Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • μαγαζί μα-γα-ζί ουσ. (ουδ.) {μαγαζ-ιού} (προφ.) 1. μικρή κυρ. επιχείρηση πώλησης αγαθών, συνήθ. σε λιανική τιμή και ο χώρος όπου στεγάζεται: Άνοιξε ~ με ηλεκτρικά είδη/με ρούχα. Τα χρέη τον ανάγκασαν να βάλει λουκέτο/να κατεβάσει ρολά στο ~ του (= να το κλείσει). Όταν λείπει, το ~ το κρατάει η γυναίκα του. Ακριβό/φτηνό ~ (: με υψηλές/χαμηλές τιμές προϊόντων· βλ. φτηνομάγαζο). Μικρό/συνοικιακό/τουριστικό ~. ~ιά του κέντρου. Βγαίνω/τρέχω στα ~ιά. Βόλτα/ψώνια στα ~ιά. ΣΥΝ. κατάστημα (1) 2. κέντρο διασκέδασης: νυχτερινά ~ιά. Βλ. μπουζούκια, σκυλομάγαζο.|| (συνεκδ.) Κερνάω όλο το ~ (: όλους τους παρευρισκομένους, συνήθ. σε καφενείο). μαγαζιά (τα): (μτφ.-προφ.) φερμουάρ ανδρικού παντελονιού: Είναι/έχει αφήσει ανοιχτά τα ~ του. ● Υποκ.: μαγαζάκι (το) ● Μεγεθ.: μαγαζάρα (η) [< μεσν. μαγαζί < βεν. magasín, αραβικής αρχής]

μπουζούκια

μπουζούκιαμπου-ζού-κια ουσ. (ουδ.) (τα) (λαϊκό) 1. κέντρο νυχτερινής διασκέδασης με ζωντανή μουσική: Γλεντώ/διασκεδάζω/τραγουδώ/χορεύω (μέχρι πρωίας) στα ~. Πβ. πίστα. Βλ. ελλην-, σκυλ-άδικο, μαγαζί. ΣΥΝ. μπουζουξίδικο 2. (σπάν.) λαϊκή ορχήστρα.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.