~., δεσμός αίματος {συνηθέστ. στον πληθ.}: σχέση συγγένειας και κατ' επέκτ. δυνατής φιλίας: ~ ~ μεταξύ γονέα και παιδιού. Τους ενώνουν/συνδέουν (άρρηκτοι/ακατάλυτοι) ~οί ~.|| (μτφ.) Μεταξύ των εταιρειών υπάρχει ~ ~. [< γερμ. die Bande des Blutes] , εξέταση/ανάλυση/τεστ αίματος: ΙΑΤΡ. εξέταση δείγματος αίματος με σκοπό τον καθορισμό της ομάδας αίματος, την ύπαρξη παθολογικού ή κληρονομικού παράγοντα: γενική/διαγνωστική/ειδική/μικροβιολογική ~ ~. Ανοσολογικές/βιοχημικές/εξειδικευμένες αναλύσεις ~. ~ ~ και ούρων. ~ ~ για την ανίχνευση ιού/μεσογειακή αναιμία. Διάγνωση της νόσου με μία απλή ~ ~. Έκανε γενική (ενν. εξέταση) αίματος. [< αγγλ. blood test, 1912] , κρύο αίμα: ψυχραιμία., κύκλος (του) αίματος: διαδοχικοί φόνοι, αιματοχυσία., λήψη αίματος: ΙΑΤΡ. διαδικασία κατά την οποία λαμβάνεται αίμα με σύριγγα (για εργαστηριακές εξετάσεις). ΣΥΝ. αιμοληψία, λουτρό αίματος (μτφ.): αιματοχυσία: Σύγκρουση που εξελίχθηκε/κατέληξε σε (απίστευτο/φρικιαστικό) ~ ~ αμάχων. [< γαλλ. bain de sang] , μαύρο/σκοτωμένο αίμα (εμφατ.): το σκούρο κόκκινο αίμα ή αυτό που προέρχεται από χτύπημα ή προκαλείται από ασθένεια: Άνοιξε η πληγή και βγήκε/έτρεξε ~ ~., μετάγγιση αίματος: ΙΑΤΡ. μετάγγιση. [< γαλλ. transfusion sanguine] , νέο αίμα (μτφ.): νέοι άνθρωποι με ανανεωτικές, προοδευτικές και πρωτοπόρες ιδέες σε κάποιον χώρο, τομέα: Χρειαζόμαστε ~ ~ στον αθλητισμό/στη Βουλή. Το ~ ~ (: προσωπικό) που θα στελεχώσει την εταιρεία. [< αγγλ. new blood] , ντόπινγκ αίματος: ΑΘΛ. μετάγγιση ερυθρών αιμοσφαιρίων σε αθλητή, συνήθ. πριν από αγώνα, που του είχαν αφαιρεθεί παλιότερα, για να αυξηθεί η ικανότητα οξυγόνωσης του οργανισμού του: Έλεγχος ~ ~. [< αγγλ. blood doping, 1973] , ομάδα αίματος & (σπάν.) τύπος αίματος: ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. κατηγοριοποίηση του αίματος με βάση την παρουσία ή απουσία ειδικών αντιγόνων στα ερυθρά αιμοσφαίρια: ~ ~ A, B, AB, 0. Βλ. ρέζους. [< αγγλ. blood group/type, 1916] , όρκος αίματος: όρκος που επισφραγίζεται με χύσιμο αίματος: δεμένοι με ~ο ~. Έδωσαν ~ο ~ (: για αιώνια πίστη και αφοσίωση)., πήξη του αίματος: ΙΑΤΡ. διαδικασία κατά την οποία το αίμα μετατρέπεται σε αδιάλυτο σύνολο (πήγμα): Τα αιμοπετάλια βοηθούν στην ~ ~. Βλ. αιμορροφιλία, αντιπηκτικό, προθρομβίνη., πίεση (του) αίματος: ΙΑΤΡ. πίεση που ασκεί το αίμα στα τοιχώματα των αιμοφόρων αγγείων: αυξημένη/διαστολική/συστολική/υψηλή/φυσιολογική/χαμηλή (αρτηριακή) ~ ~. [< αγγλ. blood pressure] , το αίμα του Ιησού/Κυρίου/Χριστού: ΕΚΚΛΗΣ. ο οίνος της Θείας Ευχαριστίας: Κοινωνώ/μεταλαμβάνω (το) σώμα και (το) ~ ~., τράπεζα αίματος: χώρος συλλογής, επεξεργασίας και αποθήκευσης αίματος με σκοπό τη διάθεσή του για μεταγγίσεις και κατ' επέκτ. ο αντίστοιχος οργανισμός: Δίνω αίμα στην ~ ~. [< γερμ. Blutbank] , φόρος αίματος (μτφ.): μεγάλος αριθμός βίαιων θανάτων συνήθ. σε πολεμική επιχείρηση, αιματοχυσία, ατύχημα: ~ ~ στην άσφαλτο. Βαρύ ~ο ~ πλήρωσαν οι στρατιώτες στο πεδίο της μάχης., κυκλοφορία του αίματος βλ. κυκλοφορία ● ΦΡ.: (συγγενείς/συγγένεια) εξ αίματος: με κοινή οκογενειακή καταγωγή: Έχουν/συνδέονται με συγγένεια ~ ~ δεύτερου/πρώτου βαθμού. Είναι συγγενείς ~ ~ σε ευθεία/πλάγια γραμμή. ΑΝΤ. (συγγενείς/συγγένεια) εξ αγχιστείας/από αγχιστεία, αίμα και άμμος!: (για χαρακτηρισμό έκρυθμων καταστάσεων) μεγάλη φασαρία, πολλά επεισόδια εξαιτίας οξυμμένων αντιπαραθέσεων ή έντονου φανατισμού: Έγινε ~ ~ στη διαδήλωση. Θα γίνει ~ ~ στο αυριανό ντέρμπι. Πβ. τα έκαναν γυαλιά καρφιά., ανάβουν τα αίματα: προκαλείται αντιπαράθεση, μεγάλη ένταση, θυμός: Άναψαν ~ στον αγωνιστικό χώρο/στη συνεδρίαση του δημοτικού συμβουλίου., βάζω (κάποιον)/μπαίνω στα αίματα: κινητοποιώ κάποιον να αναμειχθεί με κάτι ή παρασύρομαι να εμπλακώ σε αυτό: Τον έβαλε/μπήκε ~ να ασχοληθεί με την πολιτική., βουτηγμένος στο αίμα 1. για πρόσωπο που αιμορραγεί. 2. για εγκληματία: Είναι ~ ~ από τα αλλεπάλληλα φονικά.|| (σπανιότ.) Βούτηξε τα χέρια του ~ αθώων (: τους σκότωσε)., βράζει/κοχλάζει το αίμα (μτφ.): για μεγάλη ζωντάνια, ενεργητικότητα και έντονες ορμές: Νέοι είναι, ~ ~ τους., δεν έχει αίμα μέσα/στις φλέβες του/σταγόνα αίμα μέσα του/δεν τρέχει/κυλάει αίμα στις φλέβες του (μτφ.): δεν έχει αισθήματα, μένει ασυγκίνητος μπροστά στον ανθρώπινο πόνο: Εσύ δεν έχεις αίμα (μέσα/πάνω) σου/δεν κυλάει αίμα στις φλέβες σου! Είσαι εντελώς αναίσθητος!, δίνω/χύνω το αίμα μου (για κάποιον/κάτι): δίνω τη ζωή μου, θυσιάζομαι για κάτι: Έδωσαν ~ τους για τη λευτεριά/την πατρίδα/την πίστη., είναι/το έχω στο αίμα μου: έχω την τάση να κάνω κάτι, είναι αναπόσπαστο στοιχείο του χαρακτήρα μου, το έχω εκ γενετής: Το ψέμα είναι ~ της (: στη φύση, στο είναι της, μέσα της). [< γαλλ. dans le sang] , κάποιος/κάτι μου ανεβάζει το αίμα στο κεφάλι/την πίεση (μτφ.-εμφατ.): με εξοργίζει, με κάνει έξω φρενών: Η απραξία/ο δόλος του μου ανέβασε ~. Με τα καμώματά της ~ ~., κατουρώ/ξερνώ αίμα: αποβάλλω αίμα από τα αντίστοιχα σημεία του σώματος: (κ. μτφ. ως απειλή) Θα σε κάνω να κατουρήσεις/ξεράσεις ~., κολυμπώ/πλέω/λούζομαι στο αίμα (μτφ.): είμαι γεμάτος αίμα, συνήθ. ως αποτέλεσμα μεγάλης αιμορραγίας ή πολλαπλών τραυμάτων., λερώνω τα χέρια μου με αίμα (μτφ.): διαπράττω φόνο: Λέρωσε τα χέρια του ~ αδερφικό., με αίμα (μτφ.) 1. με φόνο: Η προσβολή/ο φόνος/το αίμα θα ξεπλυθεί ~ ~. 2. με αιματοχυσία, με προσφορά, στέρηση της ζωής κάποιου (για την επίτευξη ανώτερου σκοπού): γη βαμμένη/ποτισμένη ~ ~. 3. με κόπους, με βάσανα και στερήσεις: Ό,τι απέκτησε, το απέκτησε ~ ~ (και δάκρυα/θυσίες/ιδρώτα/πόνο)., με πήραν τα αίματα (προφ.): άρχισα να χάνω αίμα, αιμορραγώ (εξαιτίας τραυματισμού)., μέχρι την τελευταία ρανίδα του αίματος & (λόγ.) μέχρι τελευταίας ρανίδος: για αγώνα ή προσπάθεια που γίνεται μέχρι(ς) εσχάτων: Υπερασπίστηκαν την ελευθερία ~ του αίματός τους. Θα παλέψουμε μέχρι τελευταίας ρανίδος., μου (έ)κοψε το αίμα/τη χολή & (σπάν.) μου έσπασε τη χολή (μτφ.): με τρόμαξε πολύ: Μου ~ψες ~! Ακούστηκε ένας δυνατός κρότος που του ~ ~.|| Μου κόπηκε ~ από τον φόβο (= κατατρόμαξα)., πάγωσε το αίμα (στις φλέβες) μου (μτφ.): τρόμαξα πολύ, παρέλυσα από τον φόβο: Η είδηση/ο σεισμός ~ ~ στις φλέβες μας., παίρνω το αίμα μου πίσω/πίσω το αίμα μου & παίρνω το δίκιο μου πίσω (μτφ.): εκδικούμαι: Είναι αποφασισμένος να πάρει το αίμα του πίσω για την ταπείνωση που υπέστη., πνίγω στο αίμα (μτφ.): καταστέλλω κάτι με βίαιο τρόπο, προκαλώντας τον θάνατο πολλών ατόμων: Η διαδήλωση/εξέγερση/στάση ~ηκε ~.|| Ο τόπος ~ηκε ~ από τα εχθρικά στρατεύματα (= αιματοκυλίστηκε)., πότισε με το αίμα του: θυσιάστηκε για κάτι: ~σαν ~ τους το δέντρο της λευτεριάς. ~σε την πατρική γη με ~. Η σημαία ποτίστηκε με ~ των αγωνιστών. Γη ποτισμένη με αίμα ηρώων/μαρτύρων., σιγά τα αίματα! (προφ.-ειρων.): απαξιωτική απάντηση σε απειλή ή για κατάσταση που θεωρείται σοβαρή ή προκαλεί φόβο: (καλέ) ~ ~, μας τρόμαξες! ~ ~, ρε μεγάλε/παλικαράδες!, το αίμα νερό δεν γίνεται: οι συγγενικοί δεσμοί δεν καταλύονται: Αδέρφια είναι, όσο κι αν τσακώνονται, στο τέλος τα ξαναβρίσκουν. ~ ~!, τραβάει το αίμα μου (κάτι) (μτφ.): έχω την τάση, ρέπω προς κάτι συνήθ. αρνητικό: Την τραβάει ~ του την απατεωνιά. Το τραβάει ~ του να τσακώνεται με τους άλλους., φτύνω αίμα 1. (μτφ.) βασανίζομαι σκληρά, ταλαιπωρούμαι αφάνταστα, για να επιτύχω κάτι: Καθημερινά ~ει ~ για το μεροκάματο. Έφτυσε ~ για να βγάλει το Πανεπιστήμιο/να μεγαλώσει τα παιδιά του. (απειλητ.) Θα τον κάνω να ~σει ~! Πβ. δεινοπαθώ, μαρτυρώ, παιδεύομαι, χτικιάζω. 2. έχω αιμόπτυση., χύνεται (άφθονο/πολύ) αίμα (/χύνονται ποτάμια/ποταμοί αίματος)/τρέχει (ποτάμι το) αίμα: προκαλείται αιματοχυσία, θάνατος από σκοτωμό, ατύχημα ή προσωπική θυσία: Έχει χυθεί πολύ αίμα/έχουν χυθεί ποτάμια αίματος στην άσφαλτο (: για τα θανατηφόρα τροχαία ατυχήματα).|| Θα χυθεί πολύ αίμα στον αυριανό αγώνα (ΣΥΝ. θα γίνει χαμός)!, βάφτηκε με/στο αίμα βλ. βάφω, έβαψε/έχει βάψει τα χέρια του με/στο αίμα βλ. βάφω, έγραψε (κάτι) με το αίμα του βλ. γράφω, μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι/η πίεση βλ. ανεβαίνω, ρουφάει/πίνει το αίμα/το μεδούλι κάποιου βλ. ρουφώ, τα χέρια του στάζουν αίμα βλ. στάζω, υπογράφω με το αίμα μου βλ. υπογράφω, χύνω αίμα/ιδρώτα βλ. χύνω [< αρχ. αἷμα, γαλλ. sang]
από[ἀπό] α-πό πρόθ. & (προφ.) απ' (πριν από φωνήεν ή γεν./αιτ. οριστικού άρθρου) & αφ' (πριν από φωνήεν δασυνόμενης (παλαιότ.) λέξης) (+ αιτ.) δηλώνει: 1. απομάκρυνση από τόπο, αποχωρισμό από πρόσωπο: Μην απομακρυνθείς ~ το σπίτι! Τους διώξανε ~ τον τόπο τους. Θα λείψει μερικές μέρες ~ το σχολείο. Κατέβηκε ~ το λεωφορείο. Πέταξε τα χρήματα ~ το μπαλκόνι. (+ επίρρ.) Φύγε ~ κοντά μου! Έπεσε/πήδηξε ~ ψηλά.|| (μτφ.) Το τελικό σχέδιο απέχει πολύ ~ το αρχικό. Είμαστε ακόμα πολύ μακριά ~ την επιτυχία!|| Θέλει να τον χωρίσει ~ τους δικούς του. 2. στέρηση, έλλειψη, απαλλαγή: προστασία ~ τον ήλιο. Θέατρο άδειο ~ κόσμο. Ορφανή ~ μητέρα. Στερημένος ~ αγάπη. Απελευθερωμένος ~ το άγχος/κάθε εξάρτηση/τις συμβάσεις/ταμπού. Δεν έχω ανάγκη ~ τίποτε. Παραιτήθηκε ~ βουλευτής. Ξέμεινε ~ μετρητά. Έχει εξαιρεθεί ~ κάθε υποχρέωση. Δεν πρόκειται να γλιτώσεις/ξεφύγεις/σωθείς ~ τα χέρια του! 3. καταγωγή ή προέλευση: Κατάγεται ~ τον Βόλο. Δεν είναι ~ 'δω/τα μέρη μας. Βαστάει/κρατάει ~ μεγάλη οικογένεια.|| Γυρνώντας ~ τη δουλειά ... Πότε επιστρέφεις ~ το εξωτερικό; Γράμματα ~ το μέτωπο. Αποσπάσματα/χωρία ~ αρχαία κείμενα. Σκηνή ~ την ταινία. Συμμετοχές ~ όλη τη χώρα. Δώρα ~ φίλους. (+ επίρρ.) Προϊόντα ~ έξω (= ξένα). Έρχομαι ~ μακριά.|| Δεν δέχτηκε/ζήτησε/πήρε χρήματα ~ τον ασθενή. Δανείστηκε ~ συγγενείς. 4. χρονικό ή τοπικό σημείο αφετηρίας, έναρξης, εκκίνησης: ~ αύριο αρχίζω δίαιτα! ~ νωρίς στα βάσανα. Δουλεύει ~ μικρός. Πέρασαν χρόνια ~ τη στιγμή/τότε που …|| Γυμνός ~ τη μέση και πάνω. Το σπίτι της είναι μερικά μέτρα/λεπτά ~ το γραφείο. (μτφ.) Βλέπει τα πράγματα ~ τη δική του γωνία/σκοπιά.|| (από ... μέχρι/ως· για χρονικό ή τοπικό διάστημα, εύρος:) ~ την αρχή ως το τέλος. ~ την ανατολή ως τη δύση. Έχεις προθεσμία ~ τις αρχές του μήνα/το πρωί ίσαμε/μέχρι/ως ... Τον κάνω ~ τριάντα μέχρι τριάντα πέντε. H διαδρομή ξεκινά ~ ... και φτάνει μέχρι/ως … Η θερμοκρασία θα κυμανθεί ~ ... μέχρι ... βαθμούς Κελσίου.|| (εμφατ.) Στην αποθήκη υπάρχουν ~ καρφιά μέχρι πριόνια (= όλα τα απαραίτητα). Γνωρίζει τους πάντες, ~ τον πιο μικρό μέχρι/ως τον πιο μεγάλο. 5. Διέλευση, κατεύθυνση: πέρασμα ~ τούνελ/φαράγγι/χαράδρα. (ΓΕΩΜ.) Η ευθεία διέρχεται ~ τα σημεία Α και Β. Ήρθε ~ άλλο δρόμο. Ο κλέφτης μπήκε ~ το παράθυρο. Περνάω την κλωστή ~ τη βελόνα. Έλα/πέρνα το βράδυ ~ εδώ/το σπίτι. Πώς (κι) ~ 'δω;|| (εμφατ.) Περάσαμε ~ πόλεις και χωριά/όρη και βουνά (= ~ παντού). (... + σε) Πήγαιναν ~ πόρτα σε πόρτα (: για να εκφραστεί ακολουθία).|| (+ γεν.) (λόγ.) Περιοχή προσβάσιμη (μόνο) ~ αέρος/θαλάσσης/ξηράς (πβ. δια μέσου, μέσω). 6. εντοπισμό στον χώρο: (μετά από τοπικά επιρρήματα) έξω/πίσω ~ το σπίτι. (~) μέσα ~ το πουκάμισο. Λάμπα πάνω ~ το τραπέζι. Πέρα ~ τον ορίζοντα. Κοιτούσε μέσα ~ τις γρίλιες.|| Κάθεται ~ μέσα/τη μέσα μεριά. 7. σημείο στήριξης, εξάρτησης: Κρέμασε το φανάρι ~ το γάντζο/(+ επίρρ.) ψηλά. Κρεμάστηκε ~ το λαιμό του. Βάστα/κράτα/πιάσε με ~ το χέρι!|| (μτφ.) Τα πάντα εξαρτώνται ~ σένα! Ανεξάρτητα ~ το αποτέλεσμα ... 8. τον δεύτερο όρο σύγκρισης: ανώτερος/ικανότερος ~ τους άλλους. Πιο έξυπνος ~ όλους. Προτιμάς αυτόν ~ εμένα; (+ επίρρ.) Eίμαι καλύτερα ~ (= παρά) ποτέ. Μου φάνηκε διαφορετικός ~ ό,τι συνήθως. Πβ. συγκριτικά με, σε σχέση με. 9. ποιητικό αίτιο: Το δουλεμπορικό καταδιώχτηκε ~ σκάφος του Λιμενικού. Η αξιολόγηση θα γίνει ~ αρμόδια επιτροπή. Πτυχίο αναγνωρισμένο ~ το κράτος. Σπίτια κατεστραμμένα ~ τη φωτιά.|| (με ρηματικά επίθετα:) Αγαπητή/αποδεκτή ~ όλους. 10. αιτία: τραυματισμός ~ πτώση (ΣΥΝ. εξαιτίας, λόγω). Κουρασμένος ~ το ταξίδι. Κέρδη ~ επενδύσεις. Πήγε ~ πνιγμό (= πνίγηκε). Δάκρυσε ~ συγκίνηση. Πέθανα ~ την ντροπή μου! Κοκκίνισε ~ το κακό του! ~ το γέλιο της κατάλαβε ότι τον ειρωνευόταν.|| (όργανο:) Nεκρός ~ μαχαίρι. 11. ύλη, περιεχόμενο: έπιπλα ~ καρυδιά. Βάζο ~ γυαλί (= γυάλινο). Φόρεμα ~ μετάξι. Κοσμήματα ~ χρυσό.|| Σταγόνες ~ αίμα (= αίματος). Σωρός ~ ξύλα. Βουνό ~ άπλυτα! Ομάδα/παρέα ~ νεαρά άτομα. 12. τρόπο ή μέσο: Έμαθαν τα νέα ~ τους γείτονες/την τηλεόραση. Τα κατάφερα ~ μόνος μου! Ζει ~ τους γονείς του (: τον συντηρούν).|| (+ γεν., λόγ.) Eπικοινωνία ~ τηλεφώνου. Πβ. μέσω. 13. αναφορά: Πώς πας ~ χρήματα/υγεία; Δεν ξέρει/σκαμπάζει (τίποτα) ~ υπολογιστές! Άσχετος ~ αυτοκίνητα. (ειρων.) ~ δουλειά άλλο τίποτα! 14. το σύνολο σε σχέση με μέρος του: ~ τους χίλιους οι εκατό/οι μισοί. Ένας ~ σας θα έρθει. Θα φάω λίγο/έχω ~ όλα. Δοκίμασε ~ το γλυκό. Ένας/κάποιοι/οι περισσότεροι ~ τους παρευρισκόμενους ... Θέλω δύο κιλά ~ αυτά τα μήλα. Δεν ισχύει τίποτε ~ αυτά που λες. Τον πήρε ~ το χέρι.|| (προφ., αφαίρεση:) Δύο ~ πέντε, τρία (: πέντε μείον/πλην δύο κάνουν τρία). 15. επιμερισμό: Έδωσαν/πήραν ~ δέκα ευρώ. Έφαγαν ~ λίγο ο καθένας. 16. (… + σε) μεταβολή: Μετέτρεψαν το δωμάτιο ~ γραφείο σε καθιστικό. ~ το γέλιο στο δάκρυ. Μέσα σε λίγο καιρό έγινε ~ υπάλληλος προϊστάμενος. 17. (κανένας άλλος/καμία άλλη/τίποτα άλλο εκτός ...) εξαίρεση: Δεν έχω κανέναν άλλο (εκτός) ~ εσένα. Δεν υπάρχει καμία άλλη λύση ~ την υποχώρηση. Δεν ξέρει τίποτα άλλο ~ τη δουλειά του. ● ΦΡ.: από κει και πέρα: από το σημείο αυτό και εξής: Άκουσα τις συμβουλές σου, ~ ~ (όμως) άσε με να αποφασίσω μόνος μου., (από) πάππου προς πάππου βλ. πάππος, (από/καλύτερα) μακριά και αγαπημένοι βλ. μακριά, (αυτό) είναι απ' τ' άγραφα! βλ. άγραφος, απ' άκρη σ' άκρη βλ. άκρη, απ' τα ψηλά στα χαμηλά (και απ' τα πολλά στα λίγα) βλ. ψηλός, απ' την καλή (κι απ' την ανάποδη) βλ. καλή, απ' το κακό στο χειρότερο βλ. κακό, από (καλό) σπίτι βλ. σπίτι, από (μεγάλο) σόι/τζάκι βλ. σόι, από (τα) πριν βλ. πριν, από άλλο ανέκδοτο βλ. ανέκδοτο, από άμβωνος βλ. άμβωνας, από αμέλεια βλ. αμέλεια, από αναβολή σε αναβολή βλ. αναβολή, από άνθρωπο σε άνθρωπο βλ. άνθρωπος, από αρχαιοτάτων χρόνων βλ. αρχαίος, από γεννησιμιού (μου/σου/του) βλ. γεννησιμιό, από δεύτερο χέρι βλ. δεύτερος, από δήμαρχος κλητήρας βλ. δήμαρχος, από δω κι από κει & εδώ κι εκεί & μια εδώ και μια εκεί βλ. εδώ, από δω παν' κι (οι) άλλοι βλ. άλλος, από δω τον είχα, από κει τον είχα βλ. έχω, από εδώ και πέρα/και στο εξής/και μπρος βλ. εδώ, από ένστικτο βλ. ένστικτο, από ευγένεια/για λόγους ευγένειας βλ. ευγένεια, από Θεού άρξασθε/άρξασθαι βλ. θεός, από κάθε άποψη βλ. άποψη, από καθέδρας βλ. καθέδρα, από καθήκον βλ. καθήκον, από καιρό σε καιρό βλ. καιρός, από καρδιάς βλ. καρδιά, από καταβολής κόσμου βλ. καταβολή, από κει που ήρθε/'ρθε βλ. εκεί, από κοινού βλ. κοινός, από κόκαλο βλ. κόκαλο, από κοντά βλ. κοντά, από κούνια βλ. κούνια, από κτίσεως κόσμου/Ρώμης βλ. κτίση, από λεπτό σε λεπτό βλ. λεπτό, από Μάρτη καλοκαίρι κι από Αύγουστο χειμώνα βλ. Μάρτης, από μέρα σε μέρα βλ. μέρα, από μέρους (κάποιου) βλ. μέρος, από μηδενική βάση βλ. μηδενικός, από μηχανής θεός βλ. μηχανή, από μικρό κι από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια βλ. αλήθεια, από μνήμης βλ. μνήμη, από μόνος μου/σου/του βλ. μόνος, από μπρος κι από πίσω βλ. εμπρός, από μυλωνάς δεσπότης βλ. μυλωνάς, από παιδί βλ. παιδί, από παλιά βλ. παλιά, από πάνω μέχρι/ως κάτω βλ. πάνω & επάνω, από πατέρα σε γιο βλ. πατέρας, από πού κι ως πού βλ. πού, από πού κρατά(ει)/βαστά(ει) η σκούφια του; βλ. σκούφια, από προσώπου γης/από το πρόσωπο της γης βλ. πρόσωπο, από πρώτο χέρι βλ. πρώτος, από σκοπού βλ. σκοπός, από σπίτι σε σπίτι βλ. σπίτι, από σπόντα βλ. σπόντα, από στήθους βλ. στήθος, από στιγμή σε στιγμή βλ. στιγμή, από στόμα σε στόμα βλ. στόμα, από συνήθεια βλ. συνήθεια, από τα βάθη της καρδιάς/της ψυχής (μου) βλ. βάθος, από τα γεννοφάσκια (μου/σου/του) βλ. γεννοφάσκια, από τα χείλη/διά χειλέων κάποιου βλ. χείλος, από τη μάνα του βλ. μάνα, από τη μια (πλευρά/μεριά) ..., από την άλλη (πλευρά/μεριά) βλ. πλευρά, από τη μια στιγμή/μέρα στην άλλη βλ. μέρα, από τη Σκύλλα στη Χάρυβδη βλ. Σκύλλα, από τη στιγμή που βλ. στιγμή, από την άποψη/από ... άποψη/από απόψεως & από άποψης βλ. άποψη, από την αρχή ως/μέχρι το τέλος βλ. αρχή, από την κόλαση στον παράδεισο βλ. κόλαση, από την κορυφή ως τα νύχια βλ. κορυφή, από την παραγωγή στην κατανάλωση βλ. παραγωγή, από την πίσω πόρτα βλ. πόρτα, από την ώρα που βλ. ώρα, από το άλφα ως το ωμέγα βλ. άλφα, από το αποτέλεσμα βλ. αποτέλεσμα, από το γεγονός ότι βλ. γεγονός, από το ένα αυτί μπαίνει (και) από το άλλο βγαίνει βλ. αυτί, από το ένα στο άλλο βλ. άλλος, από το μηδέν βλ. μηδέν, από το στόμα μου το πήρες! βλ. στόμα, από το στόμα σου και στου Θεού τ' αυτί! βλ. στόμα, από το τίποτα βλ. τίποτα, από τον Άννα στον Καϊάφα βλ. Άννας, από τον καιρό του Νώε βλ. Νώε, από τον πρώτο ως τον τελευταίο βλ. πρώτος, από τώρα; βλ. τώρα, από υποχρέωση βλ. υποχρέωση, από χειρόγραφο βλ. χειρόγραφο, από χέρι σε χέρι βλ. χέρι, από ώρα σε ώρα βλ. ώρα, από/απ' τη μεριά (μου/σου ...) βλ. μεριά, από/απ' το πρωί ως/μέχρι το βράδυ βλ. βράδυ, από/κατά σύμπτωση βλ. σύμπτωση, από/με πρόθεση βλ. πρόθεση, αφ' εαυτού/αφεαυτού (μου/του/της) βλ. εαυτός, αφ' υψηλού βλ. υψηλός, γίναμε από δυο χωριά (χωριάτες) βλ. χωριό, εκ μέρους/από μέρους (κάποιου) βλ. μέρος, εκ πεποιθήσεως βλ. πεποίθηση, εκ/από Θεού βλ. θεός, εξ αντανακλάσεως βλ. αντανάκλαση, εξ αποστάσεως/από απόσταση βλ. απόσταση, κατά λάθος βλ. λάθος, κρέμεται από/σε μια (λεπτή) κλωστή βλ. κλωστή, κρέμομαι από τα χείλη/το στόμα κάποιου βλ. κρέμομαι, μακριά από μας/απ' εδώ βλ. μακριά, μια ανάσα από/πριν από βλ. ανάσα, πάνω απ' όλα βλ. πάνω & επάνω, πάνω απ' τον ώμο (κάποιου) βλ. ώμος, πάνω από το κεφάλι μου/τα κεφάλια μας βλ. κεφάλι, παρελθέτω/απελθέτω απ' εμού το ποτήριον τούτο βλ. ποτήριο, περνά από πολλά χέρια βλ. χέρι, περνώ (κάτι) από την τρύπα/το μάτι της βελόνας βλ. τρύπα, περνώ από (ψιλό) κόσκινο βλ. κόσκινο, περνώ από σαράντα/χίλια κύματα βλ. κύμα, το ψάρι βρομά(ει) απ' το κεφάλι βλ. βρομώ, χωρισμός από τραπέζης και κοίτης βλ. κοίτη [< αρχ. ἀπό, μεσν. απ΄, αρχ. ἀφ΄]
απόδειξη[ἀπόδειξη] α-πό-δει-ξη ουσ. (θηλ.) {-ης (λόγ.) -είξεως | -είξεις, -είξεων} 1. τεκμηρίωση βάσει στοιχείων, συλλογιστική επαλήθευση: (ΝΟΜ.) άμεση/έμμεση/πλήρης ~. ~ της αθωότητας/ενοχής κάποιου. Αδυναμία ~ης συμβάντος. Το δίκαιο της ~ης. Πβ. κατάδειξη. Βλ. αντ~.|| (ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ.) Υπεύθυνη δήλωση/υποχρέωση ~ης (εμπειρίας). Πιστοποιητικό για την ~ προϋπηρεσίας (βλ. βεβαίωση).|| (σπανιότ. αποκάλυψη:) ~ της νοθείας.|| (επιστ.) Αλγεβρική/επαγωγική/επιστημονική/κατασκευαστική/μαθηματική/πειραματική ~ (βλ. θεμελίωση). Βρίσκω/δίνω την ~ ενός θεωρήματος/μιας πρότασης. ~ διά της εις άτοπον απαγωγής/με πείραμα. Η πορεία της ~ης.|| (ΦΙΛΟΣ.) (Τελεολογική) ~ για την ύπαρξη του Θεού. 2. τεκμήριο, πειστήριο: αδιαμφισβήτητη/αδιάσειστη/αδιάψευστη/ακλόνητη/απτή (βλ. δείγμα)/ατράνταχτη/βάσιμη/έμπρακτη/ισχυρή/πειστική/σαφής/τρανή/χειροπιαστή ~. Απουσία/πληθώρα ~είξεων. Έχουμε ~είξεις και ντοκουμέντα. Είναι μόνο ενδείξεις και όχι ~είξεις. Παρέχω/παρουσιάζω/προσκομίζω (νέες) ~είξεις. Κατηγορώ κάποιον χωρίς ~είξεις. Στοιχείο που αποτελεί/συνιστά (την καλύτερη) ~ της αθωότητάς του. Αφέθηκε ελεύθερος ελλείψει ~είξεων. Σαν/ως ~ ανέφερε το γεγονός ότι ... Δεν έχω καμία ~/δεν υπάρχουν ~είξεις για την ανάμειξή του στην απάτη. Δεν έχω ανάγκη από/ζητώ/θέλω/χρειάζονται ~είξεις. Στηρίζω τις απόψεις μου με ~είξεις (βλ. επιχείρημα). 3. έντυπη βεβαίωση κυρ. χρηματικής συναλλαγής: ~ αγοράς/είσπραξης/κατάθεσης/καταβολής εισφοράς/λιανικής/παράδοσης/παραλαβής/πληρωμής/πώλησης. Αριθμός ~ης. ~είξεις ταμειακών μηχανών. Αθεώρητες/διπλότυπες/εξοφλητικές/θεωρημένες/νόμιμες ~είξεις. Βιβλίο/μπλοκ ~είξεων. Δίνω/εκδίδω/κόβω/χορηγώ ~ παροχής υπηρεσιών. Ζητώ/παίρνω ~ (για τις αγορές μου). Κρατώ/μαζεύω/φυλάω τις ~είξεις. || ~ επίδοσης. Βλ. μερισματ~, τιμολόγιο. ● ΣΥΜΠΛ.: το βάρος (της) απόδειξης & (λόγ.) αποδείξεως: ΝΟΜ. η ευθύνη ή υποχρέωση κάποιου να αποδείξει ισχυρισμό ή κατηγορία, ιδ. στο δικαστήριο: Μεταθέτω/φέρω ~ ~. [< αγγλ. burden of proof] , ζωντανό παράδειγμα βλ. παράδειγμα ● ΦΡ.: μέχρι(ς) αποδείξεως του αντιθέτου/του εναντίου: εκτός αν αποδειχθεί το αντίθετο: Ο κατηγορούμενος θεωρείται αθώος ~ ~. [< αρχ. ἀπόδειξις ‘φανέρωση, τεκμηρίωση’]
δεκάραδε-κά-ρα ουσ. (θηλ.) 1. (μτφ.) πολύ λίγα χρήματα: Δεν είχε ούτε μια ~ στην τσέπη του (βλ. αδέκαρος). 2. (παλαιότ.) νόμισμα αξίας δέκα λεπτών. ● Υποκ.: δεκαρίτσα (η), δεκαρούλα (η) ● ΦΡ.: δεκάρα-δεκάρα & δεκαράκι-δεκαράκι: (για χρηματικό ποσό) λίγο-λίγο: Μάζευα τα χρήματα ~ ~. Βλ. φασούλι το φασούλι γεμίζει το σακούλι., μέχρι και την τελευταία δεκάρα (εμφατ.): όλα τα χρήματα ακριβώς: Πήρε πίσω αυτά που του χρωστούσαν ~ ~. Αξίζει τα λεφτά του ~ ~., της δεκάρας: ευτελούς αξίας: επαναστάτης ~ ~. Κατασκευές ~ ~., τρύπια δεκάρα: ευτελές χρηματικό ποσό., δεκάρα/πεντάρα τσακιστή βλ. τσακιστός, δεν αξίζει/δεν πιάνει μία/δεκάρα βλ. αξίζω, ξέρω/γνωρίζω (κάποιον) σαν κάλπικη δεκάρα βλ. κάλπικος
εδώ[ἐδῶ] ε-δώ επίρρ. & (προφ.) δω κ. 'δω 1. (ως προς αυτόν που μιλά) σε αυτόν τον χώρο, τόπο, σε αυτό το σημείο: ~ μένω. Είναι κανείς ~; Έχει υγρασία ~ κάτω. Τι γίνεται ~ πέρα; Κάπου ~ γύρω θα 'ναι. Ελάτε λίγο πιο ~ (= κοντά· πβ. παραδώ). Δεν είμαι (= δεν κατάγομαι, δεν κατοικώ) από ~. Έρχεται/κοίταζε προς τα ~. Όπως λέμε εμείς ~ στην ... Αν βρεθείς κατά δω ...|| (συνήθ. με ανάλογη κίνηση του χεριού) Να σας συστήσω: από ~ η μητέρα μου, από ~ ο/η ...|| (ως επίθ.) Σύμφωνα με την ~ παράδοση (πβ. τοπική). Η ~ ζωή (= η επίγεια).|| (Όταν δεν γνωρίζουμε ή δεν θέλουμε να αναφέρουμε το όνομα κάποιου) Ο κύριος από ~ ζήτησε ...|| (σε ιστοσελίδα) Για περισσότερες πληροφορίες κάντε κλικ ~.|| (παλαιότ. σε στερεότυπη εισαγωγική έκφραση ραδιοφωνικών συνήθ. εκπομπών) ~ ραδιοφωνικός σταθμός ... (ΙΣΤ.) ~ Πολυτεχνείο.|| (συνήθ. στο τηλέφωνο:) ~ Πέτρος, μπορώ να μιλήσω με ...;|| Το λάθος ~ έγκειται. ~ φτάσαμε, να αμφισβητούμε τα αυτονόητα. ΑΝΤ. αλλού (1), εκεί (1) 2. (προηγείται η δεικτική αντων. αυτός, -ή, -ό) για έμφαση: αυτός ~ ο δίσκος. Αυτή ~ η πόλη. Αυτό ~ το κείμενο. ● ΦΡ.: άκου εδώ: για να δηλωθεί έκπληξη, εκνευρισμός, θυμός ή όταν κάποιος θέλει να μιλήσει σοβαρά: ~ ~ ερώτηση/λογική!|| ~ ~ που σου μιλάω κι άσε τα παιχνίδια!|| ~ ~ φίλε, ..., από εδώ και από εκεί & από δω κι από κει & εδώ κι εκεί & μια εδώ και μια εκεί: πότε στο ένα και πότε στο άλλο μέρος: Ρωτούσε ~ ~ μήπως είχε δει κάποιος το παιδί της. Οι δημοσιογράφοι έτρεχαν ~ ~. Ρούχα πεταμένα ~ ~ (: σκόρπια, σε διάφορα σημεία)., από εδώ και πέρα/και στο εξής/και μπρος & (λόγ.) από τούδε και στο εξής: από τώρα και μετά, από τώρα και στο μέλλον: Σου υπόσχομαι ότι ~ ~ θα τα λέμε πιο συχνά. ΣΥΝ. στο εξής, εδώ είμαι εγώ/εγώ είμαι εδώ (μτφ.): όταν προσφέρεται κάποιος να βοηθήσει: Μην στενοχωριέσαι καθόλου, ~ ~. Ό,τι θέλεις, ~ ~!, εδώ και: για χρονικό διάστημα κατά το οποίο γίνεται κάτι:~~ χιλιάδες χρόνια. ~ ~ (πολύ) καιρό/μήνες ψάχνω για καινούργιο σπίτι., εδώ και τώρα (εμφατ.): για να δηλωθεί ότι πρέπει να ικανοποιηθεί αμέσως ένα αίτημα: λύση ~ ~!, εδώ που τα λέμε (οικ.): για να αναφερθεί κάτι συνήθ. με ειλικρινή ή εξομολογητική διάθεση: ~ ~, δεν έγινε και τίποτε/καλά έκανε/του χρειαζόταν!, εδώ/εκεί που φτάσαμε: για δήλωση μιας κρίσιμης κατάστασης: ~ ~ δεν γίνεται αλλιώς/δεν μας σώζει τίποτα., είμαι ως/μέχρι εδώ & με έχει(ς) φέρει ως/μέχρι εδώ (μτφ.): (μπορεί να συνοδεύεται με ανάλογη κίνηση του χεριού, συνήθ. ως το μέτωπο) έχω αγανακτήσει, νευριάσει, έχω φτάσει στα όρια της υπομονής, ανοχής μου: Άσε με, ~ ~! Μην αρχίζεις τις ειρωνείες, γιατί ~ ~! Πβ. μπουχτίζω., μέχρι/ως εδώ: για την ώρα, μέχρι στιγμής, προς το παρόν: ~ ~ όλα καλά!, ως εδώ (και μη παρέκει) & (σπάν.) ως εκεί (εμφατ. με επιφωνηματική χρήση): για δήλωση αγανάκτησης για κατάσταση, συμπεριφορά που δεν είναι πλέον ανεκτή: Έκανα υπομονή τόσα χρόνια, αλλά ~ ~. Πβ. δεν πάει άλλο, έφτασε ο κόμπος στο χτένι, φτάνει πια., ως εδώ ήταν: για να δηλωθεί ότι κάτι πρέπει να σταματήσει ή ότι έφτασε στο τέλος του: ~ ~, καιρός να σοβαρευτούμε. ~ ~· σκέφτομαι να αποσυρθώ., από δω παν' κι (οι) άλλοι βλ. άλλος, από δω τον είχα, από κει τον είχα βλ. έχω, εδώ (ο) παπάς, εκεί (ο) παπάς, πού είν'/πού 'ν' ο παπάς; βλ. παπάς, εδώ είναι η κόλαση, εδώ και ο παράδεισος βλ. κόλαση, εδώ θα τα χαλάσουμε βλ. χαλώ, εδώ καράβια χάνονται/πνίγονται, βαρκούλες αρμενίζουν βλ. καράβι, εδώ ο κόσμος καίγεται/χάνεται και η γριά/το μουνί χτενίζεται βλ. χτενίζω, εδώ σε θέλω κάβουρα, να περπατάς στα κάρβουνα/εδώ σε θέλω (μάστορα)! βλ. θέλω, εδώ/εκεί πέρα βλ. πέρα, εδώ/εκεί/κάπου γύρω/τριγύρω βλ. τριγύρω, εκεί που είσαι ήμουνα κι εδώ που είμαι θα 'ρθεις βλ. είμαι, μακριά από μας/απ' εδώ βλ. μακριά, όλα εδώ πληρώνονται/εδώ πληρώνονται όλα βλ. πληρώνω, το/τα φέρνω από δω, το/τα φέρνω/πηγαίνω από κει βλ. φέρνω, τούτος εδώ/'δω βλ. τούτος [< μεσν. εδώ]
έσχατος, η, ο [ἔσχατος] έ-σχα-τος επίθ. {λογιότ. θηλ. εσχάτη} (λόγ.) 1. τελευταίος: ~η: λύση (: αναγκαστική)/προσπάθεια/στιγμή. ~ο: (χρονολογικά) έργο/καταφύγιο/μέσο/μέτρο/παράδειγμα/στάδιο/(χρονικό) όριο. Στην ~η περίπτωση.|| (για πρόσ.) ~ος: εισηγητής. (ως ουσ.) Ο ~ των ομιλητών. ΑΝΤ. πρώτος.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Η ~η κρίση (= Δευτέρα Παρουσία). ~οι: καιροί/χρόνοι. ~ες: ημέρες/ώρες. Πβ. στερνός, ύστατος. 2. (μτφ.) που είναι κατώτερος ή ανώτερος ποσοτικά ή ποιοτικά· που έχει μια αρνητική ή θετική ιδιότητα σε ανώτερο βαθμό: ~ος: ξεπεσμός. ~η: ανάγκη/ένδεια. ~ο: έγκλημα. Λαϊκισμός ~άτου είδους. Έχουμε φτάσει στο ~ο (= χειρότερο) σημείο αδιαφορίας/εξευτελισμού/παρακμής.|| ~ος: κίνδυνος (= πολύ υψηλός). ~η: αλήθεια. ~ες: συνέπειες. Ο ~ σκοπός/στόχος ενός σχεδίου (πβ. απώτερος, υπέρτατος). Πβ. μέγιστος. 3. ο πιο απομακρυσμένος: ~ος: τόπος. ~ο: άκρο/σημείο. Πβ. απώτατος. ΑΝΤ. εγγύτατος, πλησιέστερος.|| (μτφ.) Τα ~α βάθη της ψυχής. ● Ουσ.: έσχατα (τα) {εσχάτων} 1. το πιο απομακρυσμένο σημείο: τα ~ της Γης/της θάλασσας/του κόσμου/του Σύμπαντος. 2. (μτφ.) το οριακό σημείο, τα τελευταία όρια: Μην εξωθείς στα ~ (= άκρα) την υπομονή μου!|| Τα ~ (= το τέλος) της ιστορίας. Στα ~ του βίου του (= στα τελευταία του). ● ΣΥΜΠΛ.: εσχάτη προδοσία βλ. προδοσία ● ΦΡ.: επ' εσχάτων (λόγ.): τώρα τελευταία: Έχει παρατηρηθεί ~ ~ ..., η εσχάτη των ποινών (λόγ.) 1. θανατική καταδίκη: Επιβλήθηκε η ~ ~. Έχει καταδικαστεί με την ~ ~. Την ~ ~ ζήτησε ο εισαγγελέας. ΣΥΝ. θανατική ποινή 2. (κυρ. στο ποδόσφαιρο) πέναλτι: Ο διαιτητής έδωσε/καταλόγισε/σφύριξε/υπέδειξε την ~ ~. Παίκτης που εκτέλεσε/κέρδισε την ~ ~., μέχρι(ς) εσχάτων (λόγ.): μέχρι την τελευταία στιγμή ή ως τον θάνατο: αγώνας/μάχη/πόλεμος ~ ~. ΣΥΝ. μέχρι τελικής πτώσης/πτώσεως, μέχρι τέλους, οι έσχατοι έσονται πρώτοι (και οι πρώτοι έσχατοι) (ΚΔ): (για εξύμνηση της ταπεινοφροσύνης) σε περιπτώσεις που ανατρέπεται μια κατάσταση και όσοι είναι ή θεωρούνται τελευταίοι γίνονται πρώτοι (και αντίστροφα)., (και έσται) η εσχάτη πλάνη χείρων της πρώτης βλ. πλάνη1, τελευταίος, αλλά όχι έσχατος/λιγότερο σημαντικός/ασήμαντος βλ. τελευταίος [< 1, 3: αρχ. ἔσχατος]
έως & ως[ἕως & ὡς] έ-ως πρόθ.: δηλώνει τοπικό, χρονικό ή ποσοτικό όριο: ~ εκεί/πέρα. ~ το σπίτι. ~ το γόνατο. Έφτασε ~ το ποτάμι. Θα πάω ~ την πλατεία. Το τείχος εκτείνεται ~ τη θάλασσα.|| ~ πότε; ~ (αργά) το βράδυ/την Κυριακή/τις μέρες μας/σήμερα/του χρόνου. Από είκοσι ~ τριάντα ετών. Από τις τέσσερις ~ τις πέντε το απόγευμα. Από Δευτέρα ~ Παρασκευή. Τα ~ τώρα δεδομένα.|| Από δέκα ~ δεκαπέντε ευρώ. Μείωση ~ (και) είκοσι τοις εκατό. Μετρώ ~ το δέκα. Είχαν μαζευτεί ~ και (: κατά προσέγγιση, περίπου) διακόσια άτομα.|| Άνεμοι μέτριοι ~ ισχυροί. Από τον πρώτο ~ (και) τον τελευταίο.|| (επιτατ.) ~ και (= ακόμη και) αυτός φοβήθηκε. ΣΥΝ. μέχρι (1) ● ΦΡ.: έως/μέχρις ότου (να): μέχρι να, μέχρι τη στιγμή που: Οι διαπραγματεύσεις θα συνεχιστούν ~ ~ βρεθεί συμβιβαστική λύση. ΣΥΝ. ωσότου, ώσπου, από την αρχή ως/μέχρι το τέλος βλ. αρχή, από την κορυφή ως τα νύχια βλ. κορυφή, είμαι ως/μέχρι εδώ βλ. εδώ, λίγο πολύ/λίγο ή πολύ/λίγο ως(/έως) πολύ βλ. λίγο, μέχρι/έως θανάτου βλ. θάνατος, μέχρι/έως πρότινος βλ. πρότινος, μέχρι/ως εδώ βλ. εδώ, μέχρι/ως το(ν) λαιμό βλ. λαιμός, ως εδώ (και μη παρέκει) βλ. εδώ, ως/μέχρι τότε βλ. τότε [< αρχ. ἕως]
θάνατοςθά-να-τος ουσ. (αρσ.) {θανάτ-ου | -ων, -ους} 1. οριστική, μη αναστρέψιμη παύση όλων των βιολογικών λειτουργιών ζωντανού οργανισμού, τερματισμός της ζωής: άδικος/αδόκητος/αιφνίδιος/ακαριαίος/ανεξήγητος/ανώδυνος/αξιοπρεπής (βλ. ευθανασία)/ηρωικός/μαρτυρικός/μυστηριώδης/ξαφνικός/πρόωρος/σωματικός/τυχαίος ~. ~ από ασφυξία (= ασφυκτικός). Ληξιαρχική πράξη ~ου. Αναγγελία/δήλωση/είδηση/επέτειος (του) ~ου της ... Η αγωνία/ο φόβος του ~ου. Παγίδα ~ου (: κυρ. για δρόμο). Βουτιά ~ου από τον πέμπτο όροφο (βλ. αυτοκτονία). Θρήνος για τον ~ο του ... (πβ. απώλεια, τέλος, χαμός). Καταδίκη σε ~ο/(λόγ.) εις ~ον. Μείωση του αριθμού των παιδικών ~ων. ~ που αποδίδεται σε/οφείλεται σε/προκλήθηκε από φυσικά αίτια. Βρήκε/είχε τραγικό ~ο. Παλεύει με τον ~ο (= χαροπαλεύει, βλ. ετοιμο~.). Αυξήθηκαν οι ~οι από ναρκωτικά. Αδιευκρίνιστες παραμένουν οι συνθήκες κάτω από τις οποίες επήλθε ο ~ του ... (πβ. το μοιραίο). (εμφατ.) Κάπνισμα ίσον ~! (έκφρ.) Ελευθερία ή ~!|| (ειδικότ.) Αποτρόπαιος/βασανιστικός/βίαιος ~. Οι λίστες ~ου των εκβιαστών. Έστησαν ενέδρα/καρτέρι ~ου. Καταγγέλλει τον ~ο αμάχων. Πενθούν για τον ~ο αθώων. Καμικάζι έσπειρε τον ~ο. Πβ. ανθρωποκτονία, δολοφονία, φόνος.|| Μαζικοί ~οι ψαριών από χημικά. Πβ. εξόντωση. ΑΝΤ. γέννηση (1) 2. (μτφ.) καταστροφή, τέλος: ιδεολογικός/πνευματικός/πολιτικός/ψυχικός ~ (πβ. αφανισμός, όλεθρος). Ο ~ μιας αυτοκρατορίας (πβ. παρακμή, πτώση). Ο ~ μιας θεωρίας/μιας ιδεολογίας/ενός πολιτικού συστήματος (πβ. κατάρρευση). Οικονομική ύφεση: Το χρονικό ενός προαναγγελθέντος ~ου. 3. θανατική ποινή: (ως σύνθημα) ~ στους δολοφόνους! 4. (συνήθ. με κεφαλ. Θ) Χάρος: Ο ~ πλανιόταν πάνω από τα ερείπια. ● ΣΥΜΠΛ.: αργός θάνατος 1. (μτφ.) εξάρτηση από ουσίες που οδηγούν τον ανθρώπινο οργανισμό στη φθορά: Η ηρωίνη/το κάπνισμα/το ποτό είναι ~ ~. 2. που δεν επέρχεται γρήγορα: ~ ~ από ραδιενεργά υλικά. [< γαλλ. mort lente] , βιολογικός θάνατος: ΙΑΤΡ. διακοπή του μεταβολισμού των κυττάρων, κυρ. των νευρικών. [< γαλλ. mort biologique] , γλωσσικός θάνατος: ΓΛΩΣΣ. διαδικασία περιορισμού χρήσης μιας γλώσσας, συνήθ. μειονοτικής, με αποτέλεσμα τη σταδιακή εξαφάνισή της. [< αγγλ. language death, 1972] , εγκεφαλικός θάνατος: ΙΑΤΡ. μη αναστρέψιμη βλάβη του εγκεφάλου, με απώλεια όλων των λειτουργιών που σχετίζονται με την αναπνοή και την κυκλοφορία του αίματος. [< αγγλ. brain death, 1964] , κλινικός θάνατος: ΙΑΤΡ. στάδιο πριν από τον οριστικό ή βιολογικό θάνατο, κατά το οποίο παρατηρείται παύση της καρδιοαναπνευστικής λειτουργίας και απώλεια των αισθήσεων: Ο ~ ~ είναι αναστρέψιμος. Βλ. κώμα, φυτό. [< γαλλ. mort clinique] , λευκός θάνατος: η ηρωίνη και γενικότ. τα ναρκωτικά: διακίνηση/κύκλωμα ~ού ~ου. Έμποροι/θύμα του ~ού ~ου. Ξέφυγε από τα δίχτυα του ~ού ~ου., μαύρος θάνατος: ονομασία ενδημικής και επιδημικής νόσου του 14ου αι., της οποίας τα συμπτώματα συνδέθηκαν με εκείνα της βουβωνικής πανώλης. Πβ. πανούκλα. [< αγγλ. black death] , συμβόλαιο θανάτου: συμφωνία με επαγγελματία συνήθ. εκτελεστή για τη δολοφονία ατόμου: πληρωμένα ~α ~. Ανέλαβε/έκανε/εκτέλεσε ~ ~ κατά επιχειρηματία/για ξεκαθάρισμα λογαριασμών.|| (μτφ.) Με την καταστροφή του περιβάλλοντος υπογράφουμε ~ ~ για τα παιδιά μας (= τη θανατική τους καταδίκη). [< αγγλ. contract killing, 1977] , φυσικός/φυσιολογικός θάνατος: που δεν είναι πρόωρος, δεν οφείλεται σε ατύχημα ή έγκλημα. [< γαλλ. mort naturelle] , άγγελος θανάτου βλ. άγγελος, κίνδυνος-θάνατος βλ. κίνδυνος, κούρσα θανάτου βλ. κούρσα, μπλε οθόνη (θανάτου) βλ. οθόνη, ο γύρος του θανάτου βλ. γύρος, στρατόπεδα θανάτου/εξόντωσης βλ. στρατόπεδο ● ΦΡ.: δεν είναι και για θάνατο/προς θάνατο(ν): (προφ.) για κάτι που δεν είναι τόσο τραγικό: Εντάξει, ένα λαθάκι έκανα ~ ~., μετά θάνατο(ν): αφού πεθάνει κάποιος: ~ ~ αναγνώριση/δικαίωση. Πιστεύεις στη ~ ~ ζωή; ΣΥΝ. μεταθανάτιος ΑΝΤ. εν ζωή, μέχρι/έως θανάτου: μέχρι να πεθάνει κάποιος: Βασανίστηκε/ξυλοκοπήθηκε ~ ~.|| (μτφ.) Αγώνας/μάχη ~ ~ (πβ. μέχρις εσχάτων, μέχρι τελικής πτώσεως)., ο θάνατός σου, η ζωή μου!: σε περιπτώσεις μεγάλου ανταγωνισμού, επικράτησης του ενός σε βάρος του άλλου., αγώνας (μεταξύ) ζωής και θανάτου βλ. αγώνας, ακολούθησε (κάποιον) στον τάφο/στον θάνατο βλ. ακολουθώ, έχασε τη μάχη για/με τη ζωή/με το(ν) θάνατο βλ. μάχη, ζήτημα/θέμα ζωής ή/και θανάτου βλ. ζήτημα, μεταξύ ζωής και θανάτου βλ. ζωή, παλεύει με τον θάνατο/τον Χάρο βλ. παλεύω, στη ζωή και στο(ν) θάνατο βλ. ζωή, φλερτάρω με τον θάνατο/τον κίνδυνο βλ. φλερτάρω [< αρχ. θάνατος]
κεραίακε-ραί-α ουσ. (θηλ.) {κεραι-ών} 1. ΤΕΧΝΟΛ. εναέριος αγωγός (μεταλλική συσκευή ή ράβδος) για λήψη ή εκπομπή ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων: διπολική/εξωτερική/επίγεια/επίπεδη/εσωτερική/καλωδιακή/κατευθυντική/παραβολική/περιστρεφόμενη/σταθερή/τηλεσκοπική ~. ~ αεροπλάνου/(οροφής) αυτοκινήτου/ραδιοφώνου/ραντάρ/τηλεόρασης. Ακτινοβολία/αντίσταση/βάση/ενισχυτής/σύνδεσμος ~ας. Οι ~ες της κινητής τηλεφωνίας. ΣΥΝ. αντένα (1) 2. ΝΑΥΤ. αντένα ιστιοφόρου. 3. ΓΡΑΜΜ. η μεγάλη παύλα που χρησιμοποιείται για να δηλώσει εναλλαγή συνομιλητών σε διαλογικό κείμενο. Βλ. ενωτικό. ● κεραίες (οι) 1. ΖΩΟΛ. ζεύγος λεπτών και ευκίνητων αισθητηρίων οργάνων που βρίσκονται στο πρόσθιο τμήμα της κεφαλής των εντόμων και άλλων αρθρόποδων: οι ~ του αστακού/της πεταλούδας. 2. (μτφ., για πρόσ.) αντιληπτική ικανότητα, οξυδέρκεια: Οι ευαίσθητες ~ του έχουν πιάσει τον παλμό των εξελίξεων. Έχει τις ~ του ανοιχτές (: βρίσκεται σε εγρήγορση). Με τις ~ στραμμένες προς την επικαιρότητα. ● ΣΥΜΠΛ.: δορυφορικό πιάτο βλ. πιάτο, πάρκο κεραιών βλ. πάρκο ● ΦΡ.: μέχρι κεραίας & (σπάν.) κατά κεραία (λόγ.): με την παραμικρή λεπτομέρεια, επακριβώς: Η συμφωνία τηρήθηκε ~ ~ (= στο ακέραιο). Οι έρευνες επιβεβαίωσαν ~ ~ τις αρχικές μας εκτιμήσεις. ΣΥΝ. μέχρι τελείας, ούτε κατά κεραία (λόγ.): ούτε στο ελάχιστο, καθόλου: Δεν αλλάζουν ~ ~ τον αρχικό τους στόχο. Δεν μετακινήθηκε ~ ~ από τις θέσεις του. [< 1,2: γαλλ. antenne 3: μτγν. κεραία]
κόκαλοκό-κα-λο ουσ. (ουδ.) & κόκκαλο 1. οστό: απολιθωμένο/εύθραυστο ~. Το ~ της κλείδας/της κνήμης/της λεκάνης/του μηρού. Ράγισε/έσπασε το ~ (πβ. κάταγμα). Η οστεοπόρωση αδυνατίζει τα ~α. Πονάνε τα ~ά μου.|| Πέταξε στον σκύλο τα ~α.|| (συνεκδ.) Έχει βαρύ ~.|| (απειλητ.) Θα σου σπάσω τα ~α (= θα σε δείρω)! Βλ. ψαχνό. 2. εργαλείο σε σχήμα γλώσσας που διευκολύνει το πόδι να μπει στο παπούτσι: μεταλλικό/ξύλινο ~. ● ΣΥΜΠΛ.: γερό κόκαλο (προφ.): για άνθρωπο υγιή, ανθεκτικό, δυνατό: Είναι ~ ~ και αντέχει στις κακουχίες. ● ΦΡ.: από κόκαλο: κοκάλινος: εργαλεία/χάντρες ~ ~., αφήνω τα κόκαλά μου κάπου 1. πεθαίνω κυρ. σε ξένο τόπο. 2. (προφ-ειρων.) για καθετί δύσκολο και μακροχρόνιο: Θα αφήσω ~ σ' αυτή τη δουλειά., κόκαλα έχει;: για ποτό ή φαγητό που αργεί να σερβιριστεί ή (σπάν.) σε περιπτώσεις που καθυστερεί η υλοποίηση κάποιου πράγματος: Μα καλά, ~ ~ ο καφές; Περιμένουμε εδώ και μισή ώρα., μένω/αφήνω κόκαλο (μτφ.-προφ.): μένω άναυδος ή αφήνω κάποιον άναυδο από την έκπληξη: Μόλις την είδε, έμεινε ~ (= άγαλμα, κάγκελο, στήλη άλατος, σύξυλος)., σπάει/τσακίζει κόκαλα (μτφ.): είναι πάρα πολύ σκληρός, καυστικός: Γραφή/κριτική/σάτιρα που ~ ~., ως/μέχρι το κόκαλο (μτφ.): σε πολύ μεγάλο βαθμό, εντελώς: βρεγμένος/ιδρωμένος/χρεωμένος ~ ~. Πβ. μέχρι/ως τον λαιμό. ΣΥΝ. ως/μέχρι το μεδούλι, έφτασε το μαχαίρι στο/ως το κόκαλο βλ. μαχαίρι, ζεσταίνω το κόκαλό/κοκαλάκι μου βλ. ζεσταίνω, η γλώσσα κόκαλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει βλ. γλώσσα, θα τρίζουν τα κόκαλά του βλ. τρίζω, λεπτός-λεπτός/μακρύς-μακρύς/ψηλός-ψηλός καλόγερος και κόκαλα δεν έχει βλ. καλόγερος, πετσί και κόκαλο βλ. πετσί [< μεσν. κό(κ)καλον]
κύμινοκύ-μι-νο ουσ. (ουδ.): ΒΟΤ. μικρό, ετήσιο ποώδες φυτό (επιστ. ονομασ. Cuminum cyminum) με λευκά ή ρόδινα άνθη και έντονο άρωμα· κυρ. συνεκδ. το μπαχαρικό που προέρχεται από τους σπόρους του: τριμμένο ~ (= ~ σε σκόνη). Σουτζουκάκια με ~. Βλ. κάρι, τσίλι. ● ΦΡ.: μέχρι/ώσπου/όσο να πεις κύμινο/κρεμμύδι (μτφ.-προφ.): αμέσως, πολύ γρήγορα: Θα έχω τελειώσει ~ ~! ΣΥΝ. στη στιγμή, στο άψε σβήσε, στο τάκα-τάκα, ώσπου να πεις αμήν [< αρχ. κύμινον, γαλλ.-αγγλ. cumin]
λαιμόςλαι-μός ουσ. (αρσ.) 1. ΑΝΑΤ. μέρος του σώματος των ανθρώπων και των ζώων, που ενώνει το κεφάλι με τον κορμό· το εσωτερικό του, λάρυγγας, φάρυγγας, αμυγδαλές: κοντός/λεπτός/μακρύς/χοντρός ~. Οι αρτηρίες (βλ. καρωτίδα)/φλέβες (βλ. σφαγίτιδα) του ~ού. Κόσμημα (βλ. περιδέραιο)/προστατευτικό ~ού. Μαντίλι (δεμένο) γύρω από το(ν)/στο(ν) ~ό. Έχει πιαστεί ο ~ μου (βλ. στραβοκοιμάμαι). Φορά αλυσίδα/κολιέ στον ~ό. Νιώθω έναν κόμπο/ένα σφίξιμο στο ~ό. Πβ. τράχηλος. Βλ. αυχένας, θυρεοειδής (αδένας).|| Ερεθισμένος ~. Καραμέλα/σιρόπι για το ~ό. Έκλεισε/με γαργαλά/με καίει/ξεράθηκε/πονά (βλ. πονόλαιμος) ο ~ μου. Πβ. λαιμά. Βλ. βραχνιάζω.|| (συνεκδ., τμήμα ρούχων που τυλίγει τον ~ό:) Ο ~ της μπλούζας έχει ξεχειλώσει. Πβ. περιλαίμιο. Βλ. γιακάς, ζιβάγκο, ντεκολτέ.|| (ΖΩΟΛ.) Ο ~ της καμηλοπάρδαλης/του κύκνου. 2. (κατ’ επέκτ.) μακρόστενο τμήμα αντικειμένου: ο ~ ενός αγγείου/του μπουκαλιού. Δοχείο με κοντό και στενό ~ό (βλ. στάμνα).|| (ΒΟΤ.) Ο ~ των φυτών (: το τμήμα που ενώνει τη ρίζα με το(ν) βλαστό). 3. (ειδικότ.) λωρίδα γης που ενώνει μια χερσόνησο με την ξηρά. ● Υποκ.: λαιμουδάκι (το) ● ΦΡ.: βάζω το μαχαίρι/τη θηλιά στο(ν) λαιμό κάποιου & (σπάν.) σφίγγω τη θηλιά στον λαιμό κάποιου (μτφ.-προφ.): του ασκώ μεγάλη πίεση, τον εκβιάζω: Του έχουν βάλει ~ ~ για να υπογράψει., καθαρίζω το λαιμό μου & τη φωνή μου (μτφ.-προφ.): βήχω για να απαλλάξω τον λάρυγγα από φλέγματα., μέχρι/ως το λαιμό (μτφ.-προφ.): πάρα πολύ, εντελώς: μπλεγμένος/χρεωμένος ~ ~. Βουτηγμένοι ~ ~ στη διαφθορά. Πόλη πνιγμένη ~ ~ στα σκουπίδια.|| Μ' έχει φέρει ~ ~ (: με έχει εξοργίσει). [< γαλλ. jusqu' au cou] , μου κάθεται/μου στέκεται στο λαιμό/στο στομάχι (προφ.): για τροφή που προκαλεί πνιγμό ή δυσπεψία· κατ΄επέκτ. για κάποιον ή κάτι που προκαλεί αντιπάθεια, απέχθεια: Το κόκαλο/η μπουκιά μου κάθισε στον λαιμό.|| Παριστάνει τον έξυπνο και ~ ~., παίρνω (κάποιον) στο λαιμό μου (προφ.): τον παρασύρω σε κακή, λανθασμένη επιλογή· τον βλάπτω, τον ζημιώνω: Δεν είμαι και σίγουρη, μη σε πάρω ~ ~!, στο λαιμό να σου (/του ...) κάτσει!: ως κατάρα να μην ευχαριστηθεί κάποιος κάτι: ~ ~ το φαγητό!, αρπάζω/πιάνω κάποιον από το γιακά/το λαιμό/τα πέτα βλ. αρπάζω, κόβω το λαιμό/το(ν) σβέρκο μου βλ. κόβω, στέγνωσε το σάλιο/η γλώσσα/ο λαιμός/το λαρύγγι μου βλ. στεγνώνω, το κρίμα στο λαιμό σου! βλ. κρίμα [< 1, 2: αρχ. λαιμός, γαλλ. cou]
μυελόςμυ-ε-λός ουσ. (αρσ.): ΑΝΑΤ. μαλακό και λιπώδες οργανικό υλικό συνδετικού ιστού που γεμίζει τις κοιλότητες των οστών του σώματος: ~ των επινεφριδίων. Ερυθρός/κίτρινος ~ των οστών. Μεταμόσχευση ~ού. ΣΥΝ. μεδούλι (1) ● ΣΥΜΠΛ.: νωτιαίος μυελός: που περικλείεται στον νωτιαίο σωλήνα της σπονδυλικής στήλης: Ο ~ ~ μαζί με τον εγκέφαλο αποτελούν το Κεντρικό Νευρικό Σύστημα., προμήκης μυελός βλ. προμήκης ● ΦΡ.: μέχρι μυελού οστέων & (σπάν.) μέχρι μυελού οστών (μτφ.-λόγ.): σε μεγάλο βαθμό, εντελώς, εξ ολοκλήρου: διεφθαρμένος ~ ~. ΣΥΝ. ως/μέχρι το κόκαλο [< αρχ. μυελός, γαλλ. moelle]
νεότεροςνε-ό-τε-ρος επίθ. , η (λογ. -έρα), ο & (λόγ.) νεώτερος 1. πιο νέος: (κατά) πέντε χρόνια ~ός τους. (ως ουσ.) Οι ~οι. ΑΝΤ. πρεσβύτερος.|| ~ες: εξελίξεις. ~α: δεδομένα. Πβ. πρόσφατος, τελευταίος.|| ~η: περίοδος. ~οι: χρόνοι. Πβ. μεταγενέστερος.|| (ΙΣΤ.) Η Νεότερη Ελλάδα (1832-1940). Νεότερη Λογοτεχνία (1922-1945). Πβ. σύγχρονος. 2. (για πρόσ.) που έχει το ίδιο όνομα με τον πατέρα του ή με άλλο διάσημο πρόγονό του: Πλίνιος/Γιόχαν Στράους ο ~. Βλ. πρεσβύτερος. ● Ουσ.: νεότερο (το) {συνήθ. στον πληθ.}: πιο πρόσφατη, τελευταία εξέλιξη ή είδηση: Μόλις έχω/μάθω ~α, θα σας ενημερώσω.|| (λόγ.) Εν αναμονή ~έρων! ● ΦΡ.: μέχρι νεοτέρας/νεωτέρας (διαταγής) (λόγ.): μέχρι να υπάρξει νεότερη ειδοποίηση, απόφαση, εντολή ή εξέλιξη: αναβολή/κλειστό ~ ~. Η απεργία συνεχίζεται ~ ~., ουδέν νεότερο(ν)/νεώτερον (λόγ.): κανένα νεότερο, τίποτα καινούργιο: ~ ~ από το μέτωπο των διαπραγματεύσεων. [< γερμ. nichts Neues] [< αρχ. νεώτερος]
όριο[ὅριο] ό-ρι-ο ουσ. (ουδ.) {ορί-ου | -ων} 1. η ανώτερη ή κατώτερη τιμή την οποία είναι δυνατόν ή συνήθ. επιτρέπεται να λάβει ένα μέγεθος: αυστηρό/(προ)καθορισμένο/νόμιμο/σαφές/συμβολικό/υποχρεωτικό ~. Βαθμολογικό/πληθυσμιακό/χρονικό (βλ. περιθώριο) ~. ~ ασφαλείας/διακύμανσης/κυβισμού/στάθμης. Διεύρυνση/θέσπιση/κατάργηση ~ων. Επιτρεπόμενο ~ εκπομπής (ρύπων)/έντασης (ήχου)/κατανάλωσης (αλκοόλ). Μέσα σε επιτρεπτά ~α. Παραβίαση ~ου ταχύτητας. Κατ’ ανώτατο ~. || (ΟΙΚΟΝ.) Πιστωτικό ~. ~ (υπερ)ανάληψης μετρητών/προϋπολογισμού. Ανώτατο/κατώτατο ~ αποδοχών/δανεισμού/εισοδήματος/συνταξιοδότησης. Ελάχιστο/μέγιστο ~ (πβ. οροφή, πλαφόν) παραγωγής αγαθού. Βλ. μάξιμουμ, μίνιμουμ. 2. (επιστ.) το σημείο στο οποίο τείνει να φτάσει κάποιο μέγεθος: απόλυτο ~. (ΜΑΘ.) ~ ακολουθίας/συνάρτησης. (ΦΥΣ.-ΜΗΧΑΝ.) Θερμοκρασιακό ~. ~ αντοχής/ελαστικότητας/θραύσης/πίεσης. 3. σύνορο, άκρο· σημείο από το οποίο αρχίζει ή στο οποίο τελειώνει κάτι (και συχνά ξεκινά κάτι άλλο): ανατολικό/βόρειο/δυτικό/νότιο ~. Γεωγραφικά ~α. Τα διοικητικά/φυσικά ~α του νομού. Τα ~α του νησιού/της πόλης. Εκτός/εντός των ~ων του οικισμού.|| Χωρικά ~α. Χάραξη των ~ων του αρχαιολογικού χώρου.|| Τα ~α της κλασικής περιόδου.|| (μτφ.) Τα ~α της ανοχής/δεοντολογίας/ελευθερίας/ηθικής. 4. (μτφ.-επιτατ.) ακραίο σημείο ή πλαίσιο που συνήθ., αν ξεπεραστεί, έχει αρνητικές συνέπειες: Έφτασε στα ~α της απελπισίας/απογοήτευσης/τρέλας. Βρίσκεται στο έσχατο ~ (= τέρμα) της απόγνωσης. Η αναίδειά του υπερέβη κάθε ~. Η υπομονή έχει και τα ~ά της. Ζει στα ~α (πβ. στην κόψη του ξυραφιού). Έχω επίγνωση των ~ων μου (: ξέρω μέχρι πού μπορώ να φτάσω).|| Αυτό που λες είναι είναι πέρα από τα ~α της λογικής. (συνήθ. ως έκφραση αγανάκτησης) Όλα έχουν/σε όλα υπάρχει ένα ~ (: κάπου πρέπει να σταματούν). Πρέπει να μπει/τεθεί ένα ~ (πβ. μέτρο) στην ασυδοσία. 5. νοητή γραμμή διάκρισης δύο αντίθετων εννοιών: το λεπτό ~ μεταξύ αλήθειας και ψέματος/πραγματικότητας και φαντασίας. Τα ασαφή ~α ανάμεσα στο αστείο και το σοβαρό. Πβ. διαχωριστική γραμμή. ● όρια (τα): περιορισμοί: Το φιλμ ξεφεύγει από τα στενά ~ των ταινιών τρόμου. ● ΣΥΜΠΛ.: αφορολόγητο (όριο) βλ. αφορολόγητος, όριο ηλικίας βλ. ηλικία, το προσδόκιμο ζωής/επιβίωσης βλ. προσδόκιμος ● ΦΡ.: δεν έχει όρια/όριο (συνήθ. αρνητ. συνυποδ.): για να δηλωθεί ότι κάτι γίνεται σε υπερβολικό βαθμό: Η ανοησία/το θράσος του ~ ~., δίχως/χωρίς όρια/όριο & (λόγ.) άνευ ορίων/ορίου: για κάτι που εκδηλώνεται σε πολύ μεγάλο βαθμό· χωρίς περιορισμούς: αγάπη/απόλαυση/ηλιθιότητα/υποκρισία ~ ~. Πβ. χωρίς φραγμούς., μέχρι(ς) ενός ορίου: για να δηλωθεί ότι κάτι είναι ως ένα σημείο εφικτό, ανεκτό ή επιτρεπόμενο: Άλλαξε τρόπο σκέψης, ~ ~ φυσικά! ΣΥΝ. ως έναν βαθμό, αγγίζω τα όρια βλ. αγγίζω, όριο της φτώχειας βλ. φτώχεια [< αρχ. ὅριον ‘σύνορο’, γαλλ. limite]
πάνω & επάνω[ἐπάνω] πά-νω επίρρ. 1. & (λαϊκό) απάνω: ψηλά ή σε ψηλότερο επίπεδο, ψηλότερη επιφάνεια ή θέση σε σχέση με κάποιο σημείο αναφοράς: Κοίτα ~. Στερέωσε τον καθρέφτη πιο ~. (πιο πέρα, πιο βόρεια ή σε μεγαλύτερο υψόμετρο:) Ο τουρισμός δεν έχει φτάσει εδώ ~ (στο χωριό). Σηκωθείτε ~ (= όρθιοι). (για δήλωση αφετηρίας, προέλευσης:) Διάβασε προσεκτικά από ~ προς τα κάτω. (για δήλωση κατεύθυνσης:) Τέντωσε τα χέρια σου προς τα ~.|| (ως πρόθ. + από) ~ από το εκκλησάκι είναι ... Η πηγή βρίσκεται ~ από την πλατεία.|| (ως επίθ.) Το ~ μέρος/παράθυρο/πλαίσιο/τμήμα. (σε ονόματα περιοχών, χωριών) ~/κάτω Πλάτανος. Οι κάτοικοι του ~ ορόφου (σε πολυκατοικίες).|| (ως ουσ.) Οι (από) ~ (ενν. ένοικοι).|| (ειδικότ. για όχημα, μέσα:) ~ στο λεωφορείο. 2. (+ σε) σε επιφάνεια: ~ στην πόρτα. Κάνε κλικ με το ποντίκι ~ στο λινκ. Σέρβιρε το φιλέτο ~ σε φύλλα ρόκας. 3. για κάτι που συνορεύει με κάτι άλλο: Το οικόπεδο είναι ~ στον κεντρικό δρόμο. 4. (σε θέση πρόθεσης + από + αριθμητικό) περισσότερο από: Είναι ~ από σαράντα πέντε χρόνων. Μου πήρε ~ από έναν μήνα να τελειώσω την εργασία (πβ. παρα~). Η εταιρεία πούλησε ~ από εκατό χιλιάδες αυτοκίνητα πέρσι. Οι μέσες μηνιαίες θερμοκρασίες παραμένουν ~ από το μηδέν. 5. (σε θέση πρόθεσης + από, μτφ.) για κάποιον ή κάτι που βρίσκεται σε ανώτερη, σημαντικότερη θέση από κάποιον άλλο σε αξιολογική ή ιεραρχική κλίμακα: Είναι ~ από μένα στη δουλειά. Η ευτυχία των παιδιών μου είναι ~ από τη δική μου. || (εμφατ.) ~ και πέρα από οποιοδήποτε /ότιδήποτε … 6. (+ γεν. αδύνατου τύπου της προσ. αντων. γ' προσώπου) εναντίον: (ως πρόθ.) Όρμησε ~ του, χωρίς να καταλάβουμε γιατί.|| (ως επιφών.) ~ του/τους! 7. (σε θέση πρόθεσης + σε) αναφορικά, σχετικά με κάτι: Θα ήθελα να τοποθετηθώ ~ σε αυτό το θέμα (πβ. επ' αυτού). 8. για αύξηση της αξίας, των τιμών: 50% ~ οι αντικειμενικές αξίες των ακινήτων. Οριακά ~ οι πωλήσεις. 9. (σε θέση πρόθεσης με χρονική σημασία, + σε) κατά τη διάρκεια: Έπαθε ανακοπή καρδιάς ~ στο χορό. Αποκοιμήθηκα ~ στο καλύτερο. 10. (συνήθ. επιτατ.) για δήλωση αναφοράς: Η ύλη ~ στην οποία θα εξεταστείτε είναι η εξής ... ● Ουσ.: οι επάνω: οι ανώτεροι, οι προϊστάμενοι ή αυτοί που έχουν εξουσία. Πβ. άνωθεν. ● ΦΡ.: από πάνω μέχρι/ως κάτω: από το πιο ψηλό ως το πιο χαμηλό σημείο, από την κορυφή ως τα νύχια: Ρωγμές στους τοίχους ~ ~.|| Καρφώνω με τα μάτια/κοιτάζω κάποιον ~ ~. Ήταν ντυμένος ~ ~ στα μαύρα. Με είχε λούσει κρύος ιδρώτας ~ ~., βάζω/ρίχνω κάτι πάνω μου (προφ.): ντύνομαι βιαστικά, πρόχειρα., είμαι στα πάνω μου (προφ.): είμαι σε καλή κατάσταση, έχω καλή διάθεση ή σημειώνω επιτυχία: Η ομάδα είναι ~ ~ της. ΣΥΝ. είμαι στα χάι μου ΑΝΤ. είμαι (στα) ντάουν (μου), είμαι στα κάτω μου, είμαι/βρίσκομαι αποπάνω/από πάνω (μτφ.-προφ.) 1. ελέγχω, επιβλέπω: Κατά τη διάρκεια του διαγωνίσματος ήμουν συνέχεια από ~ τους (ενν. τους μαθητές). 2. βρίσκομαι σε θέση ισχύος. Πβ. έχω/κρατάω/παίρνω το πάνω χέρι. 3. (για άνδρα ή γυναίκα) ως ερωτική στάση., και πάνω: και περισσότερο: Η ένταση του ανέμου θα είναι από δέκα μποφόρ ~ ~. Στο πρόγραμμα συμμετέχουν νέοι και νέες από δεκαπέντε χρονών ~ ~. Οι επιδιορθώσεις θα κοστίσουν εκατό ευρώ ~ ~., κι από πάνω (προφ., συνήθ. σε περιπτώσεις αγανάκτησης, δυσαρέσκειας): επιπλέον: Αυτό έλειπε, να σε λυπηθώ ~ ~. Ήρθες καθυστερημένος στη δουλειά και διαμαρτύρεσαι ~ ~., μια πάνω (και) μια κάτω (μτφ.-προφ.): για αλλαγή πότε προς το καλύτερο και πότε προς το χειρότερο: Στη ζωή τα πράγματα είναι ~ ~., ο ένας πάνω στον άλλο 1. (επιτατ.) για να δηλωθεί στρίμωγμα, συμφόρηση: Ζούσαν στοιβαγμένοι σε άθλια παραπήγματα, ~ ~. 2. για χρονική συνήθ. διαδοχή με μεγάλη συχνότητα: Οι σφαίρες έπεφταν η μία ~ στην άλλη. Πβ. ο ένας μετά τον άλλο., ο πάνω κόσμος/ετούτος ο κόσμος (λαϊκό): η επίγεια ζωή (σε αντίθεση με τον κόσμο των νεκρών). ΑΝΤ. ο κάτω κόσμος, παίρνω κάτι (ε)πάνω μου (προφ.): αναλαμβάνω: Πήρε πάνω του το βάρος της ευθύνης., παίρνω τα πάνω μου 1. αρχίζω να αποδίδω ή γνωρίζω άνθιση, επιτυχία: Στην πορεία του παιχνιδιού η Εθνική μας Ομάδα πήρε τα ~ της.|| Πήρε επιτέλους ~ του. Το καλοκαίρι ο τουρισμός ~ει ~ του. 2. (για πρόσ.) βελτιώνεται η διάθεσή μου., πάνω απ' όλα & πριν απ' όλα: το σημαντικότερο σύμφωνα με την κρίση κάποιου· κατά κύριο λόγο, κυρίως: ~ ~ η υγεία! Με ενδιαφέρει ~ ~ η ποιότητα του έργου. ΣΥΝ. πρώτα απ' όλα/πρώτα-πρώτα (2), πάνω κάτω (προφ.) 1. κατά προσέγγιση, περίπου: Όταν έφυγα, ήταν ~ ~ έξι. Κατάλαβα ~ ~ τι θέλεις να πεις (πβ. λίγο πολύ, μέσες άκρες).|| Πέντε πάνω, πέντε κάτω δεν έχει σημασία. ΑΝΤ. ακριβώς (1) 2. από τη μία πλευρά στην άλλη, πέρα δώθε: Περπατούσε ~ ~ σκεφτικός. 3. προς τα πάνω και προς τα κάτω: Μετακινήστε ~ ~ το έγγραφο με το ποντίκι., πάνω μου 1. (ως πρόθ.) μαζί μου: Δεν έχω/κρατάω ~ ~ λεφτά (= στο πορτοφόλι, στην τσάντα ή στην τσέπη μου). 2. (για πρόσ.) στο σώμα ή στον χαρακτήρα μου: Το φοράω συνέχεια ~ ~.|| Λίγο φιλότιμο δεν έχεις ~ σου; Η παιδεία επέδρασε ~ του (= στην προσωπικότητά του, στον ψυχισμό του).|| Έφυγε από ~ ~ ένα βάρος (= ανακουφίστηκα, απαλλάχτηκα). 3. (ως συμπλήρωμα διαφόρων ρημάτων) σε εμένα: Βασίσου/στηρίξου ~ ~., πάνω πάνω (προφ.) 1. στην υψηλότερη θέση: ~ ~ στο συρτάρι έχω τα έγγραφα. 2. (μτφ.) επιφανειακά, χωρίς λεπτομέρειες., πάνω που: (σε θέση χρονικού συνδέσμου) την ώρα ακριβώς, τη στιγμή ή την περίοδο που: ~ ~ ετοιμαζόμουν να φύγω, εμφανίστηκε. ~ ~ είχα αρχίσει να συνηθίζω, μου άλλαξαν πόστο., πέφτω πάνω σε κάποιον/κάτι 1. (μτφ.) βρίσκω αναπάντεχα, συναντώ τυχαία: Στην επιστροφή έπεσα ~ ~ μποτιλιάρισμα. Ψάχνοντας διάφορα άρθρα, έπεσα ~ ~ ένα που είχα γράψει εδώ και καιρό.|| Έπεσα ~ ~ μια φίλη από τα παλιά. ΣΥΝ. έρχομαι/πέφτω/βρίσκομαι μούρη με μούρη με κάποιον, κουτουλώ (3) 2. (για οχήματα) συγκρούομαι: Η νταλίκα έπεσε ~ στο λεωφορείο., πιο πάνω: (στον λόγο) προηγουμένως: Τα μέτρα που αναφέρθηκαν ~ ~.|| (σε επιθετική χρήση:) Σχετικά με το ~ ~ θέμα, μπορώ να πω ..., τα κάνω πάνω μου (προφ.) 1. αφοδεύω ή ουρώ στα εσώρουχά μου: Κόντεψα να ~ ~ από τα γέλια (= να κατουρηθώ). 2. (μτφ.) νιώθω υπερβολικό φόβο, τρόμο: ~ ~ στην ιδέα του θανάτου. Πβ. χέζομαι πάνω μου., το παίρνω πάνω μου (προφ.): υπερηφανεύομαι, υπερεκτιμώ τον εαυτό μου: Μην του λες τέτοια, γιατί θα το πάρει ~ του. Πώς να μην το πάρει ~ της με τόσες επιτυχίες; Πβ. καβάλησε το καλάμι., φέρνω/έρχονται τα πάνω κάτω: για ριζική αλλαγή, μεγάλη ανατροπή μιας κατάστασης: Έφερε τα ~ ~ στην τέχνη της εποχής του. Ένα μήνα έλειψα και ήρθαν ~ ~., (ε)πάνω στην ώρα βλ. ώρα, από το πάνω ράφι βλ. ράφι, βάζω κάτι/κάποιον πάνω από κάτι/κάποιον άλλο βλ. βάζω, έχω/κρατάω/παίρνω το πάνω χέρι βλ. χέρι, ζαμανφού και πάνω/κι απάνω τούρλα βλ. τούρλα, ο χρόνος δεν πέρασε από πάνω του βλ. χρόνος, παίρνει την πάνω βόλτα βλ. βόλτα, πάνω απ' τον ώμο (κάποιου) βλ. ώμος, πάνω από το κεφάλι μου/τα κεφάλια μας βλ. κεφάλι, πάνω από το πτώμα (μου) βλ. πτώμα, πάνω στη συζήτηση/στην κουβέντα βλ. συζήτηση [< αρχ. ἐπάνω]
πρότινοςπρό-τι-νος επίρρ.: μόνο στη ● ΦΡ.: μέχρι/έως πρότινος: (για να δηλωθεί χρονική περίοδος με όριο το πρόσφατο παρελθόν) μέχρι πριν από λίγο: Η συσκευή ~ ~ δούλευε κανονικά. Οι επιφυλάξεις που υπήρχαν ~ ~ έχουν πλέον αρθεί.|| (ως επίθ.) Ο ~ ~ προπονητής (πβ. τέως). [< αρχ. φρ. πρό τινος]
πτώσηπτώ-ση ουσ. (θηλ.) 1. ελεύθερη κατακόρυφη κίνηση ενός σώματος υπό την επίδραση της βαρύτητας: (για πρόσ.) ~ από άλογο/μπαλκόνι/ποδήλατο/σκάλα/ύψος. ~ σε γκρεμό/καταρράκτη. ~ με αλεξίπτωτο. ~ από γλίστρημα/παραπάτημα/σπρώξιμο. Κίνδυνος ~ης. Θάνατος/κάταγμα από ~.|| ~ αεροπλάνου (λόγω βλάβης)/βράχων (πβ. κατολίσθηση)/κεραυνού/μαλλιών (= τριχόπτωση)/μετεωρίτη/φύλλων (= φυλλόπτωση)/χαλαζιού (= χαλαζόπτωση)/χιονιού (= χιονόπτωση)/χιονοστιβάδας. Τα αίτια της ~ης του μαχητικού.|| (μτφ.) ~ της αυλαίας του φεστιβάλ (= λήξη).|| (ΙΑΤΡ.) (Παραλυτική) ~ του άνω βλεφάρου (= βλεφαρόπτωση). ~ μήτρας (βλ. πρόπτωση). ~ (= χαλάρωση) των μαστών. ΣΥΝ. πέσιμο (1) 2. γκρέμισμα, κατάρρευση: ~ κτιρίων εξαιτίας του σεισμού. Η ~ του τείχους του Βερολίνου.|| ~ δέντρων λόγω του δυνατού αέρα.|| ~ του οχυρού μετά από πολιορκία. (ΙΣΤ.) Η ~ της Κωνσταντινούπολης (= άλωση). 3. (μτφ.) μείωση: αισθητή/απότομη/δραματική/μεγάλη/μικρή/οριακή/ραγδαία/σημαντική/σταθερή ~. ~ της ανεργίας/των αξιών/της απόδοσης/των βάσεων/των επιδόσεων/της ζήτησης/της θερμοκρασίας/της (τουριστικής) κίνησης (πβ. ύφεση)/των μετοχών/των τιμών (= αποπληθωρισμός). Ανακοπή/αποτροπή της ~ης. Συνέπειες της ~ης. Σε ~ (βρίσκεται) η δημοτικότητα του ... Παρατηρείται ~ των εισπράξεων/των πωλήσεων. Πβ. κάμψη, υποχώρηση.|| (ΟΙΚΟΝ.) Ο Γενικός Δείκτης κατέγραψε/σημείωσε/υπέστη ~ (σε ποσοστό ...%). Με ~ έκλεισε το ΧΑΑ. Βλ. κραχ.|| (ΙΑΤΡ.) ~ του αιματοκρίτη (βλ. αναιμία)/της πίεσης (βλ. υπόταση)/του πυρετού. ΑΝΤ. άνοδος (1) 4. διακοπή της λειτουργίας ηλεκτρικού κυκλώματος: ~ της ασφάλειας/του ρεύματος. 5. (μτφ.) απώλεια θέσης, δύναμης: ~ του καθεστώτος/της κυβέρνησης. ~ βασιλιά από το αξίωμά του (= έκπτωση, καθαίρεση).|| Ηθική/πνευματική/πολιτιστική ~ (= διάλυση, κατάπτωση, ξεπεσμός, παρακμή). ~ του βιοτικού/μορφωτικού επιπέδου. Παρακμή και ~ μιας αυτοκρατορίας.|| Τον παρέσυρε στην ~ (= στον βούρκο, στην καταστροφή).|| ~ του ηθικού.|| (ΘΕΟΛ.) Η ~ (των Πρωτοπλάστων) από τον Παράδεισο.|| (ΦΙΛΟΛ.) Η ~ του ήρωα μιας τραγωδίας. ΑΝΤ. άνοδος (3) 6. ΓΡΑΜΜ. καθένας από τους μορφολογικούς τύπους που σχηματίζουν οι κλιτές λέξεις εκτός από τα ρήματα: ονομαστική, γενική, αιτιατική, κλητική (~) ενικού/πληθυντικού. Ορθές ~εις (: η ονομαστική και η κλητική). Βλ. αφαιρετική, δοτική. 7. ΜΟΥΣ. σύνδεση δύο ή περισσότερων συγχορδιών, ώστε να επιτυγχάνεται το χώρισμα μιας φράσης από μια άλλη, να δημιουργείται δηλ. η εντύπωση της κατάληξης: ατελής ή μισή/διακεκομμένη, απροσδόκητος ή απρόοπτος/πλαγία ή εκκλησιαστική/τελεία ~. ~ στη δεσπόζουσα. ● ΣΥΜΠΛ.: ελεύθερη πτώση 1. ΦΥΣ. η κίνηση που εκτελεί ένα σώμα μόνο με την επίδραση του βάρους του. 2. (μτφ.) ανεξέλεγκτη καθοδική πορεία: Σε ~ ~ η καριέρα του/οι λιανικές πωλήσεις. 3. το χρονικό διάστημα της πτώσης του αλεξιπτωτιστή, προτού ανοίξει το αλεξίπτωτο. [< αγγλ. free fall, 1919] , κατακόρυφη/κάθετη πτώση (μτφ.): απότομη και δραματική μείωση: ~ ~ των εξαγωγών/της παραγωγής., πλάγιες πτώσεις: ΓΡΑΜΜ. η γενική, η αιτιατική και (στην Αρχαία Ελληνική) η δοτική. ● ΦΡ.: μέχρι τελικής πτώσης/πτώσεως: μέχρις εσχάτων, μέχρις εξαντλήσεως: μάχη ~ ~. Πολέμησαν ~ ~.|| Χορέψαμε ~ ~. [< 1, 2, 6: αρχ. πτῶσις, γαλλ. chute, ptose, αγγλ. drop, fall 7: ιταλ. cadenza]
σημείο[σημεῖο] ση-μεί-ο ουσ. (ουδ.) 1. μέρος, θέση που προσδιορίζεται με ακρίβεια· ειδικότ. ορισμένη περιοχή του σώματος: ~ αναχώρησης/αφετηρίας/άφιξης/εισόδου-εξόδου/εκκίνησης/εστίασης/ισορροπίας/προορισμού/συνάντησης/τερματισμού. ~ ελέγχου διαβατηρίων/πώλησης προϊόντων/σύνδεσης των καλωδίων. ~ του χώρου. Μεθοριακό ~ διέλευσης. Κεντρικό ~ της πόλης. Το ακριβές ~ της πτώσης του μετεωρίτη. Το ανώτερο ~ της διαδρομής. Ευστόχησε από το ~ του πέναλτι. Πόλη χτισμένη σε στρατηγικό ~. Οι γεωγραφικές συντεταγμένες του ~ου (= τόπου) που βρισκόμαστε. Τα φωτεινότερα ~α του ουρανού.|| ~ του θώρακα/κεφαλιού/ποδιού/χεριού. ~ στήριξης της πλάτης. 2. (μτφ.) τμήμα ευρύτερου συνόλου: Το θετικό ~ του κειμένου/νομοσχεδίου. Το επίμαχο ~ της εκπομπής/ομιλίας. Εξηγεί κάθε ~ των θέσεών της. Αρκετά ~α του βιβλίου είναι αμφιλεγόμενα. Διευκρίνισε τα δύσκολα/κυριότερα ~α της ύλης. Βασικά ~α της υπόθεσης παραμένουν αδιερεύνητα. Τα ενδιαφέροντα/κωμικά/μελανά ~α της παράστασης/ταινίας. Τα ~α-κλειδιά του σχεδίου διάσωσης. 3. συγκεκριμένη χρονική στιγμή· κατ' επέκτ. φάση, στάδιο: χρονικό ~. Στο ~ αυτό αξίζει/πρέπει να ... Από το ~ αυτό και μετά. Κομβικό/κρίσιμο ~ της εξέλιξης. Καθοριστικό ~ του αγώνα.|| Το πιο αποφασιστικό ~ της ιστορίας/πορείας της. Σε ποιο ~ της προετοιμασίας βρίσκεστε; Είναι στο καλύτερο ~ της καριέρας τους. 4. (μτφ.) (σε ποιοτική ή άλλου είδους κλίμακα) βαθμός: έσχατο ~ απανθρωπιάς/ξεπεσμού/παρακμής/υποτέλειας. Μέγιστο/ύψιστο ~ ακμής/δύναμης/μεγαλείου. Έχουν φτάσει στο ύστατο ~ εξευτελισμού. Στο ίδιο ~ ανάπτυξης. Σε ~ αγανάκτησης/απελπισίας/απόγνωσης. Μας ταλαιπώρησαν αφάνταστα, σε τέτοιο ~/σε ~ που δεν αντέχαμε άλλο. Σε/στο ~ μάλιστα που ... Ως ποιο ~/(λόγ.) μέχρι ποίου ~ου είναι διατεθειμένοι να ... Πβ. όριο. 5. σημάδι, αντικειμενική κυρ. ένδειξη: ~α ανάκαμψης/ανάρρωσης/βελτίωσης/κόπωσης/κούρασης/φθοράς/ύφεσης. Πβ. ίχνος, σύμπτωμα.|| Θεϊκά ~α. Πβ. οιωνός. 6. γραπτό σύμβολο: μουσικό/ορθογραφικό/τονικό/τυπογραφικό ~. Το ~ της αφαίρεσης (-)/της διαίρεσης (:)/του πολλαπλασιασμού (x)/της πρόσθεσης (+). (ΑΣΤΡΟΛ.) Τα ζωδιακά ~α (= ζώδια). 7. ΓΕΩΜ. το ελάχιστο, θεμελιώδες στοιχείο του χώρου, το οποίο θεωρητικά έχει θέση, αλλά όχι διαστάσεις: Οι διχοτόμοι των γωνιών ενός τριγώνου διέρχονται από το ίδιο ~ (βλ. έκκεντρο). ~ τομής των διαγωνίων. Έστω Α το δεδομένο ~. ● ΣΥΜΠΛ.: σημεία ζωής: στοιχεία που δείχνουν ότι κάποιος βρίσκεται στη ζωή: Δεν δείχνει ~ ~ (: είναι νεκρός). (Δεν) υπάρχουν ~ ~ (βλ. σφυγμός).|| Δεν έχει δώσει ~ ~ (: έχει εξαφανιστεί, αγνοείται). [< γαλλ. signes de vie] , σημεία των καιρών (ΚΔ): αρνητικά συνήθ. γνωρίσματα συγκεκριμένης εποχής, που θεωρείται ότι προμηνύουν κάτι: ~ο ~ η απαξίωση της εντιμότητας. Τα ~ ~ δείχνουν ότι ..., σημείο μηδέν: η αρχή και κατ΄επέκτ. οριακή και συνήθ. κρίσιμη κατάσταση: Ξεκίνησε και πάλι από το ~ ~. ~ ~ για την ανάληψη της εξουσίας (πβ. ορόσημο).|| Σε ~ ~ οι διαπραγματεύσεις. Η ανθρωπότητα/οικονομία βρίσκεται στο ~ ~. Έχουμε φτάσει στο ~ ~ (: στο απροχώρητο, στο ναδίρ). Βλ. ώρα μηδέν. [< αγγλ. zero point] , σημείο πίεσης 1. στο οποίο ασκείται δύναμη: ~α ~ του σώματος. 2. (μτφ.) μέσο επιρροής, ώστε να επιτευχθεί το επιθυμητό αποτέλεσμα: Το ίντερνετ μπορεί να αποτελέσει ισχυρό ~ ~ και κινητοποίησης., το σημείο του σταυρού: ΕΚΚΛΗΣ. οι κινήσεις του δεξιού χεριού με τις οποίες γίνεται το σχήμα του σταυρού· το αντίστοιχο σύμβολο: Έκανε ~ ~ (πβ. κάνω τον σταυρό μου)., αδύνατο σημείο βλ. αδύνατος, ακτινοβόλο σημείο βλ. ακτινοβόλος, απόκρυφα σημεία (του σώματος) βλ. απόκρυφος, αρχιμήδειο σημείο βλ. αρχιμήδειος, γειτονία του σημείου βλ. γειτονία, γλωσσικό σημείο βλ. γλωσσικός, Εθνικό Σημείο Επαφής βλ. επαφή, επώδυνα σημεία βλ. επώδυνος, καίριο σημείο βλ. καίριος, καταφανές σημείο βλ. καταφανής, νεκρό σημείο βλ. νεκρός, σημεία στίξης βλ. στίξη, σημείο ανάφλεξης βλ. ανάφλεξη, σημείο αναφοράς βλ. αναφορά, σημείο βρασμού/ζέσης βλ. βρασμός, σημείο δρόσου βλ. δρόσος, σημείο επαφής βλ. επαφή, σημείο καμπής βλ. καμπή, σημείο παρουσίας βλ. παρουσία, σημείο πήξης βλ. πήξη, σημείο τήξης βλ. τήξη, σημείο τριβής βλ. τριβή, τυφλό σημείο βλ. τυφλός, χιλιομετρική θέση βλ. χιλιομετρικός ● ΦΡ.: με έφερε στο σημείο να (προφ.): με οδήγησε, με εξανάγκασε να: Η φτώχεια την ~ ~ κλέψει. Μας έχει φέρει ~ μη μιλιόμαστε., μέχρι του σημείου να (εμφατ.): για να δηλωθεί ο βαθμός στον οποίο γίνεται κάτι: Έφτασε ~ ~ απειλεί ότι ..., σημεία και τέρατα & τέρατα και σημεία: σοβαρά, αποτρόπαια, σπάνια ή/και περίεργα γεγονότα ή καταστάσεις: Γίνονται/συμβαίνουν ~ ~. Βλέπω/καταγγέλλω ~ ~. , σημείο G (τζι): ΙΑΤΡ. ερωτογενής ζώνη που πιστεύεται ότι βρίσκεται στον γυναικείο κόλπο, της οποίας η διέγερση κατά την ερωτική επαφή μεγιστοποιεί τη σεξουαλική απόλαυση της γυναίκας. Βλ. σεξουαλικότητα. [< αγγλ. Gräfenberg Spot, 1981] , σημείο προς σημείο: λεπτομερειακά, αναλυτικά: Απάντησε ~ ~ σε όλες τις κατηγορίες. Κατέρριψε ~ ~ τα επιχειρήματα των αντιπάλων. Πβ. διεξοδικά., τα τέσσερα σημεία (του ορίζοντα): ο βορράς, ο νότος, η ανατολή και η δύση· κατ' επέκτ. όλος ο κόσμος: προσωπικότητες από ~ ~ του πλανήτη. Είναι (δια)σκορπισμένοι στα ~ ~ της Γης/της οικουμένης/του ορίζοντα. [< γαλλ. les quatre points cardinaux] , φτάνω σε οριακό σημείο: για να δηλωθεί ότι κάτι δεν μπορεί να συνεχιστεί άλλο: Η κατάσταση/κρίση έχει φτάσει ~ (= στο απροχώρητο).|| (σπανιότ. για πρόσ.) Έχουμε φτάσει ~ (= στο μη περαιτέρω)., φτάνω στο σημείο να ... (προφ.): περιέρχομαι σε άσχημη, δυσάρεστη κατάσταση, καταντώ: Έφτασα ~ μην πιστεύω τίποτα απ' όσα λέει.|| Έχει φτάσει ~ φοβάται με το παραμικρό., ως ένα σημείο & μέχρι(ς) ενός σημείου/ένα σημείο: για κάτι που γίνεται εν μέρει δεκτό ή φτάνει σε ένα συγκεκριμένο επίπεδο ή στάδιο: ~ ~, οι απόψεις/παρατηρήσεις του είναι σωστές. Ο στόχος μας, ~ ~, εκπληρώθηκε. Σε δικαιολογώ/καταλαβαίνω ~ (ορισμένο) ~. ΣΥΝ. εν τινι μέτρω, ως έναν βαθμό [< αγγλ. up to a point] , νίκη στα σημεία βλ. νίκη, νικώ στα σημεία βλ. νικώ, υπερέχει στα σημεία βλ. υπερέχω [< αρχ., μτγν. σημεῖον, αγγλ.-γαλλ. point, γαλλ. signe]
σκασμόςσκα-σμός ουσ. (αρσ.): (ως προσταγή) για να πάψει κάποιος να μιλά: ~ αναιδέστατε! ~, δεν θέλω σχόλια. ΣΥΝ. βούβα, μιλιά, μόκο, μούγγα, σιωπή, τσιμουδιά. ● ΦΡ.: βγάλε το(ν) σκασμό (υβριστ.): πάψε να μιλάς, σκάσε: ~ ~ να κοιμηθούμε επιτέλους!, ένα(ν) σκασμό ... (προφ.-αρνητ. συνυποδ.): για να δηλωθεί πολύ μεγάλη ποσότητα: Δώσαμε ~ ~ λεφτά (= ένα μάτσο, σωρό). ΣΥΝ. ένα κάρο, τρώω του σκασμού/μέχρι σκασμού/το(ν) σκασμό {κυρ. στον αόρ.} (μτφ.-προφ.): τρώω πάρα πολύ, μέχρι κορεσμού. [< μτγν. σκασμός 'θλίψη']
στιγμήστιγ-μή ουσ. (θηλ.) 1. πολύ περιορισμένο χρονικό διάστημα: μείνε/περίμενε μια ~. Βρες μια ~ να τα πούμε. Έλα μια ~ που θέλω να σου μιλήσω. Δεν έχω/μου μένει ούτε μια ~ ελεύθερη (= δεν ευκαιρώ). Μια ~ έλειψα και την κοπάνησε. Έλα αυτή τη ~ (= αμέσως)! Τον ερωτεύτηκα από την πρώτη ~. Για λίγες ~ές, δεν ήξερε πού βρισκόταν. Πβ. λεπτό. 2. συγκεκριμένη περίσταση, ώρα: αξέχαστη/άτυχη/σημαντική ~. Δραματικές/δύσκολες/ερωτικές/ιδιαίτερες/μοναχικές/ξεχωριστές/προσωπικές/συγκινητικές ~ές. ~ές αγωνίας/απελπισίας/απόλαυσης/έντασης/ευτυχίας/χαλάρωσης. Η παρούσα ~. Αυτή τη ~ απουσιάζω, αφήστε το μήνυμά σας στον τηλεφωνητή. Τους πέτυχα τη ~ του καβγά. Εκείνη ακριβώς τη ~ έπεσε ένας κεραυνός. Κάποια ~ θα δεις την αλήθεια. Από κάποια ~ και μετά, άρχισα να βαριέμαι. Έως/ως τη ~ της συνάντησής τους. Όλα πήγαιναν τέλεια, μέχρι τη ~ που εμφανίστηκε. Η καλύτερη ~ ενός αθλητή/σταρ (: το ζενίθ της απόδοσης ή επιτυχίας του). ~ές από τα περασμένα/μιας ζωής. Ήρθε η μεγάλη ~. Με πέτυχες σε καλή/κακή ~. Σαν άνθρωπος έχει τις καλές και τις κακές του ~ές. Περιμένω την κατάλληλη ~ για να ... (πβ. ευκαιρία). Για κάθε τι υπάρχει η σωστή ~. Έφτασε/ήρθε η ~ να ... Ζει την κάθε ~. Μπορείτε να με βρείτε οποιαδήποτε ~. Από κείνη τη ~ έπαψα να τον εμπιστεύομαι. Οι συγκλονιστικότερες ~ές των Ολυμπιακών Αγώνων. Ζήσαμε/περάσαμε όμορφες ~ές. 3. ΓΡΑΜΜ. τελεία: άνω/διπλή/άνω και κάτω ~. 4. ΤΥΠΟΓΡ. μονάδα μέτρησης του μεγέθους των τυπογραφικών στοιχείων: γράμματα/γραμματοσειρά/διάστιχο/κείμενο δέκα ~ών. 5. ΜΟΥΣ. σημείο που, ανάλογα με τη θέση του, υποδεικνύει τον τρόπο ή την αξία νότας. ● Υποκ.: στιγμούλα (η): Κάτσε εδώ μια ~, δεν θ' αργήσω. ● ΣΥΜΠΛ.: ιστορική στιγμή βλ. ιστορικός ● ΦΡ.: (για) μια στιγμή! (προφ.): παρέμβαση για δήλωση έντονης αντίρρησης, διαμαρτυρίας: ~ ~! ποιος σας είπε ότι εγώ θέλω να πάω;, ανά πάσα στιγμή & ανά πάσα ώρα και στιγμή: οποτεδήποτε: ~ ~ μπορείτε να ... Διατηρούμε το δικαίωμα να τροποποιήσουμε το περιεχόμενο της συμφωνίας ~ ~., από στιγμή σε στιγμή (προφ.): πολύ σύντομα, όπου να 'ναι: Έρχεται ~ ~. ~ ~ μπορεί να φανεί. ΣΥΝ. από ώρα σε ώρα (1), οσονούπω, από τη στιγμή που & (λόγ.) αφ' ης στιγμής [ἀφ' ἧς στιγμῆς] 1. (ως χρον. σύνδ.) από τότε που, αφότου: Την αγάπησε ~ ~ την είδε. ~ ~ μπήκε έως τη στιγμή που έφυγε δεν έβγαλε μιλιά. 2. (ως αιτιολογικός σύνδ.) αφού, εφόσον: ~ ~ πήρες αυτή την απόφαση, θα υποστείς τις συνέπειες. ΣΥΝ. τη στιγμή που (2) [< γαλλ. (à partir) du moment que] , για μια στιγμή/προς στιγμή(ν): για λίγο, στιγμιαία: Για μια ~ πέρασε απ' το μυαλό μου να φύγω, αλλά το μετάνιωσα. Δεν σε ξέχασα ούτε για μια ~. Προς ~ ανησύχησα. Προς στιγμήν (= επί του παρόντος, προς το παρόν, για την ώρα) δεν τίθεται θέμα ... [< γαλλ. sur le moment] , δεν είναι του παρόντος/της παρούσης/της στιγμής/της ώρας: (για κάτι που μετατίθεται στο μέλλον) δεν είναι η κατάλληλη περίσταση: Πολλά μπορούμε να πούμε, αλλά ~ του παρόντος. ~ ~ να αναφερθούμε σε λεπτομέρειες., είναι στιγμές που: για κάτι που συμβαίνει περιοδικά και διαρκεί λίγο: ~ ~ ο άνθρωπος νιώθει πολύ μικρός. ~ ~ δεν ξέρω τι να κάνω. Πβ. πότε πότε., κάθε ώρα και στιγμή: συνεχώς, διαρκώς: Θέλει να με ελέγχει ~ ~. ΣΥΝ. όλη την ώρα, μέσα σε μια στιγμή: πολύ γρήγορα: Όλα έγιναν/συνέβησαν ~ ~., μέχρι στιγμής & (λόγ.) μέχρις ώρας: έως τώρα: ~ ~ δεν έχουμε νεότερα. Αυτό είναι το καλύτερο έργο σου ~ ~., μια στιγμή! (προφ.): (για ξαφνική σκέψη, απόφαση) στάσου, περίμενε: ~ ~! Θα έρθω κι εγώ./Θέλω κάτι να σου πω. Πβ. ένα λεπτό., οι τελευταίες στιγμές: το χρονικό διάστημα λίγο πριν από το τέλος (θάνατο, καταστροφή, χωρισμό, αποχωρισμό): Ήμουν κοντά του τις ~ ~ του., ούτε (για μια) στιγμή & στιγμή (προφ.): καθόλου: Δεν τον υποψιάστηκα ~ ~. Μη διστάσεις ~ ~! Δεν την αφήνει ~ ~ από τα μάτια του., σε δεδομένη στιγμή: σε ορισμένη περίσταση: Όλοι έχουμε κάνει κάποιο λάθος ~ ~., σε μια/κάποια στιγμή: ξαφνικά: Σε μια ~ έχασε την ισορροπία του κι έπεσε στη θάλασσα. Σε κάποια ~ τον είδα να μου κάνει νόημα., στη στιγμή: αμέσως: Το κέικ ήταν έτοιμο ~ ~. Οι λεκέδες εξαφανίζονται ~ ~. Πβ. στο άψε σβήσε, στο τσάκα-τσάκα. [< γαλλ. à l' instant] , τη μια στιγμή ... (και) την άλλη ...: για απότομη αλλαγή: Είναι τελείως αλλοπρόσαλλος: ~ είναι ευδιάθετος και ~ δεν του παίρνεις κουβέντα!, τη στιγμή που 1. (ως χρον. συνδ.) την ίδια ώρα που, ενώ, ενόσω: Με φώναξε ~ ~ έφευγα. 2. (ως αιτιολογικός συνδ., συνήθ. σε ερωτηματική ή αρνητική εκφορά) αφού, εφόσον: Πώς να τον βοηθήσω ~ ~ δεν μου μιλάει; ΣΥΝ. από τη στιγμή που (2), την ίδια στιγμή/ώρα 1. ταυτόχρονα, παράλληλα: Οι εκδηλώσεις προγραμματίστηκαν ~ ~. Η χλωροφύλλη έχει αποτοξινωτικές ιδιότητες και ~ ~ ενισχύει το ανοσοποιητικό σύστημα.|| ~ ~, γίνεται αντιληπτό από τα παραπάνω ... 2. (+ που) ενώ, παρόλο που: ~ ~ που τα δημοτικά τέλη καθαριότητας αυξάνονται, ο δήμος δεν παρέχει στους δημότες τις ανάλογες υπηρεσίες., την τελευταία στιγμή: το σημείο όπου δεν υπάρχει άλλο περιθώριο: Συμφωνία ~ ~. ~ ~ ναυάγησε το σχέδιο. Άγιο είχε, σώθηκε ~ ~! Με πρόλαβε ~ ~. Επέμενε μέχρι ~ ~ (ΣΥΝ. μέχρι τέλους). Δούλευε μέχρι (την) ~ ~ (: ως τον θάνατό του). ΣΥΝ. (στο) παρά πέντε, στο νήμα, στο παρακάτι, στο τσακ/στο τσαφ [< γαλλ. au dernier moment] , της στιγμής: για κάτι που δεν διαρκεί πολύ ή γίνεται χωρίς μεγάλη προετοιμασία: λάθος/λόγια/ξέσπασμα/σχέδια ~ ~. Ήταν μια τρέλα ~ ~., της τελευταίας στιγμής: για να δηλωθεί ότι κάποιος δρα απρογραμμάτιστα ή ότι κάτι γίνεται οριακά, λίγο πριν από τη λήξη της προθεσμίας: αγορές/άνθρωπος/απόφαση/δώρα/κράτηση/λύση/συμφωνία ~ ~. Βλ. άρπα-κόλλα., ανάθεμα την ώρα και τη στιγμή που ... βλ. ανάθεμα, από τη μια στιγμή/μέρα στην άλλη βλ. μέρα, βλαστημώ/καταριέμαι/σιχτιρίζω την ώρα και τη στιγμή που ... βλ. βλαστημώ, η στιγμή/ώρα της αλήθειας βλ. αλήθεια, σε στιγμή/σε στιγμές αδυναμίας βλ. αδυναμία [< αρχ. στιγμή ‘σημάδι, τελεία, χρονική στιγμή’, γαλλ. moment 3: μτγν. 4: αγγλ. point 5: γαλλ. ~]
συντέλειασυ-ντέ-λει-α ουσ. (θηλ.): μόνο στις ● ΦΡ.: μέχρι συντελείας του αιώνος (ΚΔ): ως το τέλος του κόσμου., συντέλεια του κόσμου 1. το τέλος του κόσμου· κατ' επέκτ. σε περιπτώσεις που κάποιος δίνει τραγικές και πολύ δυσάρεστες διαστάσεις σε ένα άσχημο συμβάν, μια αρνητική κατάσταση: (ΘΕΟΛ.) Έρχεται η ~ ~. Πβ. Δευτέρα Παρουσία.|| Πώς κάνεις έτσι, δεν ήρθε και η ~ ~. Βλ. (κάποιος) φέρνει την καταστροφή. 2. (μτφ.) σε περιπτώσεις ακραίων καιρικών φαινομένων: Γίνεται η ~ ~ έξω. Πβ. θεομηνία, κοσμοχαλασιά. Βλ. καρεκλοπόδαρο. [< μτγν. συντέλεια]
τέλοςτέ-λος ουσ. (ουδ.) {τέλ-ους | -η, -ών} 1. συμπλήρωση μιας περιόδου ή μιας διαδικασίας ή/και το σημείο ολοκλήρωσής τους: το ~ της διορίας/της σεζόν (πβ. κλείσιμο). Το ~ της εβδομάδας/της μέρας (πβ. δύση). Μετά/μέχρι/πριν το ~ του χειμώνα/του χρόνου. Στο ~ (= στην εκπνοή) του προηγούμενου αιώνα. Περί τα/στα ~η της δεκαετίας.|| (ΘΕΟΛ.) Ως το ~ των αιώνων (: τη Δευτέρα Παρουσία).|| Το ~ των μαθημάτων/των σπουδών (= πέρας). Το ~ των εχθροπραξιών/του πολέμου. Στο ~ του αγώνα. Πβ. λήξη, παύση.|| Ταινία με καλό ~ (= χάπι εντ). Άκουσα μόνο το ~ της ομιλίας/της συζήτησης (πβ. επίλογος). Η υπόθεση είχε αίσιο/άσχημο/κακό ~ (= έκβαση, κατάληξη, φινάλε). ΑΝΤ. αρχή (1), έναρξη 2. ακρότατο όριο: το ~ του (δια)δρόμου/της ευθείας/του κουβαριού (πβ. άκρη). Το όνομά του βρίσκεται στο ~ της λίστας. Οι υποσημειώσεις μπαίνουν στο ~ κάθε σελίδας. Πβ. άκρο. ΑΝΤ. αρχή (1) 3. παύση, τερματισμός μιας κατάστασης ή εξέλιξης· ξόδεμα, εξάντληση: επικείμενο ~. ~ των διαπραγματεύσεων (πβ. αναστολή). Όλα (τα ωραία) έχουν ένα ~ (: κάποια στιγμή τελειώνουν). Το (οριστικό) ~ ενός γάμου/μιας σχέσης. Το ~ της ανθρωπότητας/μιας αυτοκρατορίας (πβ. αφανισμός, παρακμή, πτώση). Το ~ της αθωότητας/της ελπίδας/ενός θρύλου. Ιστορία χωρίς ~. Δίχως ~ ο κύκλος της βίας (πβ. διακοπή). Η καριέρα του αγγίζει το/φτάνει στο ~ της. Η ταλαιπωρία μας δεν έχει ~. ΑΝΤ. αφετηρία.|| (προφ., για δήλωση αποφασιστικότητας:) Διακοπές ~! Δεν το συζητώ άλλο, ~! Πβ. τέρμα.|| Το ~ των αποθεμάτων. 4. (μτφ.) θάνατος: Βρήκε άδοξο/πρόωρο/τραγικό ~ (πβ. χαμός). Αισθάνεται/περιμένει το ~ του (πβ. μοιραίο). Έμειναν μαζί ως το ~ της ζωής τους. 5. ΟΙΚΟΝ. φόρος: ανταποδοτικό/ειδικό/ενιαίο/ετήσιο ~. ~ ακίνητης περιουσίας. ~ τερματισμού κλήσης (: στην κινητή τηλεφωνία). Δημοτικά/ταχυδρομικά ~η. Αυξημένα ~η κυκλοφορίας. Καταβολή/πληρωμή ~ους. Είσπραξη/κατάργηση ~ών. Πβ. δασμός. 6. (ως επίρρ.) τελικά: Τόνισε, ~, τη σημασία του προγράμματος για ... ΣΥΝ. εν κατακλείδι ● ΣΥΜΠΛ.: τίτλοι τέλους & τίτλοι αρχής/έναρξης βλ. τίτλος, το τέλος της ιστορίας βλ. ιστορία ● ΦΡ.: βάζω/δίνω/θέτω (ένα) τέλος/τέρμα & μπαίνει (ένα)/λαμβάνει/παίρνει τέλος: τερματίζω· κάτι παύει να υφίσταται: Έτοιμοι να βάλουν/δώσουν (ένα) ~ στη διαφθορά.|| Καιρός να δοθεί/μπει (ένα) ~ στην ταλαιπωρία των πολιτών. Αυτή η κατάσταση πρέπει να πάρει τέλος (: να διευθετηθεί οριστικά). [< γαλλ. mettre/prendre fin] , εντέλει & εν τέλει (λόγ.): στο τέλος, τελικά: Απέφευγε να μιλήσει, αλλά, ~ ~, το παραδέχτηκε.|| Τι είναι, ~ ~ (= τέλος πάντων), σωστό και λάθος; [< αρχ. φρ. ἐν τέλει, γαλλ. à la fin] , η αρχή του τέλους: η έναρξη της τελικής φάσης μιας κατάστασης, συνήθ. για επικείμενη καταστροφή: Σήμανε ~ ~ για το καθεστώς. Πβ. αντίστροφη μέτρηση. [< γαλλ. le commencement de la fin] , ήρθε/έφτασε το τέλος (κάποιου/του κόσμου): έφτασε η στιγμή της καταστροφής, του θανάτου: Μην πανικοβάλλεσαι, δεν ~ και το τέλος του κόσμου!|| (απειλητ.) Τι πήγες κι έκανες; Ήρθε το τέλος σου!, μέχρι τέλους: ως το τέλος, μέχρι την τελευταία στιγμή: Διεκδίκησαν τη νίκη ~ ~. Πάλεψε με τον καρκίνο ~ ~ (= μέχρι το θάνατό του). ΣΥΝ. μέχρι(ς) εσχάτων, στο τέλος: τελικά: Να δούμε τι θα γίνει ~ ~!, στο τέλος τέλος (προφ.): άλλωστε, στο κάτω κάτω: Μην ντρέπεσαι που δεν το ξέρεις· ~ ~, όλοι για να μάθουμε έχουμε έρθει., τέλος εποχής 1. οι τελευταίες ημέρες σε οικονομικές και εμπορικές δραστηριότητες, ιδ. για πωλήσεις εποχικών προϊόντων: εκπτώσεις/προσφορές λόγω ~ους ~. 2. για κάτι που, ύστερα από μακρόχρονη παρουσία, σταμάτησε να υπάρχει ή να λειτουργεί: ~ ~ για την εταιρεία (= έκλεισε). [< αγγλ. end of an era] , τέλος και τω Θεώ δόξα: έκφραση ανακούφισης σε περιπτώσεις καλής έκβασης, όλα τελείωσαν αισίως., τέλος πάντων & τελοσπάντων (ως επιφών.): έκφραση αγανάκτησης, ανακούφισης, συμβιβασμού· επιτέλους: Ποιος είναι, ~ ~, ο υπεύθυνος εδώ; Δεν μου αρέσει, αλλά ~ ~. Πβ. εν πάση περιπτώσει, τέσπα., από την αρχή ως/μέχρι το τέλος βλ. αρχή, βάζει/δίνει/θέτει τέλος/τέρμα στη ζωή του βλ. ζωή, δεν έχει αρχή και τέλος βλ. αρχή, με αρχή, (μέση) και τέλος βλ. αρχή, μηδένα προ του τέλους μακάριζε βλ. μακαρίζω, σήμανε (το) τέλος βλ. σημαίνει, στο τέλος ξυρίζουν το(ν) γαμπρό βλ. ξυρίζω, στο τέλος της ημέρας βλ. ημέρα, τέλος καλό, όλα καλά βλ. καλός [< αρχ. τέλος ‘λήξη, περάτωση, σκοπός, πεπρωμένο, φόρος’]
τότετό-τε επίρρ. & (λαϊκό) τότες & ετότε 1. σε συγκεκριμένο χρονικό σημείο του παρελθόντος ή του μέλλοντος: ~ τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά. Θυμάσαι ~ που ... Ήταν ~ που είχε πρωτοέρθει στην Αθήνα. ~ ήμουν είκοσι χρονών. Δεν υπήρχαν τόσες ανέσεις ~. Δεν έχω τις ίδιες απόψεις που είχα ~. Όπως ~, έτσι και τώρα ...|| Θα περάσουν τα χρόνια και ~ θα καταλάβουν. 2. (εμφατ.) εκείνη τη στιγμή: Και ~ άρχισε να βρέχει. ~ πήρε το θάρρος και μίλησε. Σηκώνεται ~ κι αυτός και βγαίνει έξω. Νευριάζει με το παραμικρό και ~ είναι δύσκολο να τον συγκρατήσεις. Μου το είπε δεύτερη φορά και πάλι ~ δεν έδωσα σημασία. 3. σε αυτή την περίπτωση: Αλλά ~ γεννιέται το ερώτημα ... Πες πως έρχεται ξαφνικά, τι κάνουμε ~; Αν δεν έχει αυτός την ευθύνη, ~ ποιος την έχει; Δεν σου αρέσει; Ε, ~ λοιπόν, άλλαξέ το. Αν είχαν παίξει καλά, ~ θα είχαμε κερδίσει.|| (ειρων.) Αν αυτός είναι επιστήμονας, ~ εγώ είμαι αστροναύτης (: όσο αυτός είναι ..., άλλο τόσο είμαι και εγώ ...). 4. (ως επίθ., + άρθ.) για κάποιον ή κάτι που εντάσσεται στην χρονική περίοδο στην οποία αναφέρεται ο ομιλητής: ο ~ αρμόδιος/διευθυντής/επικεφαλής/πρέσβης/πρόεδρος. Η ~ διοίκηση/ηγεσία/κατάσταση/κυβέρνηση. Οι ~ συνεργάτες. Οι ~ (= τοτινές) συνθήκες. Τα ~ δεδομένα/στελέχη. ● Ουσ.: τότε (το): οι συνθήκες που ίσχυαν παλαιότερα, το παρελθόν: Συγκρίνοντας το ~ και το σήμερα. Οι δύο γενιές συναντώνται και μιλούν για το ~ και το τώρα. ● ΦΡ.: από τότε: από εκείνη τη χρονική στιγμή ή περίοδο: ~ ~ μέχρι σήμερα πολλά έχουν αλλάξει. ~ ~ που μετακόμισε, έχουμε χαθεί (πβ. αφότου). Πέρασαν είκοσι χρόνια ~ ~ που τον είδα τελευταία φορά., ε/εμ τότε (προφ.): για δήλωση συμπεράσματος: ~ ~ δεν διαφωνούμε! ~ ~ φταίνε αυτοί. Πβ. λοιπόν, μα., ως/μέχρι τότε: μέχρι ένα χρονικό σημείο: ~ ~ έχουμε πολλά ακόμα να μάθουμε. Ήταν η μεγαλύτερη διαδήλωση που είχε γίνει ~ ~.|| (ως επίθ.) Οι ~ ~ σύμμαχοι. [< αρχ. τότε]
τούδετού-δε (αρχαιοπρ.): στις ● ΦΡ.: μέχρι τούδε: ως τώρα: Έχει εκδώσει τρία βίβλία ~ ~.|| (ως επίθ.) Τα ~ ~ δεδομένα., από εδώ και πέρα/και στο εξής/και μπρος βλ. εδώ
ώρα[ὥρα] ώ-ρα ουσ. (θηλ.) {ώρας | ώρες, ωρών} 1. ΜΕΤΡΟΛ. μονάδα μέτρησης του χρόνου που ισούται με εξήντα λεπτά και με το ένα εικοστό τέταρτο της μέρας, καθώς και το χρονικό διάστημα που αντιστοιχεί σε αυτή· κατ' επέκτ. χρονική περίοδος που χρειάζεται ή διατίθεται για κάτι ή κατά την οποία γίνεται κάτι: ηλιακή/μισή (βλ. μισάωρο) ~. Ένα τέταρτο της ώρας. Μια ~ απόσταση/δρόμος. Μιάμιση ~ με το αεροπλάνο/το αυτοκίνητο/τα πόδια. Ταχύτητα που ξεπερνά τα ογδόντα χιλιόμετρα την ~. Πληρώνεται/χρεώνει με την ~. Βγάζει/κερδίζει/παίρνει πολλά χρήματα την ~. Διορία εβδομήντα δύο ωρών. Πολλές ώρες αργότερα/μετά/νωρίτερα. Θα έρθω σε μία ~. Το ταξίδι είχε διάρκεια τρεις ώρες. Έμεινα στο νησί είκοσι τέσσερις ώρες (= μια μέρα). Είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο (= συνεχώς). Εργάζεται οκτώ ώρες την ημέρα (βλ. οκτάωρο). Επιπλέον ~ εργασίας (βλ. υπερωρία). Οι ώρες περνούσαν αργά. Ώρες ακρόασης (καθηγητών). Εν/σε ~ δράσης.|| ~ διδασκαλίας ή διδακτική ~ (: που διαρκεί περ. σαράντα πέντε λεπτά). Περίμενα αρκετή ~. Μπορείτε να μείνετε όση ~ θέλετε. Παρατηρούσα αρκετή ~ τα παιδιά. Περνάει τις ώρες (: τον χρόνο) της μελετώντας. Δεν έχω πολλή ~ στη διάθεσή μου. Δραματικές/κρίσιμες ώρες για την οικονομία της χώρας. Βλ. ανθρωπο~, εργατο~. 2. ορισμένη χρονική στιγμή ή τμήμα της ημέρας ή της νύχτας· ειδικότ. η στιγμή κατά την οποία συμβαίνει ένα γεγονός, που είναι αφιερωμένη σε κάτι ή ενδεδειγμένη για αυτό: ακριβής/προγραμματισμένη ~. Οι κενές/νεκρές ώρες του μεσημεριού (βλ. ώρα/ώρες αιχμής). Τι ~ είναι; Η ~ είναι πέντε και δέκα (ακριβώς). Οκτώ η ~ το πρωί (βλ. προ μεσημβρίας). Εννιά η ~ το βράδυ (αλλιώς: είκοσι μία, βλ. μετά μεσημβρία(ν)). Τα μαγαζιά είναι ανοιχτά από τις εννιά ως τις τρεις η ~. Ρολόι που δείχνει τη σωστή ~. Είπε/κοίταξε/ρύθμισε/ρώτησε την ~. Παρά την προχωρημένη ~, το μαγαζί ήταν ανοικτό. Είναι περασμένη ~ και η υπηρεσία έχει κλείσει. Το δρομολόγιο εκτελείται απογευματινές/βραδινές/μεσημεριανές/νυχτερινές ώρες. Το γλέντι κράτησε μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες. ~ γέννησης/έναρξης/λήξης/προσέλευσης.|| Η ~ του απολογισμού/των αποφάσεων/της κλήρωσης/της συνάντησης. ~ για διάλειμμα/διασκέδαση/μελέτη/παιχνίδι/ύπνο/φαΐ. ~ ευθύνης για την κυβέρνηση. Άλλαξε η ~ του ημιτελικού. Μου τηλεφώνησε σε ακατάλληλη ~. Είναι η ~ του αγώνα/του λαού. || Όλα έγιναν/θα γίνουν στην ώρα τους. 3. (ειδικότ.) σύστημα υπολογισμού του χρόνου με βάση τον τόπο ή την εποχή: παγκόσμια/τοπική ~. Διαφορά ώρας της Ελλάδας με άλλες χώρες. Αλλαγή της ώρας τον Μάρτιο και τον Οκτώβριο (βλ. θερινή ~, χειμερινή ~). Οι δείκτες των ρολογιών θα μετακινηθούν μια ~ μπροστά/πίσω. 4. ΕΚΚΛΗΣ. {στον πληθ.} τέσσερις σύντομες ημερήσιες ακολουθίες της Ορθόδοξης Εκκλησίας: Διαβάζονται/ψάλλονται οι μεγάλες ή βασιλικές Ώρες (των Χριστουγέννων, των Θεοφανίων και της Μ. Παρασκευής). ● Υποκ.: ωρίτσα (η): στις σημ. 1,2: Το πολύ σε μισή ~ θα είμαι εκεί. ● ΣΥΜΠΛ.: επίσημη ώρα 1. που ορίζεται σε κάθε χώρα από τον νόμο ανάλογα με ένα σταθερό σημείο αναφοράς (τον μεσημβρινό του Γκρίνουιτς): ~ ~ Ελλάδας. 2. που καθορίζεται από το πρόγραμμα: ~ ~ άφιξης., η Ώρα της Γης: παγκόσμια εκδήλωση που διεξάγεται ετησίως το τελευταίο Σάββατο του Μαρτίου, κατά το οποίο τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις καλούνται να σβήσουν τα φώτα και τις ηλεκτρικές συσκευές τους ως ένδειξη ευαισθητοποίησης και διαμαρτυρίας για την κλιματική αλλαγή. [< αγγλ. Earth Hour, 2007] , βάρβαρη ώρα βλ. βάρβαρος, ζώνη ώρας βλ. ζώνη, η ημέρα/η ώρα της κρίσεως/της κρίσης βλ. κρίση, η ώρα του παιδιού βλ. παιδί, η ώρα του πρωθυπουργού βλ. πρωθυπουργός, θερινή ώρα βλ. θερινός, μικρές ώρες βλ. μικρός, σκότωμα του χρόνου/της ώρας βλ. σκότωμα, χειμερινή ώρα βλ. χειμερινός, χρυσή ώρα βλ. χρυσός, ώρα Γκρίνουιτς βλ. Γκρίνουιτς, ώρα/ώρες αιχμής βλ. αιχμή, ώρες γραφείου βλ. γραφείο, ώρες/ωράριο λειτουργίας βλ. λειτουργία ● ΦΡ.: (ε)πάνω στην ώρα (προφ.): έγκαιρα, την πιο ενδεδειγμένη στιγμή: ~ ~ έφτασε., από την ώρα που: από τη στιγμή που, αφού, εφόσον: ~ ~ ενημερώθηκε, κινητοποιήθηκε άμεσα., από ώρα σε ώρα (προφ.) 1. σύντομα: Περιμένει, ~ ~, την απάντησή του. Αναμένεται ~ ~ να γεννήσει. Θα φύγω ~ ~. ΣΥΝ. από στιγμή σε στιγμή, όπου να 'ναι (1) 2. με την πάροδο του χρόνου: Οι τιμές αλλάζουν ~ ~. ΣΥΝ. ώρα με την ώρα, βρήκες την ώρα να ... (προφ.-εμφατ.): δεν είναι η κατάλληλη στιγμή για να γίνει κάτι: ~ ~ μου κάνεις αστεία! Άσε με ήσυχο, ώρα που τη βρήκες να γκρινιάξεις!, για την ώρα: μέχρι στιγμής, προσωρινά: ~ ~ δεν σκοπεύει να προχωρήσει σε αλλαγές. ΣΥΝ. επί του παρόντος/προς το παρόν, προς στιγμή(ν), δύσκολες ώρες: για να τονιστεί η κρισιμότητα μιας κατάστασης: Περνάει ~ ~. Ήταν πάντα μαζί στις ~ ~., είναι με τις ώρες του (προφ.): (για πρόσ.) χωρίς σταθερή διάθεση και συμπεριφορά ή (για πράγμα) χωρίς σταθερή λειτουργία: ~ ~, πότε σου μιλάει και πότε όχι., είναι ώρα να/για: είναι κατάλληλη η περίσταση, ευνοϊκή η στιγμή: ~ ~ να αναλάβουμε πρωτοβουλίες. Δεν ~ ~ για κριτική., έχεις/έχετε ώρα; (προφ.): τι ώρα είναι;, η κακιά (η) ώρα (προφ.): ατυχής συγκυρία που οδηγεί σε κάτι δυσάρεστο: Δεν φταις εσύ, ήταν ~ ~., η μεγάλη ώρα: πολύ σημαντική στιγμή: ~ ~ πλησιάζει! Οι ~ες ώρες της ανθρωπότητας/ιστορίας., η ώρα η καλή! (προφ.): ως ευχή σε πρόσωπο που πρόκειται να παντρευτεί., ήρθε/σήμανε η ώρα & (λόγ.) ήγγικεν η ώρα (μτφ.): έφτασε η κατάλληλη, η σημαντική στιγμή (για κάτι): ~ ~ των διαρθρωτικών αλλαγών. ~ ~ για την έναρξη εθνικού διαλόγου.|| Όταν έρθει η ~, θα μιλήσω.|| Οι δείκτες του ρολογιού σήμαναν την ώρα της επιστροφής., θέλει/παίρνει/τρώει ώρα/ώρες (προφ.): χρειάζεται χρόνος, για να γίνει κάτι: Θέλει (πολλή) ώρα, για να συνέλθει από το σοκ. Παίρνει (πολλές) ώρες να προσαρμοστείς. Τρώει ~ να φτιάξεις αυτό το γλυκό., κάθε πράγμα/πράμα στην ώρα του & καθετί/όλα τα πράγματα στην ώρα του(ς) (προφ.): για όλα υπάρχει ο κατάλληλος χρόνος. ΣΥΝ. κάθε πράγμα στον καιρό του (κι ο κολιός τον Αύγουστο), καλή του ώρα & ώρα του καλή: (ως ευχή για κάποιον που απουσιάζει τη στιγμή που γίνεται λόγος γι' αυτόν) να είναι καλά: ~ ~, όπου κι αν βρίσκεται!, καλή ώρα (προφ.): παρενθετικά, για να τονιστεί η ομοιότητα με κάποιον ή κάτι άλλο: Γνώρισα έναν νεαρό, ~ ~ σαν και σένα. Σκέφτονται τα ίδια, ~ ~ όπως κι εμείς., μαύρη η ώρα (προφ.): ως κατάρα ή ως έκφραση απελπισίας: ~ ~ που σε γνώρισα!, με την ώρα του (προφ.): τη στιγμή που πρέπει: το καθένα ~ ~!, με τις ώρες/επί ώρες/ώρες ολόκληρες/για ώρες (εμφατ.): περισσότερο από τον αναμενόμενο χρόνο, παρατεταμένα: Κάθεται με τις ώρες στον ήλιο. Περίμεναν υπομονετικά επί ώρες. Περνούσε ώρες ολόκληρες στη βιβλιοθήκη. Έμενε για ώρες στο γυμναστήριο., μέχρι την ώρα που: ως τη στιγμή που: Από την ώρα που πήγα, ~ ~ έφυγα, δεν τον είδα καθόλου., όλες τις ώρες: κάθε στιγμή της ημέρας, συνεχώς: ρούχα για ~ ~. Ενιαία χρέωση ~ ~. ~ ~ της μέρας και της νύχτας., όλη την ώρα: συνεχώς, διαρκώς: Είμαστε μαζί/μαλώνουμε ~ ~. Δεν γίνεται ν' ασχολούμαστε ~ ~ μαζί του. ΣΥΝ. κάθε ώρα και στιγμή, στην ώρα μου: στην προκαθορισμένη χρονική στιγμή: Έφτασα/ήρθα ~ ~. Ξύπνησα νωρίς, για να 'μαι ~ ~. Να είσαι έτοιμη ~ σου. Είναι πάντα ~ του., την τελευταία/ύστατη ώρα & την ενδεκάτη ώρα: λίγο πριν εξαντληθούν τα περιθώρια, οι προθεσμίες: Σώθηκε ~ ~. Προβλήματα θα υπάρχουν μέχρι την τελευταία ~. Έστω και την ύστατη ~ αποφεύχθηκε ο κίνδυνος. Οι ειδήσεις/τα ψώνια της τελευταίας ώρας. Πβ. την τελευταία στιγμή., της κακιάς ώρας (προφ.): για να δηλωθεί ότι κάποιος ή κάτι δεν έχει ποιότητα: Το μαγαζί ήταν ~ ~. Πβ. ελεεινός και τρισάθλιος. ΣΥΝ. της συμφοράς, της ώρας: (για τρόφιμα) φρέσκος ή (για φαγητό, κυρ. κρέας) που ψήνεται λίγο πριν φαγωθεί: ψάρια ~ ~.|| Πιάτα ~ ~. Μαγειρευτά και ~ ~., τρώω την ώρα (προφ.) 1. χαραμίζω τον καιρό μου άσκοπα: Τρώει την ~ του, χαζεύοντας. ΣΥΝ. σκοτώνω την ώρα/τον καιρό μου 2. (σε κάποιον) τον καθυστερώ: Μου ~ει ώρα με πράγματα ασήμαντα. Με τη συζήτηση μου ~ει ώρα από το διάβασμα., ώρα καλή σου & ώρα σου καλή (λαϊκό-λογοτ.): ως ευχή ή χαιρετισμός: ~ ~ γέροντα!, ώρα καλή στην πρύμ(ν)η σου κι α(γ)έρα στα πανιά σου (προφ.): ευχή για καλό ταξίδι ή γενικότ. καλοτυχία· (κυρ. ειρων.) σε περιπτώσεις χωρισμού., ώρα με την ώρα (προφ.): με το πέρασμα του χρόνου: Η κατάσταση επιδεινώνεται ~ ~. Βλ. από στιγμή σε στιγμή. ΣΥΝ. από ώρα σε ώρα (2), ώρα/ώρες είναι να ... (προφ.-εμφατ.): λέγεται όταν δεν θέλουμε να συμβεί κάτι: ~ ~ μας κατηγορήσεις κιόλας, επειδή ενδιαφερθήκαμε!, ώρες ώρες (προφ.): μερικές φορές, κάπου κάπου: ~ ~ είναι πολύ ενοχλητικός. Δεν σε καταλαβαίνω ~ ~. ΣΥΝ. πότε πότε, (έρχεται/φτάνει) η ώρα του λογαριασμού βλ. λογαριασμός, ανά πάσα στιγμή βλ. στιγμή, ανάθεμα την ώρα και τη στιγμή που ... βλ. ανάθεμα, από τη μια στιγμή/μέρα στην άλλη βλ. μέρα, βλαστημώ/καταριέμαι/σιχτιρίζω την ώρα και τη στιγμή που ... βλ. βλαστημώ, για να περάσει/περνάει η ώρα βλ. περνώ, δεν βλέπω την ώρα να ... βλ. βλέπω, δεν είναι του παρόντος/της παρούσης/της στιγμής/της ώρας βλ. στιγμή, η δωδεκάτη (ώρα) βλ. δωδέκατος, η στιγμή/ώρα της αλήθειας βλ. αλήθεια, κάθε ώρα και στιγμή βλ. στιγμή, κούφια η ώρα (που τ' ακούει) βλ. κούφιος, μετράω μέρες/ώρες/εβδομάδες βλ. μετρώ, μετράω τις μέρες/τις ώρες/τους μήνες βλ. μετρώ, μέχρι στιγμής βλ. στιγμή, μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη, τρεις και η κακή του μέρα/ώρα/τρεις και τον τσακώσανε βλ. κλέφτης, μια(ν) ώρα αρχύτερα βλ. αρχύτερα, όσα/ό,τι φέρνει η ώρα δεν τα/το φέρνει ο χρόνος (όλος) βλ. χρόνος, πριν την ώρα/της ώρας του βλ. πριν, σε περίπτωση ανάγκης βλ. ανάγκη, σκοτώνω την ώρα/τον καιρό μου βλ. σκοτώνω, τέτοια ώρα/τέτοιες ώρες, τέτοια λόγια βλ. τέτοιος, την ίδια στιγμή/ώρα βλ. στιγμή, χάνω τον καιρό μου/το(ν) χρόνο μου/την ώρα μου βλ. χάνω, ώρα μηδέν βλ. μηδέν, ώρες κοινής ησυχίας βλ. ησυχία [< αρχ. ὥρα, γαλλ. heure, αγγλ. time]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ