μακροπρόθεσμος , η, ο μα-κρο-πρό-θε-σμος επίθ.: που εμφανίζεται, πραγματοποιείται ή έχει αποτέλεσμα μετά την πάροδο μεγάλου χρονικού διαστήματος: ~ος: κίνδυνος/προγραμματισμός/στόχος/σχεδιασμός. ~η: ανάπτυξη/απόδοση/επένδυση/ζημία/μνήμη/πρόβλεψη/προοπτική/στρατηγική. ~ο: κέρδος/κόστος/σχέδιο/συμφέρον/χρέος. ~ες: επιπτώσεις/συνέπειες/υποχρεώσεις. ~α: δάνεια/κεφάλαια/οφέλη. Σε ~η βάση. Πβ. μακρόπνοος, μακροχρόνιος. Βλ. μεσοπρόθεσμος. ΑΝΤ. βραχυπρόθεσμος ● επίρρ.: μακροπρόθεσμα & (λόγ.) μακροπροθέσμως [< γαλλ. à long terme]
μεσοπρόθεσμος
μεσοπρόθεσμος, η, ο με-σο-πρό-θε-σμος επίθ.: που αναφέρεται, αποβλέπει ή λήγει σε χρονικό σημείο που τοποθετείται μεταξύ κοντινού και απώτερου μέλλοντος: ~ος: προγραμματισμός/σχεδιασμός. ~η: αξιολόγηση/λύση/στρατηγική. ~ο: μέλλον (βλ. άμεσο). ~οι: στόχοι. ~α: δάνεια/μέτρα. Η ~η τάση της αγοράς είναι ανοδική.|| (ως ουσ., ΟΙΚΟΝ.) Το ~ο (ενν. πρόγραμμα). Βλ. βραχυ-, μακρο-, μεσομακρο-πρόθεσμος. ● επίρρ.: μεσοπρόθεσμα & (λόγ.) μεσοπροθέσμως [< γαλλ. à moyen terme]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.