Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 6 εγγραφές  [0-6]


  • μακρός , ά, ό μα-κρός επίθ. (λόγ.) 1. που διαρκεί πολύ χρόνο: ~ά: απουσία/ασθένεια/θητεία/ιστορία/παράδοση/περίοδος/συνάντηση. ~ό: διάστημα. ~ές: διαπραγματεύσεις. ~άς πνοής (= μακρόπνοος). Πβ. εκτενής, μακρόβιος. ΣΥΝ. μακροχρόνιος (1), μακρύς (2) ΑΝΤ. βραχύς (1), σύντομος (1) 2. που έχει μεγάλο μήκος: ~ός: προσαγωγός (μυς). ~ά: λίστα/σειρά. ~ά: οστά.|| (μτφ.) Η ~ά διαδρομή της ελληνικής γλώσσας. ΣΥΝ. μακρύς (1) ΑΝΤ. βραχύς (2) 3. ΓΡΑΜΜ. μακρόχρονος. ● ΣΥΜΠΛ.: μακρά (κύματα): ΦΥΣ. με ζώνη συχνοτήτων από 30 έως 300 kHz. Βλ. βραχέα, μεσαία (κύματα), ραδιοκύματα. [< αγγλ. long waves] ● ΦΡ.: διά μακρών (λόγ.): με λεπτομέρειες, διεξοδικά, εκτενώς: Αναφέρθηκε ~ ~ στο θέμα. Ανέπτυξε ~ ~ το ζήτημα. ΑΝΤ. διά βραχέων, εν συντομία, επί μακρόν (λόγ.): για μεγάλο χρονικό διάστημα: Συζήτησαν ~ ~.|| (ως επίθ.) ~ ~ διαμένοντες/παραμονή. [< αρχ. μακρός 3: πβ. αρχ. macron]
  • μάκρος μά-κρος ουσ. (ουδ.) {μάκρ-ους | (λογοτ.) -η} 1. μήκος: ~ μαλλιών.|| Χάθηκε στο ~ του δρόμου (= βάθος). 2. διάρκεια: στο ~ της ιστορίας/των αιώνων. ● ΦΡ.: τραβά(ει)/πάει σε μάκρος/μακριά & (σπάν.-λόγ.) εις μάκρος: διαρκεί για μεγάλο χρονικό διάστημα: Η συζήτηση τράβηξε ~. Η διαπραγμάτευση θα πάει ~.|| (σπάν. μτβ.) Τραβάει την υπόθεση ~ (: την παρατείνει). [< αρχ. μάκρος]
  • μακροσκελής , ής, ές μα-κρο-σκε-λής επίθ. {μακροσκελέστ-ερος, -ατος}: (για γραπτό ή προφορικό λόγο) που έχει μεγάλη έκταση: ~ής: κατάλογος. ~ής: ανακοίνωση/ανάλυση/απάντηση/επιστολή. ~ές: άρθρο. ~είς: συζητήσεις. Πβ. διεξοδικός, μακρός, μακρύς, σχοινοτενής. Βλ. -σκελής. ΣΥΝ. εκτενής, εκτεταμένος ΑΝΤ. συνοπτικός, σύντομος (1) ● επίρρ.: μακροσκελώς [-ῶς] [< πβ. αρχ. μακροσκελής ‘που έχει μακριά πόδια’]
  • μακροσκοπικός , ή, ό μα-κρο-σκο-πι-κός επίθ. (επιστ.): που είναι ορατός ή πραγματοποιείται με γυμνό μάτι: ~ή: δομή/εικόνα/κλίμακα. Σε ~ό επίπεδο.|| ~ός: έλεγχος. ~ή: εξέταση/περιγραφή. ΑΝΤ. μικροσκοπικός (2) ● επίρρ.: μακροσκοπικά & (λόγ.) ~ώς [< γαλλ. macroscopique]
  • μακρόστενος , η, ο μα-κρό-στε-νος επίθ.: που έχει μήκος πολύ μεγαλύτερο σε σχέση με το πλάτος: ~ος: διάδρομος. ~η: αίθουσα. ~ο: πρόσωπο/σχήμα/τραπέζι. ΣΥΝ. επιμήκης, μακρουλός, στενόμακρος ● επίρρ.: μακρόστενα
  • μακρόσυρτος , η, ο μα-κρό-συρ-τος επίθ.: που έχει μεγάλη διάρκεια ή έκταση: ~η: φωνή. ~ο: σφύριγμα/τραγούδι.|| ~η: διαδικασία. ~ες: συζητήσεις.|| ~α: κείμενα. Πβ. εκτενής, εκτεταμένος, μακροσκελής.

-σκελής

-σκελής, ής, ές {-σκελούς | -σκελείς (ουδ. -σκελή)} (λόγ.): επίθημα για δήλωση αριθμού ή μεγέθους σκελών: τρι~.|| (σε σύγκριση, παραβολή) (Aν)ισο~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.