Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • μαγιονέζα μα-γιο-νέ-ζα ουσ. (θηλ.): κρύα, πηχτή σάλτσα από κρόκους αβγών χτυπημένους με λάδι, η οποία συνήθ. περιέχει λεμόνι, ξίδι, μουστάρδα ή/και μπαχαρικά και χρησιμοποιείται ως συνοδευτικό πιάτων ή για την παρασκευή άλλων φαγητών: σος ~ας. ~ με σκόρδο. Κοτόπουλο/πατατοσαλάτα/ψάρι με ~. ● ΦΡ.: έκοψε η μαγιονέζα & χάλασε η μαγιονέζα (προφ.) 1. αλλοιώθηκε κατά την παρασκευή της. 2. (μτφ.) δεν προέκυψε το επιθυμητό αποτέλεσμα. ΣΥΝ. χάλασε η μανέστρα [< γαλλ. mayonnaise]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.