Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • μίσθωμα μί-σθω-μα ουσ. (ουδ.): ΝΟΜ.-ΟΙΚΟΝ. ενοίκιο που καταβάλλει ο ενοικιαστής στον ιδιοκτήτη κατόπιν συμφωνίας, ώστε να κάνει χρήση κινητού ή ακίνητου αγαθού: ετήσιο/ημερήσιο/μηνιαίο/τεκμαρτό ~. Πβ. μίσθιο. [< αρχ. μίσθωμα ‘αμοιβή’, μτγν. ~ ‘ενοικιασμένο αντικείμενο’, γαλλ. loyer]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.