Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • μαζοχιστής μα-ζο-χι-στής ουσ. (αρσ.) {θηλ. μαζοχίστρια}: πρόσωπο που χαρακτηρίζεται από μαζοχισμό, ως γενική συμπεριφορά ή ως σεξουαλική απόκλιση. Βλ. σαδιστής, σαδο~. [< γερμ. Masochist, γαλλ. masochiste, 1896]

σαδιστής

σαδιστής σα-δι-στής ουσ. (αρσ.) {σπανιότ. θηλ. σαδίστρια} 1. πρόσωπο που επιδίδεται σε σαδιστικές σεξουαλικές πράξεις. Βλ. σαδομαζοχιστής. 2. (κυρ. κατ' επέκτ.) αυτός που νιώθει ικανοποίηση, βασανίζοντας τους άλλους ή βλέποντάς τους να υποφέρουν: (ως επίθ.) ~ές: τύραννοι. [< γαλλ. sadiste]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.