Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 3 εγγραφές  [0-3]


  • μαία [μαῖα] μαί-α ουσ. (θηλ.) {μαιών}, μαιευτής (ο) (επίσ.): διπλωματούχος ιατρική βοηθός που παρακολουθεί και βοηθά την έγκυο κατά τη διάρκεια του τοκετού και παρέχει τις πρώτες φροντίδες στη λεχώνα και το νεογέννητο. Πβ. μαμή. Βλ. μαιευτήρας. [< αρχ. μαῖα, μεσν. μαιευτής]
  • μαιανδρικός , ή, ό μαι-αν-δρι-κός επίθ. 1. που έχει σχήμα μαιάνδρου: ~ή: διαδρομή/μορφή/πορεία. ~ό: σχέδιο. 2. (σπάν.-μτφ.) πολύπλοκος, αδιέξοδος: ~ή: αναζήτηση. Πβ. δαιδαλώδης. ● επίρρ.: μαιανδρικά [< μεσν. μαιανδρικός 'που αναφέρεται στον ποταμό Μαίανδρο', γαλλ. méandreux, αγγλ. meandrous]
  • μαίανδρος μαί-αν-δρος ουσ. (αρσ.) {μαιάνδρου} 1. γεωμετρικό σχήμα αποτελούμενο από διαδοχικές ορθές γωνίες ως μοτίβο διακόσμησης που παραπέμπει στην αρχαιοελληνική τέχνη· κατ' επέκτ. κάθε παρόμοιος σχηματισμός: κολιέ ~. Ψηφιδωτό με ~ους.|| Οι ~οι του ποταμού. 2. (σπάν.-μτφ.) δαιδαλώδης, περίπλοκη κατάσταση: οι ~οι της οικονομίας/της σκέψης. Πβ. δαίδαλος, λαβύρινθος. [< μτγν. μαίανδρος, αγγλ. meander, γαλλ. méandre]

μαιευτήρας

μαιευτήραςμαι-ευ-τή-ρας ουσ. (αρσ.): ΙΑΤΡ. γυναικολόγος με ειδίκευση στην εγκυμοσύνη και τον τοκετό: ~-γυναικολόγος/χειρουργός. Βλ. -τήρας. [< πβ. αρχ. μαιεύτρια 'μαμή', γαλλ. accoucheur]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.