Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • μαγιόξυλο μα-γιό-ξυ-λο ουσ. (ουδ.): ΛΑΟΓΡ. κορμός δέντρου (ή κλαδί) που το(ν) στόλιζαν με άνθη και το(ν) περιέφεραν, συνήθ. οι νέοι, την παραμονή ή ανήμερα της Πρωτομαγιάς ως σύμβολο αναγέννησης της φύσης. Βλ. μαγιάτικο στεφάνι.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.