Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • μακροπρόθεσμος , η, ο μα-κρο-πρό-θε-σμος επίθ.: που εμφανίζεται, πραγματοποιείται ή έχει αποτέλεσμα μετά την πάροδο μεγάλου χρονικού διαστήματος: ~ος: κίνδυνος/προγραμματισμός/στόχος/σχεδιασμός. ~η: ανάπτυξη/απόδοση/επένδυση/ζημία/μνήμη/πρόβλεψη/προοπτική/στρατηγική. ~ο: κέρδος/κόστος/σχέδιο/συμφέρον/χρέος. ~ες: επιπτώσεις/συνέπειες/υποχρεώσεις. ~α: δάνεια/κεφάλαια/οφέλη. Σε ~η βάση. Πβ. μακρόπνοος, μακροχρόνιος. Βλ. μεσοπρόθεσμος. ΑΝΤ. βραχυπρόθεσμος ● επίρρ.: μακροπρόθεσμα & (λόγ.) μακροπροθέσμως [< γαλλ. à long terme]

μεσοπρόθεσμος

μεσοπρόθεσμος, η, ο με-σο-πρό-θε-σμος επίθ.: που αναφέρεται, αποβλέπει ή λήγει σε χρονικό σημείο που τοποθετείται μεταξύ κοντινού και απώτερου μέλλοντος: ~ος: προγραμματισμός/σχεδιασμός. ~η: αξιολόγηση/λύση/στρατηγική. ~ο: μέλλον (βλ. άμεσο). ~οι: στόχοι. ~α: δάνεια/μέτρα. Η ~η τάση της αγοράς είναι ανοδική.|| (ως ουσ., ΟΙΚΟΝ.) Το ~ο (ενν. πρόγραμμα). Βλ. βραχυ-, μακρο-, μεσομακρο-πρόθεσμος. ● επίρρ.: μεσοπρόθεσμα & (λόγ.) μεσοπροθέσμως [< γαλλ. à moyen terme]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.