μαία [μαῖα] μαί-α ουσ. (θηλ.) {μαιών}, μαιευτής (ο) (επίσ.): διπλωματούχος ιατρική βοηθός που παρακολουθεί και βοηθά την έγκυο κατά τη διάρκεια του τοκετού και παρέχει τις πρώτες φροντίδες στη λεχώνα και το νεογέννητο. Πβ. μαμή. Βλ. μαιευτήρας. [< αρχ. μαῖα, μεσν. μαιευτής]
μαιανδρικός , ή, ό μαι-αν-δρι-κός επίθ. 1. που έχει σχήμα μαιάνδρου: ~ή: διαδρομή/μορφή/πορεία. ~ό: σχέδιο.2. (σπάν.-μτφ.) πολύπλοκος, αδιέξοδος: ~ή: αναζήτηση. Πβ. δαιδαλώδης. ● επίρρ.: μαιανδρικά [< μεσν. μαιανδρικός 'που αναφέρεται στον ποταμό Μαίανδρο', γαλλ. méandreux, αγγλ. meandrous]
μαίανδρος μαί-αν-δρος ουσ. (αρσ.) {μαιάνδρου} 1. γεωμετρικό σχήμα αποτελούμενο από διαδοχικές ορθές γωνίες ως μοτίβο διακόσμησης που παραπέμπει στην αρχαιοελληνική τέχνη· κατ' επέκτ. κάθε παρόμοιος σχηματισμός: κολιέ ~. Ψηφιδωτό με ~ους.|| Οι ~οι του ποταμού.2. (σπάν.-μτφ.) δαιδαλώδης, περίπλοκη κατάσταση: οι ~οι της οικονομίας/της σκέψης. Πβ. δαίδαλος, λαβύρινθος. [< μτγν. μαίανδρος, αγγλ. meander, γαλλ. méandre]
μαιευτήρας
μαιευτήραςμαι-ευ-τή-ρας ουσ. (αρσ.): ΙΑΤΡ. γυναικολόγος με ειδίκευση στην εγκυμοσύνη και τον τοκετό: ~-γυναικολόγος/χειρουργός. Βλ. -τήρας. [< πβ. αρχ. μαιεύτρια 'μαμή', γαλλ. accoucheur]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.