Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • μακροημερεύω μα-κρο-η-με-ρεύ-ω ρ. (αμτβ.) {μακροημέρευ-σε, -σει} (λόγ.): ζω ή διαρκώ πολλά χρόνια: Ευχόμαστε να ~ει και να είναι πάντοτε ακμαίος.|| Το προϊόν σημείωσε εμπορική επιτυχία και κατάφερε να ~σει.|| (ειρων.) Η φτώχεια και η εξαθλίωση συνεχίζονται και ~ουν. [< μτγν. μακροημερεύω]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.