Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • μακρυμάλλης , α, ικο μα-κρυ-μάλ-λης επίθ./ουσ.: που έχει μακριά μαλλιά. Βλ. -μάλλης. [< μεσν. μακρυμάλλης]

-μάλλης

-μάλλης, α, ικο {αρσ. -μάλληδες | κ. θηλ. (λαϊκό-λογοτ.) -μαλλούσα, -μαλλού}: επίθημα κτητικών επιθέτων και ουσιαστικών που δηλώνουν συνήθ. το χρώμα των μαλλιών του προσδιοριζόμενου συνήθ. προσώπου: ασπρο-μάλλης/γκριζο~/καστανο~/κοκκινο~/ξανθο~/ψαρο~. Βλ. -μάτης.|| Μακρυ-μάλλης. Σγουρο-μάλλα.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.