Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 2 εγγραφές  [0-2]


  • μήκων μή-κων ουσ. (θηλ.) (λόγ.): κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: μήκων η υπνοφόρος: ΒΟΤ. αφιόνι. [< αρχ. μήκων]
  • μηκώνιο μη-κώ-νι-ο ουσ. (ουδ.) 1. ΙΑΤΡ. σκούρα πράσινη βλεννώδης ουσία που περιέχεται στο έντερο του εμβρύου και εκκενώνεται φυσιολογικά μετά τη γέννηση. 2. ΒΟΤ. (παλαιότ.) όπιο. [< αρχ. μηκώνιον, γαλλ. méconium, αγγλ. meconium]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.